Κ.Π. Καβάφης, είπαν για το έργο του

Η αρχαιομάθεια του Καβάφη
Ένα άλλο στοιχείο είναι η μεγάλη αρχαιομάθεια του Καβάφη. Ο Καβάφης δεν διάβαζε απλά τους αρχαίους, αλλά σε πολλά θέματα ταυτιζόταν απόλυτα μαζί τους, όπως ομολογεί ο ίδιος σε ένα αυτόγραφο σημείωμά του. «Εργάζομαι σαν τους αρχαίους. Έγραφαν ιστορία, έκαμναν φιλοσοφία, δράματα μυθολογικής τραγικότητος –ερωτοπαθείς– τόσοι τους –όμοια σαν εμένα».

 

Ράιος Δημ., καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας του Παν. Ιωαννίνων

 

 

Τέλλος Άγρας: Γραμματολογικά και άλλa

Μα τότε; χωρίς μεταφορές, χωρίς επίθετα, χωρίς παρομοιώσεις, πώς ο ερωτοπαθής ποιητής συνθέτει τα εγκώμιά του -γιατί τα περισσότερα καβαφικά ποιήματα είναι εγκώμια–, πώς ζωντανεύει τα «ινδάλματά» του; Έχει τέσσερις άλλους τρόπους: την περίφραση, την περιγραφή, την υποβλητικήν εικόνα και το ρήμα. Αυτή είν’ όλη η ενάργειά του.

Η περίφρασίς του είναι συμβατική, συνήθως κάτι σαν τύπος, σαν απότιση χρέους… Ο γέρος του καφενείου, άλλοτε, «είχε και δύναμη και λόγο κ’ εμμορφιά», τα πρόσωπα είναι τόσο ωραία, «όπως τάθελεν η ποίησίς του». Περίφρασις είναι κ’ οι διάκοσμοι με άνθη… με μύρα και με πετράδια… Μα η ενάργεια του Καβάφη ζωντανεύει με την περιγραφή. Αυτή αληθινά είναι συχνή, πλατειά, πλαστική, λαίμαργη. Συχνά περισσότερο απτική, παρά οπτική…Τέλος τα ρήματά του, ά! τι «ανήσυχα που είναι τα ρήματά του»! Και τι πολλά… Εδώ είναι οι ιστοί της καβαφικής τέχνης!. Όσο λίγα και τυπικά τα επίθετα, τόσον άφθονα τα ρήματα κ’ εμπνευσμένα…

αποσπάσματα από το δοκίμιο του Τέλλου Άγρα: Γραμματολογικά και άλλα, 1933
 

 


Η πορεία της καλλιτεχνικής εξέλιξης και ωρίμανσης του ποιητή

Από καλλιτεχνική, πάντως, άποψη, μπορεί να λεχθεί ότι, γενικά, οι πρώτες ποιητικές προσπάθειες του Καβάφη, βρίσκονται κάτω από την άμεση επίδραση του αθηναϊκού ρομαντισμού: καθαρεύουσα γλώσσα, απαισιόδοξη φιλοσοφία, θέματα τυπικά στον πεισιθάνατο αθηναϊκό ρομαντισμό… Η σημαντικότερη, ωστόσο, χρονολογική τομή ως προς την εξέλιξη του καβαφικού έργου, κατά την εποχή αυτή, τοποθετείται στα 1891. Τη χρονιά αυτή ο Καβάφης εκδίδει σε μονόφυλλο το πρώτο πραγματικά αξιόλογο ποίημά του (το Κτίσται)… Στην πραγματικότητα, όλα σχεδόν τα αριστουργήματα της πρώιμης περιόδου της καβαφικής ποίησης, γράφονται κάτω από την επιρροή του συμβολισμού. Πρόκειται για ποιήματα που αγαπήθηκαν και συζητήθηκαν πολύ, όπως τα Κεριά (1893), Στην ίδια Πόλι (1894), Τείχη (1896), Τα Παράθυρα (1897), Περιμένοντας τους Βαρβάρους (1898), Che fece il Gran Rifiuto (1899) και Το Πρώτο Σκαλί (1899). Με τέτοια ποιήματα ο Καβάφης κατορθώνει να ξεπεράσει την εξωτερικότητα, τη ρητορεία, το στόμφο, γνωρίσματα χαρακτηριστικά της εντελώς πρώιμης φάσης της συγγραφικής του ιστορίας κατά την οποία μαθήτευσε στο φαναριωτισμό και στον αθηναϊκό ρομαντισμό…

Κατά την τριετία 1900-3 ο Καβάφης αρχίζει σιγά-σιγά να απαγκιστρώνεται από τον παρνασσισμό και το συμβολισμό και να κατακτά μια νέα ρεαλιστική φωνή… Από την περίοδο αυτή αλλά ιδίως μετά τη σημαντική για το καβαφικό έργο τομή του 1911, και ως το θάνατό του (1933), ο Καβάφης μπαίνει σε μια νέα περίοδο, με ενοποιητικό χαρακτηριστικό το γεγονός ότι έχει βρει την προσωπική του φωνή, αρχίζει πια να συγκροτεί τη δική του ποιητική περιοχή, η οποία μάλιστα, κατά τον ίδιο τον ποιητή ορίζεται από τρεις μεγάλους θεματικούς κύκλους που συχνά συμπλέκονται μέσα στο πλαίσιο του ίδιου ποιήματος. Πρόκειται για το φιλοσοφικό, τον ιστορικό και τον ηδονικό κύκλο, με βάση τους οποίους διακρίνεται αντίστοιχα η ποίησή του σε φιλοσοφική, ιστορική και ηδονική. Από καλλιτεχνική άποψη είναι φανερό ότι ο ποιητής έχει περάσει οριστικά πια σε μια περίοδο ποιητικού ρεαλισμού. Ωστόσο, και σ’ αυτή την νέα περίοδο, διακρίνονται κάποιες εσωτερικές τομές, με κυριότερη εκείνη του 1917/18, οπότε, ελευθερωμένος ο ποιητής από όλων των ειδών τις κοινωνικές δεσμεύσεις και προκαταλήψεις, αποφασίζει να προχωρήσει τη ρεαλιστική του διατύπωση σε όρια πολύ τολμηρά και πολύ νεοτερικά, εντείνοντας και αποσαφηνίζοντας την ιδιομορφία των ερωτικών του ποιημάτων, αλλά και οξύνοντας και βαθαίνοντας την πολιτική κριτική του. Σημαντικά δείγματα της ύστερης αυτής καβαφικής περιόδου όσον αφορά την ερωτική, κοινωνική και πολιτική προώθηση της ποιητικής τέχνης του Καβάφη, αποτελούν ποιήματα όπως τα: Δύο νέοι 23 έως 24 ετών, Ωραία λουλούδια και άσπρα ως ταίριαζαν πολύ, Ρωτούσε για την ποιότητα, Μέρες του 1908, Μύρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ., Εν μεγάλη Ελληνική Αποικία, 200 π.Χ., Εν πορεία προς την Σινώπην, Ας φρόντιζαν, Στα 200 π.Χ., καθώς και το τελευταίο ποίημα που έγραψε ο Καβάφης, αλλά δεν πρόφτασε να το τυπώσει, το Εις τα περίχωρα της Αντιοχείας

Ο Καβάφης, όσο ζούσε, δεν εξέδωσε ποτέ συγκεντρωμένο ολόκληρο το ποιητικό του έργο, το οποίο, άλλωστε, συμπλήρωνε ως την τελευταία στιγμή του βίου του. «Έχω», έλεγε, «να γράψω ακόμη εικοσιπέντε ποιήματα», όσα περίπου είναι και τα ανέκδοτα «ατελή» ποιήματα που βρέθηκαν στο Αρχείο του… Περιληπτικά μπορεί να αναφερθεί ότι υπήρξαν τρία διαφορετικά στάδια εκδοτικής τακτικής του Καβάφη, σε «μονόφυλλα», «τεύχη» και «συλλογές» (θεματικές και χρονολογικές)…

αποσπάσματα από το βιογραφικό σημείωμα για τον Καβάφη του Μιχάλη Πιερή 

στο Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό, τομ. 4, τευχ. 12-13, Εκδοτική Αθηνών

 
 

Στρατή Τσίρκα, Ο Καβάφης και η εποχή του, 1958

Ο Καβάφης και πριν και μετά τα 1910 εκφράζει την εποχή του, κοιταγμένη μέσα από το πρίσμα ενός τομέα της: του παροικιακού ελληνισμού. Το σύμπλεγμα Πρωτέας-ποικίλη δράση των στοχαστικών προσαρμογών, το μυστικό δηλαδή της επιβίωσης του ελληνισμού της διασποράς, το έκαμε πυρήνα της βιοθεωρίας του, όταν μετάθεσε τις ελπίδες της προέκτασής του μέσα στο χρόνο από το ηθικοκοινωνικό στάδιο στο ποιητικό. Αυτό εξηγεί και το μεγάλο του πόθο να ξαπλωθεί η «Ελληνική Λαλιά» «ως μέσα στην Βακτριανή». Θα εξασφαλιζόνταν μ’ αυτό τον τρόπο το πλήθος των αναγνωστών που δεν έπαψε να ονειρεύεται για το έργο του…

Ρυτιδωμένος από την πείρα, υπολογιστικός, χαριτολόγος κι ερμητικός, αινιγματικός και είρωνας, τυπικός, ευγενικός ως την υπερβολή –δείγμα κι αυτό της μεγαλοαστικής του υπεροψίας– γλυστρούσε μέσα από τις παγίδες, τα σκώμματα και τις ύβρεις, κολάκευε, υποχωρούσε, συμβιβαζόταν, έκανε το φοβισμένο κι ύστερα γινόταν άγρια θάλασσα, κερδίζοντας τις μέρες, κερδίζοντας τα χρόνια, μ’ έναν πια και μοναδικό σκοπό στη ζωή του: να κρατήσει το έργο του, τα Ποιήματά του, πάνω από το τέλμα της μετριότητας, πάνω από τους κινούμενους άμμους της ξεπεσμένης Αλεξάνδρειας.

Στρατή Τσίρκα «Ο Καβάφης και η εποχή του», Κέδρος 1980

 

 

Γ. Π. Σαββίδης, Η πολιτική αίσθηση στον Καβάφη, 1967

Για να ξαναγυρίσουμε στον Καβάφη: προκειμένου, σώνει και καλά, να βασιστούμε σε μια μαρτυρία εξωτερική, προτιμώ να πιστέψω τον άγγλο μυθιστοριογράφο Ε. Μ. Φόρστερ -αυτόν τον στοχαστικά ευαίσθητο και γνήσια φιλελεύθερο συνομιλητή του Αλεξανδρινού– όταν μας βεβαιώνει, στα 1919, πως ο Καβάφης «ποτέ δεν θα συνθέσει έναν Ύμνο Βασιλικόν ή Βενιζελικόν». Και τον πιστεύω γιατί μπορώ να ελέγξω την μαρτυρία του: Από το 1919 ως το 1933, ο Καβάφης θα δημοσιέψει συνολικά 69 ποιήματα, από τα οποία τουλάχιστον τα μισά μας μεταδίνουν την πολιτική (όχι διόλου την κομματική) αίσθηση του ποιητή…

Ώσπου στα 1931, σε ηλικία 68 ετών, να δημοσιέψει ένα ποίημα πιθανότατα αρχινισμένο στα 1916, και όπου για πρώτη φορά ο αλλοτινός ψίθυρος του έγκλειστου ελευθερώνεται σε ένα πολυφωνικό χορικό, δίκαια ζυγισμένο ανάμεσα στην στροφή των ολίγων και στην αντιστροφή των πολλών. Το ποίημα τιτλοφορείται: «Στα 200 π.Χ.» – δηλαδή, όπως και ένα άλλο μεγάλο, καθαρώς πολιτικό ποίημα του Καβάφη, το «Εν μεγάλη Ελληνική αποικία, 200 π.Χ.», τοποθετεί το στόχαστρό του στην καμπή της ελληνιστικής εποχής: με πλήρη προοπτική της ακμής της και με υπολανθάνουσα την εμφάνιση της Ρώμης στο προσκήνιο. Δέκα χρόνια πριν από τη Μάχη της Μαγνησίας και 134 χρόνια μετά τη μάχη του Γρανικού: Στα 200 π.Χ. «Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων»

Το ποίημα αυτό μνημειώνει και μιάν άλλη νίκη του Καβάφη και του Ελληνισμού. Βρισκόμαστε στα χρόνια όπου ο καταποντισμός της Μεγάλης Ιδέας έχει αφήσει το έθνος μας χωρίς κοσμικό αντιστύλι, χωρίς ιστορικό ιδανικό. Ο ανασταλτικός αντίχτυπος στις οξύτερες συνειδήσεις, και μάλιστα στους ποιητές, είναι ολοφάνερος: η στάση των νεοτέρων, ως την ώρα του Σεφέρη, πολώνεται γύρω από την αυτοκτονία του Καρυωτάκη, ενώ ο πρωτογέροντας Παλαμάς βυθίζεται ολοένα μέσα στην Νύχτα του Φήμιου… Μονάχα ο Καβάφης, «σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος», θα συνεχίσει ακλόνητος τον δημιουργικό δρόμο της ιστορικής του αίσθησης, δρόμο που τότε ήταν κρυμμένος από τα μάτια των Ελλαδικών, οι οποίοι το πολύ διανοητικά μπορούσαν να συλλάβουν τη διαχρονικήν ουσία του Ελληνισμού: «την ποικίλη δράσι των στοχαστικών προσαρμογών»…

Μικρά Καβαφικά Α΄, ΕΡΜΗΣ 1985

 

 

Νάσος Βαγενάς, Η ειρωνική γλώσσα του Καβάφη

…Θα πρέπει λοιπόν κάπου αλλού να βρίσκεται η πηγή της συγκίνησης στην ποίηση του Καβάφη. Και δε νομίζω ότι θα ήταν λάθος, αν την αναζητούσαμε στην καβαφική χρήση της ειρωνείας. Είναι η ειρωνεία, χάρη στην οποία η γλώσσα του Καβάφη μεταδίδει συγκίνηση. Ο Σεφέρης όταν παρατηρεί πως τα ποιήματα του Καβάφη τραβούν τη συγκίνηση δια του κενού, προσανατολίζεται προς την κύρια πηγή της, μολονότι δεν κατορθώνει να την εντοπίσει. Το κενό αυτό δεν είναι άλλο από το αποτέλεσμα του τρόπου που λειτουργεί η ειρωνεία. Αν σκεφτεί κανείς πως το βασικό χαρακτηριστικό κάθε ειρωνείας είναι μια αντίθεση ανάμεσα σ’ ένα φαινόμενο και σε μια πραγματικότητα και πως το μεγαλύτερο και ωριμότερο μέρος του έργου του Καβάφη οικοδομείται πάνω σε τέτοιες αντιθέσεις, τότε το πρόβλημα της ποίησής του δεν είναι δύσκολο να λυθεί. Η ειρωνεία τραβάει τη συγκίνηση δια του κενού, γιατί λειτουργεί με τη φαινομενική απουσία, δηλαδή με τη δραστικότητα των σκέψεων και συναισθημάτων που υπονοούνται ή αποσιωπούνται…

Με τον όρο «ειρωνεία» και «ειρωνική γλώσσα» εννοώ το είδος της έκφρασης που δημιουργεί το χώνεμα της λεκτικής ειρωνείας του Καβάφη με τη δραματική του ειρωνεία. Με την πρώτη ο Καβάφης υποβάλλει νοήματα και αισθήματα που δε βρίσκονται στις λέξεις του, και που είναι διαφορετικά ή αντίθετα από το νόημα που αυτές εκφράζουν. Με τη δεύτερη δημιουργεί αντιθέσεις καταστάσεων που, υποβάλλοντας ή αποκαλύπτοντας την αληθινή όψη των πραγμάτων, αποδεικνύουν την ιδέα των ηρώων του για την πραγματικότητα μια τραγική αυταπάτη…

Ο Ποιητής και ο Χορευτής, Κέδρος 1979