Μαριούπολη: Αχ, πατρίδα μου γλυκιά…

Μαριούπολη Οδησσός

Η θέση της Μαριούπολης στην Αζοφική Θάλασσα (πηγή: dreamstime.gr)

 

14/9/1997 

Όταν τον 9ο αιώνα π.Χ. κάποιοι ανήσυχοι Ίωνες από τη Μίλητο άραζαν τα ξύλινα πλοία τους στη βόρεια ακτή του Εύξεινου Πόντου και ίδρυαν δύο πόλεις-αποικίες, την Τίρα και την Ολίβια, δεν φαντάζονταν τι σπόρο ελληνικό έριχναν στις εκβολές του ποταμού Βορυσθένη, του σημερινού Δνείπερου. Μπορεί οι αυτόχθονες κάτοικοι της περιοχής να ήταν «βάρβαροι», Σκύθες, Κολχοί και αργότερα Τάταροι, αλλά η κλειστή θάλασσα που τη λέμε και «Μαύρη» ήταν επί αιώνες κάτω από τον έλεγχο των Ελλήνων, με πόλεις-αποικίες που έφεραν τα ονόματα Θεοδοσία, Παντικάπαιον, Χερσόνησος (η σημερινή Σεβαστούπολη), Ευπατορία, Ηράκλεια και πολλές άλλες. Βάλτε κοντά σ’ αυτές, ή μάλλον απέναντι από αυτές, στη νότια ακτή του Εύξεινου, τις πανάρχαιες ελληνικές πόλεις του Πόντου, Τραπεζούντα, Σαμψούντα, Αμισό, Σινώπη, Κερασούντα, δείτε στον χάρτη και το Βυζάντιον, την πόλη που ίδρυσαν οι Μεγαρείς τον 7ο αιώνα π.Χ. στον Βόσπορο, τη μετέπειτα Κωνσταντινούπολη, και θα δείτε τι υπήρξε για τον ελληνισμό αυτή η θάλασσα.

Ίσως όμως η λέξη «Μαύρη» να μην μπήκε τυχαία δίπλα στη λέξη «Θάλασσα». Γιατί μαύρη και άραχλη ήταν από ένα σημείο και πέρα η ζωή των Ελλήνων που κατοίκησαν τις ακτές της. Γνωστή η τραγική μοίρα των Ελλήνων του Πόντου, που σφάχτηκαν και ξεριζώθηκαν μετά την Καταστροφή του ’22. Αλλά και πριν από αυτό το εφιαλτικό ορόσημο, αμέτρητες ήταν οι συμφορές των Ελλήνων στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Για ν’ αποφύγουν τις διώξεις των Τούρκων, χιλιάδες Πόντιοι άφηναν τις πατρογονικές τους εστίες και ζητούσαν καταφύγιο και προστασία στη χριστιανική Ρωσία. Έτσι ιδρύθηκαν πολλές κοινότητες στον Καύκασο, στην Υπερκαυκασία, στην ίδια τη Ρωσία, στην Ουκρανία.

 

Από Χ. Μπένγκτσον, Ιστορία της αρχαίας Ελλάδος (από τις απαρχές μέχρι τη Ρωμαϊκή Αντοκρατορία). Δεύτερη έκδοση (Μετάφραση Α. Γαβρίλη). Αθήνα, 1991. [ανοίξτε τον χάρτη σε νέα καρτέλα για μεγέθυνση. Πηγή: Ψηφίδες για την Ελληνική Γλώσσα]

 

Την άνοιξη του 1780 ένα καραβάνι από διακόσιες οικογένειες έφτανε, με τα υπάρχοντά τους φορτωμένα σε κάρα, άλογα και γαϊδουράκια, σε μια ερημική ακτή της Αζοφικής Θάλασσας, ενός κλειστού κόλπου στα βορειοανατολικά του Εύξεινου Πόντου. Επικεφαλής είχαν έναν αποφασιστικό δεσπότη, τον Ιγνάτιο, που τους πήρε από την Κριμαία και τους φύτεψε εκεί που σήμερα υπάρχει η Μαριούπολη. Την Κριμαία την είχαν καταλάβει τότε οι μουσουλμάνοι Τάταροι και η τύχη των Ελλήνων χριστιανών ήταν κάτι παραπάνω από βέβαιη: σφαγή, εξανδραποδισμός, εξαφάνιση.

Έσπευσε τότε ο Ιγνάτιος στη Μεγάλη Αικατερίνη, αυτοκράτειρα πασών των Ρωσιών, και της ζήτησε την άδεια να δοθεί ένα κομμάτι γης στο ποίμνιό του, για να χτίσουν τη δική τους πόλη. Δεν είχε κανένα λόγο να αρνηθεί η παμπόνηρη και φιλόδοξη αυτοκράτειρα. Με ένα διάταγμα που υπέγραψε πανηγυρικά «Θεού συνεργούντος ελέω», έδωσε την άδεια για την εγκατάσταση των Ελλήνων της Κριμαίας σε μια ερημική ακτή της Αζοφικής, που η συνέχειά της ήταν η ατέλειωτη στέπα. Έτσι τα αξιοποιούσε μια νεκρή περιοχή και ταυτόχρονα δημιουργούσε ένα προκεχωρημένο φυλάκιο της αυτοκρατορίας της απέναντι στους Οθωμανούς.

Παρά τις φοβερές δυσκολίες που γνώρισαν οι έποικοι, κυρίως από τον άγριο χειμώνα, η πόλη τής Μαρίας της Παρθένου πρόκοψε, μεγάλωσε και έγινε ένα συμπαγές κομμάτι του ελληνισμού της Ρωσίας. Δεκαπέντε χιλιάδες Έλληνες ζούσαν στη Μαριούπολη και σε είκοσι γειτονικά χωριά στις αρχές του 19ου αιώνα. Είχαν τη δική τους διοίκηση, το δικό τους δικαστήριο, τα δικά τους σχολεία, σε τέτοιο βαθμό, που στα μέσα του ίδιου αιώνα η Μαριούπολη να θεωρείται μια κλειστή ελληνική κοινωνία.

Η επανάσταση του 1917 δεν έφερε την άνοιξη στη Μαριούπολη, όπως και σε όλο τον ελληνισμό του Ρωσικού Πόντου. Συνηθισμένοι στον δικό τους τρόπο ζωής και στενά δεμένοι με την ιδέα της ατομικής ιδιοκτησίας, δεν είδαν με καλό μάτι τη νέα οικονομική πολιτική του Λένιν και ακόμα περισσότερο τη βίαιη κολεκτιβοποίηση της γης από τον Στάλιν. Στα χρόνια, ιδίως του «κόκκινου τσάρου», τα πράγματα χειροτέρεψαν για έναν ακόμα λόγο. Οι εθνότητες που κατοικούσαν τη Σοβιετική Ένωση απαγορεύτηκε να αναφέρονται σ’ αυτές, ακόμα και να μιλούν τη γλώσσα τους.

Έτσι άρχισαν οι φοβεροί διωγμοί της δεκαετίας του ’30, με αποκορύφωμα το 1937. Χιλιάδες Έλληνες εκτοπίσθηκαν βίαια στις ανατολικές σοβιετικές Δημοκρατίες, στο Ουζμπεκιστάν, στην Κιργιζία, το Καζακστάν και ακόμα πιο μακριά.

 

Ανήμερα της 25ης του περασμένου Μάρτη, στη δοξολογία που έγινε στον ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδας στην Οδησσό, μια γερόντισσα πλησιάζει τον Αντώνη Σαμαράκη και τους Έλληνες εκδρομείς, δίνει την κάρτα της και συστήνεται: Τατιάνα Ζαρλαμπίγιεβνα-Τσικλοπούλου, διευθύντρια του τμήματος Οδησσού της Εταιρείας Ελληνικού Πολιτισμού και μέλος του Σωματείου Αποκατασταθέντων από τη σταλινική καταπίεση. Μιλάει σπασμένα, αλλά σωστά ελληνικά:

– Ήμανε κοπέλα είκοσι δύο ετών όταν στις 16 Οκτωβρίου του 1937, μεσάνυχτα, έσπασαν την πόρτα του πατρικού μου σπιτιού, εδώ στην Οδησσό, με άρπαξαν, με φόρτωσαν μαζί με άλλους σ’ ένα τρένο και μ’ έστειλαν εξορία στην άλλη άκρη του κόσμου, στο Βλαδιβοστόκ. Ξέρετε πού: στον Ειρηνικό Ωκεανό. Μετά με πέρασαν από δίκη και με καταδίκασαν σε τρία χρόνια καταναγκαστικά έργα, κάπου στη Σιβηρία. Η κατηγορία ήταν: προδοσία κατά του σοβιετικού λαού. Και ξέρετε γιατί; Γιατί επέμενα να μιλάω ελληνικά και να λέω ότι είμαι Ελληνίδα. Για τον ίδιο λόγο εκτέλεσαν τον θείο μου τον Νικόλαο, στις 20 Δεκεμβρίου 1937, εδώ στο νεκροταφείο της Οδησσού…

Τέτοιες ιστορίες ακούς πολλές και στη Μαριούπολη και στην Οδησσό, από Έλληνες που επέζησαν από αυτούς τους διωγμούς και δεν τους γνωρίζαμε ή δεν θέλαμε να τους γνωρίζουμε τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Το τραγικό είναι ότι τέτοιους διωγμούς γνώρισαν ακόμα και Έλληνες της Σοβιετικής Ένωσης που πίστεψαν στην επανάσταση και στην κομουνιστική ιδεολογία.

Πριν από λίγα χρόνια, ο ακούραστος ερευνητής του χαμένου Ελληνισμού του Πόντου και του Καυκάσου Βλάσης Αγτζίδης, ανακάλυψε στο Σοχούμι της Γεωργίας μερικούς τόμους μιας εφημερίδας που έβγαζαν εκεί ντόπιοι Έλληνες κομουνιστές. Κόκκινος Καπνάς, δηλαδή καπνεργάτης, ήταν ο τίτλος της και γραφόταν και τυπωνόταν με το απλοποιημένο σύστημα των τριών φωνηέντων. Δηλαδή με είκοσι γράμματα του αλφαβήτου. Το ιώτα για τα ήτα και το ύψιλον, το όμικρον για το ωμέγα και χωρίς διφθόγγους. Το ύψιλον αντιπροσώπευε το όμικρον ύψιλον.

Εκείνη την εφιαλτική χρονιά, το 1937, οι υπεύθυνοι της εφημερίδας συνελήφθησαν, εκτελέστηκαν ή εξορίστηκαν και το τυπογραφείο πετάχτηκε στα βάθη της θάλασσας. Η αιτία: η εφημερίδα γραφόταν σε μια γλώσσα που δεν υπήρχε και τη Σοβιετική Ένωση του Ιωσήφ Βισαριόνοβιτς Στάλιν.

Αλλά οι διωγμοί δεν σταμάτησαν εκεί. Λίγο πριν από τη λήξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, την άνοιξη του 1944, ο διαβόητος υπουργός Ασφαλείας του Στάλιν, Λαβρέντι Μπέρια, ανέλαβε μια νέα επιχείρηση κατά των εθνοτήτων: Ελλήνων, Αρμενίων, Βουλγάρων, Τατάρων. Αυτή τη φορά η κατηγορία ήταν συνεργασία με τους ναζί.

Ένας φλογερός Πόντιος, απόστρατος ταξίαρχος της ελληνικής αεροπορίας και πρόεδρος τώρα της Πανελλήνιας Ένωσης Ποντίων Αξιωματικών, ο κύριος Γιώργος Τσαλουχίδης, βγάζει από την τσάντα του ένα μάτσο χαρτιά.

– Διαβάστε εδώ. Είναι η επίσημη μετάφραση της αλληλογραφίας του Μπέρια με τον Στάλιν. Τον Ιούλιο του 1944, ο Μπέρια αναφέρει επί λέξει στον αρχηγό του: «Την 4η Ιουλίου 1944 η ΝΙ-ΚΑ-ΒΕ-ΝΤΕ της ΕΣΣΔ ανέφερε ότι ο εκτοπισμός από την Κριμαία των Τατάρων, Βουλγάρων, Ελλήνων και Αρμενίων τελείωσε. Συνολικά εκτοπίστηκαν 225.000 άτομα, μεταξύ των οποίων 183.155 Τάταροι, 12.422 Βούλγαροι, 15.040 Έλληνες, 9.621 Αρμένιοι, 1.119 Γερμανοί και 1.652 ξένοι υπήκοοι».

Τόπος εκτοπισμού η Μπασκιρία, το Καζακστάν, το Ουζμπεκιστάν. Και δεν ήταν μόνο Έλληνες της Κριμαίας που γνώρισαν έναν νέο ξεριζωμό. Την ίδια τύχη είχαν και άλλοι, από άλλες περιοχές γύρω από τη Μαύρη Θάλασσα.

 

Τα χρόνια πέρασαν μέσα σε απόλυτη σιωπή για την τύχη αυτού του ξεχασμένου ελληνισμού. Καμία φωνή διαμαρτυρίας, καμία καταγγελία γι’ αυτή τη φοβερή γενοκτονία που ξεκίνησε στη δεκαετία του ’30. Κάποιες σκόρπιες φωνές πνίγονταν μέσα στις φλόγες του ελληνικού Εμφυλίου, στην υστερία του Ψυχρού Πολέμου, ακόμα και στις πολιτικές και διπλωματικές σκοπιμότητες.

Όμως η γλώσσα και το εθνικό φρόνημα δεν ξεριζώνονται εύκολα.

– Μιλούσαμε ελληνικά στο σπίτι μας, χαμηλόφωνα. Τα μαθαίναμε στα παιδιά μας προφορικά, γιατί δεν είχαμε βιβλία. Και προσκυνούσαμε επίσης κρυφά τις εικόνες των αγίων μας, που τις φυλάγαμε στα πιο απόκρυφα μέρη του νοικοκυριού μας, θα μας πει μια γερόντισσα στη Μαριούπολη.

Ώσπου όλα άλλαξαν γύρω στο 1988. Η περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ μπορεί να ήταν το κύκνειο άσμα για την κάποτε κραταιά Σοβιετική Ένωση, αλλά στις καταπιεσμένες εθνότητες έφερε την άνοιξη.

Το Δεκέμβριο του 1988 ιδρύθηκε στη Μαριούπολη, όπου ζουν κάπου 8.000 Ελληνοουκρανοί, η επιτροπή για την αναγέννηση της ελληνικής γλώσσας και του πολιτισμού, με πρωτοβουλία του Νικολάου Ασλά, τον οποίο βοήθησαν οι αδελφές Ε. Κανόπ και Β. Κανόπ-Λιασκό. Η κίνηση αυτή είχε ως αποτέλεσμα την ίδρυση ελληνικού συλλόγου «με σκοπό την αναγέννηση της ελληνικής γλώσσας και της εθνικής αυτογνωσίας», με πρώτο πρόεδρο τον A. Ασλά. Γράφει ο σύλλογος στο ενημερωτικό του φυλλάδιο:

«Στις 16 Φεβρουασρίου 1989 στο Κρατικό Τεχνικό Ινστιτούτο, άρχισε να λειτουργεί το τμήμα για την εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας με τους Ε. Νικολάεβα και Β. Ζιμπερντίκ.

»Στις 25 Μαρτίου 1989 στη Μαριούπολη πρώτη φορά γιορτάσαμε την επέτειο για την ανεξαρτησία της Ελλάδας. Έπειτα από δύσκολες και μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις των κυρίων Ασλά και Β. Κανόπ-Λιασκό με τις τοπικές Αρχές και τη Μόσχα, μάς επέτρεψαν να υψώσουμε την ελληνική σημαία, να ακουστεί ο ύμνος της Ελλάδας. Μαζεύτηκαν όλοι οι Έλληνες της περιοχής. Μετά την εκδήλωση όλοι αγκαλιασμένοι κλαίγανε. Έπειτα από τόσα χρόνια στη σκηνή ακούστηκε η ελληνική γλώσσα.

»Τον Μάιο 1989 με την πρωτοβουλία της Β. Κανόπ-Λιασκό πραγματοποιήθηκε συνδιάσκεψη για τα προβλήματα της εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας, η οποία έδωσε συνέχεια για την ίδρυση περιφερειακών εκπαιδευτικών τμημάτων στην περιοχή του Ντάνετσκ. 

»Τον Φεβρουάριο 1989 άρχισε η συνεργασία του συλλόγου με το Υπουργείο Παιδείας της ΕΣΣΔ και της Ουκρανίας για την ίδρυση της εκπαιδευτικής υπηρεσίας. Έτσι ιδρύθηκε το Ανθρωπιστικό Ινστιτούτο της Μαριούπολης με πρύτανη τον κύριο Κ. Μπαλαμπάν».

Η κυβέρνηση της ανεξάρτητης πλέον Ουκρανίας έδειξε προθυμία για την αναγέννηση των εθνικών γλωσσών και ιδιαίτερα της ελληνικής. Τώρα, οι Έλληνες της Ουκρανίας έχουν τους συλλόγους τους, τα ελληνικά, διδάσκονται σε αρκετά σχολεία, έχουν το δικό τους θέατρο (πρόσφατα στη Μαριούπολη ανέβασαν την Ιφιγένεια εν Ταύροις στα ελληνικά), εκδίδουν εφημερίδες, αλλά το καμάρι τους είναι το Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Σπουδών, το οποίο -ειρωνεία της Ιστορίας- στεγάζεται στο κτίριο που στέγαζε κάποτε τη σχολή κομματικών στελεχών του ΚΚΣΕ. Σ’ αυτό το Ινστιτούτο, παράρτημα του πανεπιστημίου του Ντόνετς, διδάσκονται τα ελληνικά και κάθε χρόνο αποφοιτούν μερικές εκατοντάδες νέοι ελληνομαθείς.

Ανήμερα της εθνικής μας εορτής, το κτήριο στολίστηκε με ελληνικές σημαίες και με φωτογραφίες από αξιοθέατα και αρχαιότητες της Ελλάδας. Νέοι και νέες με ποντιακές στολές ανέμιζαν ελληνικές σημαίες. Στην αίθουσα του θεάτρου, ελληνικοί χοροί και τραγούδια. «Αχ, πατρίδα μου γλυκιά…»

 

Εκπαιδευτικοί, σταλμένοι από το ελληνικό Υπουργείο Παιδείας για να διδάξουν ελληνικά στο Ινστιτούτο, μας λένε τις εντυπώσεις τους.

– Είναι απίστευτη η δίψα αυτών των νέων για την ελληνική γλώσσα. Και όχι μόνο αυτών που έχουν ελληνική καταγωγή. Γι’ αυτούς η Ελλάδα είναι ένας τόπος ονειρικός, αλλά και ένας τόπος για δουλειά και προκοπή. Είναι όπως βλέπαμε κάποτε εμείς στην Αμερική, μας λέει ο καθηγητής Αθ. Τσιτσιρίγκος.

– Στείλτε μας βιβλία, θα προσθέσει. Οτιδήποτε ελληνικά βιβλία. Ο κόσμος εδώ διψάει γι’ αυτά. Ιδίως για ό,τι έχει σχέση με την αρχαία Ελλάδα και τον ελληνικό πολιτισμό.

Του υποσχεθήκαμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε. Και σκεφτήκαμε πως τόσες και τόσες χορηγίες γίνονται στη χώρα μας, από τράπεζες και επιχειρήσεις, για μουσικές και άλλες εκδηλώσεις, ας στείλουν κάτι και σε εκείνους τους δικούς μας ανθρώπους που αγάπησαν την Ελλάδα πιο πολύ κι από μας που την κατοικούμε. Γιατί τη στερήθηκαν βίαια και άδικα…

Χιόνιζε εκείνο το πρωί στη Μαριούπολη, Μετά από μια συγκινητική δοξολογία στον νεότευκτο ιερό ναό του Αγίου Νικολάου, καμιά χιλιάδα Ελληνοουκρανοί και μερικοί Έλληνες από την πατρίδα είδαν τον Αντώνη Σαμαράκη να θέτει συμβολικά σε κίνηση τον εκσκαφέα που έβαλε την πρώτη φτυαριά για τη δημιουργία του πολιτιστικού κέντρου των Ελλήνων της περιοχής σε οικόπεδο 1.666 τ.μ. που παραχωρήθηκε από τις ουκρανικές Αρχές. Δίπλα του ο Πρόδρομος και η Ελένη Εμφιετζόγλου δέχονταν τις ευχαριστίες και τις ευχές ντόπιων Ελλήνων και Ουκρανών. Το έργο το κατασκευάζει η «Μηχανική» του κυρίου Εμφιετζόγλου, που έχει ριζώσει για τα καλά στην Ουκρανία, με έδρα την Οδησσό, δίπλα στο σπίτι της Φιλικής Εταιρείας, αλλά και στη Μαριούπολη, όπου τώρα χτίζει πολυώροφο κτίριο γραφείων της εταιρείας.

Το χιόνι έπεφτε πιο πυκνό, καθώς τελείωνε η τελετή υπό τους ήχους του εθνικού μας ύμνου, που παιάνιζε άψογα η μπάντα του δήμου της Μαριούπολης.

Λίγο πιο πέρα, στη μέση μιας ειρηνικής πλατείας, η προτομή του Βλαντιμίρ Ίλιτς Λένιν σκεπαζόταν από τις νιφάδες του χιονιού. Και ο μεγάλος ο επαναστάτης, που αλλιώς είχε φανταστεί τη Σοβιετική Ένωση, έμοιαζε σαν εκατόχρονος γέρος με κατάλευκα μαλλιά και γένια.

Σ’ ένα άλλο πάρκο της πόλης, το άγαλμα του μητροπολίτη Ιγνάτιου θαρρείς και γελούσε κάτω από τα χιονισμένα πέτρινα γένια του. 

Σεραφείμ Φυντανίδης, Απόδραση σε τέσσερις ηπείρους, εκδ. Καστανιώτη, σ.303-310