Ιστορία Α΄ λυκείου (7) – Ελληνιστικοί χρόνοι

Ο ελληνιστικός κόσμος μετά την μάχη της Ιψού (301 π.Χ.). Στον χάρτη σημειώνονται τα βασίλεια των τεσσάρων Διαδόχων του Μ. Αλεξάνδρου: του Κασσάνδρου στη Μακεδονία, του Λυσιμάχου στη Θράκη και τη Μικρά Ασία, του Σελεύκου στις ασιατικές περιοχές και του Πτολεμαίου στην Αίγυπτο. (πηγή: Wikimedia Commons)

 

Ελληνιστικοί χρόνοι (323 – 30 π.Χ.)

 

1.2 Τα χαρακτηριστικά του ελληνιστικού κόσμου

 

Βασικά σημεία:

(α) Οικονομικά
– ο ελληνιστικός κόσμος λειτούργησε μέσα σε ενιαίο οικονομικό σύστημα: κοινή οικονομική πολιτική, συναλλαγές και νομίσματα (ελληνικά, αφού αποσύρθηκαν τα περσικά) σε περιοχές της κυρίως Ελλάδας και της πρώην περσικής αυτοκρατορίας.
– έλεγχος όλης της γης καθώς και του μεγαλύτερου μέρος της παραγωγής από τους βασιλείς.
– ώθηση στην ανάπτυξη εμπορίου χάρη στην πλούσια παραγωγή.

– εμφάνιση τραπεζών και επιταγών (!).

 

Χρυσός στατήρας του Αντιόχου Α΄(324/3 – 261). Στην πίσω όψη εικονίζεται γυμνός ο Απόλλων (περ. 275).

 

(β) Κοινωνικά

– δημιουργία μιας προνομιούχου αστικής τάξης: έμποροι, τραπεζίτες, βασιλικοί υπάλληλοι. Τα μέλη της ήταν Έλληνες ή ελληνίζοντες ντόπιοι.

– οι περισσότεροι γηγενείς δούλευαν ως εργάτες ή μικροκαλλιεργητές. 

– πολλοί εργάτες και αγρότες συγκεντρώνονται στις πόλεις. Εμφανίστηκε η αστυφιλία και αναπτύχθηκε η δουλεία.

 

(γ) Πολιτικά

απόλυτη μοναρχία στα ελληνιστικά βασίλεια. Η ηγετική τάξη αποτελούνταν από Έλληνες ή εξελληνισμένους γηγενείς.

– ενθαρρύνθηκε η λατρεία του ηγεμόνα.

– ο πολίτης δεν έχει πλέον πολιτικό ρόλο ⇨ ατομικισμός.

– το κέντρο βάρους μετατίθεται στις μεγάλες πόλεις της Ανατολής: Αλεξάνδρεια, Αντιόχεια, Πέργαμο κλπ., οι οποίες αποτελούν τα νέα πολιτικά, οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα του ελληνιστικού κόσμου.

– οι περισσότερες πόλεις-κράτη της κυρίως Ελλάδας ελέγχονται από τους Μακεδόνες βασιλείς. Μερικές (Αθήνα, Σπάρτη, Δήλος, Ρόδος) διατηρούν αυτονομία. Άλλες οργανώνονται σε ομοσπονδίες (Αιτωλική και Αχαϊκή συμπολιτεία).

 

Χάρτης της μητροπολιτικής Ελλάδας το 200 π.Χ. Διακρίνεται η επικράτεια της Αιτωλικής και της Αχαϊκής Συμπολιτείας στην κεντρική Ελλάδα.

 

2. Ο ελληνιστικός πολιτισμός

2.1 Ελληνιστικά πνευματικά κέντρα

 

Βασικά σημεία:

Μερικές από τις πόλεις που ίδρυσαν ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του εξελίχθηκαν σε σημαντικά οικονομικά και πνευματικά κέντρα. Ήταν τειχισμένες και το σχέδιό τους ήταν όμοιο με τις παραδοσιακές ελληνικές πόλεις: είχαν αγορές, γυμνάσια, θέατρα, ναούς, βωμούς κλπ. Σημαντικότερες αναδείχθηκαν:

 

Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (Μέγας Αλέξανδρος, 331 π.Χ.)
– πληθυσμός: Έλληνες, Αιγύπτιοι, Εβραίοι.
– στην είσοδο του σπουδαίου λιμανιού της οικοδομήθηκε φάρος (πάνω στο νησάκι Φάρος), ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου.
– κόσμημά της ήταν το Μουσείο και η Βιβλιοθήκη (500.000 περίπου χειρόγραφα), όπου εργάζονται γραμματικοί (φιλόλογοι).

 

Αντιόχεια της Συρίας (Σέλευκος, 300 π.Χ.)
– χτίστηκε στον Ορόντη ποταμό.
– είχε 4 συνοικισμούς, γι’ αυτό ονομαζόταν και Τετράπολις.
– αρχικά, κατοικήθηκε από Μακεδόνες, Αθηναίους, Κρήτες και Κύπριους, αλλά αργότερα εγκαταστάθηκαν πολλοί Ασιάτες (πολυπολιτισμικό κέντρο).

 

Πέργαμος
– έγινε σημαντική πόλη από τον Φιλέταιρο και εξελίχθηκε σε πρωτεύουσα ανεξάρτητου βασιλείου από τους διαδόχους του (Ατταλίδες).
– διέθετε Βιβλιοθήκη (200.000 περίπου χειρόγραφα).
– εκεί εφευρέθηκε η περγαμηνή.
– οι Περγαμηνοί είχαν την ιδέα δημιουργίας Μουσείου, όπου θα μπορούσε ο επισκέπτης να θαυμάσει σημαντικά έργα τέχνης.
– περίφημος ήταν ο βωμός του Διός στην Πέργαμο.

 

Βωμός του Διός στο Μουσείο της Περγάμου (Βερολίνο). Πηγή: Βικιπαίδεια

 

2.2. Η γλώσσα

(α) μιλήθηκε η ελληνιστική κοινή: εξέλιξη βασικά της αττικής διαλέκτου σε μια απλοποιημένη μορφή· 

(β) τη χρησιμοποιούν Έλληνες και γηγενείς για καθημερινή επικοινωνία, συγγραφή και λατρεία.

 

Δείγμα ελληνιστικής κοινής:

Αποστόλου Παύλου, Προς Κορινθίους επιστολή Α’ 13

Ο ύμνος της αγάπης

(1ος μ.Χ. αιώνας)

ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον. καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν ὥστε ὄρη μεθιστάναι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐθέν εἰμι. κἂν ψωμίσω πάντα τὰ ὑπάρχοντά μου, καὶ ἐὰν παραδῶ τὸ σῶμά μου ἵνα καυθήσωμαι, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδὲν ὠφελοῦμαι.

ἡ ἀγάπη μακροθυμεῖ, χρηστεύεται, ἡ ἀγάπη οὐ ζηλοῖ, {ἡ ἀγάπη} οὐ περπερεύεται, οὐ φυσιοῦται, οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν, οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ· πάντα στέγει, πάντα πιστεύει, πάντα ἐλπίζει, πάντα ὑπομένει.

ἡ ἀγάπη οὐδέποτε πίπτει· εἴτε δὲ προφητεῖαι, καταργηθήσονται· εἴτε γλῶσσαι, παύσονται· εἴτε γνῶσις, καταργηθήσεται. ἐκ μέρους γὰρ γινώσκομεν καὶ ἐκ μέρους προφητεύομεν· ὅταν δὲ ἔλθῃ τὸ τέλειον, τὸ ἐκ μέρους καταργηθήσεται. ὅτε ἤμην νήπιος, ἐλάλουν ὡς νήπιος, ἐφρόνουν ὡς νήπιος, ἐλογιζόμην ὡς νήπιος· ὅτε γέγονα ἀνήρ, κατήργηκα τὰ τοῦ νηπίου. βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι᾽ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι, τότε δὲ πρόσωπον πρὸς πρόσωπον· ἄρτι γινώσκω ἐκ μέρους, τότε δὲ ἐπιγνώσομαι καθὼς καὶ ἐπεγνώσθην. νυνὶ δὲ μένει πίστις, ἐλπίς, ἀγάπη, τὰ τρία ταῦτα· μείζων δὲ τούτων ἡ ἀγάπη.

πηγή: ιστότοπος των Ψηφίδων για την Ελληνική Γλώσσα

 

2.3. Η θρησκεία

(α) τα κύρια χαρακτηριστικά της:

1. ανάμειξη θρησκευτικών πεποιθήσεων (θρησκευτικός συγκρητισμός).

2. πέρα από τις παραδοσιακές λατρείες διαδόθηκαν κυρίως μυστηριακές λατρείες: Ελευσίνια μυστήρια, μυστήρια του Μίθρα, της Ίσιδας κλπ.

 

(β) τα αίτια αυτών των εξελίξεων:

– πολιτικά: οι νέοι βασιλιάδες υιοθέτησαν τοπικές λατρείες, για να γίνουν αρεστοί.

– κοινωνικοί: η αβεβαιότητα των νέων συνθηκών οδήγησε πολλούς να αναζητήσουν παρηγοριά σε νέες θρησκευτικές εμπειρίες (π.χ. υποσχέσεις για καλύτερη μετά θάνατον ζωή).

 

2.4. Τα γράμματα

Στους ελληνιστικούς χρόνους διαπιστώνεται μαζική παραγωγή βιβλίων, που οφείλεται:

– στην πλατιά χρήση υλικών γραφής (πάπυρος και περγαμηνή) και

– στη δημιουργία μεγάλων πνευματικών κέντρων (Αλεξάνδρεια, Πέργαμος).

 

 

Μαρμάρινη προτομή του ελληνο-αιγυπτιακού θεού Σέραπι (Σάραπι). Φέρει μόδιο (ένα καλάθι, μέτρο ζύγισης των σιτηρών).

 

 

2.5 Οι Επιστήμες κατά τους ελληνιστικούς χρόνους

 

Αρίσταρχος 

Ο Αρίσταρχος από τη Σάμο (περ. 310-230 π.Χ.) ασχολήθηκε με την αστρονομία, βελτίωσε το ηλιακό ρολόι και πρότεινε ένα ηλιοκεντρικό σύστημα όπου τα άστρα μένουν ακίνητα ενώ η γη και οι πλανήτες περιστρέφονται γύρω από τον ήλιο. Η θεωρία του απορρίφτηκε από τους νεότερους, ώσπου τον 16ο μ.Χ. αιώνα ο Κοπέρνικος απόδειξε την ορθότητά της. Στο μόνο έργο του που σώζεται, το Περὶ μεγεθῶν καὶ ἀποστημάτων, ο Αρίσταρχος προσπάθησε, χωρίς μεγάλη επιτυχία, να υπολογίσει τα μεγέθη του ήλιου και του φεγγαριού και τις αποστάσεις τους από τη γη.

Φάνης Κακριδής, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 231

 

Ο Αρχιμήδης ζωγραφισμένος από τον ιταλό καλλιτέχνη Domenico Fetti  (περ. 1589 – 1623) 

 

Αρχιμήδης

Σε άλλο του έργο, τον Ψαμμίτη, ο Αρχιμήδης (287-212 π.Χ.) λογάριασε πόσοι κόκκοι άμμου θα χρειάζονταν για να γεμίσει το (σφαιρικό) σύμπαν. Το πρόβλημα φαίνεται παράδοξο, αλλά το νόημα του φανερώνεται αν θυμηθούμε ότι οι αρχαίοι δε γνώριζαν τους αραβικούς αριθμούς και οι λογαριασμοί ήταν εξαιρετικά δύσκολοι όταν τα ποσά ήταν μεγάλα. Την ιδιαίτερη ικανότητα του να χειρίζεται τεράστιους αριθμούς ο Αρχιμήδης την έδειξε και όταν επινόησε και έστειλε στον Ερατοσθένη ένα πρόβλημα που η λύση του είναι αριθμός με πάνω από 200.000 ψηφία!

Πολλά έργα του Αρχιμήδη έχουν χαθεί· άλλα σώζονται σε αραβική μετάφραση. Χωριστός λόγος ας γίνει μόνο για την πραγματεία του Περί μηχανικών θεωρημάτων, όπου μιλώντας για τη μέθοδο του διαπιστώνει ότι πολλά γεωμετρικά θεωρήματα τα εμπνεύστηκε από μηχανικές κατασκευές. Απρόσμενη δήλωση, γιατί, αν πιστέψουμε τον Πλούταρχο, ο Αρχιμήδης θεωρούσε τις πρακτικές εφαρμογές γεωμετρίας παιζούσης πάρεργα -και χαρακτήριζε «παρακατιανή και βάναυση» κάθε τέχνη που ικανοποιούσε ανάγκες.

Και όμως, οι εφευρέσεις του Αρχιμήδη ήταν πολλές: μια υδραντλία γνωστή ως κοχλίας, ένα αυτόματο πλανητάριο που παρουσίαζε τις κινήσεις του ήλιου, της σελήνης και πέντε πλανητών, και το πολύσπαστο βαρούλκο, που με αυτό λένε πως μπόρεσε να σύρει μόνος του ολόκληρο καράβι. Τέλος, ιστορία έγραψαν οι μηχανικές εφευρέσεις του όταν, με προτροπή του Ιέρωνα, κατασκεύασε πολεμικές μηχανές για να χρησιμοποιηθούν εναντίον των Ρωμαίων που πολιορκούσαν τις Συρακούσες από ξηρά και θάλασσα. Σίγουρα δεν έκαψε με κοίλα κάτοπτρα τον εχθρικό στόλο, όπως παραδίδεται, του έκανε όμως τόσες ζημιές με τα βλητικά και άλλα μηχανήματα που επινόησε, ώστε οι Ρωμαίοι, «όταν από το τείχος εμφανιζόταν να προεξέχει κάποιο σκοινί ή ξύλο, φώναζαν πως ο Αρχιμήδης κινούσε μηχανή εναντίον τους, έκαναν μεταβολή και το έβαζαν στα πόδια».

Φάνης Κακριδής, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 232-233

 

 

Στο βίντεο που ακολουθεί ο συντηρητής χειρογράφων William Noel εξηγεί τη διαδικασία με την οποία οι ερευνητές κατάφεραν να διαβάσουν χαμένα κείμενα του Αρχιμήδη στον περίφημο κώδικα που φέρει τον τίτλο Το παλίμψηστο του Αρχιμήδη (έχει ελληνικούς υποτίτλους):

 

 

 

Γαληνός (περ. 130-200 μ.Χ.)

Ὅτι ὁ ἄριστος ἰατρὸς καὶ φιλόσοφος. 

Πραγματικά, ο Γαληνός από την Πέργαμο σπούδασε πρώτα φιλοσοφία και μαθηματικά, αργότερα ιατρική στην πατρίδα του, στη Σμύρνη, στην Κόρινθο και. στην Αλεξάνδρεια. Στην αρχή εργάστηκε ως γιατρός των μονομάχων γρήγορα όμως μεταπήδησε στη Ρώμη, όπου έζησε και τα περισσότερα χρόνια της ζωής του, διάσημος και αναγνωρισμένος από τους αυτοκράτορες.

Τα συγγράμματα του είναι τόσο πολλά, ώστε ο ίδιος φρόντισε να τα απαριθμήσει στο Περὶ τῶν ἰδίων βιβλίων και να τα κατατάξει στο Περὶ τῆς τάξεως τῶν ἰδίων βιβλίων. Στα χέρια μας έφτασαν, ολόκληρα ή σχεδόν, πάνω από 150 έργα -τα περισσότερα στο ελληνικό πρωτότυπο, λίγα μονάχα σε λατινικές ή αραβικές μεταφράσεις. Σε ορισμένα ο Γαληνός εξετάζει φιλοσοφικά και φιλολογικά θέματα- σημαντικότερα όμως είναι τα πάμπολλα ιατρικά του συγγράμματα, που το ένα με το άλλο στοιχειοθετούν μιαν εγκυκλοπαίδεια της αρχαίας ιατρικής. Αφορούν την ανατομία, την παθολογία, τη διαγνωστική, τη φυσιολογία, τη φαρμακολογία… -όλες ουσιαστικά τις πτυχές της ιατρικής θεωρίας και πράξης- ακόμα και το Πῶς χρὴ ἐξελέγχειν τοὺς προσποιημένους νοσεῖν.

 Ο Γαληνός είχε μεγάλη εκτίμηση στον Ιπποκράτη και τους διαδόχους του, αλλά ο ίδιος αρνιόταν πεισματικά να ενταχτεί σε σχολή. Προτιμούσε να μένει εκλεκτικός, έτοιμος να αποδεχτεί και να αξιοποιήσει τα παρ’ ἑκάστοις καλά, και πολεμούσε άγρια όσους ακολουθούσαν μια και μοναδική σχολή, ιδιαίτερα τη μεθοδική, που επικρατούσε στις μέρες του. Σοφή ήταν και η στάση του απέναντι στη γλώσσα, όπου είχε απορρίψει τον αυστηρό αττικισμό, κρίνοντας μεγίστην λέξεως ἀρετήν σαφήνειαν.

Φάνης Κακριδής, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία, Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 290-291

 

 

Πηγές για την ελληνιστική εποχή

 

«Οι κατακτήσεις του Μεγαλέξανδρου προκάλεσαν μεγάλες αλλαγές στον Ελληνισμό. Ως τότε ο ελληνικός κόσμος παρουσίαζε μιαν ομαλή και ισοζυγιασμένη εικόνα. Υπήρχε ένας πυρήνας, ο ελλαδικός χώρος, ενώ πέρα από τις θάλασσες, στα παράλια της Μεσογείου και του Πόντου, οι αποικισμοί είχαν δημιουργήσει ένα περιφερειακό στεφάνι από ελληνικές εγκαταστάσεις. Ο πυρήνας στήριζε και τροφοδοτούσε την περιφέρεια και η περιφέρεια στήριζε και τροφοδοτούσε τον πυρήνα. Ακόμα, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στις περιφερειακές εγκαταστάσεις, οι πληθυσμοί είχαν κοινή γλώσσα, κοινή θρησκεία, ήθη και έθιμα -όλα ελληνικά. Πολιτική μονάδα αποτελούσε η πόλη-κράτος και μόνο το πολίτευμα παράλλαζε από τόπο σε τόπο, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην περιφέρεια, όπου μάλιστα οι ελληνικές πόλεις στη Μικρασία τύχαινε και να βρεθούν υποταγμένες στους Πέρσες.

Αυτά τώρα άλλαξαν καθώς ο Μεγαλέξανδρος κατάλυσε το περσικό κράτος και οδήγησε τον Ελληνισμό ανατολικά ως τον Ινδό ποταμό και νότια ως την Αίγυπτο. Έτσι οι Έλληνες κυριάρχησαν σε πλήθος ξένους, αλλόγλωσσους και αλλόθρησκους λαούς -λαούς που ως ένα σημείο θέλησαν, ως ένα σημείο υποχρεώθηκαν να ελληνίσουν, δηλαδή να μάθουν ελληνικά και να δεχτούν κάθε λογής ελληνικές πολιτισμικές επιδράσεις. Από αυτούς τους ελληνίζοντες ξένους πήρε το όνομα της η Ελληνιστική εποχή, που όμως συχνά την ονομάζουμε και Αλεξανδρινή -όχι από τον Μεγαλέξανδρο, αλλά από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, που για αιώνες αποτέλεσε το σημαντικότερο πνευματικό κέντρο.»

Φάνης Κακριδής, Αρχαία Ελληνική Γραμματολογία

 

 

Η θέση των γυναικών και των δούλων στην ελληνιστική κοινωνία

Χωρίς αυτό να σημαίνει ωστόσο κάποια βελτίωση της θέσης των γυναικών ή των δούλων. Το δίπτυχο τούτο έχει δώσει τροφή σε ατέρμονες συζητήσεις και αντιπαραθέσεις, που δεν συνοψίζονται μέσα σε λίγες φράσεις. Ως προς τις γυναίκες, η γνώμη που γενικά επικρατεί είναι ότι απολαμβάνουν, τουλάχιστον στις εύπορες τάξεις, μεγαλύτερη ανεξαρτησία, αν και ο γάμος παραμένει για τη νεαρή Ελληνίδα η μόνη κοινωνική θέση που μπορεί να διανοηθεί· ένας γάμος που της επιβάλλει να δεχτεί την επιλογή του πατέρα ή του κηδεμόνα της. Ωστόσο ορισμένα γαμήλια σύμφωνα μαρτυρούν ότι η γυναίκα δεν μπορεί να αποπεμφθεί με την άνεση που υπήρχε στο παρελθόν και ότι έχει δικαίωμα επίβλεψης στη χρήση της περιουσίας της. Ας μη δώσουμε όμως στα στοιχεία αυτά σημασία μεγαλύτερη απ’ όση τους ανήκει: η γυναίκα εξακολουθεί να παραμένει κάτω από κηδεμόνευση, και μονάχα στη Σπάρτη, σε ορισμένες περιφερειακές περιοχές, καθώς και στις ελληνιστικές αυλές, θα βρούμε γυναίκες οικονομικά ανεξάρτητες που κάποτε εμπλέκονται και στα πολιτικά δρώμενα.

Τα ίδια και με τους δούλους. Παρόλο που σημειώνεται μια πρόοδος στις απελευθερώσεις, η γενική κατάσταση του δούλου δεν αλλάζει. Ο δούλος εξακολουθεί να είναι αντικείμενο ιδιόκτητο και στερείται κάθε νομική υπόσταση. Το θέμα είναι, αν και κατά πόσο η ελληνική εξάπλωση στον κόσμο της Ανατολής συνοδεύτηκε από εξάπλωση της δουλείας. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα χρειάζεται προσοχή: δεν παρατηρείται μαζική διάδοση της δουλείας στις χώρες που κατέκτησαν οι Έλληνες. Αυτό που μάλλον συμβαίνει, όπως ήδη τονίσαμε, είναι ότι οι παραδοσιακές δομές εξάρτησης των χωρικών εξακολουθούν να λειτουργούν τόσο στην Αίγυπτο όσο και στην Ασία. Οι μελέτες σχετικά με τη δουλεία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο είναι σ’ αυτό το σημείο κατηγορηματικές. Οπωσδήποτε η ελληνιστική εποχή γνώρισε μια αύξηση του αριθμού των δούλων, σε συνάρτηση με την αύξηση του ιδιωτικού πλούτου, αυτό όμως δεν συνιστά γενίκευση του συστήματος της δουλείας. Κατά τον ίδιο λόγο που δεν μεταβλήθηκαν ουσιαστικά οι οικονομικές δομές, παρέμειναν άθικτες και οι σχέσεις των κοινωνιών μετά την κατάκτηση. Ώστε και απ’ αυτή την άποψη, η ιστορία του ελληνιστικού κόσμου τοποθετείται στην προέκταση της ελληνικής ιστορίας.

Claude Mossé, Annie Schnapp-Gourbeillon, Επίτομη Ιστορία της Αρχαίας Ελλάδας (2.000-31 π.Χ.), εκδ. Παπαδήμα, 2007, σ.450-451.

 

 

Σημασία και ρόλος του ελληνιστικού βασιλιά

Ακριβώς αυτή η δομή των διοικητικών κέντρων δείχνει ποια απάντηση έδωσε ο μονάρχης στην πολυμορφία των πληθυσμών και εδαφών της επικράτειάς του, κάτι που το σηματοδοτούν και τα ονόματα αυτών των πρωτευουσών: Παρά το σεβασμό στις τοπικές παραδόσεις και τη συνέχισή τους, η μοναρχία ήταν προπάντων και κατά ακραίο τρόπο συνδεδεμένη με το πρόσωπο του βασιλιά. Κέντρο του κρατικού οργανισμού ήταν ουσιαστικά ο βασιλιάς και μόνο αυτός. Αν η ρήση «Το κράτος είμαι εγώ» ισχύει κάπου, σίγουρα ισχύει εδώ, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που δεν θα ήταν καν σε θέση να την πουν, γιατί δεν θα μπορούσαν ούτε να διατυπώσουν ούτε να διανοηθούν το συστατικό «κράτος» μαζί με το στοιχείο «εγώ» (ενδεχομένως στη Μακεδονία, άλλα και εκεί μόνο υπό όρους). Θα μπορούσαν να πουν ότι η βασιλεία (η βασιλική εξουσία) είναι ο βασιλιάς, κάτι που καταλήγει όμως σε ταυτολογία. Είναι ενδεικτικό ότι οι θεσμοί και τα στοιχεία του κράτους (και άλλα πολλά) χαρακτηρίζονταν πάντοτε ως πράγματα (υποθέσεις) του βασιλιά, το κράτος ήταν ο οίκος του, μπορούσε να τον αντιμετωπίσει ως ιδιοκτησία του, κληροδοτώντας τον λ.χ. με τη διαθήκη του. Ο λόγος του βασιλιά ήταν νόμος. Ο βασιλιάς ήταν ανώτατος κυρίαρχος και δικαστής, έμοιαζε σχεδόν παντοδύναμος, απεριόριστος. Έτσι νιώθουμε τον πειρασμό να χαρακτηρίσουμε αυτή τη μοναρχία «απόλυτη» —κάτι πού όντως συμβαίνει πολύ συχνά. Εδώ όμως ελλοχεύει ο κίνδυνος να συνδέσουμε με την ελληνιστική μοναρχία πάρα πολλά ειδικά χαρακτηριστικά που τελικά προσιδιάζουν μόνο στην αντίστοιχη μορφή κράτους των νεότερων χρόνων. Κάπως πιο ουδέτερα, αλλά βέβαια και πιο άχρωμα, μπορούμε ίσως να μιλάμε για «προσωπική» μοναρχία. Πάντως το ουσιαστικό της γνώρισμα είναι ο χαρισματικός της χαρακτήρας, κατά τον ορισμό του Μαξ Βέμπερ. Ο χαρισματικός αυτός χαρακτήρας διαπλαθόταν και συνειδητά, λόγω και μόνο της συνάφειάς του με τη νοοτροπία των βασιλέων, που ήταν προσανατολισμένοι προς το πρότυπο του Αλεξάνδρου και των διαδόχων, των προγόνων τους, και έχει πολλά πρόσωπα.

Ο νικηφόρος μονάρχης, ιδίως ως προς την αρχέγονη μορφή νίκης, τη στρατιωτική νίκη, βρίσκεται φυσικά στο προσκήνιο· όπως είδαμε, αυτή ήταν ήδη η βάση για τις αναγορεύσεις των βασιλέων το 306/5. Συγκεκριμένα, ο βασιλιάς έπρεπε να είναι γενναίος πολεμιστής και ικανός διοικητής, που όφειλε να ηγείται κάθε εκστρατείας αυτοπροσώπως. Έπρεπε να είναι ενεργητικός και δραστήριος, διαφορετικά μπορεί να του ζητούσαν να παραδώσει την εξουσία (Διόδωρος 31.40.1). Η ικανότητά του να νικά έπρεπε να είναι γνωστή και έκδηλη· έπρεπε δηλαδή να επιδεικνύεται διαρκώς, στο κυνήγι, στο παρουσιαστικό του βασιλιά και στον τρόπο που εμφανιζόταν, στον τρόπο ζωής, στην αρχιτεκτονική των ανακτόρων, στη διαμόρφωση των γιορτών και των τελετών, με την επίδειξη πλούτου και μέσων ισχύος, την κοπή νομισμάτων, την κατοχή των τελευταίων επιτευγμάτων της τεχνολογίας, ιδίως της πολεμικής τεχνικής, τη μίμηση των ηρώων, κυρίως τού Αλεξάνδρου κ.ο.κ.

Αυτή η μοναρχία ήταν υποχρεωμένη να αποδεικνύει ή τουλάχιστον να σκηνοθετεί διαρκώς την ικανότητά της, μια υποχρέωση στην οποία επιδόθηκε πραγματικά με αφοσίωση: όσο μικρότερη η δύναμη, τόσο λαμπρότερη ήταν η σκηνοθεσία. Όταν έλειπαν οι επιτυχίες, έπρεπε να βρεθεί κάποιο αντιστάθμισμα. Μια από τις μεγαλύτερες παρελάσεις και πομπές στην ιστορία της ελληνιστικής εποχής οργανώθηκε από τον Αντίοχο Δ΄ ακριβώς μόλις είχε δεχτεί ένα σοβαρότατο από πολιτικοστρατιωτική άποψη ράπισμα· όταν δηλαδή η Ρώμη τον υποχρέωσε το 168 να υποχωρήσει από την Αίγυπτο. Συνεπής σ’ αυτή την αρχή ήταν και η εμφάνιση της τελευταίας βασίλισσας της Αιγύπτου, της Κλεοπάτρας Ζ΄ στον Ρωμαίο Μάρκο Αντώνιο στην Ταρσό το 41 π.Χ.· αν και όσον αφορά την πραγματική της δύναμη δεν ήταν παρά μια μαριονέτα, παρουσιάστηκε κυριολεκτικά σαν θεά, που την περιέβαλλε θεϊκή συνοδεία (Πλουτ., Αντ. 26,1 κ.έ.).

Είναι γνωστό ότι η επιτυχία είναι πράγμα φευγαλέο. Να θέλει κανείς να θεμελιώσει πάνω της εξουσία με διάρκεια μοιάζει με τον τετραγωνισμό του κύκλου. Ο παντοδύναμος μονάρχης μπορούσε πολύ εύκολα να γκρεμιστεί στην άβυσσο. Και αυτό ακριβώς δείχνει ότι πίσω από τη δυναμική επιβολή του κρυβόταν μια δομική αδυναμία —υπό την έννοια της δυναμικής αλληλεπίδρασης που αναφέραμε στην αρχή. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που οι ελληνιστικοί βασιλείς αναζητούσαν κι άλλα μέσα για να νομιμοποιήσουν τη θέση τους, ανταποκρινόμενοι πολύ προσεκτικά στις ανάγκες των διαφόρων ομάδων των υπηκόων τους.

Hans-Joachim Gehrke, Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, ΜΙΕΤ, 2003, σ.80-82. 

 

 

Έλληνες και «βάρβαροι»

Φυσικά, ουσιαστικό χαρακτηριστικό στα «νέα εδάφη» του ελληνιστικού κόσμου, στην Αίγυπτο και στην Εγγύς Ανατολή, ήταν οι διαφορές ανάμεσα στους Έλληνες και τους ντόπιους. Ενώ από τη μια πλευρά οι Έλληνες και οι Μακεδόνες, λόγω του προχωρημένου εξελληνισμού των τελευταίων, αποτελούσαν στην Ανατολή ενιαία ομάδα, η πολυμορφία των Ανατολιτών είχε διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό. Άλλωστε Έλληνες και Μακεδόνες, που συνήθως εγκαθίσταντο σε πόλεις ή στρατιωτικές αποικίες, αποτελούσαν κατά κανόνα μόνο ένα αρκετά λεπτό ανώτερο στρώμα κάτω από το όποιο βρισκόταν ένα αριθμητικώς πολύ ισχυρότερο στρώμα γηγενών που ζούσαν κυρίως στην ύπαιθρο, σε κώμες ή στα αστικά κέντρα των παλαιών πολιτισμών της Ανατολής. Και οι δύο ομάδες διατήρησαν την αυτοσυνείδησή τους. Τη σχέση τους δεν τη σκίαζαν ιδιαίτερα πολλές αντιπαραθέσεις, ούτε υπάρχουν αποδείξεις για ένοπλες συγκρούσεις με πρωταρχική αιτία «εθνικές» διαφορές. Οι μαρτυρίες για κάποια πνευματική-πολιτισμική αντίσταση απέναντι στον ελληνισμό περιορίζονται, όσον αφορά και τους υποκινητές και τους αποδέκτες της, σ’ ένα μικρό αριστοκρατικό στρώμα ιερατικής προέλευσης. Οι αιγυπτιακές εξεγέρσεις, από τα τέλη του 3ου αιώνα, ήταν κυρίως απόρροια κοινωνικοοικονομικής κρίσης με κάποιο «εθνικό» συστατικό, όπως αποδεικνύουν ιδίως αιγυπτιακά έγγραφα. Ούτως ή άλλως υπάρχει μια συνάρτηση ανάμεσα στον κοινωνικοοικονομικό και τον εθνικό παράγοντα, αφού οι γεωργοί που υπέφεραν ιδιαίτερα από την οικονομική πολιτική των Πτολεμαίων ήταν οι Αιγύπτιοι φελάχοι. Το αντιστασιακά κινήματα στην Εγγύς Ανατολή κατευθύνονταν λιγότερο κατά των ξένων ως ξένων και περισσότερο κατά της ελλιπούς συμμόρφωσης του βασιλιά προς τις παραδοσιακές,  διαποτισμένες από θρησκευτικό πνεύμα αντιλήψεις περί εξουσίας. Η εξέγερση των Μακκαβαίων, που επανειλημμένα έχει αποτελέσει αντικείμενο μελέτης, δεν κατευθυνόταν άμεσα κατά της μοναρχίας των Σελευκιδών ως ξενοκρατίας ούτε είχε ως στόχο συγκεκριμένη προσπάθεια των Σελευκιδών να εξελληνίσουν συστηματικά το βασίλειό τους, άλλα ήταν αποτέλεσμα αλυσίδας γεγονότων, οι πρωταγωνιστές των οποίων κινήθηκαν στο πλαίσιο τού πολιτικού ρεαλισμού. Και το κυριότερο, η αντιπαράθεση δεν ήταν πρωταρχικά αντιπαράθεση ελληνισμού και ιουδαϊσμού, αλλά προήλθε από μια κατά τα άλλα συνηθισμένη σύμφυρση εσωτερικών διαφωνιών και επεμβάσεων της εξουσίας.

Εξελληνισμός φυσικά υπήρχε, και με την έννοια της συνειδητής αποδοχής του ελληνικού τρόπου ζωής και σκέψης, ακόμα και της γλώσσας, από τους ντόπιους, κυρίως στη Μικρά Ασία. Αυτό όμως πολύ λίγο αλλάζει τη γενική εικόνα, που μολονότι δεν ήταν εικόνα αντιπαράθεσης, χαρακτηριζόταν από την απλή και όσο το δυνατόν εξ αποστάσεως συνύπαρξη. Είναι ενδεικτικό ότι, παρά τις αναπόφευκτες συνάψεις σχέσεων και τις επιγαμίες, δεν δημιουργήθηκε κάποιος άξιος λόγου μεικτός πληθυσμός. Έτσι, κάτω από το κάλυμμα της ελληνικής γλώσσας, στην οποία έχει συνταχθεί και ο μεγαλύτερος όγκος των γραπτών μαρτυριών, οι παλιές γλώσσες διατηρήθηκαν ως μητρικές γλώσσες μεγάλων ομάδων πληθυσμού, όπως π.χ. η αραμαϊκή, η γλώσσα του Ιησού, και η αιγυπτιακή.

Hans-Joachim Gehrke, Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, ΜΙΕΤ, 2003, σ.103-104.

 

✽ 

 

Η θέση της γυναίκας

Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι αυτή η εξατομίκευση του γάμου και της οικογένειας ευνόησε κυρίως τη γυναίκα. Έτσι γινόταν και γίνεται συχνά λόγος για «χειραφέτηση» της γυναίκας στην ελληνιστική εποχή. Αν όμως εξετάσουμε το θέμα με σύγχρονα κριτήρια, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κάτι τέτοιο. Η γυναίκα συνέχισε να μην είναι ισότιμη με τον άντρα, ακόμα και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, αφού όλες οι νομικές της πράξεις έπρεπε να γίνουν παρουσία του κηδεμόνα, του κυρίου της, κατά κανόνα του συζύγου, του πατέρα ή του πλησιέστερου άρρενα συγγενή. Το σπίτι παρέμεινε κατά χαρακτηριστικό τρόπο ο γυναικείος χώρος ζωής, κι εκεί η γυναίκα όφειλε να εξυπηρετεί την αναπαραγωγή της οικογένειας και ιδίως την ανατροφή των παιδιών. Λόγω της προικοδότησης, η γέννηση κόρης θεωρούνταν συχνά βάρος και αντίστοιχα συχνή ήταν η έκθεση νεογέννητων κοριτσιών που τα περίμενε —στην «καλύτερη» περίπτωση;— η δουλεία και η πορνεία.

Κι όμως, σε σχέση με τους ορίζοντες των αρχαίων, προέκυψαν σημαντικές μεταβολές. Η συμμετοχή του κυρίου σε νομικές πράξεις γυναικών υποβαθμίστηκε προοδευτικά σε απλή τυπικότητα· θα μπορούσαμε να πούμε ότι ξέπεσε από κυριαρχία σε συμμετοχή και τελικά σε απλή παρουσία. Στις ταραγμένες εποχές και στο περιβάλλον του «νέου κόσμου» οι γυναίκες όλο και συχνότερα έπρεπε «να φανούν άντρες», ιδίως όταν ο άντρας απουσίαζε για μεγάλο διάστημα ή όταν έμεναν χήρες. Οι χήρες μάλιστα αναλάμβαναν ακόμα και την κηδεμονία των ανήλικων παιδιών τους. Στις νέες λατρευτικές κοινότητες των μυστηριακών λατρειών βρίσκονταν ούτως ή άλλως καταρχήν στο ίδιο επίπεδο με τους άντρες και μπορούσαν να φτάσουν μάλιστα και σε ηγετικές θέσεις. Γενικά είχαν το δικαίωμα να καταλάβουν ιερατικά αξιώματα. Έτσι και στη δημόσια ζωή ήταν εντονότερη η παρουσία τους σε σχέση με το παρελθόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι τώρα γνωρίζει μεγάλη διάδοση το αξίωμα του γυναικονόμου, του επόπτη των γυναικών, το οποίο κατά τον Αριστοτέλη [Πολιτικά 6, 8, 1322 b 37 κ.ε.] ανήκει μάλλον στο περιβάλλον της αριστοκρατίας, δηλαδή εκεί που οι γυναίκες ήδη από παράδοση είχαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων. Το γεγονός ότι οι γυναίκες εξακολουθούσαν να μην έχουν καθόλου πολιτικά δικαιώματα είχε σχετικά μικρή σημασία, αφού και για τον «μέσο άντρα» μειωνόταν η πραγματική αξία των πολιτικών του δικαιωμάτων. Τέλος, και ο αριστοκρατισμός του ανώτερου στρώματος συνέβαλε στη μεταβολή της θέσης της γυναίκας στους αντίστοιχους κύκλους. Χωρίς να θέλουμε να προκαλέσουμε λανθασμένους συνειρμούς με τον όρο «χειραφέτηση», μπορούμε λοιπόν να θεωρήσουμε δεδομένο ότι οι δυνατότητες που είχε η γυναίκα και οι χώροι στους όποιους κινούνταν, σε μια ανδροκρατούμενη, πατριαρχική κοινωνία, είχαν αυξηθεί κατά εντυπωσιακό, για εκείνη την εποχή, τρόπο.

Hans-Joachim Gehrke, Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, ΜΙΕΤ, 2003, σ.115-116. 

 

 

Θρησκεία και θρησκευτικότητα

Πρώτο μας καθήκον και στον τομέα αυτό είναι να επισημάνουμε τα στοιχεία που συνδέουν την εποχή αυτή με την προηγούμενη. Στην ελληνιστική εποχή ο θρησκευτικός βίος δεν γνώρισε επαναστατικές αλλαγές. Παλιές λατρείες διατήρησαν τη σημασία τους, μπόρεσαν μάλιστα μερικές φορές και να την επεκτείνουν. Η Αθηνά παρέμεινε η κατεξοχήν θεά της Αθήνας όπως η Ήρα του Άργους ή της Σάμου και ο Ήλιος των Ροδίων, οι οποίοι μάλιστα του έστησαν τώρα ένα άγαλμα που ξεπερνούσε σχεδόν κάθε μέτρο, ένα από τα επτά θαύματα του κόσμου. Οι λατρείες της κάθε πόλης έγιναν αντικείμενο εξαιρετικής μέριμνας, διατήρησαν τη δημοτικότητά τους, ενώ αναζητήθηκαν και οι ρίζες τους. Η ταυτότητα των κατοίκων μιας πόλης και η ταύτισή τους με τη συγκεκριμένη πόλη δημιουργούνταν τώρα και τρεφόταν λιγότερο από τις πολιτικές δραστηριότητες και την πολιτική αλληλεγγύη· την εξέφραζε, εντονότερα απ’ ό,τι στο παρελθόν, η κοινή λατρεία. Μεγάλωσε η βαρύτητα και η διάρκεια των γιορτών των θεών, οι οποίες σφράγιζαν και διάρθρωναν τον ρου της ζωής στην πόλη και την ύπαιθρο, ευφραίνοντας όλες τις αισθήσεις: οι πομπές με το συνδυασμό τάξης και πολυχρωμίας· οι αγώνες με τους χορούς και τα τραγούδια, με το μεγάλο θέατρο και την ένταση του αθλητισμού· οι θυσίες με το κατανυκτικό πλησίασμα του θανάτου, τη μυρωδιά του αίματος και του κρέατος. Στους ίδιους θεούς στρέφονταν, όπως και παλαιότερα, για να βρουν βοήθεια, ιδίως με προσευχές και τάματα, με την υπόσχεση να δωρίσουν ή να αφιερώσουν κάτι ως αντάλλαγμα για τη συμπαράσταση των θεών στην ανάγκη, στη δουλειά ή στον αγώνα. Και πριν από δύσκολες αποφάσεις εξακολουθούσαν να συμβουλεύονται τα μαντεία και να ζητούν από τους ιερείς και τους μάντεις να ερμηνεύσουν τους χρησμούς τους. Στην ελληνιστική εποχή άκμαζαν διάφορα μαντεία, κυρίως σε σύνδεση με τις λατρείες θεραπευτών θεών, όπου κατά την εγκοίμηση παρουσιαζόταν στον ασθενή ο θεός και του προφήτευε τον τρόπο θεραπείας.

 

Νέες πτυχές

Παρ’ όλα αυτά υπήρχαν και νέα στοιχεία, ή μάλλον διεύρυνση και συμπλήρωση των παλιών παρά αναμόρφωση και μεταβολή τους. Αν λάβουμε υπόψη τις νέες εμπειρίες και τους νέους ορίζοντες, τέτοιοι νεοτερισμοί κάθε άλλο παρά μας παραξενεύουν. Το ότι η θεά Τύχη (ταυτοχρόνως πεπρωμένο και σύμπτωση) γνώρισε ακριβώς τώρα ιδιαίτερες τιμές και σεβασμό, αποτελεί χαρακτηριστικό φαινόμενο. Και αν αναλογιστούμε πόσο σημαντικές ήταν οι λατρείες των πόλεων για την ενσωμάτωση των πολιτών και κυρίως πώς η ταύτιση με μια συγκεκριμένη προστάτιδα θεότητα στήριζε και συναισθηματικά την τοπική σύνδεση του ατόμου με την κοινότητά του, θα καταλάβουμε γιατί εισήχθησαν τέτοιες λατρείες στις εκατοντάδες των νέων πόλεων με τον τόσο ανάμεικτο πληθυσμό τους. Π.χ. στην Αντιόχεια του Ορόντη αναγνώρισαν αμέσως ως πολιούχο θεά την Τύχη. Γενικά όμως μπορούμε εκ των προτέρων να θεωρήσουμε δεδομένο ότι η αποδέσμευση από τα παλιά πλαίσια αύξησε κι άλλο τη δεκτικότητα απέναντι σε νέους θεούς και νέες μορφές λατρείας. Άλλωστε οι Έλληνες ήταν από πριν αρκετά ανοικτοί απέναντι σε ξένους θεούς, που είχαν γνωρίσει π.χ. στο πλαίσιο των διαφόρων κυμάτων του αποικισμού και τους είχαν ενσωματώσει στις δικές τους θρησκευτικές αντιλήψεις […], όπου χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Άμμων Ζεύς. Έτσι ακριβώς η αποδοχή ανατολικών και αιγυπτιακών θεοτήτων και λατρειών, μορφών πίστης και θρησκευτικής οργάνωσης αποτελεί χαρακτηριστικά γνώρισμα της ελληνιστικής εποχής. Αν λοιπόν μπορεί να γίνει λόγος για μερική «ανάμειξη» ελληνικών και μη ελληνικών στοιχείων σε κάποιον τομέα, τότε σίγουρα αφορά τη θρησκεία.

Hans-Joachim Gehrke, Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, ΜΙΕΤ, 2003, σ.116-118. 

 

 

Μυστηριακές θρησκείες

Με αυτή την έννοια, ειδικό γνώρισμα της ελληνιστικής εποχής πρέπει να θεωρήσουμε τις λεγόμενες λυτρωτικές ή μυστηριακές θρησκείες. Και οι δυο όροι είναι προβληματικοί, αλλά έχουν καθιερωθεί στην έρευνα και χαρακτηρίζουν μια ιδιόμορφη θρησκευτικότητα και μια συγκεκριμένη μορφή λατρείας, ώστε, παρά τους αναγκαίους περιορισμούς, να μπορούν να χρησιμοποιηθούν εδώ για διάκριση. Πρέπει καταρχάς να τονίσουμε ότι οι μυστηριακές θρησκείες δεν αποτελούν καινοτομία για τον ελληνικό κόσμο. Ήδη από πολύ καιρό διαδραμάτιζαν σημαντικό ρόλο, π.χ. στην Αθήνα, στην ελευσινιακή λατρεία της Δήμητρας, και ήταν διαδεδομένες σε πολλά μέρη της Ελλάδας με τις γιορτές (όργια) προς τιμήν του θεού του κρασιού και της βλάστησης Διονύσου ή της καταγόμενης από τη Μικρά Ασία θεότητας Μητέρας-Κυβέλης. Υπήρχαν επίσης τοπικές θεότητες των όποιων ή ακτινοβολία μερικές φορές ξεπερνούσε το λατρευτικό τους κέντρο, όπως π.χ. οι Κάβειροι της Σαμοθράκης, προστάτες από τους κινδύνους της θάλασσας. Αυτές οι θεότητες λατρεύονταν γενικά με τον ίδιο τρόπο όπως και οι επίσημες θεότητες των πόλεων, οι όποιες συνήθως συγκαταλέγονταν στον κύκλο των ολύμπιων θεών. Ωστόσο οι μυστηριακές θεότητες και οι λατρείες τους διαφέρουν ουσιαστικά από τις θεότητες των πόλεων σε δύο σημεία.

Οι ίδιες οι θεότητες, με διαφορετικό τρόπο η καθεμιά, σχετίζονται με τα βάσανα και το θάνατο. Αντίθετα από τους ολύμπιους θεούς, δεν βρίσκονται πάνω από αυτές τις στοιχειώδεις ανθρώπινες εμπειρίες, άλλα τις έχουν γνωρίσει κατά κάποιον τρόπο και οι ίδιες· όμως τις ξεπερνούν, αφού είναι θεοί, προσφέροντας έτσι στους ανθρώπους μια ανάλογη προοπτική, έστω για μια ύπαρξη μετά το θάνατο καλύτερη από εκείνη των σκιών στον Άδη. Ο μύθος της Δήμητρας εκφράζει αυτή την εμπειρία του θανάτου και των βασάνων και την υπέρβασή της στο θρήνο της θεάς για την απώλεια της θυγατέρας της Περσεφόνης, που την είχε απαγάγει ο θεός του Κάτω Κόσμου Άδης, και στη χαρά για την εύρεσή της.

Δεύτερον, οι ίδιες οι λατρείες έχουν τρόπον τινά ιδιωτικό χαρακτήρα, ιδίως στις ιδιαίτερες ιεροπραξίες τους. Δεν είναι προσιτές παρά μόνο σε ειδικά μυημένους, και κατά τούτο αποτελούν μυστήρια. Μερικές φορές φέρνουν τον λάτρη κυριολεκτικά έκτος εαυτού, σε έκσταση, στην οποία τον κυριεύει ο θεός, σε ιερή μανία (ιδίως στη λατρεία του Διονύσου και της Μητέρας-Κυβέλης).

Στην ελληνιστική εποχή τα μυστήρια απέκτησαν μεγαλύτερη σπουδαιότητα κυρίως επειδή συνδέθηκαν με νέες θεότητες, κερδίζοντας μ’ αυτό τον τρόπο σημαντική δημοτικότητα. Αυτή η εξέλιξη έφτασε στο αποκορύφωμά της κατά την αυτοκρατορική εποχή. Έτσι διευρύνθηκε και η λατρεία της Μητέρας-Κυβέλης. Υιοθετήθηκαν τώρα επίσης στοιχεία που ως τότε θεωρούνταν ιδιαίτερα ξένα, στοιχεία διαδεδομένα στη Μικρά Ασία, που ήταν χαρακτηριστικά π.χ. για τη λατρεία της Μεγάλης Μητέρας του Πεσσινούντα στη Φρυγία: Ο Άττις, αρσενικό ομόλογο της «Μητέρας», που μπορούσε να θεωρηθεί γιος, εραστής, σύντροφος ή σύζυγός της, αυτοευνουχίστηκε και πέθανε. Η θεά όμως κατάφερε να μην αφήσει τη ζωή του να σβήσει εντελώς: τα μαλλιά του συνέχιζαν να μεγαλώνουν και το μικρό του δάκτυλο να κινείται. Ο στενότατος κύκλος των μυστών αυτής της λατρείας αποτελούνταν από ευνούχους, τους λεγόμενους Γάλλους.

Hans-Joachim Gehrke, Ιστορία του Ελληνιστικού Κόσμου, ΜΙΕΤ, 2003, σ.118-119.