Κ. Μπαλάσκας, Μια εισαγωγή για την ποίηση και την προσέγγισή της (2)

Μια εισαγωγή για την ποίηση και την προσέγγισή της

(μέρος 2ο)

 

Γιώργος Σεφέρης (1900-1971)

 

Απόψεις του Γιώργου Σεφέρη

Οι Δοκιμές του Σεφέρη (πρώτη έκδοση 1944, τρίτη έκδοση σε δύο τόμους με φιλολογική επιμέλεια του Γ.Π. Σαββίδη, Ίκαρος 1974) είναι από τα σημαντικότερα κείμενα όχι μόνο για την ποίηση αλλά για την πνευματική ζωή του νέου Ελληνισμού γενικότερα. Τις κυριότερες απόψεις του για την ποίηση θα τις βρούμε στο διάλογο που άρχισε με τον Κωνσταντίνο Τσάτσο το 1938. Στο διάλογο (που εξελίσσεται σε μονόλογο) ο Σεφέρης σαν τεχνίτης-ποιητής, δηλαδή σαν πρακτικός άνθρωπος –homo faber- προσπαθεί να περιφρουρήσει την τέχνη του από την εισβολή των θεωρητικών με «συμπαραστάτισσα από την υπερήφανη φιλοσοφία» ζητούν να χαράξουν τα όρια και να καθορίσουν τους νόμους σε μια τέχνη που τους είναι ξένη.

Ο Σεφέρης δεν υποτιμάει τους θεωρητικούς ούτε τους κριτικούς. Αλλά πιστεύει πως «ο πιο σπουδαίος τρόπος να βοηθήσουν οι θεωρητικοί την κατανόηση της τέχνης είναι να προσπαθήσουν να μορφώσουν ένα κοινό και να μπορεί να έχει, κάπου κάπου, στιγμές συναισθηματικής δεκτικότητας χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς τις διανοητικές εκείνες αντιδράσεις που παρατηρούμε τόσο συχνά όχι στο λαό αλλά στις υπερσυζητητικές και δημοσιογραφικά αναθρεμμένες ανώτερες τάξεις μας. Ένα κοινό που θα μπορούσε να βρεθεί μπροστά στο καλλιτέχνημα σε κατάσταση καλής πίστης», ώστε να μπορέσει να λειτουργήσει αισθητικά. Οι κριτική εξάλλου είναι μια πράξη σπουδαία όσο η ποιητική κάποτε. Αλλά οφείλει να ξεκινά από το έργο τέχνης. «Η κριτική που δεν ξεκινά από τα έργα τέχνης για να μας οδηγήσει πιο κοντά σ’ αυτά δεν είναι κριτική αλλά φιλοσοφία, κοινωνιολογία η θεολογία». Ο κριτικός κάνει έργο ευαισθησίας· μας δείχνει πώς να αισθανόμαστε την τέχνη που υπάρχει γύρω μας. Ο ποιητής ασκεί και αυτός μια τέχνη που έχει για μοναδικό εκφραστικό όργανο τη γλώσσα. Τη γλώσσα χρησιμοποιούμε με δύο τρόπους: ο ένας τρόπος αφορά το λογισμό μας (πρόκειται για τη γλώσσα της επιστήμης που σκοπό έχει να ακριβολογεί και να κυριολεκτεί: το άθροισμα των γωνιών κάθε τριγώνου ισούται πάντα με δύο ορθές). Ο άλλος τρόπος αφορά τις συγκινήσεις μας, γι’ αυτό και ξεμακραίνει από την αντικειμενικότητα. Αυτός  ο τρόπος είναι ο τρόπος  της ποίησης. Ο Σεφέρης υιοθετεί τον ορισμό του Richards: «Ποίηση είναι η υπέρτατη μορφή της συγκινησιακής χρήσης της γλώσσας». Που θα πει: στην έκφρασή της κυριαρχεί το συναίσθημα.

Δεν μπορεί λοιπόν να γίνει λόγος για αντικειμενικότητα στη γλώσσα της ποίησης; «Η αντικειμενικότητα στην τέχνη», λέει ο Σεφέρης, «δεν εξαρτάται μόνο από τον τεχνίτη, εξαρτάται και από το ακροατήριό του. Όσο το ακροατήριο έχει περισσότερο κοινά συναισθηματικά δεδομένα, τόσο η αντικειμενικότητα είναι πλατύτερη. Όσο τα δεδομένα αυτά λιγοστεύουν, τόσο ο ποιητής έχει λιγότερα στηρίγματα για να είναι αντικειμενικός». Για την ανάγνωση -και για την κριτική άρα και για τη διδασκαλία- χρειάζεται πάνω απ’ όλα  ο «επαρκής αναγνώστης» του Montaigne, που βρίσκει στα γραπτά των άλλων πράγματα που συγγραφέας δε θέλησε διόλου να βάλει. Ο επαρκής αναγνώστης, προσθέτει ο Σεφέρης, είναι ο ευαίσθητος αναγνώστης που δεν μπορεί να μη βάλει κάτι από τον εαυτό του στο ποίημα που διαβάζει –γι’ αυτό όσο περισσότερο συμφωνούν οι άνθρωποι μεταξύ τους, τόσο η ποίηση γίνεται περισσότερο αντικειμενική.

 

Ο I.A. Richards (1893-1979) στις Άλπεις [πηγή: Wikipedia]

 

Η προσέγγιση κατά τον I.A. Richards

Είδαμε ως εδώ απόψεις μεγάλων ποιητών που τους απασχόλησε και θεωρητικά η τέχνη τους. Είναι καιρός να δούμε και απόψεις έμπειρων, ευαίσθητων και διεισδυτικών δασκάλων, όπως είναι ο Άγγλος καθηγητής I.A. Richards, που η Πρακτική Κριτική του πρωτοδημοσιεύτηκε το 1929 και γνώρισε μεγάλη επιτυχία και πάρα πολλές εκδόσεις.

Ο Richards έκανε ένα απλό όσο και αποτελεσματικό πείραμα. Έδωσε σε έναν αριθμό ανθρώπων ένα ποιητικό κείμενο (χωρίς το όνομα του ποιητή) και ζήτησε να γράψουν ελεύθερα τις εντυπώσεις τους και τις κρίσεις τους. Από τις απαντήσεις διαπίστωσε ότι πολύ λίγοι άνθρωποι και πολύ λίγο «κατανόησαν» το ποίημα. Αναλύοντας τις απαντήσεις και αναζητώντας τα αίτια ο Richards κατέληξε σε ορισμένες παρατηρήσεις που είναι χρήσιμες, γιατί επισημαίνουν τους κινδύνους της παρερμηνείας δείχνοντας συνάμα το δρόμο της σωστής προσέγγισης.

Το ποίημα (όπως και ο προφορικός λόγος γενικά) έχει τέσσερις πλευρές από τις οποίες πρέπει να το πλησιάσουμε για να το κατακτήσουμε. Αυτές είναι: το νόημα, το συναίσθημα, ο τόνος και η πρόθεση. Νόημα είναι αυτό που θέλει κάποιος να πει, το μήνυμα που γράφοντας θέλει να μεταδώσει, την πληροφορία που βάζει στον κώδικα επικοινωνίας. Συναίσθημα είναι η συγκινησιακή φόρτιση που βάζουμε στο λόγο μας (επιθυμία, ευχαρίστηση, δυσαρέσκεια, ενδιαφέρον κτλ.). Η γλώσσα γίνεται όργανο για να εκφράσει τη διάθεση, τη συναισθηματική δηλαδή κατάσταση του υποκειμένου. Ο τόνος της έκφρασης είναι ανάλογος με τη σχέση ομιλητή-ακροατή αλλά και με το είδος του θέματος, με την ποιότητα της κατάστασης. Τέλος, η πρόθεση είναι ο σκοπός, το αποτέλεσμα που ο ομιλητής επιδιώκει να δημιουργήσει στον ακροατή.

Αυτά τα τέσσερα στοιχεία συνδέονται βέβαια μεταξύ τους αλλά και ιεραρχούνται ανάλογα με το είδος του λόγου. Έτσι στο επιστημονικό κείμενο κυριαρχεί το νόημα. Το συναίσθημα παραμερίζεται. Ο τόνος διακρίνεται από νηφαλιότητα. Η πρόθεση είναι να πείσει για την αλήθεια των λεγομένων με την ακριβή τεκμηρίωση και τη λογική επιχειρηματολογία. Επίσης  να μεταδώσει με ακρίβεια μια πληροφορία.

Στην ποίηση κυριαρχεί το συναίσθημα. Επομένως η χρήση της γλώσσας είναι συγκινησιακή. Ο τόνος είναι ανάλογος με τη συγκίνηση που θέλει να εκφράσει ο ποιητής. Πρόθεσή του είναι να μεταδώσει μια συγκίνηση στον αναγνώστη, να τον κάνει κοινωνό σε μια συγκεκριμένη κατάσταση. Το νόημα, με τη λογική, την επιστημονική του έννοια, περνάει σε δεύτερο πλάνο. Ενυπάρχει βέβαια αλλά δεν κυριαρχεί. Συμπέρασμα: όταν διαβάζουμε ένα ποίημα με τον τρόπο που θα διαβάζαμε ένα επιστημονικό ή πολιτικό κείμενο (όταν δηλαδή κρατάμε την ίδια αναγνωστική στάση) είναι σίγουρο πως θα αδικήσουμε και θα παρανοήσουμε το ποίημα. Ο σκοπός λοιπόν είναι διαβάζοντας ένα κείμενο: α) να ιεραρχήσουμε σωστά τα τέσσερα στοιχεία και β) να μη διαφύγει κανένα από την ανάγνωσή μας. Ιδού τώρα και οι κυριότερες αιτίες που εμπόδισαν τα πρόσωπα που πήραν μέρος στο πείραμα του Richards να διαβάσουν και να κρίνουν σωστά τα ποιήματα που τους έδωσε, όπως τη συνοψίζει σε σχετικό άρθρο του ο Ε.Π. Παπανούτσος «Οι κίνδυνοι της παρερμηνείας», εφημερίδα Το Βήμα, Αύγουστος 1977): α) αδυναμία να πιάσουν το νόημα, το νοηματικό περιεχόμενο, αυτό που λέει κάθε φορά ο ποιητής, β) η έλλειψη αρκετής ευαισθησίας αντίκρυ στη μορφή, στο ρυθμό, στο περπάτημα του στίχου, γ) ανεπάρκεια παραστατικής ικανότητας, φτώχεια της φαντασίας σε οπτικές εικόνες από τις οποίες είναι γεμάτη η ποίηση, δ) μνημονικός εκτροχιασμός, δηλαδή παρέμβαση προσωπικών αναμνήσεων ασχέτων, ε) αποθεματικές αποκρίσεις από το έτοιμο απόθεμα που έχει ο καθένας και που είναι άσχετο από το ποίημα, στ) αισθηματισμός υπέρμετρος που θολώνει το μάτι και δεν το αφήνει να δει καθαρά, ζ) η συναισθηματική αναστολή (το άλλο άκρο δηλαδή: υπολειτουργία του συναισθήματος, «σκληρότητα»), η) η μεροληψία του δόγματος, όπου δηλαδή ο αναγνώστης καταδικάζει ένα ποίημα γιατί δε συμφωνεί με τις ιδέες του, θ) τεχνικές προϋποθέσεις, δηλαδή επιμονή σε μια ορισμένη τεχνική και καταδίκη μιας άλλης και ι) κριτικές προκαταλήψεις του αναγνώστη, που παρεμβάλλονται ανάμεσα σ’ αυτόν και στο ποίημα και δεν τον αφήνουν να το χαρεί, γιατί δε βρίσκουν στο συγκεκριμένο ποίημα ικανοποίηση οι απαιτήσεις του.

Τελειώνοντας αναγκαστικά τη σύντομη αυτή επισκόπηση, θα πρέπει να σημειώσουμε και τα εξής: η ποίηση είναι μια γλώσσα μέσα στη γλώσσα (το γενικό κώδικα επικοινωνίας). Με τη γλώσσα αυτή εκφράζονται βασικά συναισθηματικές καταστάσεις, γι’ αυτό κύριο γνώρισμά της είναι το συγκινησιακό, η συγκινησιακή δηλαδή χρήση της. Πρόθεσή της είναι η μετάδοση των καταστάσεων στον αναγνώστη και γι’ αυτό το οποιοδήποτε ιδεολογικό περιεχόμενο καταξιώνεται αισθητικά ή όχι από την πραγμάτωση ή μη του πρώτου όρου. Η μετάδοση των καταστάσεων γίνεται κυρίως με τρόπους μεταφορικούς. Η μεταφορά -σε αντίθεση με την κυριολεξία που χαρακτηρίζει τη «λογική» γλώσσα της επιστήμης- είναι η βασική διαδικασία της ποίησης. Μεταφορά είναι σκόπιμη επέμβαση στο σύστημα της κυριολεξίας, ώστε ορισμένοι όροι (ποιότητες, ιδιότητες) που ανήκουν κυριολεκτικά σε κάποιο αντικείμενο, να μεταβιβάζονται σε κάποιο άλλο αντικείμενο με αποτέλεσμα εικονοπλαστικό.

Ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο (Σεφέρης).

– Νύφη μου, ξάστερο νερό και ξέλαμπρο φεγγάρι (δημοτικό).

Κοντά λοιπόν στο συγκινησιακό μπαίνει και ο μεταφορικός χαρακτήρας της ποιητικής γλώσσας. Λέμε μεταφορικός χαρακτήρας ή μεταφορική γλώσσα, γιατί ο κύριος «τρόπος», το καθαυτό «σχήμα» αλλά και η κύρια νοητική λειτουργία είναι η μεταφορά. Οι άλλοι εκφραστικοί τρόποι (παρομοίωση, συνεκδοχή, μετωνυμία) θα μπορούσαν να θεωρηθούν εκδοχές (παραλλαγές) της μεταφοράς. Ο Αριστοτέλης έχει ήδη επισημάνει στη Ρητορική του (ΙΙΙ, 1406b) ότι η υπερβολική μεταφορά κάνει τη συνηθισμένη γλώσσα να μοιάζει πολύ με την ποίηση, όπως συμβαίνει π.χ. στη ρητορική του Γοργία, όπου ο λόγος μοιάζει με διθύραμβο, πράγμα που δεν αρμόζει κατά τον Αριστοτέλη.

Για να υπάρξει όμως μεταφορά και μεταφορικός λόγος, χρειάζεται να βρεθούν ομοιότητες και σχέσεις μεταξύ ανόμοιων εκ πρώτης όψεως πραγμάτων και να δημιουργηθεί ένας νέος συσχετισμός, που δεν υπήρχε πριν (δηλαδή κάτι νέο, πρωτοφανέρωτο, πρωτότυπο). Αυτή όμως η ανεύρεση ομοιοτήτων και η μεταφορά ιδιοτήτων είναι «σημείον ευφυΐας», όπως παρατήρησε ήδη ο Αριστοτέλης (Ποιητική, 22). Την παρατήρησή του αυτή την ενισχύουν και οι σύγχρονες έρευνες του Guilford π.χ., που βρίσκει στην «αποκλίνουσα σκέψη» τη βάση της δημιουργικότητας, της δημιουργικής δηλαδή σκέψης. 

Κώστας Μπαλάσκας, Νεοελληνική Ποίηση, κείμενα, ερμηνεία, θεωρία,

Εκδόσεις Επικαιρότητα, Αθήνα 1980, σελ.11-15.