Νεοελληνική Γλώσσα Β΄ λυκείου (7) – Η ντροπή του Κωσταλέξι και η δημοσιογραφική μας ντροπή (παραπληροφόρηση ΙV)

 

 

Η ντροπή του Κωσταλέξι και η δημοσιογραφική μας ντροπή

του Νίκου Χασαπόπουλου

 

Νοέμβριος 1978. Είχα πάει για ρεπορτάζ στη Λάρισα. Ένα γκαρ­σόνι εκεί που έτρωγα σε ένα φτηνό εστιατόριο μου έδωσε λίγα στοιχεία για μια έγκλειστη εδώ και χρόνια κοπέλα στο χωριό Κωσταλέξι.

Πήγα με πολλούς άλλους δημοσιογράφους μαζί. Όταν άνοι­ξε η αστυνομία την πόρτα και είδαμε αυτό το πλάσμα, γυμνή, ακαθόριστου φύλου, βρόμικη μέσα στις ακαθαρσίες της, δεμέ­νη, τρομάξαμε. Σαν ζώο, το μόνο που ήταν ανθρώπινο πάνω της ήταν τα μάτια της. Ήταν η Ελένη Καρυώτη.

Εμένα με έτρωγε να μάθω γιατί την είχαν κλείσει οι δικοί της τόσα χρόνια. Ρωτώντας στο χωριό, βρήκαμε μια γριούλα που είχε επιφορτιστεί από τους γονείς της έγκλειστης να της πηγαίνει φαγητό. Με αυτό ζούσε μόνο. Η γριούλα αυτή δεν ήταν και πολύ στα καλά της, είχε κάποιου είδους άνοια. Δεν πολυμιλούσε, τη ρωτούσαμε εμείς και αυτή απαντούσε. Έγνεφε με το κεφάλι της, απαντούσε με «ναι» η «όχι», αλλά δεν ήμουν σίγουρος ότι καταλάβαινε τι ακριβώς τη ρωτούσα. Ένας αστυ­νομικός τής έκανε την ερώτηση αν στην περιοχή υπήρχαν αντάρτες. Απάντησε «ναι» και καπάκι τη ρωτήσαμε αν οι γονείς της κοπέλας ήταν δεξιοί. Και πάλι απάντησε «ναι». Τότε τη ρωτήσαμε μήπως η Ελένη αγάπησε κανέναν αντάρτη και γι’ αυτό την κλείδωσαν οι γονείς της στην απομόνωση. Απάντησε με ένα πολύ σίγουρο «ναι».

Λίγο πριν πάρουν την Ελένη από το χωριό για να νοσηλευτεί, την απομόνωσα κάποια στιγμή και τη ρώτησα αν είχε αγα­πήσει κάποιον αντάρτη και γι’ αυτό την κλείσανε μέσα. Απά­ντησε με έναν συνεχή ήχο, κάτι μεταξύ βογκητού και ρόγχου. Κούνησε καταφατικά το κεφάλι της. Δεν ήμουν σίγουρος αν πραγματικά κατάλαβε, αν ήξερε τι σημαίνει «αντάρτης». Αλλά δημοσιογραφικά ήταν μια αποκάλυψη. Έτσι, έγραψα κι εγώ μαζί με άλλους ότι την είχαν κλειδώσει στην απομόνωση οι γονείς της επειδή αγάπησε έναν αντάρτη. Οι εφημερίδες την εποχή εκείνη οργίασαν. «Τη φυλάκισαν γιατί ερωτεύτηκε αντάρτη». «Αγάπησε τον δάσκαλο και γι’ αυτό τη φυλάκισαν οι γονείς της». Και άλλα πολλά μυθεύματα, μετατρέποντας αυτή την ιστορία σε δακρύβρεχτο ρομάντζο. Κατηγορήθηκαν οι δικοί της, και ιδιαίτερα τα δύο αδέλφια της. Ακόμα και οι κάτοικοι του χωρίου κατηγορήθηκαν ότι ήξεραν αλλά δεν μίλαγαν. Το χωριό τους ταυτίστηκε με τέτοιες καταστάσεις, ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε τη λέξη «Κωσταλέξι» για να κάνουμε ανάλογες πε­ριγραφές, Σημειωτέον ότι το χωριό ήταν αριστεροχώρι που είχε γνωρίσει μεγάλες συγκρούσεις στον Εμφύλιο.

Αργότερα μαθεύτηκε ότι την καταγγελία για την Ελένη την έκανε κάποιος τοπικός πολιτικός παράγοντας δυσαρεστημένος από τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών. Στο δικαστήριο κάτοικοι του χωριού θέλησαν να λιντσάρουν τα αδέλφια της Ελένης, τα οποία τελικά αθωώθηκαν.

Υπουργός Υγείας ήταν τότε ο Δοξιάδης, ο οποίος φρόντισε και εισήγαγαν την Ελένη σε μια ιδιωτική κλινική, τη Γαλήνη. Πήγα λοιπόν και την επισκέφθηκα. Της είχαν κόψει τα μαλλιά, την είχαν καθαρίσει, ήταν σουλουπωμένη. Όταν τη βρήκαν, ήταν 47 χρονών. Το 1944, που τελείωσε ο πόλεμος, η Ελένη ήταν μόλις 13 χρονών. Η ηλικία της δεν «έβγαινε» για να είχε προλάβει να ερωτευτεί κάποιον αντάρτη ή τον δάσκαλο. Στο  νοσοκομείο είχε ένα βλέμμα απλανές, την ξαναρώτησα, νομί­ζω δεν καταλάβαινε τίποτα. Ο Δοξιάδης μού είπε ότι θα τη μεταφέρουν στη Λέρο, γιατί διαγνώστηκε με ψυχασθένεια. Κάπου πάγωσα, ήξερα για το κολαστήριο της Λέρου, όπως και για τη σκληρότητα που υπήρχε μεταξύ των ιδίων των ασθενών. Μεταφέρθηκε έτσι στη Λέρο και από τότε χάθηκαν τα ίχνη της. Ώσπου ένας φίλος μου γιατρός, ο Σωτήρης Στυλογιάννης, που πήγαινε συχνά στη Λέρο, μου αποκάλυψε το μεγάλο μυστικό. Οι γονείς της την έκλεισαν σε εκείνη την αποθήκη επειδή γνώριζαν την ψυχασθένειά της και φοβόνταν ότι θα κατέληγε στη Λέρο, όπου γίνονταν μέχρι και φονικά. Αποκαλύφθηκε μάλιστα ότι ο πατέρας της την είχε πάει στο δημόσιο ψυχιατρείο και την άφησε για ένα διάστημα εκεί. Όταν πήγε να τη δει, βρισκόταν στο τμήμα των ψυχωσικών, των βαρέως ασθενούντων, η Ελένη ήταν σε φρικτή κατάσταση. Έτσι, την πήρε μαζί του και την έφερε πάλι στο χωριό, κλείνοντάς τη στο ισόγειο του σπιτιού.

Την έψαξα και αργότερα, αλλά δεν μπόρεσα να βρω άκρη. Χάθηκε στον χρόνο. Το ότι όμως έγινε διεθνές γεγονός, ότι πήρε πολιτική χροιά, και ότι εγώ συνέβαλα με κάποιον τρόπο σε αυτό, το φέρω βαριά ακόμη στη συνείδησή μου. Μερικές φορές θέλησα να γράψω γι’ αυτή. Να πω την αλήθεια, ότι οι γονείς της θέλησαν να την προστατέψουν γι’ αυτό και την κλεί­δωσαν για πάντα στην αποθήκη. Αλλά κάθε φορά που έλεγα στην εφημερίδα να γράφω κάτι για την Ελένη η απάντηση ήταν ίδια: «Και ποιον ενδιαφέρει;».

Είναι μια ιστορία που ακόμη έχω τύψεις κάθε φορά που ανακαλώ την τραγική κατάληξη της Ελένης.

από το βιβλίο του Ν. Χασαπόπουλου Η αγωνία ενός ρεπόρτερ, σελ.78-81