Marc Ferro, Πώς αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο (αποσπάσματα)

Η ιστορία στην Ιαπωνία: κώδικας ή ιδεολογία;

 

Ερώτηση: «Συχνά λέγεται πως η χώρα μας είναι ανώτερη από τις υπόλοιπες και αξίζει τον σεβασμό μας. Θα ήθελα να μάθω πού θεμελιώνεται η άποψη αυτή».

Απάντηση: «Ορίστε μια πραγματικά καλή ερώτηση. Αδύνατον, όμως, να δοθεί εδώ μια σύντομη έστω απάντηση· γι’ αυτό θα σας παρουσιάσω μόνο τα ουσιαστικά σημεία της.

Όλοι γνωρίζουν ότι οι μονάρχες μας έχουν θεϊκή καταγωγή και υπήρξαν ηγεμόνες μας επί αιώνες, χωρίς διακοπή. Στην Κίνα και στις υπόλοιπες ξένες χώρες, κάθε απλός υπήκοος μπορεί αύριο να ανακηρυχθεί αυτοκράτορας βασιλιάς, αν σκοτώσει τον ηγεμόνα του. Σε άλλες περιπτώσεις επίσης ένας βασιλιάς μπορεί να οδηγηθεί σε παραίτηση. Εάν αρνηθεί, μπορούν να τον εξαναγκάσουν. Είτε ακόμη αυτοκράτορας μπορεί να αντικατασταθεί από κάποιον υποδεέστερο μονάρχη.

Όλα αυτά μας εκπλήσσουν στην ιστορία των άλλων χωρών.

Δεν συμβαίνουν όμως σε μας, όπου δεν υπάρχει απολύτως κανένα παρόμοιο παράδειγμα από καταβολής κόσμου.

Εδώ η θέση του κυβερνήτη και των υπηκόων του έχει καθοριστεί για πάντα…»

 

Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο του κειμένου αυτού, το οποίο ταυτίζει θρύλο και ιστορία, είναι προφανώς ότι διατυπώνει μόνο αναλήθειες. Οι Φουτζιβάρα αντικατέστησαν τους προκατόχους τους με τη βία, δύο αυτοκρατορικές αυλές συνυπήρξαν στο τέλος του δέκατου έκτου αιώνα, οι σφετερισμοί του θρόνου και απόπειρές τους υφαίνουν τον ιστό της ιαπωνικής ιστορίας.

Η δουλειά της διδασκαλίας, όμως, δεν είναι να μάθει στα παιδιά τι πραγματικά συνέβη: «Στόχο έχει να σφυρηλατήσει τον πατριωτισμό, να κάνει τον πληθυσμό να ταυτιστεί με την πολιτική του αυτοκράτορά του. […] Πρέπει να διδάξουμε στα παιδιά τη συνέχεια της ιαπωνικής ιστορίας, τα ένδοξα επιτεύγματα των αυτοκρατόρων, τα έργα των πιστών υπηκόων […] ώστε τα παιδιά να μάθουν από ποια στάδια πέρασε η χώρα […], να καταλάβουν πόσο μεγάλο προνόμιο απολαμβάνουν, επειδή είναι Ιάπωνες».

 

Διδακτικοί στόχοι

Η σχολική διδασκαλία δεν διακηρύσσει ευθέως τους στόχους της μόνο στην Ιαπωνία. Στη Γαλλία, λόγου χάρη, ήδη από το 1791 η Συντακτική Συνέλευση προέβλεπε ότι «η εκπαίδευση πρέπει να καλλιεργεί πνεύμα αδελφοσύνης στους πολίτες, να τους συνδέει με το σύνταγμα, με τη χώρα και με τους νόμους». Ο Ναπολέων υπήρξε ακόμη σαφέστερος: «καθήκον του σχολείου είναι να διδάσκει τον καθολικισμό και πίστη στον αυτοκράτορα, αλλά και να δημιουργεί πολίτες αφοσιωμένους στην Εκκλησία, το κράτος και την οικογένεια». Αυτά τα παραδείγματα θα μπορούσαν να πολλαπλασιαστούν. Πάντως, λίγες χώρες πέτυχαν πράγματι αυτόν τον στόχο, με την έννοια ότι σε αυτές «το έθνος συγκροτήθηκε χάρη στα σχολικά βιβλία», όπως συνέβη στην περίπτωση της Γαλλίας επί της Τρίτης Δημοκρατίας (Karasawa Tomitaro, 1960).

Αντίστοιχη θέση υιοθέτησε το ιαπωνικό κράτος. Έτσι, αναπόφευκτα ξέσπασαν οξύτατες διαμάχες για τα σχολικά βιβλία, όπως είχε συμβεί και στη Γαλλία της Τρίτης Δημοκρατίας. Ίσως μάλιστα στην Ιαπωνία αυτές να ήταν ακόμη βιαιότερες, όπως μας δείχνουν τα οξύτατα επεισόδια που ξέσπασαν το 1968, όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο του Ιενάγκα Σαμπούρο, από τον οποίο η κυβέρνηση ζήτησε να κάνει διακόσιες δεκαέξι τροποποιήσεις ή περικοπές, και τριάντα οκτώ προσθήκες, διότι πουθενά δεν «δικαιωνόταν» η ιαπωνική συμμετοχή στον πόλεμο του 1941. Η βιαιότητα της διαμάχης εξηγείται κατ’ αρχάς από το γεγονός ότι στην Ιαπωνία ελάχιστα σχολικά βιβλία κυκλοφόρησαν σε πανεθνικό επίπεδο από το 1903, μια δωδεκάδα ίσως, σύμφωνα με τον Χάρολντ Ρέι· επίσης, αυτά ήταν βιβλία αρκετά ομοιόμορφα και δεν είχαν την οικεία στα δημοκρατικά καθεστώτα ποικιλία. Η δεύτερη αιτία είναι πως στην Ιαπωνία, τόσο στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση όσο και στη λαϊκή μνήμη, η ιστορία συνδέεται με ποικίλες άλλες γνωστικές πειθαρχίες, όπως την ηθική, τη γεωγραφία και τις γλωσσικές σπουδές. Αυτοί οι τέσσερις κλάδοι συγκροτούν από κοινού το κοκουτάι, όπως το ονομάζουν στην Ιαπωνία· δηλαδή τη δέουσα αντίληψη περί της ουσίας και του παρελθόντος του ιαπωνικού έθνους.

Το κείμενο που παραθέσαμε προηγουμένως προέρχεται από ένα βιβλίο ηθικής των αρχών του εικοστού αιώνα. Ξανασυναντάμε τις ίδιες ιδέες, λίγο διαφορετικά διατυπωμένες, στα εγχειρίδια της γεωγραφίας και της γλώσσας. Η ίδια πάλι ιδέα παρουσιάζεται σε ένα άλλο βιβλίο ιστορίας ως εξής:

 

Σύμφωνα με την επιθυμία της θεάς Αματεράσου, η Ιαπωνία δεν πρέπει να γνωρίσει παρά μόνο ένα αυτοκρατορικό γένος από την αρχή έως το τέλος των αιώνων. Είναι αδύνατον να ανατραπεί ποτέ ο αυτοκράτορας και να διακοπεί η δυναστεία. Το έθνος πρέπει να συμπηχθεί σε μια κοινή θέληση γύρω από το κράτος-οικογένεια και να συνενωθεί γύρω από τα ιδεώδη της υιικής αφοσίωσης και της νομιμοφροσύνης. Η οργάνωση αυτή προσιδιάζει στην Ιαπωνία και είναι μοναδική στον κόσμο. Αυτή κάνει την Ιαπωνία αγαπητή στους θεούς. Στις άλλες χώρες η απουσία του κοκουτάι δημιουργεί κρίσεις, επαναστάσεις, εποχές παρακμής, φάσεις αμφισβήτησης του κράτους· γεννά συνεπώς ριζοσπαστικές ιδεολογίες. Αυτό στην περίπτωση της Ιαπωνίας θα ήταν παράλογο. Σε ολόκληρο τον κόσμο συνηθίζεται να θεωρούν τους κυρίαρχους υποδείγματα σοφίας, αρετής και ισχύος, δηλαδή να τους αποδίδουν ιδιότητες οι οποίες υπερβαίνουν τις δυνάμεις των απλών ανθρώπων. Για τον λόγο αυτό η εξουσία τους καταρρέει και η εξουσία των λαϊκών μαζών καθορίζει τους νόμους. Στην Ιαπωνία τα πράγματα είναι διαφορετικά. Ο αυτοκράτορας, που κατάγεται από τους θεούς, απολαμβάνει τη λατρεία του λαού, ο οποίος γνωρίζει πως μόνο εκείνος μπορεί να είναι κυρίαρχος και είναι αδύνατον να μοιραστεί την εξουσία του. Συνεπώς, μπορεί να υπάρξει κάποια εξέλιξη στη χώρα, αλλά ποτέ επανάσταση. Η παλινόρθωση των Μέιτζι συνιστά καλό παράδειγμα: η επιστροφή του αυτοκράτορα στην εξουσία σηματοδοτεί ταυτόχρονα τον εκσυγχρονισμό της χώρας.

 

Καθώς το έθνος νοείται ως μια τεράστια οικογένεια με θεμελιωτή τον αυτοκράτορα, τα μέλη του πρέπει να τον υπακούν όπως η οικογένεια τον πατέρα, επειδή το έθνος αποτελείται από τους απογόνους τους βασιλικής οικογένειας. Οι υπήκοοι συνδέονται με τον αυτοκράτορα με μια μυθική συγγένεια αίματος, με την ηθική δέσμευση και το υιικό καθήκον. Ως εκ τούτου η ιστορία συρρικνώνεται στον καθορισμό του τύπου των σχέσεων μεταξύ των υπηκόων και του ηγεμόνα. Πρόκειται για μια ηθικοποιητική ιστορία, η οποία αναπαράγει τις αρετές του Κομφούκιου: πίστη, υπακοή, αφοσίωση, αυταπάρνηση· μια ιστορία των πριγκίπων, των «μεγάλων ανδρών».

Στην πραγματικότητα, όπως επίσης και στις άλλες χώρες, αυτή η ιστορική θεώρηση υπέστη ορισμένες διαφοροποιήσεις, ιδίως μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ωστόσο, στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση τουλάχιστον, διατηρήθηκε ως επί το πλείστον απαράλλαχτη και ενισχύθηκε από άλλα συναφή μαθήματα, όπως η ηθική και η γεωγραφία. […]

Marc Ferro, Πώς αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο, εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σ.411-414

 

Κομφούκιος, φανταστικό πορτρέτο από τον Wu Daozi (685–758) [πηγή: Βικιπαίδεια]

 

Σημείωμα για τις αβεβαιότητες της ιστορίας στην Κίνα

 

Το Εγχειρίδιο του δασκάλου ιστορίας στο Λύκειο, που εκδόθηκε το 1958 από το Κέντρο Εκπαίδευσης στη Σαγκάη, αποφαίνεται ότι η ιστορία πρέπει να κατέχει μία από τις σημαντικότερες θέσεις στη σχολική διδασκαλία, διότι «πρέπει να ενισχύσει τη θέση του προλεταριάτου στο πνεύμα των νεαρών Κινέζων», «να καταδείξει ότι ο λαός αποτελεί κινητήρια δύναμη της ιστορίας και ότι ο μαρξισμός είναι η μόνη μέθοδος που θα μπορούσε να οδηγήσει στην κατανόηση των νόμων της ιστορικής εξέλιξης». Είναι σημαντικό «να ενστερνιστούν οι μαθητές την άποψη ότι αναπόφευκτα θα καταρρεύσει ο καπιταλισμός, να αποδειχθεί η ανωτερότητα του σοσιαλισμού». Πρέπει ακόμη «οι περιγραφές να είναι ζωηρές, ώστε να αισθανθεί βαθιά το παιδί όλα όσα υπέφεραν οι γονείς του και να προβληθούν οι αγώνες τους». Επίσης, πρέπει να εξηγηθεί στα παιδιά γιατί διδάσκεται ιστορία: επειδή ο Μαρξ και ο Λένιν βασίστηκαν στη γνώση του παρελθόντος για να οικοδομήσουν τον σοσιαλισμό.

Ο καθηγητής πρέπει να εμφυσήσει μέσω της ιστορίας τέσσερις αξίες στους μαθητές.

Πρώτον, τον πατριωτισμό, επιμένοντας στο γεγονός πως η Κίνα, η οποία επί αιώνες καταπιεζόταν, δημιούργησε η ίδια τον πολιτισμό της. Οι Κινέζοι δεν έχουν κανέναν λόγο να ντρέπονται και, επιπλέον, μπορούν να αισθάνονται υπερήφανοι που απελευθερώθηκαν από το παρελθόν τους. Χρειάζεται να καταπολεμηθεί η τάση των διανοουμένων να αναζητούν πρότυπα στη Δύση αντί στην ίδια την Κίνα.

Δεύτερον, το ότι ο διεθνισμός δεν πρέπει να αποτελεί κενή έννοια. Πρέπει να καταδειχθούν οι σχέσεις που συνδέουν τους λαούς, καθώς και τα κοινά τους συμφέροντα. Η ιδέα του διεθνισμού επιτρέπει επίσης να τεθεί το ζήτημα του εθνικισμού, να επισημανθούν οι «δίκαιοι» πόλεμοι, τα καταπιεσμένα έθνη κ.λπ.

Τρίτον, το σοσιαλιστικό ήθος, που αναδεικνύεται μόνο «εάν ξεριζωθούν τα ζιζάνια που άφησαν πίσω τους οι Δυτικοί και ο καπιταλισμός τους· η πραγματική ηθική, η ηθική των εργαζόμενων μαζών, είναι η ταξική ηθική.

Τέταρτον, τη διδασκαλία μέσω της εργασίας και την αναγνώριση της αξίας της εργασίας. Είναι σημαντικό να περιγράψει ο δάσκαλος τη ζωή και την εργασία των μαζών σε κάθε στάδιο της ιστορικής εξέλιξης, διότι ακόμη και σήμερα υπάρχει κάποια περιφρόνηση για τη χειρωνακτική εργασία».

Αυτές οι «Οδηγίες», που εμφανίζονται στις πρώτες σελίδες του Εγχειριδίου Ιστορίας της Σαγκάης, σηματοδοτούν σαφώς την επιθυμία των κινέζων κυβερνώντων να εξαρτήσουν την ιστορική ανάλυση από την ιδεολογία· χαρακτηριστικό το οποίο εδώ διαπιστώνεται ευκρινέστερα από ό,τι στην περίπτωσή της ΕΣΣΔ. Εξάλλου, το κείμενο αυτό αποκαλύπτει μία από τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η ιστορία στην Κίνα: δηλαδή πώς να συμφιλιώσει την ίδια την ιστορία της Κίνας με το μαρξιστικό μοντέλο, ή ακριβέστερα, πώς να μην ανακαλύψει στο παρελθόν της Κίνας απλώς κάποια αντιστοιχία με τα κλασικά μαρξιστικά μοντέλα, αλλά να βρει το μοντέλο καθαυτό. Το κείμενο αυτό για την ιστορία, γραμμένο λίγο πριν από το Μεγάλο Άλμα προς τα Εμπρός, όταν ο Μάο Τσετούνγκ απομάκρυνε την Κίνα από το σοβιετικό πρότυπο, εκθέτει με σημαίνοντα τρόπο τον πατριωτισμό ως πρωταρχική αρετή, αφήνοντας την ταξική πάλη στη δεύτερη θέση. Εξάλλου, όπως έγραφε τότε ο ιστορικός Λιου Τσιεχ: «Ασφαλώς, η πάλη των τάξεων είναι πρακτική και λειτουργική έννοια, προκειμένου να κατανοήσει κανείς τη σύγχρονη ιστορία, αλλά χρειάζεται πραγματικά, άραγε, να εφαρμόζεται μηχανικά στο απώτερο παρελθόν;».

Η ιστορία που αφηγούνται στους Κινέζους διαφέρει αρκετά ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ταϊπέχ. Ενώ η μικρή Τσεν Πάιχουα, γεννημένη στη Φορμόζα το 1955, ήδη από τα εννιά της χρόνια είχε απομνημονεύσει τις δεκαπέντε βασικές δυναστείες της Κίνας (τους Τσου, τους Τσιν, τους Τανγκ, τους Σουνγκ, τους Μινγκ κ.λπ.), οι νεαροί Κινέζοι στη Σαγκάη από τη μεριά τους αποστηθίζουν τις αγροτικές εξεγέρσεις, που αποτελούν την κινητήρια δύναμη της ιστορίας. Επίσης αντιστρέφονται κάπως, οι καλοί και οι κακοί· στο Πεκίνο ο Τζέγκις Χαν δεν είναι πλέον ο τρομερός κατακτητής, αλλά εκείνος που πρώτος ένωσε το μογγολικό έθνος και την Κίνα, η οποία διέδωσε έπειτα στη Δύση τα επιτεύγματα της ανατολικής επιστήμης και του κινεζικού πολιτισμού, όπως τη μαγνητική πυξίδα, την πυρίτιδα για την τυπογραφία. Αντιθέτως, ο «καλός» Κομφούκιος, ο «διδάσκαλος με τους είκοσι χιλιάδες μαθητές, που δίδασκε την ευγένεια, τον σεβασμό προς τους γονείς και τους ηλικιωμένους», στο Πεκίνο μεταμορφώνεται σε ηθικό αυτουργό όλων των δυστυχιών της Κίνας.

Πρωτίστως η ιστορία στο Πεκίνο δεν αντικατοπτρίζει πλέον το παρελθόν, αλλά την ακαταμάχητη πορεία του κινεζικού λαού προς την πρόοδο, προς τον σοσιαλισμό.

Marc Ferro, Πώς αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο, εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σ.383-385

 

Χάρτης της Ταϊβάν [πηγή: Βικιπαίδεια]

 

Τι μαθαίνουν τα μικρά παιδιά της Ταϊβάν

Η πρώτη διδαχή που δέχονται τα παιδιά της Ταϊβάν είναι βεβαίως η υπερηφάνεια για το παρελθόν της Κίνας. Αργότερα μόνο, στην τρίτη και ιδίως στην τέταρτη τάξη, δηλαδή όταν γίνονται περίπου 12 ετών, μαθαίνουν επίσης πως οι Κίνες έχουν διαιρεθεί από το 1949. «Κίνα, αγαπημένη μου Κίνα, στον κόσμο δεν υπάρχει χώρα πιο μεγάλη». Η Κίνα, λοιπόν, «κατοικείται από την πιο αξιοθαύμαστη φυλή στον κόσμο… Ορίστε και τα γεγονότα που το αποδεικνύουν: εδώ και τρεις χιλιάδες χρόνια, ενώ τότε οι υπόλοιποι λαοί της Γης ζούσαν ακόμη πρωτόγονα, η χώρα μας είχε ήδη αναπτυχθεί, διέθετε πολιτισμό και οργάνωση βασισμένη στη γραφή και στο γραπτό δίκαιο» […]. Η Κίνα είχε επινοήσει το χαρτί, το μετάξι, την πυξίδα, την τυπογραφία κ.λπ. Η Ταϊβάν δεν αναφέρεται πουθενά χωριστά, παρά μόνο «ως το θαυμαστό νησί των θησαυρών, έτσι όπως το περιέγραψαν οι αρχαίοι κινέζικοι μύθοι».

Το καθήκον της υπεράσπισης της πατρίδας συνδέεται με την υπεράσπιση της οικογένειας και της μητέρας. Ο κομφουκιανισμός είναι εμφανέστατος στο κείμενο που πραγματεύεται το θέμα αυτό. Ο επικεφαλής της κυβέρνησης είχε πέσει θύμα απαγωγής και ο νεαρός Γουέ Φέι ήθελε να καταταχθεί στον στρατό, για να πολεμήσει και να υπερασπιστεί την απειλούμενη χώρα του. Αντιλαμβανόταν, όμως, επίσης πως το καθήκον του ως γιου τού υπαγόρευε να μείνει δίπλα στην ηλικιωμένη μητέρα του, για να την προστατεύσει, και έτσι δίσταζε. Η μητέρα του τότε τον ικετεύει να φύγει, εξηγώντας του ότι, εάν τυχόν υποταχθεί η πατρίδα, «τότε τι θα απομείνει από την οικογένειά σου; Πρέπει να μάθεις να διακρίνεις πού βρίσκεται ο πραγματικός κίνδυνος· εμπρός, λοιπόν, πήγαινε να υπερασπίσεις την πατρίδα!». Σε κάποια άλλη διήγηση, ο Ουάνγκ Τσι πεθαίνει για την πατρίδα, μαχόμενος ενάντια σε κάποια πολύ ισχυρότερη χώρα… Μήπως πρόκειται για την Kίνα του Πεκίνου; Αναμφίβολα έτσι είναι, διότι προς τα μεγαλύτερα παιδιά σαφώς διατυπώνεται η ιδέα της ανάκτησης της ηπειρωτικής Κίνας: «εδώ όλος ο κόσμος αυτό σκέφτεται». Την ίδια αναγκαιότητα εκθέτει η επόμενη ιστορία, ενός παιδιού που επισκέπτεται τους τάφους των εβδομήντα δύο μαρτυρικών θυμάτων. Σκοτώθηκαν από τους κομμουνιστές και «η θέα των τάφων γεννά μέσα του μίσος για τους κομμουνιστές και θαυμασμό για τους ήρωες αυτούς». Άλλα κείμενα ενισχύουν την ιδέα της έκπτωσης της χώρας μετά την κατίσχυση των κομμουνιστών, ιδίως την εγκατάλειψή της: αυτή παρουσιάζεται με μία απεικόνιση, η οποία δείχνει έναν γέροντα δεμένο γονατιστό σε κάποιο δέντρο, ενώ τον μαστιγώνουν κομμουνιστές στρατιώτες. Λίγες σελίδες μετά, κάποια ιστορία διηγείται τη ζωή αυτού του δύστυχου, που πνίγηκε, επειδή δεν μπορούσε να πληρώσει τους βαρύτατους φόρους του. Οι κομμουνιστές έσυραν το σώμα του από το νερό, καθορίζοντας από το βάρος του το ύψος των φόρων που έπρεπε να πληρώσει. Η χήρα του ούρλιαζε μανιασμένα: «Καθάρματα, όταν θα φτάσει ο στρατός μας, θα έρθει η ώρα να τιμωρηθείτε».

 

Ο Μάο Τσετούνγκ (1893 – 1976) ήταν Κινέζος κομμουνιστής επαναστάτης και ιδρυτής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας (1949). [πηγή: Βικιπαίδεια]

 

Τι μαθαίνουν τα μικρά παιδιά του Πεκίνου

Στη λαϊκοδημοκρατική Κίνα τα βιβλία για τα μικρά παιδιά είναι ακόμη πιο πολιτικοποιημένα. Μάλιστα, αντλούν από τη σύγχρονη εποχή τα παραδείγματά τους, όπου πρωταγωνιστούν πρόσωπα με τα οποία μπορούν να ταυτιστούν τα παιδιά: η γιαγιά, ο ηλικιωμένος θείος που δουλεύει στην αγροτική κοινότητα, ο εργάτης εξάδελφος κ.λπ. Κάποιος από αυτούς αιχμαλωτίζεται από πράκτορες του εχθρού· λίγο πριν πεθάνει, αναστενάζει βαθιά και λέει μόνο: «Θλίβομαι, επειδή δεν μπορώ πια να είμαι χρήσιμος στο κόμμα μου». Σε κάποια άλλη διήγηση, μια μητέρα προτιμά να καεί ζωντανή παρά να εκχωρήσει μυστικά του κομμουνιστικού κόμματος στο Κουομιντάνγκ. Οι διηγήσεις στην πλειονότητά τους αναφέρονται στην τραχύτητα της ζωής την εποχή εκείνη, «όταν το μόνο που ήξεραν οι καπιταλιστές ήταν να εκμεταλλεύονται τους εργάτες, όταν υπήρχε τόση μιζέρια και φτώχεια, που χλωμιάζαμε». Η αποστροφή για την απανθρωπιά της εποχής εκείνης, οι ταπεινώσεις στις οποίες συνήθιζαν οι Ξένοι («Απαγορεύεται η είσοδος στους σκύλους και στους Κινέζους»), η πανηγυρική αναγνώριση εκείνων που οικοδόμησαν τη νέα κοινωνία, όλα αυτά συνιστούν το ουσιαστικό μήνυμα των βιβλίων.

Έχουμε επίσης τους κήρυκές του, όπως τον κομμουνιστή ηγέτη Λιου Σαοσί. Μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, κάποιος στρατιώτης προσφέρει την κουβέρτα του στον Λιου Σαοσί. Εκείνος, λοιπόν, περιμένει να πάρει ο ύπνος τον μουδιασμένο στρατιώτη και τότε τον σκεπάζει τρυφερά με την κουβέρτα. Όσο για τον Μάο, αυτός ξεπερνά ακόμα και τον Λένιν· γίνεται ταυτόχρονα Ρομπέν των Δασών, Ταρζάν και Ζορρό. Ο Μάο πεινούσε; Τότε κάποιος χωρικός τού χαρίζει μερικά αυγά. Ο Μάο, λοιπόν, ανεβαίνει στο άλογό του και, κεντρίζοντάς το αδιάκοπα, σπεύδει στο γειτονικό νοσοκομείο για να δώσει τα αυγά στα παιδιά που λιμοκτονούν. Σωτήρας, Σοφός και Υπηρέτης του Λαού, ιδού ο τέλειος Ήρωας!

Marc Ferro, Πώς αφηγούνται την ιστορία στα παιδιά σε ολόκληρο τον κόσμο, εκδ. Μεταίχμιο, 2016, σ.387-389