Φιλοσοφία Β΄ λυκείου (7) – Η θεωρία των Ιδεών και οι καθολικές έννοιες σαν παραμύθι

Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης σε λεπτομέρεια του διάσημου πίνακα Η Σχολή των Αθηνών του Ραφαήλ (1483 – 1520). Ο Πλάτων δείχνει ψηλά, προφανώς υποδεικνύοντας τον κόσμο των ιδεών, ενώ αντίθετα ο Αριστοτέλης δείχνοντας κάτω προκρίνει τη μελέτη του κόσμου της ύλης και των αισθήσεων

 

Στο μυθιστόρημα του Jostein Gaarder Ο κόσμος της Σοφίας ένας μεσήλικας φιλόσοφος επιχειρεί να μυήσει τη νεαρή Σοφία στη φιλοσοφία. Έτσι, με απλό τρόπο και κατανοητά παραδείγματα παρουσιάζει τις κυριότερες φιλοσοφικές θεωρίες και τους στοχαστές που τις διατύπωσαν. Αναρτώ εδώ μερικές σελίδες που αφορούν την πλατωνική και αριστοτελική οντολογία. Πρώτα οι σελίδες για την πλατωνική θεωρία των Ιδεών:

 

Το αιώνια Αληθινό, το αιώνια Ωραίο, το αιώνια Καλό

Στην αρχή των μαθημάτων μας σου είχα πει ότι συχνά αξίζει τον κόπο να ξεκαθαρίζουμε τα ζητήματα που ενδιέφεραν τον κάθε φιλόσοφο. Γι’ αυτό και τώρα ρωτώ: τι ήθελε να μελετήσει ο Πλάτωνας;

Με λίγα λόγια, ο Πλάτωνας ενδιαφερόταν πολύ για τη σχέση ανάμεσα σ’ αυτό που είναι αιώνιο κι αναλλοίωτο, από τη μια, και σ’ εκείνο που «περνάει και φεύγει», από την άλλη. (Όπως ακριβώς και οι προσωκρατικοί.)

Στη συνέχεια, είδαμε πως οι σοφιστές και ο Σωκράτης εγκατέλειψαν τη φυσική φιλοσοφία και στράφηκαν περισσότερο προς τον άνθρωπο και την κοινωνία. Κι έτσι έγινε, πράγματι. Αλλά κι οι σοφιστές κι ο Σωκράτης συνέχισαν κατά κάποιο τρόπο να ενδιαφέρονται για τη σχέση μεταξύ αυτού που είναι αιώνιο κι αμετάβλητο κι εκείνου που αλλάζει και μεταμορφώνεται. Και ξαναγύριζαν σ’ αυτά τα ερωτήματα, όταν τους απασχολούσε η ηθική του ανθρώπου, τα ιδανικά ή οι αρετές της κοινωνίας. Οι σοφιστές πίστευαν εν πολλοίς ότι οι αντιλήψεις για το Σωστό και το Δίκαιο άλλαζαν από χώρα σε χώρα κι από γενιά σε γενιά. Ήταν, λοιπόν, από τα πράγματα εκείνα που άλλαζαν και μεταμορφώνονταν. Ο Σωκράτης δεν μπορούσε να το δεχτεί αυτό. Πίστευε σε αιώνιους νόμους, πίστευε ότι υπάρχουν αξίες, τις οποίες θα έπρεπε να σέβονται πάντοτε και παντού οι άνθρωποι. Κι αν βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει, τότε θα διακρίνουμε εύκολα ποιες είναι αυτές οι σταθερές κι αμετάβλητες αξίες, αφού ο ανθρώπινος νους είναι ακριβώς αιώνιος, σταθερός κι αμετάβλητος.

Με παρακολουθείς, Σοφία; Και τότε μπαίνει στη μέση ο Πλάτωνας. Ενδιαφέρεται για τα σταθερά και τ’ αμετάβλητα, τόσο στη φύση όσο και στην ηθική και στην κοινωνία. Γιατί, κατά τη γνώμη του, είναι το ίδιο πράγμα. Προσπαθεί να συλλάβει με το νου του μια «πραγματικότητα», που θα είναι σταθερή κι αμετάβλητη κι αιώνια. Στο κάτω κάτω, γι’ αυτό τους έχουμε τους φιλόσοφους. Η δουλειά τους δεν είναι να βρίσκουν την ομορφότερη γυναίκα της χρονιάς ούτε τις φτηνότερες ντομάτες της αγοράς. (Ίσως γι’ αυτό δεν είναι δα και τόσο δημοφιλείς!) Οι φιλόσοφοι αποφεύγουν ν’ ασχοληθούν με τέτοια επείγοντα και σοβαρά ζητήματα της καθημερινότητας. Προσπαθούν μάλιστα να τ’ αγνοήσουν, όσο περνάει από το χέρι τους. Οι φιλόσοφοι ενδιαφέρονται γι’ αυτό που είναι «αιώνια αληθινό», «αιώνια ωραίο», «αιώνια καλό».

Μ’ αυτά που σου είπα ως τώρα, μπορείς ίσως να καταλάβεις περίπου ποια ήταν τα φιλοσοφικά ζητήματα που ενδιέφεραν τον Πλάτωνα. Τώρα θα τα πάρουμε ένα ένα, με τη σειρά. Και θα δοκιμάσουμε να καταλάβουμε τις παράξενες σκέψεις του, που άφησαν βαθιά τη σφραγίδα τους σε όλους τους μεταγενέστερους Ευρωπαίους διανοητές.

 

Ο κόσμος των ιδεών

Ο Εμπεδοκλής κι ο Δημόκριτος είχαν ήδη διατυπώσει την άποψη ότι τα φυσικά φαινόμενα είναι μεταβλητά και παροδικά, αλλά υπάρχει ωστόσο «κάτι» που δεν αλλάζει ποτέ, παρά μένει σταθερά κι αιώνια το ίδιο (οι «τέσσερις ρίζες» ή τα «άτομα»). Ο Πλάτωνας ασχολήθηκε με το ίδιο πρόβλημα, αλλά με εντελώς διαφορετικό τρόπο.

Ο Πλάτωνας πίστευε ότι όλα όσα βλέπουμε, όλα όσα αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας στον κόσμο αυτό, είναι παροδικά και μεταβλητά. Δεν υπάρχουν πρωταρχικά στοιχεία που δε διαλύονται ή δεν αλλοιώνονται ποτέ. Όλα όσα ανήκουν στον «κόσμο των αισθήσεων» είναι φτιαγμένα από ύλη και η ύλη φθείρεται με το πέρασμα του χρόνου. Ταυτόχρονα, όμως, είναι όλα φτιαγμένα με βάση μια διαχρονική μορφή, που παραμένει αιώνια και σταθερή.

Κατάλαβες; Όχι; Ας τα ξαναπάρουμε από την αρχή…

Γιατί είναι όλα τα άλογα ίδια, Σοφία; Ίσως νομίζεις ότι δεν είναι καθόλου ίδια. Υπάρχει, όμως, κάτι κοινό σε όλα τα άλογα, κάτι που φροντίζει ώστε να μη δυσκολευόμαστε ποτέ ν’ αναγνωρίσουμε ένα άλογο. Το συγκεκριμένο άλογο, φυσικά, «περνάει» με τον καιρό, αλλάζει. Μπορεί να γεράσει, ν’ αρρωστήσει και, τέλος, να πεθάνει. Η μορφή του αλόγου, όμως, είναι αιώνια και δεν αλλάζει ποτέ.

Για τον Πλάτωνα λοιπόν, αυτό το Αιώνιο και το Σταθερό δεν είναι κάποιο υλικό, κάποιο «πρωταρχικό στοιχείο» της φύσης. Το Αιώνιο και το Σταθερό είναι διανοητικά και αφηρημένα σχήματα, που δίνουν μορφή σε όλα τα φυσικά φαινόμενα.

Ας δούμε τα πράγματα από λίγο πιο κοντά: οι προσωκρατικοί είχαν βρει μια αρκετά καλή εξήγηση για τις αλλαγές και τις μεταβολές στη φύση, χωρίς, ωστόσο, να προχωρήσουν σε λεπτομέρειες και να περιγράψουν πώς ακριβώς γίνονταν αυτές οι μεταβολές ή τι είναι ακριβώς αυτό που αλλάζει. Πίστευαν ότι μέσα στον κύκλο, που διαγράφει η φύση στην πορεία της, υπάρχουν αιώνια και σταθερά μικροσκοπικά κομματάκια, που δεν αλλοιώνονται ούτε διαλύονται. Εντάξει! Εντάξει, Σοφία! Οι προσωκρατικοί, όμως, δεν είχαν να δώσουν καμιά λογική εξήγηση για το πώς αυτά τα μικροσκοπικά κομματάκια, που κάποτε αποτελούσαν όλα μαζί ένα άλογο, μπορούσαν μετά από τέσσερις ή πέντε αιώνες να ενωθούν και πάλι σ’ ένα εντελώς διαφορετικό άλογο – ή σ’ έναν ελέφαντα ή σ’ ένα κροκόδειλο. Ο Πλάτωνας θέλει μ’ όλα αυτά να πει ότι τα άτομα του Δημόκριτου δεν πρόκειται ποτέ ν’ αποτελέσουν ένα «κροκόφαντα» ή έναν «ελέδειλο». Κι αυτό ακριβώς τον έβαλε σε σκέψεις.

Αν τώρα κατάλαβες τι εννοούσα, μπορείς να πηδήσεις την παρακάτω παράγραφο. Για να είμαι, όμως, σίγουρος ότι δεν άφησα πίσω μου ασάφειες και σκοτεινά σημεία, θα σ’ το πω και μ’ άλλα λόγια: Ας πούμε ότι έχεις ένα κουτί με τουβλάκια και φτιάχνεις ένα άλογο. Στη συνέχεια, το χαλάς και βάζεις τα τουβλάκια στο κουτί τους. Δεν μπορείς να ελπίζεις ότι ένα άλλο άλογο θα φτιαχτεί από μόνο του, κουνώντας απλά και μόνο το κλειστό κουτί. Πώς θα ήταν, άλλωστε, δυνατό να συνδυαστούν τα τουβλάκια από μόνα τους και να φτιάξουν ένα άλογο; Όχι, αυτά τα πράγματα δε γίνονται. Εσύ, Σοφία, θα πρέπει να τα πάρεις στα χέρια σου και να φτιάξεις το άλογο που θέλεις. Και θα τα καταφέρεις, επειδή κάπου μέσα σου έχεις μια εικόνα, ένα πρότυπο, για το πώς είναι τα άλογα. Το άλογο από τουβλάκια της Lego φτιάχνεται, λοιπόν, σύμφωνα με μια μορφή, που παραμένει η ίδια από άλογο σε άλογο και δεν αλλάζει.

Θυμάσαι την ερώτηση για τις πενήντα ολόιδιες πίτες του φούρναρη: Τι απάντηση έδωσες; Ας φανταστούμε τώρα πως πέφτεις στη γη από το Διάστημα αυτή τη στιγμή. Κι ότι δεν έχεις ξαναδεί ποτέ σου φούρνο. Μπαίνεις, λοιπόν, διστακτικά σε ένα φούρνο με γαργαλιστικές μυρωδιές και λαχταράς γλυκά, και βλέπεις πενήντα ολόιδιο μελομακάρονα σε μια λαμαρίνα. Σε φαντάζομαι να ξύνεις απορημένη το μέτωπό σου και ν’ αναρωτιέσαι πώς κατάφεραν να τα φτιάξουν εντελώς ίδια μεταξύ τους. Κι όμως, μπορεί το ένα να είναι λίγο μικρότερο, το άλλο, λίγο πιο φουσκωτό στη μέση, το τρίτο, πιο μακρόστενο. Μετά, όμως, από αρκετή σκέψη, καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι όλα τα μελομακάρονα έχουν έναν κοινό παρονομαστή. Παρόλο που κανένα τους δεν είναι τέλειο, διαισθάνεσαι ότι έχουν κοινή προέλευση. Και καταλαβαίνεις ότι είναι όλα φτιαγμένα με βάση την ίδια μορφή, ότι είναι ζυμωμένα και πλασμένα με την ίδια φόρμα.

Και δε σταματάς εδώ, Σοφία, όχι. Θέλεις να τη δεις αυτή τη φόρμα, αυτό το καλούπι. Σε κυριεύει η επιθυμία να δεις με τα μάτια σου αυτή τη μορφή. Διότι εξυπακούεται ότι αυτή θα είναι απολύτως τέλεια και κατά κάποιο τρόπο ασύγκριτα ωραιότερη από τα ατελή και φθαρτά της αντίγραφα.

Αν απάντησες μόνη σου σ’ αυτό το ερώτημα, τότε έλυσες ένα φιλοσοφικό πρόβλημα με τον ίδιο ακριβώς τρόπο όπως και ο Πλάτωνας. Όπως οι περισσότεροι φιλόσοφοι, βρέθηκε κι αυτός σε τούτο τον κόσμο και τον είδε με τα μάτια ενός ανθρώπου που μόλις ήρθε από το Διάστημα (και κάθισε πάνω πάνω στο τρίχωμα του λαγού). Απόρησε που τα πράγματα μιας κατηγορίας έμοιαζαν τόσο πολύ μεταξύ τους και συμπέρανε πως «πάνω» ή «πίσω» απ’ όλα όσα βλέπουμε, υπάρχουν κάποιες αρχικές μορφές, των οποίων ο αριθμός είναι περιορισμένος. Ο Πλάτωνας τις ονόμασε ιδέες. Πίσω απ’ όλα τα άλογα, τα γουρούνια και τους ανθρώπους, υπάρχει η «ιδέα άλογο», η «ιδέα γουρούνι» και η «ιδέα άνθρωπος». (Γι’ αυτό κι ο φούρνος δεν έχει μόνο μελομακάρονα, αλλά και κουραμπιέδες, κουλουράκια, παξιμαδάκια κι ένα σωρό άλλα γλυκά. Διότι ένας αξιοπρεπής φούρναρης διαθέτει αρκετά καλούπια για τα γλυκά του, αν κι ένα καλούπι για το κάθε είδος γλυκού είναι και παραείναι αρκετό.)

Τελικό συμπέρασμα: ο Πλάτωνας πίστευε ότι πίσω από τον «κόσμο των αισθήσεων» υπήρχε μια άλλη πραγματικότητα, την οποία ονόμαζε «κόσμο των ιδεών». Σ’ αυτό τον κόσμο, υπάρχουν και βρίσκονται τα καλούπια, οι μορφές, τα πρότυπα όλων των πραγμάτων και των φαινομένων που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας στη φύση. Αυτή την αξιοπρόσεχτη σύλληψη την ονομάζουμε πλατωνική Θεωρία των Ιδεών.

 

Η βέβαιη γνώση

Ως τώρα παρακολούθησες και κατάλαβες όσα σου γράφω, αγαπητή μου Σοφία. Αναρωτιέσαι, όμως: τα εννοούσε, άραγε, στα σοβαρά όλα αυτά ο Πλάτωνας; Εννοούσε πραγματικά ότι υπάρχει μια άλλη πραγματικότητα, πίσω και πέρα απ’ αυτή που βλέπουμε;

Δεν το εννοούσε οπωσδήποτε κατά λέξη, σ’ όλη του τη ζωή. Αλλά σε μερικούς από τους διαλόγους του, αυτό ακριβώς λέει, και τα λόγια του δεν μπορούν να ερμηνευτούν διαφορετικά. Ας προσπαθήσουμε να παρακολουθήσουμε τα επιχειρήματά του.

Οι φιλόσοφοι προσπαθούν, όπως σου είπα, να φτιάξουν με το μυαλό τους μια εικόνα για το αιώνιο και το αμετάβλητο. Για παράδειγμα, δε θα είχε και πολύ νόημα να καθίσει κάποιος και να γράψει μια ολόκληρη φιλοσοφική πραγματεία για τη μορφή και το σχήμα και τη διάρκεια ζωής μιας συγκεκριμένης σαπουνόφουσκας. Πρώτον, δε θα προλάβαινε να τη μελετήσει, γιατί θα έσπαγε και θα χανόταν, πριν καλά καλά τη δει. Δεύτερον, θα ήταν μάλλον δύσκολο να πουλήσει μια φιλοσοφική πραγματεία με θέμα κάτι που κανείς δεν είδε και το οποίο υπήρξε σ’ αυτό τον κόσμο για λίγα μόνο δευτερόλεπτα.

Ο Πλάτωνας, λοιπόν, έλεγε πως όλα όσα βλέπουμε γύρω μας στη φύση, όλα όσα αγγίζουμε και ακούμε, μπορούμε να τα παρομοιάσουμε με μια σαπουνόφουσκα. Γιατί τίποτα μέσα στον κόσμο των αισθήσεων δεν έχει διάρκεια. Εσύ, βέβαια, ξέρεις ότι όλα τα ζώα και όλοι οι άνθρωποι κάποτε πεθαίνουν. Αλλά ακόμα και τα μάρμαρα φθείρονται σιγά σιγά και τρίβονται και σκορπίζουν. (Αυτή τη στιγμή, η Ακρόπολη αποτελείται από ερείπια, Σοφία! Σκανδαλώδες, αν θέλεις τη γνώμη μου. Αλλά έτσι είναι.) Ο Πλάτωνας ξεκινάει το συλλογισμό του με τη διαπίστωση ότι δεν μπορούμε να κατακτήσουμε βέβαιη γνώση για κάτι που μεταμορφώνεται κι αλλάζει. Όσον αφορά στον κόσμο των αισθήσεων, τον κόσμο, δηλαδή, που μπορούμε να αντιληφθούμε βλέποντας, ακούγοντας και αγγίζοντας, δεν μπορούμε να έχουμε παρά μονάχα αβέβαιες γνώμες. Βέβαιη γνώση μπορούμε να έχουμε μόνο για όσα αντιλαμβανόμαστε με το νου μας.

Μη βιάζεσαι. Σοφία, θα σου εξηγήσω. Πάρε την περίπτωση με τα μελομακάρονα. Την ώρα που ζυμώνεις, την ώρα που τα πλάθεις και τα ψήνεις, μπορεί κάποιο μελομακάρονο να σπάσει ή να τριφτεί ή να χαλάσει τόσο που κανείς δεν το αναγνωρίζει, κανείς δεν μπορεί να καταλάβει ποιο καλούπι χρησιμοποίησες για να το φτιάξεις. Αν, όμως, δω είκοσι, τριάντα μελομακάρονα -που λίγο ως πολύ είναι κάπως πετυχημένα κι επομένως μοιάζουν μεταξύ τους- τότε μπορώ με μεγαλύτερη σιγουριά να υποθέσω πώς είναι το καλούπι τους. Αυτό μπορώ να το συμπεράνω, ακόμα κι αν δεν έχω δει ποτέ τέτοιο καλούπι. Δεν είναι καν βέβαιο ότι θα ήξερα περισσότερα, αν έβλεπα με τα μάτια μου το καλούπι, αφού δεν μπορούμε να εμπιστευόμαστε πάντοτε τις αισθήσεις μας. Η όραση μπορεί να διαφέρει από άνθρωπο σε άνθρωπο. Αντίθετα, μπορούμε να εμπιστευτούμε όσα μας λέει η λογική μας, γιατί η λογική είναι η ίδια σε όλους τους ανθρώπους.

Φαντάσου ότι βρίσκεσαι στην τάξη μαζί με άλλους τριάντα μαθητές κι ότι ο δάσκαλος ρωτάει ποιο είναι το ωραιότερο χρώμα του ουράνιου τόξου. Θα πάρει σίγουρα πολλές και διάφορες απαντήσεις. Αν, όμως, ρωτήσει πόσο κάνει τρία επί οχτώ, τότε όλη η τάξη θα πρέπει να δώσει την ίδια απάντηση. Γιατί, στην περίπτωση αυτή, είναι η λογική που αποφασίζει. Και η λογική είναι, κατά κάποιο τρόπο, το αντίθετο της γνώμης και της αίσθησης. Μπορούμε να πούμε ότι η λογική είναι αιώνια και παγκόσμια, επειδή ακριβώς εκφράζεται μόνο σε σχέση με αιώνια και παγκόσμια δεδομένα.

Ο Πλάτωνας ενδιαφερόταν πάρα πολύ για τα μαθηματικά. Κι αυτό γιατί τα μαθηματικά δεδομένα δεν αλλάζουν ποτέ. Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, οι μαθηματικές μας γνώσεις είναι γνώσεις βέβαιες. Τώρα μας χρειάζεται ένα παράδειγμα: Φαντάσου ότι βρίσκεις στο δάσος ένα στρογγυλό κουκουνάρι. Ας πούμε ότι εσύ το «βρίσκεις» ολοστρόγγυλο, η Γιόρουν, όμως, το κοιτάζει και της φαίνεται κάπως πλακουτσωτό από τη μια μεριά. (Και τσακώνεστε!) Δεν μπορείτε, όμως, να εξασφαλίσετε καμιά βεβαιότητα γι’ αυτό που βλέπετε με τα μάτια σας. Από την άλλη όμως, μπορείτε να είστε εντελώς σίγουρες ότι ο κύκλος έχει 360 μοίρες. Και μπορείτε να συζητήσετε για τον ιδανικό κύκλο, που δεν υπάρχει στη φύση, αλλά προβάλλει ολοκάθαρος μπροστά στα μάτια του νου σας. (Είναι σαν να κουβεντιάζετε για το κρυμμένο τέλειο καλούπι -κι όχι για ένα τυχαίο, στραβοχυμένο ή στενόμακρο μελομακάρονο.)

Σύντομη περίληψη: Γι’ αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας, σχηματίζουμε μόνο αβέβαιες γνώμες. Αλλά γι’ αυτά που γνωρίζουμε με τη λογική μας, μπορούμε να αποχτήσουμε βέβαιη γνώση. Το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου θα είναι πάντοτε 180 μοίρες, στους αιώνες των αιώνων. Και το ίδιο θα ισχύει και η «ιδέα» ότι όλα τα άλογα είναι τετράποδα, ακόμα κι αν όλα τα άλογα του κόσμου μας κουτσαίνονταν κάποτε από το ένα τους πόδι.

 

Αθάνατη ψυχή

Ο Πλάτωνας, λοιπόν, πίστευε ότι η πραγματικότητα είναι χωρισμένη στα δυο.

Το ένα μέρος είναι ο κόσμος των αισθήσεων – για τον οποίο αποκτούμε γνώσεις ατελείς ή κατά προσέγγιση χρησιμοποιώντας τις πέντε (ατελείς) αισθήσεις μας. Στον κόσμο αυτό, ισχύει η φράση του Ηράκλειτου: «Τα πάντα ρει». Εδώ τίποτα δεν έχει σταθερή κι αμετάβλητη υπόσταση. Τίποτα δεν είναι στον κόσμο των αισθήσεων. Όλα έρχονται και παρέρχονται.

Το άλλο μέρος είναι ο κόσμος των ιδεών – για τον οποίο μπορούμε ν’ αποκτήσουμε γνώσεις βέβαιες χρησιμοποιώντας τη λογική μας. Τον κόσμο αυτό δεν μπορούμε να τον αντιληφθούμε με τις αισθήσεις μας. Οι ιδέες, όμως, (ή μορφές) είναι αιώνιες κι αμετάβλητες.

Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ο άνθρωπος είναι κι αυτός ένα πλάσμα χωρισμένο στα δυο. Έχουμε ένα κορμί, που φεύγει και χάνεται. Είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον κόσμο των αισθήσεων και υπακούει στους ίδιους νόμους όπως όλα τ’ άλλα σ’ αυτό τον κόσμο (για παράδειγμα, η σαπουνόφουσκα). Οι αισθήσεις μας είναι κι αυτές συνδεδεμένες με το κορμί μας· δεν μπορούμε, επομένως, να τους έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη. Έχουμε, όμως, και αθάνατη ψυχή -και σ’ αυτή είναι εγκατεστημένη η λογική μας. Κι επειδή ακριβώς η ψυχή δεν έχει τίποτα κοινό με την ύλη, μπορεί να διακρίνει, αμυδρά έστω, τον κόσμο των ιδεών.

Τώρα σ’ τα έχω πει σχεδόν όλα. Αλλά υπάρχει κάτι ακόμα, Σοφία. Επαναλαμβάνω: ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΙ ΑΚΟΜΑ!

Ο Πλάτωνας πίστευε ότι η ψυχή προϋπάρχει, πριν ακόμα έρθει κι εγκατασταθεί μέσα στο σώμα μας, ότι η ψυχή μας κάποτε ζούσε στον κόσμο των ιδεών. (Μαζί με τις φόρμες για τα γλυκά, στο πάνω πάνω ράφι της κουζίνας.) Αλλά τη στιγμή ακριβώς που γεννιέται σ’ αυτό τον κόσμο, που ξυπνάει μέσα στο σώμα ενός ανθρώπου, η ψυχή λησμονά τις τέλειες ιδέες. Και στη συνέχεια, αρχίζει μια υπέροχη διαδικασία: καθώς ο άνθρωπος αντιλαμβάνεται με τις αισθήσεις του τα διάφορα πράγματα σ’ αυτό τον κόσμο, μια θολή ανάμνηση προβάλλει σιγά σιγά στην ψυχή του. Ο άνθρωπος βλέπει ένα άλογο –ένα άλογο με ατέλειες (ή ένα μισοτριμμένο μελομακάρονο!). Αλλά αυτό αρκεί για να ξυπνήσει μέσα στην ψυχή του τη θολή ανάμνηση των ιδεών. Ταυτόχρονα, όμως, ξυπνάει μέσα στην ψυχή και μια λαχτάρα να επιστρέψει εκεί όπου πραγματικά ανήκει, εκεί που είναι το σπίτι της. Ο Πλάτωνας ονόμαζε αυτή την επιθυμία έρωτα. Η ψυχή, λοιπόν, νιώθει τον πόθο να επιστρέψει εκεί απ’ όπου έχει έρθει. Από τη στιγμή αυτή και στο εξής, αντιλαμβάνεται το σώμα κι όλα τα αισθητά ως πραγματικά ατελή κι ασήμαντα. Με τις φτερούγες του έρωτα, η ψυχή λαχταρά να πετάξει «πίσω» στον κόσμο των ιδεών. Ποθεί να ελευθερωθεί από τη φυλακή του κορμιού.

Πρέπει, όμως, να τονίσω ότι ο Πλάτωνας εδώ περιγράφει την πορεία στη ζωή ενός ανθρώπου ιδανικού. Γιατί δεν είναι πολλοί οι άνθρωποι που αφήνουν την ψυχή τους να πετάξει ελεύθερη προς τον κόσμο των ιδεών. Οι περισσότεροι γαντζώνονται στα «απατηλά είδωλα των ιδεών», έτσι όπως αυτά εμφανίζονται μέσα στον κόσμο των αισθήσεων. Βλέπουν ένα άλογο -κι ύστερα άλλο ένα. Αλλά δε βλέπουν αυτό, του οποίου όλα τα άλογα είναι απλώς κακέκτυπα. (Ορμούν στην κουζίνα και ρίχνονται με τα μούτρα στα μελομακάρονα, χωρίς ν’ αναρωτηθούν ούτε στιγμή πώς φτιάχτηκαν.) Ο Πλάτωνας περιγράφει την πορεία που ακολουθεί στη ζωή ένας φιλόσοφος. Μπορούμε να θεωρήσουμε τη φιλοσοφία του περιγραφή του ιδανικού τρόπου ζωής για ένα φιλόσοφο.

Όταν βλέπεις έναν ίσκιο, Σοφία, σκέφτεσαι αμέσως ότι κάτι ή κάποιος έχει μπει μπροστά στο φως και δημιουργεί αυτό τον ίσκιο. Βλέπεις τη σκιά ενός ζώου. Μπορεί να είναι άλογο, σκέφτεσαι. Αλλά δεν είσαι σίγουρη. Γυρίζεις, λοιπόν, και βλέπεις το πραγματικό ζώο -που είναι, φυσικά, πολύ ωραιότερο, με γραμμές πολύ πιο ξεκάθαρες από τον σκούρο κι άμορφο ίσκιο του. ΓΙ’ ΑΥΤΟ ΚΑΙ Ο ΠΛΑΤΩΝΑΣ ΘΕΩΡΟΥΣΕ ΠΩΣ ΟΛΑ ΟΣΑ ΒΛΕΠΟΥΜΕ ΣΤΗ ΦΥΣΗ ΕΙΝΑΙ ΑΠΛΩΣ ΟΙ ΣΚΙΕΣ ΤΩΝ ΑΙΩΝΙΩΝ ΙΔΕΩΝ ΚΑΙ ΜΟΡΦΩΝ. Οι περισσότεροι άνθρωποι, όμως, είναι ικανοποιημένοι ζώντας ανάμεσα στους ίσκιους. Δε διανοούνται καν ότι κάτι θα πρέπει να δημιουργεί αυτούς τους ίσκιους. Νομίζουν ότι οι ίσκιοι είναι το μόνο που υπάρχει -κι έτσι δεν αντιλαμβάνονται καν ότι αυτά που βλέπουν δεν είναι παρά μονάχα ίσκιοι. Δεν είναι ν’ απορείς, λοιπόν, που ξεχνούν την αθάνατη ψυχή τους.

 

Η απόδραση από το σκοτάδι της σπηλιάς

Ο Πλάτωνας διηγείται μια παραβολή, που εικονογραφεί με πολύ ωραίο τρόπο τους συλλογισμούς του. Η παραβολή αυτή είναι γνωστή με την ονομασία παραβολή της σπηλιάς. Θα σου τη διηγηθώ με δικά μου λόγια.

 Φαντάσου ανθρώπους που ζουν σε μια υπόγεια σπηλιά. Έχουν τη ράχη τους γυρισμένη προς το άνοιγμα της σπηλιάς κι είναι δεμένοι χειροπόδαρα, έτσι ώστε δεν μπορούν να δουν τίποτα εκτός από το εσωτερικό τοίχωμα της σπηλιάς τους. Πίσω τους υψώνεται ένα ψηλό τείχος. Και πίσω απ’ αυτό το τείχος πηγαινοέρχονται άνθρωποι, που σηκώνουν ψηλά διάφορα σχήματα και πράγματα, ίσα ίσα πάνω από το τείχος. Χάρη στη φωτιά που καίει πίσω τους, τα πράγματα αυτά ρίχνουν στον τοίχο της σπηλιάς τρεμάμενους ίσκιους. Το μόνο που μπορούν να δουν οι φυλακισμένοι της σπηλιάς είναι, βεβαίως, μονάχα αυτό το «θέατρο σκιών». Βρίσκονται σ’ αυτή τη θέση από τη γέννηση τους κι επομένως θεωρούν ότι αυτοί οι ίσκιοι είναι το μόνο πράγμα που στ’ αλήθεια υπάρχει.

Φαντάσου τώρα ότι κάποιος απ’ αυτούς τους φυλακισμένους κατορθώνει να δραπετεύσει από τη φυλακή του. Στην αρχή, αναρωτιέται από πού προέρχονται οι ίσκιοι που βλέπει μπροστά του. Στη συνέχεια, καταφέρνει να σπάσει τα δεσμά του. Τι νομίζεις ότι συμβαίνει, όταν καταφέρνει να γυρίσει το κεφάλι του προς το φως; Τις πρώτες στιγμές, τυφλώνεται. Το δυνατό φως τον τυφλώνει. Ακόμα και τα πράγματα με τα καθαρά και σαφή τους περιγράμματα, ακόμα κι αυτά τον τυφλώνουν -ως τώρα δεν έβλεπε παρά ασαφείς και τρεμάμενους ίσκιους. Αν μπορούσε να σκαρφαλώσει και να περάσει πάνω από το τείχος, να προσπεράσει τη φωτιά και να βγει έξω από τη σπηλιά, τότε θα τυφλωνόταν ακόμα περισσότερο. Θα ‘τριβε όμως δυο, τρεις φορές τα μάτια του και σε λίγο θα μπορούσε να δει την ομορφιά των πάντων. Για πρώτη φορά στη ζωή του, θα ‘βλεπε χρώματα και ξεκάθαρες γραμμές. Πραγματικά ζώα και λουλούδια, των οποίων τις κακές απομιμήσεις γνώριζε στη σπηλιά. Θα ‘βλεπε τον ήλιο στον ουρανό και θα καταλάβαινε ότι αυτός δίνει ζωή στα ζώα και στα φυτά, στη φύση ολόκληρη, όπως κι εκείνος στη σπηλιά του μπορούσε να βλέπει τους ίσκιους χάρη στη φωτιά και μόνο.

Ο ευτυχής δραπέτης θα μπορούσε τότε να τρέξει έξω στη φύση και να χαρεί την πρωτόγνωρη ελευθερία του. Σκέφτεται, όμως, όλους τους άλλους βαθιά χωμένους ακόμα μέσα στη σπηλιά και γι’ αυτό γυρίζει πίσω. Φτάνει κάτω και προσπαθεί να εξηγήσει στους άλλους ότι οι ίσκιοι στο τοίχωμα της σπηλιάς δεν είναι παρά κακές απομιμήσεις των αληθινών πραγμάτων. Αλλά κανείς δεν τον πιστεύει. Δείχνουν τους ίσκιους, που τους είναι γνώριμοι, και του φωνάζουν πως αυτούς βλέπουν με τα μάτια τους, κι αυτοί είναι ο πραγματικός κόσμος. Στο τέλος, τον σκοτώνουν.

Αυτό που περιγράφει ο Πλάτωνας με την παραβολή της σπηλιάς είναι ο δρόμος που ακολουθεί ο φιλόσοφος, από τις ασαφείς απόψεις και γνώμες στις αληθινές ιδέες πίσω από τον κόσμο των αισθήσεων. Έχει ακόμα στο μυαλό του την ανάμνηση του Σωκράτη, που οι «φυλακισμένοι της σπηλιάς» καταδίκασαν σε θάνατο, μόνο και μόνο επειδή τους έδειχνε το ψέμα μέσα στο οποίο ζούσαν και προσπαθούσε να τους ανοίξει το δρόμο για την αληθινή γνώση. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η παραβολή της σπηλιάς μας δίνει μια εικόνα του θάρρους και της παιδαγωγικής ευθύνης που βαραίνει το φιλόσοφο.
Ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι η ίδια σχέση που υπάρχει ανάμεσα στο σκοτάδι της σπηλιάς και το φως που λούζει τη φύση, είναι η σχέση που υπάρχει ανάμεσα στη φύση και στον κόσμο των ιδεών. Δεν εννοεί ότι ο κόσμος μας, η φύση μέσα στην οποία ζούμε, είναι σκοτεινή και θλιβερή. Είναι, όμως, σκοτεινή και θλιβερή, αν τη συγκρίνουμε με τη διαύγεια και τη λάμψη των ιδεών. Η φωτογραφία ενός όμορφου κοριτσιού δεν είναι κάτι σκοτεινό και θλιβερό. Ίσα ίσα. Αλλά δεν είναι παρά μια φωτογραφία. 

Gaarder Jostein, Ο κόσμος της Σοφίας, σελ.107-116.

 

 

Ακολουθούν οι σελίδες που περιλαμβάνουν την κριτική του Αριστοτέλη στην θεωρία των Ιδεών:

 

Ο άνθρωπος δεν έχει ιδέες εκ γενετής

Όπως και οι φιλόσοφοι πριν απ’ αυτόν, έτσι κι ο Πλάτωνας ήθελε ν’ ανακαλύψει, μέσα σ’ όλες τις αλλαγές και τις μεταβολές, κάτι αιώνιο κι αμετάβλητο. Βρήκε, λοιπόν, τις τέλειες ιδέες, που βρίσκονται πέρα και πάνω από τον κόσμο των αισθήσεων. Τις θεωρούσε, μάλιστα, πολύ πιο πραγματικές από τα φαινόμενα μέσα στη φύση. Στην αρχή, έχουμε την ιδέα «άλογο» – και μετά, όλα τα άλογα του κόσμου των αισθήσεων, σαν σκιές της ιδέας, σαν κακές απομιμήσεις της. Η ιδέα «κότα» υπήρχε πριν από την κότα και το αβγό.

Ο Αριστοτέλης, από τη μεριά του, είχε την εντελώς αντίθετη άποψη: κατά τη γνώμη του, ο Πλάτωνας είχε αναποδογυρίσει την πραγματικότητα. Συμφωνούσε με το δάσκαλό του πως το μεμονωμένο άλογο, που βλέπουμε εδώ μπροστά μας, γερνάει και φεύγει, επομένως είναι κάτι μεταβλητό και παροδικό. Συμφωνούσε, επίσης, ότι η μορφή του αλόγου, η ιδέα του αλόγου, είναι καθ’ αυτή αιώνια και αναλλοίωτη. Αλλά η «ιδέα» άλογο για τον Αριστοτέλη είναι μόνο μια έννοια, που έχουμε κατασκευάσει εμείς οι άνθρωποι, αφού πρώτα είδαμε έναν αριθμό συγκεκριμένων αλόγων. Η «ιδέα», επομένως, ή η «μορφή» άλογο δεν προϋπάρχει της εμπειρίας. Η «μορφή» άλογο, για τον Αριστοτέλη, αποτελείται από τα χαρακτηριστικά του αλόγου – είναι, δηλαδή, κάτι παρόμοιο με το «είδος» άλογο.

Εξηγώ: λέγοντας «μορφή» άλογο, ο Αριστοτέλης εννοεί τα κοινά χαρακτηριστικά όλων των αλόγων. Και στο σημείο αυτό, η εικόνα που μας δίνει, δε συμφωνεί πια με τη φόρμα των γλυκών, αφού οι φόρμες των γλυκών υπάρχουν ανεξάρτητα από τα γλυκά. Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι τέτοιες φόρμες δεν υπάρχουν στην κουζίνα της φύσης, τοποθετημένες στο δικό τους ξεχωριστό ράφι. Κατά τη γνώμη του, οι «μορφές» των πραγμάτων είναι ιδιότητες των πραγμάτων και υπάρχουν μέσα στα ίδια τα πράγματα.

Ο Αριστοτέλης διαφωνεί επίσης με τον Πλάτωνα και στο εξής σημείο: δεν πιστεύει ότι η «ιδέα» κότα προϋπάρχει της αληθινής κότας. Αυτό που ο Αριστοτέλης αποκαλεί «ιδέα ή μορφή της κότας», βρίσκεται μέσα σε κάθε κότα και είναι το άθροισμα όλων των ιδιοτήτων και των χαρακτηριστικών της – όπως είναι, για παράδειγμα, η ιδιότητα της κότας να γεννάει αβγά. Η κότα, λοιπόν, και η «ιδέα» της κότας είναι το ίδιο αχώριστες, όπως και η ψυχή με το σώμα του ανθρώπου.

Αυτές, σε γενικές γραμμές, είναι οι διαφωνίες του Αριστοτέλη με τον Πλάτωνα και η κριτική που άσκησε ο πρώτος στη Θεωρία των Ιδεών του δεύτερου. Σημείωσε στο μυαλό σου ότι πρόκειται για μια αποφασιστική αλλαγή στον τρόπο της ανθρώπινης σκέψης. Για τον Πλάτωνα, η ύψιστη πραγματικότητα βρίσκεται σ’ αυτό που σκεφτόμαστε λογικά. Για τον Αριστοτέλη όμως, η ύψιστη πραγματικότητα βρίσκεται σ’ αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας. Όλα όσα βλέπουμε γύρω μας στη φύση, ο Πλάτωνας τα θεωρεί αντανακλάσεις άλλων πραγμάτων, που υπάρχουν στον κόσμο των ιδεών – κι επομένως και μέσα στην ψυχή του ανθρώπου. Ο Αριστοτέλης πίστευε ακριβώς το αντίθετο: όσα υπάρχουν μέσα στην ψυχή του ανθρώπου είναι αντανακλάσεις των πραγμάτων του φυσικού κόσμου. Κατά τη γνώμη του, λοιπόν, ο Πλάτωνας είναι φυλακισμένος σε μια μυθολογική εικόνα του κόσμου, που συγχέει τις παραστάσεις του ανθρώπινου μυαλού με την αληθινή πραγματικότητα.

Ο Αριστοτέλης υποστήριζε ότι τίποτα δεν υπάρχει μέσα στη συνείδηση του ανθρώπου, αν δεν έχει περάσει προηγουμένως από τις αισθήσεις του. Ο Πλάτωνας, αντίθετα, θα μπορούσε να πει ότι στη φύση δεν υπάρχει τίποτα που να μην έχει προέλθει από τον κόσμο των ιδεών. Κατ’ αυτό τον τρόπο, ο Πλάτωνας έχει διπλασιάσει τον αριθμό των πραγμάτων, έλεγε ο Αριστοτέλης. Εξηγούσε το συγκεκριμένο, το μεμονωμένο άλογο χρησιμοποιώντας την «ιδέα» άλογο. Αλλά τι σόι εξήγηση είναι αυτή, Σοφία; Θέλω να πω: από πού προέρχεται η «ιδέα» άλογο; Ή μήπως υπάρχει και τρίτο άλογο, του οποίου απεικόνιση είναι με τη σειρά της κι αυτή;

Ο Αριστοτέλης πίστευε ότι όλα όσα έχουμε μέσα στο μυαλό μας, ως ιδέες και σκέψεις, έχει φτάσει μέχρι τη συνείδηση μας χάρη σε όλα όσα έχουμε δει κι ακούσει. Είμαστε, όμως, προικισμένοι από τη γέννησή μας και με μυαλό, που σκέφτεται λογικά. Έχουμε την ικανότητα να ταχτοποιούμε τις εμπειρίες μας και όσα αντιλαμβάνονται οι αισθήσεις μας με λογικό τρόπο σε κατηγορίες και είδη. Κατ’ αυτό τον τρόπο, γεννιούνται μέσα στο μυαλό του ανθρώπου έννοιες όπως «πέτρα», «φυτό», «ζώο» και «άνθρωπος». Κατ’ αυτό τον τρόπο, γεννιούνται έννοιες όπως «άλογο», «αστακός» και «καναρίνι».

Ο Αριστοτέλης δεν αρνιόταν το γεγονός ότι ο άνθρωπος διαθέτει από γεννησιμιού του την ικανότητα να σκέφτεται λογικά. Αντίθετα, κατά τον Αριστοτέλη, η λογική είναι το βασικότερο χαρακτηριστικό του ανθρώπου. Το μυαλό μας, όμως, είναι εντελώς «αδειανό», ώσπου αρχίζουμε και το τροφοδοτούμε με εμπειρίες. Ο άνθρωπος, επομένως, δεν έχει «ιδέες» από γεννησιμιού του.

 

Οι μορφές είναι ιδιότητες των πραγμάτων 

Αφού ξεκαθάρισε τη θέση του σε σχέση με την πλατωνική Θεωρία των Ιδεών, ο Αριστοτέλης προχώρησε και διαπίστωσε ότι η πραγματικότητα αποτελείται από διάφορα μεμονωμένα πράγματα, που είναι το καθένα φτιαγμένο από μορφή και ύλη.

Η «ύλη» είναι το υλικό, από το οποίο είναι φτιαγμένο το κάθε πράγμα, ενώ η «μορφή» είναι το σύνολο των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του.

Μια κότα φτεροκοπάει μπροστά σου. Σοφία. Η «μορφή» της είναι ακριβώς αυτό το φτεροκόπημα – καθώς και το γεγονός ότι κακαρίζει κι ότι κάνει αβγά. Επομένως, λέγοντας «μορφή» εννοούμε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κότας ή αυτά που η κότα κάνει. Όταν η κότα πεθάνει -κι επομένως σταματήσει να κακαρίζει και να φτεροκοπάει και να κάνει αβγά-, τότε σταματά να υπάρχει και η «μορφή» της. Το μόνο που απομένει είναι η «ύλη», δηλαδή το ψόφιο κορμί της. (Πολύ θλιβερό, Σοφία!) Κότα, όμως, δεν υπάρχει.

Όπως σου έχω ήδη πει, ο Αριστοτέλης ενδιαφερόταν για τις αλλαγές στη φύση. Σύμφωνα με τη θεωρία του, μέσα στην ύλη υπάρχει πάντα η δυνατότητα της μορφής. Η ύλη, δηλαδή, έχει μέσα της τη δυνατότητα να πάρει μια συγκεκριμένη μορφή. Μπορούμε να πούμε πως η ύλη τείνει, κατά κάποιο τρόπο, να μετατρέψει σε πραγματικότητα αυτή τη δυνατότητα. Κάθε αλλαγή που συμβαίνει στη φύση είναι, κατά τον Αριστοτέλη, μια μεταμόρφωση της ύλης από το επίπεδο της δυνατότητας σ’ αυτό της πραγματικότητας.

Μην ανησυχείς, Σοφία, θα σου εξηγήσω. Ας δοκιμάσουμε με μια αστεία ιστορία. Ήταν κάποτε ένας γλύπτης που δούλευε ένα τεράστιο κομμάτι γρανίτη. Κάθε μέρα σκάλιζε και πελεκούσε την άμορφη πέτρα, ώσπου ένα πρωί τον επισκέφτηκε ένα μικρό παιδί. «Τι ψάχνεις να βρεις μέσα στην πέτρα;» ρώτησε το αγοράκι. «Περίμενε και θα δεις», αποκρίθηκε ο γλύπτης. Μετά από κάμποσες μέρες, ο μικρός ξανάρθε. Ο γλύπτης είχε μόλις τελειώσει τη δουλειά του από τον άμορφο όγκο του γρανίτη είχε φτιάξει ένα πανέμορφο άλογο. Το παιδί το κοίταξε αμίλητο. Ύστερα γύρισε στο γλύπτη και του είπε: «Πού το ήξερες ότι εκεί μέσα είχε ένα άλογο;»

Μάλιστα! Πού το ήξερε; Ο γλύπτης είχε, κατά κάποιο τρόπο, διακρίνει τη μορφή του αλόγου μέσα στον τεράστιο όγκο του γρανίτη. Γιατί ειδικά αυτός ο βράχος είχε τη δυνατότητα να πάρει τη μορφή του αλόγου. Ο Αριστοτέλης έλεγε ότι όλα τα πράγματα στη φύση έχουν μια δυνατότητα, που τα σπρώχνει να πάρουν μια συγκεκριμένη μορφή.

Ας γυρίσουμε στην κότα και στο αβγό. Το αβγό της κότας έχει τη δυνατότητα να πάρει τη μορφή της κότας. Αυτό δε σημαίνει ότι όλα τα αβγά θα γίνουν κάποτε κότες. Πολλά απ’ αυτά καταλήγουν στο πιάτο μας και παίρνουν τη μορφή της ομελέτας, του βραστού ή του τηγανητού αβγού. Δε μετατρέπουν ποτέ σε πραγματικότητα τη δυνατότητά τους να μεταμορφωθούν σε κότες. Αλλά είναι εξίσου βέβαιο ότι ένα αβγό κότας δεν έχει τη δυνατότητα να μεταμορφωθεί σε χήνα. Η δυνατότητα αυτή υπάρχει μόνο στο αβγό της χήνας. Η μορφή ενός πράγματος μας δίνει, επομένως, κάποιες πληροφορίες και για τις δυνατότητες που έχει, αλλά και για τους περιορισμούς που υφίσταται.

Μιλώντας για «μορφή» και «ύλη», ο Αριστοτέλης δεν έχει στο μυαλό του μόνο τους ζωντανούς οργανισμούς. Όπως η «μορφή» της κότας είναι το ότι κακαρίζει, φτεροκοπάει και κάνει αβγά, έτσι και η «μορφή» της πέτρας είναι ότι πέφτει στο χώμα. Όπως η κότα δεν μπορεί να μην κακαρίσει, έτσι κι η πέτρα δεν μπορεί να μην πέσει στο χώμα. Μπορείς, βέβαια, να τη σηκώσεις, να την πετάξεις ψηλά στον αέρα. Αλλά μια κι η φύση της πέτρας την αναγκάζει να πέφτει πάντοτε στη γη, δεν μπορείς να την πετάξεις μέχρι το φεγγάρι. (Σε συμβουλεύω, πάντως, να είσαι λίγο προσεχτική, όταν θα κάνεις αυτό το πείραμα, γιατί οι πέτρες έχουν την κακιά συνήθεια να εκδικούνται: προσπαθούν να γυρίσουν στη γη όσο μπορούν πιο γρήγορα – κι αλίμονο σ’ αυτόν που θα βρεθεί στο δρόμο τους!).

 Gaarder Jostein, Ο κόσμος της Σοφίας, σελ.136-139.

 

❦