Θουκυδίδη, Περικλέους Επιτάφιος (4) – Κεφάλαιο 37

Το θέατρο του Διονύσου, όπου συνεδρίαζε η Εκκλησία του δήμου κατά τον 4ο αιώνα π.Χ. [πηγή: ιστοσελίδα Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού]

 

Κεφάλαιο 37

 

Αρχαίο κείμενο Μετάφραση
Χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ Τὸ πολίτευμα ποὺ ἔχομε
οὐ ζηλούσῃ τοὺς νόμους τῶν πέλας, σὲ τίποτε δὲν ἀντιγράφει τὰ ξένα πολιτεύματα.
αὐτοὶ δὲ ὄντες παράδειγμα μᾶλλον τισὶν Ἀντίθετα, εἴμαστε πολὺ περισσότερο ἐμεῖς παράδειγμα γιὰ τοὺς ἄλλους
ἢ μιμούμενοι ἑτέρους. παρὰ μιμητὲς τους.
καὶ ὄνομα μὲν δημοκρατία κέκληται Τὸ πολίτευμά μας λέγεται Δημοκρατία,
διὰ τὸ μὴ οἰκεῖν ἐς ὀλίγους ἀλλ’ ἐς πλείονας· ἐπειδὴ τὴν ἐξουσία δὲν τὴν ἀσκοῦν λίγοι πολίτες, ἀλλὰ ὅλος ὁ λαός.
μέτεστι δὲ πᾶσι τὸ ἴσον, Ὅλοι οἱ πολίτες εἶναι ἴσοι
κατὰ μὲν τοὺς νόμους πρὸς τὰ ἴδια διάφορα μπροστὰ στὸν νόμο γιὰ τὶς ἰδιωτικές τους διαφορές.
κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν, προτιμᾶται ἐς τὰ κοινὰ Γιὰ τὰ δημόσια ἀξιώματα προτιμῶνται
ὡς ἕκαστος ἔν τῳ εὐδοκιμεῖ, ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι ἱκανοὶ
οὐκ ἀπὸ μέρους τὸ πλέον ἢ ἀπ’ ἀρετῆς, καὶ τὰ ἀξίζουν καὶ ὄχι ἐκεῖνοι ποὺ ἀνήκουν σὲ μιὰ ὁρισμένη τάξη.
οὐδ’ αὖ κατὰ πενίαν, κεκώλυται ἀφανείᾳ ἀξιώματος, Κανείς, ἄν τύχη καὶ δὲν ἔχει κοινωνικὴ θέση ἤ ἄν εἶναι φτωχός, δὲν ἒμποδίζεται γι’ αυτὸ νὰ ὑπηρετήση τὴν πολιτεία
ἔχων γέ δρᾶσαι τι ἀγαθὸν τὴν πόλιν. ἄν ἔχη κάτι ἄξιο νὰ προσφέρη.
ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν Στὴ δημόσια ζωὴ μας εἴμαστε ἐλεύθεροι,
καὶ ἐς τὴν ὑποψίαν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ’ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων, ἀλλὰ καὶ στὶς καθημερινὲς μας σχέσεις δὲν ὑποβλέπομε ὁ ἕνας τὸν ἄλλο,
οὐ δι’ ὀργῆς τὸν πέλας ἔχοντες, δὲν θυμώνομε μὲ τὸν γείτονά μας
εἰ καθ’ ἡδονήν τι δρᾷ, ἄν διασκεδάζη
οὐδὲ προστιθέμενοι ἀχθηδόνας τῇ ὄψει. καὶ δὲν τοῦ δείχνομε ὄψη πειραγμένου
ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ πού, ἄν ἴσως δὲν τὸν βλάφτη, ὅμως τὸν στενοχωρεί.
προσομιλοῦντες ἀνεπαχθῶς δὲ τὰ ἴδια Ἄν, ὡστόσο, ἡ αυστηρότητα λείπη ἀπὸ τὴν καθημερινή μας ζωή,
τὰ δημόσια οὐ παρανομοῦμεν διὰ δέος μάλιστα, στὰ δημόσια πράγματα, ἀπὸ ἐσωτερικὸ σεβασμό, δὲν παρανομοῦμε.
ἀκροάσει τῶν τε αἰεὶ ὄντων ἐν ἀρχῇ καὶ τῶν νόμων, Σεβόμαστε τοὺς ἄρχοντες, πειθαρχοῦμε στοὺς νόμους,
καὶ μάλιστα αὐτῶν ὅσοι τε κεῖνται ἐπ’ ὠφελίᾳ τῶν ἀδικουμένων καί, μάλιστα, σὲ ὅσους ἔχουν γίνει γιὰ νὰ προστατεύουν τοὺς ἀδυνάτους
καὶ ὅσοι ἄγραφοι ὄντες καὶ ὅσους πού, ἄν καὶ ἄγραφοι,
αἰσχύνην ὁμολογουμένην φέρουσιν. εἶναι ντροπὴ νὰ τοὺς παραβαίνει κανείς.

Μετάφραση Άγγελου Βλάχου από το βιβλίο Θουκυδίδη Περικλέους Επιτάφιος, Γ΄ Γενικού Λυκείου,

ΥΠΑΙΘ, ΙΤΥΕ Διόφαντος

 

 

Ετυμολογικά – Ομόρριζα

  • χρώμεθα < χρήομαι, -ῶμαι (για την κλίση των συνηρημένων ρημάτων με χαρακτήρα η βλέπε ΓΑΕ § 325, σελ.209): χρήση, χρήσιμος, χρηστικός, χρήμα, χρηστός.
  • ζηλούσῃ < ζηλόω, -ω < ζῆλος: ζηλωτής, ζηλεύω, ζηλευτός, ζηλοτυπία, ζήλια.
  • νόμους < νέμω: από-, δια-, κατανομή, νομικός, νόμος, νόμιμος, νομιμοποιώ, Νέμεση, νόμισμα.
  • παράδειγμα < παρά + δείκνυμι: δείγμα, παράδειγμα, δείκτης, αποδεικνύω, επιδεικνύω, καταδεικνύω, αναπόδεικτος, αυταπόδεικτος, ένδειξη.
  • μιμούμενοι < μιμέομαι, -οῦμαι < μῖμος: (απο)μίμηση, μίμος, αμίμητος, μιμητισμός.
  • δημοκρατία < δημοκρατέομαι, -οῦμαι < δῆμος + κρατέω-ῶ.
  • κέκληται < καλέομαι, -οῦμαι: ανάκληση (από-, παρά- προ-, προσ-, επί-, σύγκληση, έγκληση), εγκαλώ, έγκλημα, εκκλησία, έκκληση, σύγκλητος, κάλεσμα.
  • διάφορα < δια + φέρω: αποφέρω (ανα-, δια-, εκ-, επι-, κατα-, μετά-, περι-, προ-, προσ-, συν-, υπο-) φόρος, φορά, φόρα, φορέας, φορείο, φορώ, φόρεμα, φορεσιά, φορητός, φορτίο, φωριαμός, φέρετρο, φέρσιμο, φαρέτρα.
  • εὐδόκιμος < εὐδόκιμος < εὖ + δόκιμος < δοκέω, -ῶ: ευδοκίμηση, δόξα, άδοξος, δόγμα, δόκιμος, δοκησίσοφος, αδόκητος, δοκιμάζω, δοκιμή.
  • προτιμᾶται < προ + τιμάομαι, -ῶμαι: τιμή, τιμητικός, άτιμος, τιμημένος, προτιμώ, προτίμηση.
  • δρᾶσαι < δράω, -ῶ: δράμα, δράση, δραστήριος, δραστικός, αδρανής, αναπόδραστος.
  • ἀφάνεια < ἀφανής < ἀ- + φαίνω: φανερός, αφανής, εξαφανίζω.
  • κεκώλυται < κωλύομαι: κώλυμα, κωλυσιεργώ, κωλυσιεργία.
  • ἐπιτηδευμάτων < ἐπιτηδές ή ἐπίτηδες (επίρρημα): επιτήδειος, επιτήδευση, ανεπιτήδευτος.
  • ὑποψίαν < ὑπο + ὄψομαι (α΄ εκδοχή) < ή ὕποπτος (β΄ εκδοχή) < ὑπό + ὁράω, -ῶ: όραση, (παν)όραμα, ορατός, αόρατος, αδιόρατος, όψη, άποψη, κάτοψη, (υπερ)οπτικός, προοπτική, απρόοπτος, οφθαλμός.
  • ἀζημίους < ἀ- + ζημία.
  • ἀχθηδόνας < ἄχθομαι < ἄχθος: αχθοφόρος, επαχθής.
  • προτιθέμενοι < προς + τίθεμαι: θέτω (ανα-, αντι-, από-, δια-, εκ-, επι-, κατα-, μετά-, παρα-, προσ-, συν-, υπο-), θέμα, θεματικός, θέση, θήκη, θησαυρός, θησαυρίζω, θετός, θετικός, θέμις, θεμιτός, θεμέλιο, θεμελιώδης, θεμελιώνω, θεμελίωση.
  • ἀνεπαχθῶς < ἀ- + ἐπαχθής < ἐπί + ἄχθος: αχθοφόρος, επαχθής.
  • προσομιλοῦντες < πρός + ὁμιλέω -ῶ < ὅμιλος < ὁμὸς (=κοινός) + ἴλη (= πλήθος)· (συν)ομιλητής, (συν)ομιλία.
  • παρανομοῦμεν < παρὰ + νόμος < νέμω: δες παραπάνω.
  • ἀδικουμένων < ἀδικέομαι, -οῦμαι < ἀ- + δίκη: δίκαιος, δικαιοσύνη, άδικος, αντίδικος.
  • κεῖνται < κεῖμαι < τίθεμαι: κείμενο, κείτομαι, κοίτη, κοιτίδα, κειμήλιο.
  • αἰσχύνην < αἶσχος: αισχρός.
  • ὁμολογοῦμεν < ὁμολογέω, -ῶ < ὁμοῦ + λέγω: (ανα-, αντι-, από-, δια-, επι-, κατά-, παρα-, προ-, συλ-, υπο-)λόγος, λογική, λογαριάζω, ρητό, ρήτορας, ρήμα, άρρητος.

 

Σχήματα λόγου

  • πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ: προσωποποίηση.
  • ὁλίγους…πλείονας…πᾶσι: κλιμάκωση.
  • μὴ ἐς ὁλίγους ἀλλ’ ἐς πλείονας: σχήμα παραλληλίας ή εκ παραλλήλου (ονομάζεται και σχήμα κατ’ άρση και θέση).
  • στο κεφάλαιο υπάρχει πληθώρα αντιθέσεων, που αναδεικνύουν την υπεροχή του αθηναϊκού πολιτεύματος και προσδίδουν ποικιλία κι ενδιαφέρον στο λόγο:

– παράδειγμα … ὄντες ἤ μιμούμενοι …
– καί ὄνομα μέν … μέτεστι δέ …
– κατά μέν τούς νόμους … κατά τήν ἀξίωσιν …
– οὐκ ἀπό μέρους … ἤ ἀπ’ ἀρετῆς …
– ἀζημίους μέν, λυπηράς δέ …
– ἄγραφοι ὄντες αἰσχύνην … φέρουσιν.

 

 

 

 

Βασικά σημεία ερμηνευτικής προσέγγισης

1. Χαρακτηριστικά του αθηναϊκού πολιτεύματος.

2. Άγραφοι νόμοι.

 

Σχολιασμός

1. παράδειγμα δὲ…ὂντες: το 454 π.Χ. μια ρωμαϊκή πρεσβεία πήγε στην Αθήνα, για να μελετήσει τους νόμους της πόλης.

οὐκ ἀπὸ μέρους…ἤ ἀπ’ ἀρετῆς: η αξιοκρατία αποτελεί βασική προϋπόθεση της προκοπής μιας κοινωνίας. Γι’ αυτό λοιπόν μπορεί ενώπιον του νόμου να μη γίνονται διακρίσεις, όσον αφορά όμως στα δημόσια αξιώματα ο ρήτορας μας πληροφορεί ότι η επιλογή γινόταν με κριτήριο την ικανότητα. 

«Η καθιέρωση της αξιοκρατίας στην αθηναϊκή πολιτεία (που τονίζει ιδιαίτερα εδώ ο Περικλής: ἀπ’ ἀρετῆς) αρχικά προδιαθέτει για συρρίκνωση της δημοκρατικής αρχής της ισονομίας, αφού σημαίνει τον ενοφθαλμισμό στον κορμό της δημοκρατίας ενός αριστοκρατικού στοιχείου. Όμως αυτός ο ενοφθαλμισμός, για τους πολιτικούς στοχαστές της αρχαιότητας όχι μόνο δεν αλλοίωνε το χαρακτήρα του πολιτεύματος, αλλά το οδηγούσε στην ανώτερη μορφή του, αφού αυτό το αριστοκρατικό στοιχείο θεωρήθηκε συστατικό της υγείας όλων των πολιτευμάτων». [Η. Σπυρόπουλος]

 

κατὰ δὲ τὴν ἀξίωσιν…κεκώλυται: ξεχωρίζουμε δύο τύπους ανθρώπων:

(α) τους εξαίρετους, στους οποίους προσφέρονται αξιώματα λόγω αναμφισβήτητης ικανότητας και

(β) τους φτωχούς, που δεν αποκλείονται από την εξουσία, εφόσον είναι σε θέση να προσφέρουν κάτι καλό στην πόλη.

ἀπ’ ἀρετῆς: στο χωρίο ο ρήτορας εννοεί ότι μπορεί τις αποφάσεις να τις λαμβάνουν οι πολλοί, και όλοι να έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις απέναντι στο νόμο, όμως στα αξιώματα προωθούνται οι άξιοι ή, τουλάχιστο, όσοι μπορούν κάτι να προσφέρουν.

στο ἀπὸ ἀρετῆς πρέπει ν’ ακούσουμε και μεις σήμερα τον ιδιαίτερο τόνο, που συνοδεύει τη λέξη. Για τον αρχαίον Ἐλληνα η ἀρετὴ και οι ἄριστοι (= οι αριστοκράτες, οι «ὀλίγοι») είναι λέξεις της ίδιας ρίζας (πρβλ. και 46,1). Για τον Ὀμηρο ἀρετὴ μπορεί να έχουν μόνο οι ευγενείς, ποτέ οι κοινοί άνθρωποι, το ίδιο για τον Τυρταίο, το Θέογνι, τον Πίνδαρο. Και στη δημοκρατική Αθήνα όμως η λέξη δεν έχει ακόμα χάσει το αριστοκρατικό της χρώμα και τη σχέση της με τους «ἀρίστους».

[Ι. Κακριδής, Ερμηνευτικά σχόλια στον Επιτάφιο του Θουκυδίδη, σελ. 26.]

 

Την υπεροχή της η Αθήνα τη χρωστάει πάνω απ’ όλα στο πολίτευμά της, που δε ζηλεύει κανενός ξένου τους νόμους. Απεναντίας στέκει το ίδιο στους άλλους πρότυπο για μίμηση (37). Ωστόσο η αθηναϊκή δημοκρατία έχει ξεπεράσει το όνομά της, γιατί τη δύναμη –το κράτος– δεν την αφήνει αποκλειστικά στου δήμου τα χέρια. Όταν είναι για τα ιδιωτικά τους ζητήματα, οι πολίτες είναι μπροστά στο νόμο όλοι ίσοι, ακόμα και οι αριστοκράτες, οι ‘ολίγοι’ (συνειδητή αύξηση: ἐς ὀλίγους – ἐς πλείονας – πᾶσι). Η αθηναϊκή όμως δημοκρατία αρνιέται τον εαυτό της και για δεύτερη φορά: αντίθετα με ό,τι γίνεται στις ιδιωτικές σχέσεις, στα δημόσια πράγματα οι πολίτες δεν είναι μηχανικά ισοπεδωμένοι. Εδώ δεν πάει όποιος όποιος με τη σειρά του να κυβερνήσει. Υπάρχει προτίμηση, και η προτίμηση αυτή γίνεται από αρετής. Το αριστοκρατικό αξίωμα των ολίγων, ότι την πολιτεία ταιριάζει να την κυβερνούν οι κάτοχοι της αρετής μόνο, οι άριστοι, ξαναζεί σε μια δημοκρατία, μόνο που εδώ την αρετή δεν την καθορίζει πια η καταγωγή ή ο πλούτος, όπως στις γνήσιες αριστοκρατίες και ολιγαρχίες. Με πόση σοφία τα λόγια αυτά παρουσιάζονται να λέγονται από τον πολιτικό που, όπως μαρτυρεί αλλού ο Θουκυδίδης (2, 65, 9), ουσιαστικά κυβερνούσε αυτός σαν πρώτος πολίτης μέσα στους άλλους την πόλη της δημοκρατίας –εγίγνετο λόγω μεν δημοκρατία, έργω δε υπό του πρώτου ανδρός αρχή!

Ζώντας με ισονομία και κυβερνημένος από τον καλύτερο ο Αθηναίος δεν είναι μόνο που σέβεται τον πλαϊνό του (37,2). Είναι και που σέβεται και τον ίδιο τον εαυτό του, γι’ αυτό και δεν πατάει το νόμο (37,3). Τον πολίτη τον κυβερνάει τώρα πια μια τόσο υψωμένη συνείδηση, ώστε να είναι απέναντί της πιο πολύ υπόλογος, αυτής το δέος να τον κρατάει να μην παρανομήσει, όχι κανένας εξωτερικός φραγμός, η τιμωρία του νόμου είτε η προσταγή του άρχοντα. Σ’ αυτήν ακριβώς την αυτόβουλη υποταγή του στο νόμο, προπαντός στον άγραφο, βρίσκει ο Αθηναίος την απόδειξη πως είναι λεύτερος.

[Ι. Κακριδής, Περικλέους Επιτάφιος, επιλεγόμενα, εκδ. Εστία, Αθήνα 112000.].

 

ἐλευθέρως δὲ…ὑποψίαν: νέος υπαινιγμός για το σπαρτιατικό πολίτευμα, που περιόριζε βάναυσα τις ατομικές ελευθερίες και υπέβαλλε την ιδιωτική ζωή των πολιτών σε διαρκή έλεγχο.

 

2. τῶν ἐν ἀρχῇ αἰεὶ ὂντων ἀκροάσει: ο Αθηναίος αποδίδει σεβασμό περισσότερο στους θεσμούς και όχι τόσο στα άτομα που ασκούν την εξουσία.

 

 

 

Θέλω κι άλλο!