Φιλοσοφία Β΄ λυκείου (5) – 1.4 Φιλοσοφία και κοινωνία

Η αλληγορία του σπηλαίου

 

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: Ξεκινώντας από την απορία

Ενότητα τέταρτη: Φιλοσοφία και κοινωνία

 

Βασικά σημεία
Αμφισβητήσεις της αξίας της φιλοσοφίας (α) η φιλοσοφία μοιάζει άσκοπη και απρόσιτη γιατί:

– είναι δύσκολη, απαιτεί πολλή σκέψη για θέματα που δε φαίνονται να έχουν άμεση σχέση με την καθημερινή ζωή.  

–  συχνά δεν καταλήγει σε συγκεκριμένες θέσεις.

– η σε βάθος σκέψη θεωρείται από κάποιους εμπόδιο στην πράξη.

– άλλωστε, πολλοί φιλόσοφοι κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν, γιατί η κριτική τους στάση και οι ιδέες τους θεωρήθηκαν βλάσφημες ή αιρετικές. Ήδη ο Πλάτων επιχείρησε να δείξει τη δύσκολη θέση του φιλοσόφου με την αλληγορία του σπηλαίου.

Η χρησιμότητα της φιλοσοφίας   (α) ο άνθρωπος έχει έμφυτο ενδιαφέρον για τις θεωρητικές αναζητήσεις.

(β) η φιλοσοφία καλλιεργεί την κριτική ικανότητα και διευρύνει τους ορίζοντες.

(γ) οι θεωρητικές συλλήψεις πολλών στοχαστών αργότερα επικρατούν στις κοινωνίες (π.χ. οι ιδέες για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την ισονομία, τη θέση της γυναίκας κλπ.)

 

Η αλληγορία του σπηλαίου: δεσμώτες και σκιές

 

 

Κείμενα για επέκταση

 

Στο σχολικό βιβλίο (σελ.25) διαβάζουμε πως «και στον χώρο των νομικών και πολιτικών συζητήσεων, που συμβάλλουν στην εξέλιξη των κοινωνικών θεσμών, ο κριτικός ρόλος της φιλοσοφίας είναι πολύτιμος». Τα παρακάτω αποσπάσματα από το βιβλίο του Β. Κάλφα και του Γ. Ζωγραφίδη Αρχαίοι Έλληνες Φιλόσοφοι (σελ.95 και 99-101) δίνουν μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα πρωτοποριακών για την εποχή τους απόψεων και προβληματισμών, μερικοί από τους οποίους σήμερα πια είναι κοινές αντιλήψεις των περισσοτέρων ανθρώπων, ενώ άλλες προκαλούν ζωηρές συζητήσεις. Ειδικότερα, τα αποσπάσματα σχολιάζουν απόψεις των σοφιστών για: 

  • την εκ φύσεως ισότητα όλων των ανθρώπων, 
  • την απόρριψη της πνευματικής υπεροχής των αριστοκρατικής καταγωγής ατόμων, 
  • τις περιορισμένες δυνατότητες της γνώσης, 
  • τη φύση των θεών και τον χαρακτήρα της θρησκείας,
  • τον εφήμερο χαρακτήρα των νόμων. 

Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου.

 

Μπορεί να διδαχθεί η αρετή; 

Διδάσκοντας την πολιτική τέχνη, οι σοφιστές ισχυρίζονται ότι διδά­σκουν την αρετή: δηλώνουν ότι γνωρίζουν πώς να διαμορφώσουν κα­λύτερους και ικανότερους πολίτες. Η αξίωση αυτή δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο. Κανείς ως τότε δεν είχε διεκδικήσει τον ρόλο του δασκάλου της αρετής. Δικαιολογημένα λοιπόν προκλήθηκε έντονη αντί­δραση. Πολλοί θεώρησαν ότι η αρετή δεν είναι κάτι που διδάσκεται, αλλά κάτι που κληρονομείται ή δίνεται από τη φύση. Άλλοι πάλι, όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτων, δεν αμφισβήτησαν ότι η αρετή είναι μια μορφή γνώσης, αλλά θέλησαν να δείξουν ότι οι σοφιστές είναι ανίκανοι να διδάξουν αυτή τη γνώση. Το βέβαιο είναι ότι η έννοια της αρετής βρέθηκε ξαφνικά στο επίκεντρο της φιλοσοφικής διαμάχης.

Για τους παλαιότερους Έλληνες η αρετή συνδεόταν με την τιμή και την αναγνώριση […]. Προσιδίαζε μόνο σε αυτούς που είχαν πρόσβαση στην εξουσία, στους γόνους των αριστοκρατικών οικογενειών, οι οποίοι είχαν αφομοιώσει ένα σταθερό σύνολο αξιών, όπως η ανδρεία στη μάχη, η αφιλοκέρδεια, η ηπιότητα προς τους φίλους και η αυστηρότητα προς τους εχθρούς –αυτοί ονομάζονταν καλοί κἀγαθοί. Ο όχλος δεν μπορούσε εξ ορισμού να είναι ενάρετος. 

Όταν οι σοφιστές κάνουν λόγο για αρετή, έχουν στο νου τους ένα παιδευτικό ιδεώδες καθολικής ισχύος. Στη δημοκρατική Αθήνα ενάρετος είναι ο πεπαιδευμένος πολίτης, αυτός που αποδεικνύει την αξιοσύνη του με την αποτελεσματική συμμετοχή του στα κοινά. Η ανάδειξη στον στίβο της πολιτικής δεν εξαρτάται από τις κληρονομημένες αξίες της αριστοκρατικής παράδοσης, αλλά από νέες δεξιότητες και γνώσεις –από τη ρητορική, νομική και ιστορική κατάρτιση του πολίτη. Οι σοφιστές ισχυρίζονται ότι αυτή η κατάρτιση είναι κάτι που διδάσκεται: η πολιτική αρετή είναι διδακτή.

Η νέα αντίληψη της αρετής ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με την «ισονομία», η οποία είχε ήδη επιβληθεί στη δημοκρατική πολιτεία. Στο φιλοσοφικό, ωστόσο, επίπεδο σήμαινε κάτι περισσότερο, κάτι το επαναστατικό: σήμαινε ότι όλοι οι άνθρωποι ξεκινούν τη ζωή τους από την ίδια αφετηρία, ότι είναι εκ φύσεως ίσοι. […] 

 

Η φύση των θεσμών 

Η πεποίθηση ότι δεν είναι προσιτή η γνώση της αληθινής ουσίας των πραγμάτων ονομάζεται στη φιλοσοφία «αγνωστικισμός». Οι σοφιστές επέδειξαν αγνωστικιστική στάση υποβάλλοντας σε κριτική τους καθιερωμένους κοινωνικούς θεσμούς. Ο Πρωταγόρας προκάλεσε το κοι­νό αίσθημα όταν είχε την τόλμη να υποστηρίξει: «Για τους θεούς, δεν μπορώ να γνωρίζω τίποτε: ούτε ότι υπάρχουν, ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε τι είδους μορφή έχουν. Πολλά είναι αυτά και μας εμποδίζουν να γνωρίζουμε -τόσο το άδηλο του ζητήματος όσο και η συντομία της ανθρώπινης ζωής» (απόσπ. 4). Η θρησκεία ριζώνει στην τάση των ανθρώπων να αποδεχτούν την ύπαρξη μιας δύναμης η οποία τους υπερβαίνει. Η ανθρώπινη πίστη όμως δεν πρέπει να συγχέεται με τη γνώση. Λέγεται μάλιστα ότι ο Κριτίας, μαθητής του Σωκράτη και ένας από τους Τριάκοντα τυράννους, ξεκινώντας από την κριτική του Πρωταγόρα στη θρησκεία, έφτασε στη ρηξικέλευθη θέση ότι οι θεοί είναι επινόηση των κυβερνώντων για να εξουσιάζουν τους υπηκόους τους

Μια τόσο ανατρεπτική στάση, σαν αυτή του Κριτία, δεν θα πρέπει να βρήκε πολλούς μιμητές. Ακόμη και στη δημοκρατική Αθήνα η πλειονότητα των πολιτών παρέμενε συντηρητική στα ζητήματα της θρησκευτικής πρακτικής. Η κατηγορία της ασέβειας θα διατυπωθεί αρκετές φορές κατά τη διάρκεια του 5ου αιώνα, με στόχο ορισμένα από τα πιο γνωστά πρόσωπα της εποχής -τον Σωκράτη, βέβαια, αλλά και πριν από αυτόν τον Αναξαγόρα, τον Πρωταγόρα, αλλά και τον Περικλή, τον Φειδία, τον Αλκιβιάδη. Αντιθέτως, απόλυτη υπήρξε η ελευθερία της έκφρασης όσον αφορά την κριτική των θεμελίων του πολιτεύματος και της ηθικής συμπεριφοράς.

Στην Αθήνα της έντονης πολιτικής σύγκρουσης και των μεγάλων πολιτειακών ανατροπών δεν είναι πια εύκολο να υποστηρίξει κανείς τη θεϊκή καταγωγή του πολιτεύματος και των νόμων. Τα πολιτεύματα και οι νόμοι αλλάζουν ανάλογα με τη βούληση των ανθρώπων, και είναι φυσικό στην ίδια πόλη να συνυπάρχουν υποστηρικτές και πολέμιοι της αθηναϊκής δημοκρατίας, της ολιγαρχίας των Σπαρτιατών, ακόμη και της βασιλείας των Περσών. Διαμορφώνεται λοιπόν βαθμιαία η κοινή πεποίθηση ότι η κοινωνία θεμελιώνεται σε μια μορφή συμβολαίου, σε μια συμφωνία των ανθρώπων που αποφασίζουν να ζήσουν μαζί. Η νομοθεσία είναι προϊόν συναλλαγής και συμβιβασμού αντίθετων συμφερόντων. Είναι ουσιαστικά ανθρώπινο δημιούργημα και, ως ανθρώπινο, εξ ορισμού μεταβλητό -μια θέση εντελώς αντίθετη προς το παλαιότερο αριστοκρατικό ιδεώδες της σταθερότητας.

Η αναγνώριση της συμβατικής φύσης των νόμων θέτει το άτομο μπροστά σε νέα κρίσιμα διλήμματα. Δύο από αυτά θα αποδεχθούν καθοριστικά για τη μεταγενέστερη φιλοσοφική σκέψη. Πρώτο δίλημμα: αν οι νόμοι είναι προϊόντα συμβιβασμού, το άτομο θα πρέπει να υπακούει σε αυτούς ή έχει δικαίωμα να τους παραβαίνει; Δεύτερο δίλημμα: ό,τι χαρακτηρίζει την κοινωνία, χαρακτηρίζει και το άτομο; Είναι και η συγκρότηση τον ατόμου προϊόν κοινωνικών συμβιβασμών, ή μήπως υπάρχει μια βαθύτερη, σταθερή φύση του ατόμου, η οποία κα­θορίζει την ηθική του συμπεριφορά;

Ο προβληματισμός αυτός είναι διάχυτος στη σοφιστική κίνηση. Ο απαντήσεις όμως ποικίλλουν. Ο Πρωταγόρας υποστηρίζει ότι όπως δεν υπάρχει αντικειμενική αλήθεια, έτσι δεν υπάρχει και απόλυτη έννοια δικαιοσύνης και ηθικότητας. Δίκαιο και ηθικό είναι αυτό που αποδέχεται κάθε φορά η κοινωνία ως σύνολο. Τόσο οι νόμοι όσο και οι αξίες διαμορφώνονται από τους ανθρώπους και αλλάζουν από τους ανθρώπους, η ίδια όμως η ύπαρξη της κοινωνίας επιβάλλει τον σεβασμό τους. Η υπακοή στους νόμους θεωρείται απαράβατο καθήκον του πολίτη, είναι το συνεκτικό στοιχείο των ανθρώπινων κοινωνιών. Η απόφαση του Σωκράτη να πιει το κώνειο θα έβρισκε απολύτως σύμφωνο τον Πρωταγόρα. Άλλοι όμως σοφιστές ίσως να μη συμφωνούσαν. Ο Θρασύμαχος, για παράδειγμα, ταύτιζε το δίκαιο όχι με το συμφέρον του συνόλου των πολιτών αλλά με το συμφέρον του ισχυρότερου. Γιατί λοιπόν θα έπρεπε να συμβιβαστεί κανείς με έναν νόμο ή με μια θεσμική απόφαση, που θεωρούσε καταφανώς άδικη; Ο Ιππίας πάλι και ο Αντιφών θα προέβαλλαν άλλη αντίρρηση. Κατά τη δική τους γνώμη, η ανθρώπινη συμπεριφορά δεν μπορεί να καθορίζεται πλήρως από τις κοινωνικές συμβάσεις. Υπεράνω των νόμων και των θεσμών τοποθετούνται κάποιοι ηθικοί κανόνες, που προσιδιάζουν στην ίδια τη φύση του ανθρώπου, όπως η φιλία, η ομόνοια, ο σεβασμός στους γονείς. Αυ­τούς τους κανόνες πρέπει κατά κύριο λόγο να ακολουθεί το άτομο, αφού μόνο «οι επιταγές της φύσης είναι αναγκαίες, ενώ οι επιταγές του νόμου είναι αυθαίρετες και συμβατικές» (Αντιφών, απόσπ. 44). Αν λοιπόν ο Σωκράτης θεωρούσε την κατηγορία εναντίον του προϊόν διαβολής, δεν έπρεπε να υπακούσει στην απόφαση του δικαστηρίου —κατά τον Ιππία (απόσπ. 17), οι νόμοι κακώς δεν έχουν προβλέψει κάποια κύρωση για όσους διαβάλλουν τους άλλους, μολονότι η διαβολή είναι φοβερό αδίκημα (δεινόν ἐστιν ἡ διαβολία). 

 

 

Ερωτήσεις για την μελέτη των συνοδευτικών κειμένων του σχολικού βιβλίου – εργασίες:

1. Για το απόσπασμα από τον Γοργία του Πλάτωνα: ποιες απόψεις διατυπώνει ο Καλλικλής για την ενασχόληση με τη φιλοσοφία;

2. Να μελετήσετε το ακόλουθο απόσπασμα που αποδίδει συνοπτικά την αλληγορία του σπηλαίου και να απαντήσετε γραπτά στις ερωτήσεις: (α) μέσα στο σπήλαιο βρίσκονται κάποιοι δεσμώτες· με ποιον από αυτούς παρομοιάζεται ο φιλόσοφος; (β) ποια η πορεία του και ποια η μοίρα του; 

Μπορούμε να απεικονίσουμε την ανθρώπινη ζωή, λέει ο Σωκράτης, ως την κατάσταση κάποιων φυλακισμένων μένα σε ένα σπήλαιο, οι οποίοι στέκονται κατά σειρές, αλυσοδεμένοι, με τις πλάτες τους απέναντι στο άνοιγμα του σπηλαίου, ανίκανοι να στρέψουν το κεφάλι τους μακριά από το θέατρο σκιών που παίζεται μπροστά τους, στον τοίχο του σπηλαίου. Οι σκιές αυτές δεν ανήκουν σε πραγματικά αντικείμενα ούτε δημιουργούνται από το φως του ήλιου, επειδή αυτό δεν μπορεί να διεισδύσει στο σπήλαιο. Πίσω από τους φυλακισμένους υπάρχει μια φωτιά και άντρες που πηγαινο­έρχονται, κρατώντας ομοιώματα πραγματικών αντικείμενων. Παρακολουθώντας οι φυλακισμένοι τις σκιές αυτών των ομοιωμάτων, νομίζουν ότι αντικρίζουν την πραγματικότητα.

Στην αλληγορία αυτή, η εκμάθηση της φιλοσοφίας αντιστοιχεί με τη διαδικασία κατά την οποία κάποιος απελευθερώνεται από τα δεσμά του και εξαναγκάζεται να δει πρώτα τη φωτιά, μετά το στόμιο του σπηλαίου και τέλος τον ηλιόλουστο κόσμο έξω από το σπήλαιο. Όταν ο φυλα­κισμένος βρεθεί έξω, προσπαθεί να συνηθίσει το δυνατό φως κοιτάζοντας πρώτα τις σκιές και τα είδωλα των ανθρώπων και των άλλων πραγμάτων, μετά τα ίδια τα πράγματα και τέλος την πηγή του φωτός, τον ήλιο. Εύλογο είναι ότι όποιος επιστρέφει στο σπήλαιο και προσπαθήσει να απελευθερώσει τους υπόλοιπους φυλακισμένους από την πλάνη των πεποιθήσεων τους για την πραγματικότητα, οι φυ­λακισμένοι θα τον περιφρονήσουν και θα τον χλευάσουν: αγνοώντας την ύπαρξη του μεγαλύτερου φωτός, οι φυλακισμένοι μπερδεύουν το σάστισμα αυτού που από το φως έρχεται στο σκοτάδι, με τη σύγχυση εκείνου που από το σκοτάδι πηγαίνει προς το φως. Παρ’ όλο που η περιφρόνηση των φυλακισμένων προς τον φιλόσο­φό μας θυμίζει τον ιστορικό Σωκράτη, ο Πλάτων εδώ επιθυμεί να δηλώσει κάτι παραπάνω από την υπεράσπιση της υστεροφημίας του φίλου του. Το επίκεντρο της αλληγορίας στρέφεται από την κοινωνία προς τον φιλόσοφο, από την κακομεταχείριση που υφίστανται οι φιλόσοφοι στην υπάρχουσα κοινωνία προς το καθήκον που επωμίζονται σε έναν πιο ενάρετο κόσμο.

Nicholas Pappas, Πολιτεία του Πλάτωνα, Ένας Οδηγός Ανάγνωσης, εκδ. Οκτώ, 2006, σελ.132-133.

 

Η αλληγορία του σπηλαίου (1604) από τον Γιαν Πίτερς Σένρενταμ (1565–1607): Ολλανδό ζωγράφο, χαράκτη και χαρτογράφο, που είναι γνωστός για τις πολλές αλληγορικές εικόνες που δημιούργησε με βάση την κλασική μυθολογία και τη Βίβλο.