Κ.Π. Καβάφης, στιγμιότυπα από τη ζωή του

Γρηγόριος Ξενόπουλος, Ένας ποιητής

Είναι νέος, αλλ’ όχι εις την πρώτην νεότητα. Βαθειά μελαχροινός ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρον μουστακάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολής αλεξανδρινού κομψευομένου, αγγλίζουσαν ελαφρότατα, και με φυσιογνωμίαν συμπαθή, η οποία όμως εκ πρώτης όψεως δεν λέγει πολλά πράγματα. Υπό το εξωτερικόν εμπόρου, γλωσσομαθούς κ’ ευγενεστάτου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φιλόσοφος και ο ποιητής. Η ομιλία του η ζωηρά, η σχεδόν στομφώδης και υπερβολική, και οι τρόποι του οι πάρα πολύ αβροί, και όλες εκείνες οι ευγένειές του και οι τσιριμόνιες, εκπλήττουν κάπως ένα Αθηναίον, συνειθισμένον με την σεμνήν απλότητα και την δειλήν αφέλειαν και την αγαθήν αδεξιότητα των λογίων μας. Ο κ. Καβάφης, υπό την έποψιν αυτήν, είναι ο αντίπους του κ. Πορφύρα. Πρέπει να τον γνωρίσει κανείς αρκετά, δια να πεισθή ότι είναι ο ίδιος άνθρωπος που έγραψε τα ωραία εκείνα ποιήματα. Διότι σιγά-σιγά θ’ αναγνωρίση, ότι αυτά που λέγει ο αλεξανδρινός έμπορος με τόσον παράξενον τρόπον, είναι γεμάτα γνώσιν και παρατήρησιν, και κάπου-κάπου θα συλλάβη και μερικά αστραπάς των μαύρων ματιών, από τα γυαλιά, που διανοίγουν ολόκληρον κόσμον, και προδίδουν –δόξα σοι ο Θεός!– τον άνθρωπον της ευρείας σκέψεως και της καλλιτεχνικής ιδιοφυΐας…

από το ιστορικό άρθρο του Γρ. Ξενόπουλου, το πρώτο που γράφηκε για τον Καβάφη, 

δημοσιευμένο στα «Παναθήναια» στις 30 Νοεμβρίου 1903.

 

 

Ι. Α. ΣΑΡΕΓΙΑΝΝΗΣ, Ο Καβάφης άνθρωπος του Πλήθους (1949)

Οι γιατροί συμβούλεψαν τον Καβάφη μετά την εγχείρησή του στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, να πάγει στην εξοχή για να αναλάβει. Ο ποιητής ανέβηκε στην Κηφισιά στο αναρρωτήριο «Αναγέννηση». Στην πρώτη μου επίσκεψη εκεί τον ρώτησα, αν ήταν ευχαριστημένος, αν του άρεσε η Κηφισιά. Με τράβηξε στο παράθυρο. Μου έδειξε το θαυμάσιο τοπίο… «Με πλήττουν», μου είπε στη λιγοσύλλαβη γλώσσα, που του είχε αφήσει ακόμη στη διάθεσή του η ελεεινή κατάσταση του λαιμού του.

Στην Κηφισιά δεν κάθισε πολύ καιρό. Φώναξαν και διαμαρτύρονταν οι γιατροί του. Εκείνος δεν τους άκουσε. Κατέβηκε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Ομόνοια. Το ξενοδοχείο του όμως με τα πελώρια σαλόνια του δεν κατόρθωνε να τον συγκρατήσει, ούτε σαν ήταν περιτριγυρισμένος από ένα σωρό φίλους, περίεργους ή θαυμαστές.

Ένα απόγευμα αργά που είμαστε μαζεμένοι γύρω του καμιά εικοσαριά, μας ζήτησε «συγγνώμην» και μας άφησε «για λίγα λεπτά» για να ανέβει, όπως είπε, στο δωμάτιό του. Αργούσε όμως, και επειδή βιαζόμουν έφυγα χωρίς να τον αποχαιρετήσω. Δεν είχα απομακρυνθεί πολύ από το ξενοδοχείο του και τον αντιλήφτηκα να τριγυρνά μέσα στο πλήθος της Ομόνοιας. Δεν τον πλησίασα. Τον παρακολούθησα από μακριά και τον είδα να μπαίνει και να βγαίνει στην οδό Αθηνάς, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και στους άλλους γύρω δρόμους. Περπατούσε βιαστικά, με το κεφάλι μισογερμένο δεξιά και προς τα πάνω, με τα μεγάλα δάκτυλα των χεριών του μισοχωμένα στις μασχάλες του γελέκου. Έμοιαζε προχωρώντας να αναπνέει με ηδονή τη σκόνη και τις μυρωδιές της πόλης, που την ώρα εκείνη άρχιζε να πρωτανάβει τα νυχτερινά της φώτα.

Την ίδια σκηνή την είχα αντικρύσει κάμποσες φορές στην Αλεξάνδρεια, σε δρόμους και σε ώρες πολυσύχναστες. Ποτέ όμως, όπως εκείνο το βράδυ στην Ομόνοια, δεν είχα αντιληφτεί το πόσο ο Καβάφης έμοιζε σαν αδελφός στον άνθρωπο του πλήθους του Poe.

Δεν είναι απίθανο ο Αλεξανδρινός μας ποιητής να σύνθετε τους στίχους του στο δρόμο. Ίσως δηλαδή το πλήθος να του ήταν κάτι σα διεγερτικό, κάτι ανάλογο με τα σάπια μήλα στον Schiller, με τον καφέ στον Balzac…

Μεγάλη μέρα θα ήταν για τον Καβάφη εκείνη που θα ανακάλυψε ότι η ιστορία μπορεί να αντιμετωπισθεί και σα μια ανθολογία από ζωές αγνώστων ή μισοαγνώστων ανθρώπων…

Ίκαρος, 1973

 

 

E.M. Forster, Η ποίηση του Κ. Π. Καβάφη (πρώτο δοκίμιο)

Η Αλεξάνδρεια των ημερών μας είναι κάθε άλλο παρά πολιτεία του πνεύματος. Θεμελιωμένη πάνω στο βαμβάκι –και στον συναγωνισμό του εμπορίου κρεμμυδιών και αυτών– κακοκτισμένη, κακοσχεδιασμένη, βρωμερή: Πολλά είναι τα τρωτά της και τα περισσότερα από αυτά τα παραδέχονται οι ίδιοι οι Αλεξανδρινοί. Ωστόσο, σε μερικούς από αυτούς, καθώς περπατούν στους δρόμους της, μπορεί να συμβεί κάτι το εξαίσιο –ξαφνικά μπροστά ν΄ ακούσουν μια φωνή να προφέρει δυνατά μα στοχαστικά τ’ όνομά τους, μια φωνή που δεν μοιάζει τόσο να περιμένει απόκριση, όσο να τιμά την προσωπικότητα του διαβάτη… Γυρίζουν και βλέπουν έναν Έλληνα κύριο με ψαθάκι, που στέκει απολύτως ακίνητος σε ελαφρήν απόκλιση προς το σύμπαν. Καμιά φορά τα χέρια του είναι απλωμένα. “Α, ο Καβάφης!…”. Ναι, είναι ο κ. Καβάφης που πηγαίνει είτε από το σπίτι του στο γραφείο, είτε από το γραφείο στο σπίτι του…

Τα περισσότερα ποιήματα του Καβάφη είναι σύντομα και ανομοιοκατάληκτα.. Μας αποκαλύπτουν έναν όμορφο και περίεργο κόσμο, που πηγάζει από τον κόσμο της εμπειρίας, είναι όμως διαφορετικός από αυτήν. Γιατί όπως συχνά τονίζει ο ίδιος ο Καβάφης, ο ποιητής έχει ακόμα λιγότερο από ό,τι οι περισσότεροι άνθρωποι την ικανότητα να βλέπει «κατ’ ευθείαν γραμμήν»…

απόσπασμα από το πρώτο δοκίμιο του Forster που δημοσιεύθηκε το 1919 στο λονδρέζικο περιοδικό Atheneaum και έκανε γνωστό τον Καβάφη στο αγγλοσαξωνικό κοινό. Μεταφράστηκε από τον Γ.Π.Σ. και πρωτοδημοσιεύτηκε στο Βήμα 5 Μαΐου 1953.

 

E. M. Forster, δεύτερο δοκίμιο

Η πρώτη αγγλική μετάφραση του Καβάφη έγινε από τον ίδιο τον Καβάφη. Η αφορμή δόθηκε εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια, στο μισοφωτισμένο και οικογενειακά επιπλωμένο διαμέρισμά του της οδού Lepsius αριθμ. 10, στην Αλεξάνδρεια. Μόλις είχε επιστρέψει από τη δουλειά του. Είταν υπάλληλος του κράτους, τοποθετημένος στον «Τρίτο Κύκλο Αρδεύσεων», όπου θα μπορούσαν να είταν υπάλληλοι πολλοί από τους ήρωές του. Μόλις είχα επιστρέψει κ’ εγώ από την υπηρεσία μου, στον Βρεταννικό Ερυθρό Σταυρό, φορώντας χακί… Εκείνη την ημέρα ο Καβάφης που έλεγε με την συνηθισμένη του μειλιχιότητα: «Δε θα μπορούσατε ποτέ να καταλάβετε την ποίησή μου, αγαπητέ μου Φόρστερ, ποτέ». Μου έδειξε ένα ποίημά του –το Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον- κι αφού το είδα του είπα πως εύρισκα μερικές ομοιότητες ανάμεσα στα Ελληνικά του και στα Ελληνικά που μας είχαν μάθει στο σχολείο. Ο Καβάφης έμεινε κατάπληκτος. «Ω, μα αυτό είναι πολύ καλό, αγαπητέ μου Φόρστερ, είναι θαυμάσιο», και σηκώνοντας το χέρι του άρχισε να μου διαβάζει το ποίημα και να του το εξηγεί. Δεν είταν οι γνώσεις μου που τον συγκινούσαν, αλλά η διάθεσή μου να μάθω και να δεχτώ. Δεν υποψιαζόταν τότε ότι θα μπορούσε να αγαπηθεί τόσο πλατειά, ακόμη και στο διστακτικό Βορρά. Το να τον καταλαβαίνουν στην Αλεξάνδρεια και να τον ανέχονται στην Αθήνα, είταν η μόνη φιλοδοξία του…

απόσπασμα από το δεύτερο δοκίμιο του Forster που δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στην «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση»,
τόμος Ε, Μάρτιος-Απρίλιος 1952, αριθ. 10. 

 

Και τα δύο αποσπάσματα των δοκιμίων του Forster προέρχονται από την Επιθεώρηση Τέχνης, 108, Δεκ. 1963, αφ. στον Καβάφη.