Μαρία Kατσουνάκη, Η βία στα σχολεία και η σιωπή που τη θρέφει

Η πάλη των τάξεων
του Κώστα Μητρόπουλου

 

Γιατί ένας μαθητής να θέλει να προκαλέσει σε κάποιον άλλον πόνο ή αναστάτωση; «Όποιος δεν έχει λέξεις είναι ευάλωτος» θα απαντούσε η Νατάσα Πολονύ, Γαλλίδα δημοσιογράφος και εκπαιδευτικός, συγγραφέας του σημαντικού δοκιμίου «Τα χαμένα παιδιά μας», που αν και έχει κυκλοφορήσει πριν από έξι χρόνια, παραμένει υποδειγματικό για τον θεσμό της εκπαίδευσης και τη δυσλειτουργία των σύγχρονων σχολείων. Όσο η γλώσσα βάλλεται, είμαστε σχεδόν καταδικασμένοι να καταφεύγουμε στον θυμό και στη βίαιη έκφρασή του.
 
Θα πείτε ότι σε αυτή την περίοδο της ανεξέλεγκτης κρίσης, όπου οι οικογένειες διαλύονται από την ανεργία και την ανέχεια, τα παιδιά μεταφέρουν στο σχολείο ό,τι βιώνουν και συσσωρεύουν ως ατμόσφαιρα στο σπίτι. Η γλώσσα παύει να είναι, από μόνη της, επαρκής ερμηνεία.
 
Η Ελλάδα καταλαμβάνει την 4η θέση ανάμεσα σε 41 χώρες σε περιστατικά ενδοσχολικής βίας και εκφοβισμού ή bullying όπως ονομάζεται διεθνώς. Βία λεκτική, ψυχολογική, σωματική, ακόμη και διαδικτυακή ή ηλεκτρονική. Όπως επισημαίνει ο ευρωβουλευτής Γιώργος Κουμουτσάκος (ο οποίος προώθησε στην Ευρωπαϊκή Ένωση την καθιέρωση Ευρωπαϊκής Ημέρας κατά του εκφοβισμού και της βίας στα σχολεία) ο διαχωρισμός «θύματος – θύτη είναι λανθασμένος, αφού και στις δύο περιπτώσεις πρόκειται για παιδιά, μπλεγμένα στα δίχτυα αυτού του νοσηρού φαινομένου».
 
Η σιωπή που καλύπτει παρόμοιες πράξεις είναι το αυγό του φιδιού: ο θύτης γνωρίζει ότι η συμπεριφορά του είναι τιμωρητέα, το θύμα ντρέπεται, ο δάσκαλος φοβάται να αναλάβει την ευθύνη, η οικογένεια τις περισσότερες φορές αγνοεί. «Δημιουργείται ο κύκλος μιας ιδιότυπης ομερτά μεταξύ των εμπλεκομένων, που το μόνο που κάνει είναι να δηλητηριάζει τις ψυχές των μαθητών, στοιχειώνοντας τα όνειρα και τις ελπίδες τους», επισημαίνει ο ευρωβουλευτής.
 
Μπορεί αυτό που συνέβη πριν από τέσσερις μέρες στη Λάρισα -11 νεαροί κρατώντας ξύλινα ρόπαλα και φωνάζοντας ρατσιστικά συνθήματα επιτέθηκαν σε στέκι μεταναστών- να μην εντάσσεται στο φαινόμενο bullying. Τι συμβαίνει όμως όταν αποκαλύπτεται ότι τα περισσότερα παιδιά από την ομάδα είναι ανήλικοι μαθητές; Πώς αντιμετωπίζεται η τροφοδότηση μίσους; Πώς εξουδετερώνεται η κοινωνική αδικία, η ανισότητα, η αναπαραγωγή των παθογενειών που διογκώνονται και πολλαπλασιάζονται μέσα από το Διαδίκτυο;
 
Τα περιστατικά πληθαίνουν και βαθαίνουν σε σύγχυση και διαστροφή. Η πρώτη μαθήτρια ενός σχολείου έλαβε μέιλ όπου εμφανιζόταν σε γυμνές φωτογραφίες. Στο κεφάλι της είχε προσαρμοστεί το σώμα μιας άλλης. Το κορίτσι άρχισε να υποφέρει, να χάνει την όρεξή της, να υστερεί στα μαθήματα. Οι γονείς της απευθύνθηκαν στην υπηρεσία Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος. Αποκαλύφθηκε ότι ο εκβιάζων ήταν ο δεύτερος τη τάξει μαθητής, ο οποίος συνέλαβε αυτό τον τρόπο για να εξουδετερώσει τον «αντίπαλο». Οι δυο γιοι του κ. Κουμουτσάκου πηγαίνουν σε δημόσιο σχολείο και ο ίδιος αποφάσισε να δραστηριοποιηθεί όταν του μετέφεραν περιστατικά που υπέπιπταν στην αντίληψή τους, τα οποία μπορεί να μη χαρακτηρίζονταν από σφοδρότητα ή μεγάλη σκληρότητα, προεικόνιζαν όμως ένα δυσοίωνο μέλλον. Η ενδοσχολική βία είναι δύσκολο πολλές φορές να ανιχνευτεί και όταν εντοπιστεί μπορεί να είναι ήδη αργά. Μπορεί, δηλαδή, η ζημιά να έχει προκληθεί. Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες καθηγητών που βρίσκονται απέναντι σε έξαλλα και απελπισμένα παιδιά, επειδή βλέπουν μπροστά τους έναν τοίχο. Η άμυνα μετασχηματίζεται σε επιθετικότητα. Για να ελέγξει το συναίσθημά του και να διατυπώσει τον συλλογισμό του χρειάζεται λέξεις. Αν αποκοπεί από την επικοινωνία αυτής της μορφής και απορροφηθεί από το Διαδίκτυο ο κίνδυνος μεγαλώνει.
 
Σημειώνει η Ν. Πολονύ: «Όταν ένας νέος λέει ότι κάτι είναι “κουλό” μπορεί να θέλει να πει “είναι εκπληκτικό”, “είναι τρομερά βαρετό”, “είναι συναρπαστικό” και πολλές ακόμα έννοιες της αντίληψης και του συναισθήματος, από το αρνητικό ώς το θετικό. Αλλά ο συνομιλητής γενικά μαντεύει τι θέλει να του μεταδώσει αυτή η φράση χωρίς να χρειαστεί να επιστρατεύσει συλλογισμούς. Μαντεύει γιατί και το δικό του αισθητήριο είναι παρόμοιο, γιατί οι παραστάσεις του είναι ίδιες. Αντίθετα με όποιον δεν ανήκει στην ίδια πολιτισμική σφαίρα».
 
Μπορεί η άποψη αυτή να φαντάζει ήδη μακρινό παρελθόν σε μια κοινωνία και ένα σχολικό περιβάλλον κατ’ επέκταση, όπου η βία αποτελεί ρυθμιστικό παράγονται σχέσεων και συμπεριφορών. Μαθητές ταπεινώνονται, στοχοποιούνται, ξυλοκοπούνται λόγω χρώματος, καταγωγής, επειδή τραυλίζουν, είναι παχύσαρκοι, φοράνε γυαλιά, αριστεύουν ή μένουν στην ίδια τάξη, είναι πολύ ντροπαλοί και συνεσταλμένοι, διαφοροποιούνται από το περιβάλλον τους (ένας ανήμπορος γονιός ή μια άρρωστη αδελφή). Η επιθετικότητα δεν έχει μία μόνο γενεσιουργό αιτία, εκδηλώνεται με πολλούς τρόπους, τραυματίζει για να «επιστρέψει» το τραύμα που την έχει θρέψει.
 

Τι δουλειά έχει η γλώσσα μέσα σε αυτό τον ορυμαγδό του bullying ή του cyber bullying. Μα η γλώσσα είναι η αρχιτεκτονική με την οποία χτίζουμε το εγώ και τον τρόπο που μας περιβάλλει· δίνει νόημα στον κόσμο που αντιλαμβανόμαστε, τον διευθετεί. Εμπλουτίζει την πραγματικότητα. Της δίνει σχήμα και περιεχόμενο. Αντιστρατεύεται τη σιωπή και ό,τι εκείνη συγκαλύπτει.