Νεοελληνική Γλώσσα Β΄ λυκείου (6) – Μία (σοβαρή) και μία (όχι και τόσο!) περίπτωση παραπληροφόρησης (ΙΙΙ)

 

Ένα παράδειγμα σπίλωσης πολιτικού αντιπάλου

 

Πάσχος Μανδραβέλης, Η είδηση μιας χρεοκοπίας

[…] στις προκριματικές εκλογές του 2000 όταν για πρώτη φορά ήταν υποψήφιος ο ρεπουμπλικανός Τζον Μακέιν, έγινε μια περίεργη δημοσκόπηση στην Νότια Καρολίνα των ΗΠΑ, ένα ερώτημα της οποίας ήταν «Θα ψηφίζατε τον Τζον Μακέιν, αν ξέρατε ότι είναι πατέρας ενός νόθου μαύρου παιδιού;». Στο ερώτημα κάθε λέξη ήταν ακριβής: ο Τζον Μακέιν ήταν πατέρας, ενός μαύρου παιδιού. Ολόκληρη όμως η αλήθεια ήταν ότι είχε υιοθετήσει ένα νόθο (μαύρο) κοριτσάκι από ένα ορφανοτροφείο του Μπαγκλαντές. Αυτός όμως ο ψίθυρος απλώθηκε και μεταλλάχτηκε μέσω του διαδικτύου τόσο πολύ που ένας καθηγητής Πανεπιστημίου έστειλε ανοιχτή επιστολή στους «συμπατριώτες του Νοτιοκαρολινέζους» να καταψηφίσουν ένα πολιτικό που μεγαλώνει παιδί εκτός γάμου. Κι αυτοί τον καταψήφισαν και ο Μπους έγινε πρόεδρος. […]

Απόσπασμα από εισήγηση σε ημερίδα του Πανεπιστημίου Αθηνών, στις 11.5.2010

 

 

Ο Ζάχος Χατζηφωτίου ήταν δημοσιογράφος και συγγραφέας

 

Ο Δαίμων του Τυπογραφείου

του Ζάχου Χατζηφωτίου

Ήταν καλοκαίρι, και μάλιστα «κατακαλόκαιρο», που λένε, γύρω στο 1980, και πιο νωρίς ίσως. Στα κυκλώματα του θεάτρου το θέμα ήταν η μέλλουσα πρεμιέρα, «μεγαλοπρεπής» μάλιστα, όπως την ρεκλαμάρανε, της Βουγιουκλάκη του έργου «Argentina» και με ορχήστρα που θα συνόδευε τα τραγούδια της Αλίκης στο καλοκαιρινό θέ­ατρο της Λεωφόρου Αλεξάνδρας.

Το έργο πολύ γνωστό, είχε γίνει και ταινία στην Αμερική, και πολλά άλλα, η δε Αλίκη είχε πράγματι πολύ τρέξει για να μπορέσει να πάρει την άδεια του έργου, και μόνο με την μεσολάβηση του Κύπριου τότε συζύγου της σε ένα φίλο του Κύπριο υπουργό, που ήξερε τους συγγραφείς, το πήρε. Προμηνύετο δε να θησαυρίσει η Αλίκη με αυτό το έργο. Πάντως, εγώ το είχα πει τότε πως η Αλίκη, αν βγει στην σκηνή και διαβάσει όχι έργο, αλλά τον κατάλογο του τηλεφώνου, πάλι θα γεμίσει το θέατρο.

Εγώ τότε ήμουν για 27 χρόνια στο συγκρότημα Λαμπράκη, στα «Νέα», με μία στήλη «πολιτικοκοινωνική» που λεγόταν «ο Διακριτικός», και στον «Ταχυδρόμο», με την επιτυχημένη «Εβδομάδα του Ίακχου». Τα χρόνια εκείνα, αν όχι τα πρώτα χρόνια, όλα τα μετέπειτα όμως, την ζωή μου την μοίραζα μεταξύ Αθηνών και Μυκόνου. Ήταν, άλλωστε, τα όμορφα χρόνια της Μυκόνου, είχα και ωραίο σπίτι στην παραλία της Φτελιάς, και όλα εκείνα τα χρόνια έφευγα Παρασκευή μεσημέρι με το αεροπλάνο της γραμμής και γύριζα Δευτέρα μεσημέρι στο γρα­φείο. Πέραν του μεγάλου μισθού που είχα, ο αείμνη­στος Χρήστος Λαμπράκης στους επιτυχημένους συντάκτες έκανε δώρα, «μπόνους» τα έλεγε. Μία μέρα κατε­βαίνω στο γραφείο του και του λέγω «Κύριε Λαμπράκη, ευχαριστώ για τα μπόνους που μου στέλνετε, αλλά οι συνάδελφοί μου βλέπουν την γραμματέα σας που έρχεται με τον φάκελο και σχολιάζουν». Και τι μου απαντάει; «Εσείς, κύριε Χατζηφωτίου, όταν αγοράσετε το συγκρό­τημα, να μην μου δίνετε εμένα μπόνους». Τι να του πω; Είπα «ευχαριστώ» κι έφυγα.

Ένα πρωινό κάποιας καλοκαιριάτικης Παρασκευής με καλεί ο αρχισυντάκτης και μου λέει: «Σήμερα δεν σε βλέ­πω να πηγαίνεις Μύκονο». Έμεινα και τον κοίταζα με απορία, γιατί τούτο δεν είχε ξανασυμβεί, διότι, ενώ μπορούσα, αρνούμην να πάρω άδεια κανονική ενός μηνός που έπαιρ­ναν όλοι. «Και γιατί δεν θα πάω Μύκονο;» ερωτώ… «Γιατί η (τάδε) που κάνει κριτική θεάτρου είναι άρρωστη, και αύριο έχει πρεμιέρα η Βουγιουκλάκη, οπότε θα πας εσύ και θα γράψεις κριτική του έργου». «Ο (τάδε);». Ερωτώ και πάλι για κάποιον άλλον κριτικό θεάτρου που είχαμε… «Αυτός είναι στην Κρήτη με άδεια». Σκέφθηκα τα πάντα μέσα σε δευτερόλεπτα, και απαντώ στον αρχισυντάκτη: «Ναι, θα μείνω και θα την γράψω». Φεύγω και κλείνομαι στο γραφείο μου. Είχα μπροστά μου τρεισήμισι ώρες ως την μιάμι­ση το μεσημέρι που έφευγε το αεροπλάνο. Κάθομαι λοιπόν και γράφω μια φανταστική κριτική, δεδομένου, μάλιστα, πως είχα δει το έργο στον κινηματογράφο και το ήξερα. Δύο δακτυλογραφημένες σελίδες, καταπληκτική κριτική του έργου όσον αφορά την Βουγιουκλάκη, την κτύπησα σε ένα-δύο σημεία λάθους ηθοποιίας για να φανεί ακόμη πιο αληθινή, έδωσα το κείμενο κι έφυγα για το αεροδρόμιο.

Πέρασα πολύ ωραία το Σαββατοκύριακό μου στο σπί­τι μου στην Μύκονο, και την Δευτέρα το μεσημέρι ήμουν στο γραφείο μου. Αντιμετώπισα όμως μία ατμόσφαιρα περίεργη. Άλλοι συνάδελφοί μου με κοίταζαν και χαμογε­λούσαν, άλλοι με κοίταζαν με ύφος δυστυχίας που έμοι­αζε σαν να σκέπτονταν… «τι έχεις να πάθεις, φουκαρά μου», και διάφορα… Εγώ δεν καταλάβαινα τίποτα. Κάθο­μαι στο γραφείο μου, η εφημερίδα ήταν εκεί κι ανοίγω να διαβάσω την κριτική. Και την βλέπω, και, την ώρα που ξεκι­νούσα να την διαβάζω ευχαριστημένος ότι όλα πήγαν καλά… ανοίγει η πόρτα μου με κλωτσιά και μπαίνει σαν τρε­λός ο αρχισυντάκτης. «Τι έκανες, βρε ασυνείδητε…», φώναζε και χτυπιόταν. «Ο Λαμπράκης με ειδοποίησε ότι απολύομαι…». Εγώ πετάχτηκα επάνω με το «ασυνείδητε» και του λέω θυμωμένος: «Εγώ δεν σηκώνω τέτοια, λέ­γε τι συμβαίνει». Και συνέχισε στο ίδιο ύφος. «Βρε, έβρε­ξε, το ξέρεις; Και δεν έπαιξαν»…

Εκεί έμεινα ξερός. Είχε βρέξει το Σάββατο, η πρεμιέ­ρα δεν έγινε, αφού το θέατρο ήταν καλοκαιρινό, το κεί­μενό μου μπήκε στην κυριακάτικη έκδοση της εφημερίδας, και το σύμπαν εκεί μέσα ήταν άνω-κάτω. Εκεί επάνω, ήρθε και η Βουγιουκλάκη, και οι φωνές της ακούγονταν από το ισόγειο στον τέταρτο όροφο. Σοφά πράττων, το έσκασα από την πίσω πόρτα του κτιρίου, κι επήγα στα γραφείο μου σε δύο ημέρες. Τα πάντα ήταν ήρεμα, έκαναν και μία κλασική διόρθωση στην εφημερίδα ότι «ο Δαίμων του Τυπογραφείου» έφταιγε, κι όλα καλά. Κι η Βουγιουκλάκη απειλούσε να με σκοτώσει και δεν μου μι­λούσε για έξι μήνες.

εφημερίδα «ΕΣΤΙΑ», Σάββατο 8 Οκτωβρίου 2016