Στο κείμενο που ακολουθεί ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Κώστας Καιροφύλας (1881-1961, για τη ζωή και το έργο του διαβάστε περισσότερα εδώ κι εδώ) δίνει μερικές πληροφορίες για την προσωπική ζωή του Διονύσιου Σολωμού. Πρόκειται για δημοσίευμα της αθηναϊκής εφημερίδας Ελεύθερον Βήμα και είναι πιθανόν απόσπασμα (δείτε και την υποσημείωση 5) από το βιβλίο Ο άγνωστος Σολωμός που, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη βάση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), είχε εκδώσει ο Καιροφύλας το 1911. Φωτοτυπία του δημοσιεύματος μπορείτε να δείτε εδώ.
Μέσα σε αγκύλες βάζω σχόλια και κάποιες εξηγήσεις λέξεων που δεν χρησιμοποιούνται σήμερα, ενώ πρόσθεσα λέξεις ή τμήματα λέξεων που δεν φαίνονταν καλά στην φωτοτυπία του δημοσιεύματος. Κράτησα την ορθογραφία και τη στίξη της πρωτότυπης δημοσίευσης, αλλά όχι το πολυτονικό και τις υπογεγραμμένες.
♦
Ο ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ
Μια νέα επιτόπιος έρευνα
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΧΡΗΜΑ
Σαν ποιητής που ήτο, δεν είχε καμμιά απολύτως ιδέα για την αξία του χρήματος. Διαρκώς εγύρευε και νέα κολοννάτα [= νομίσματα] από τον αδελφό του. [1] Όσα δε και αν του έστελλε ποτέ δεν ήταν ευχαριστημένος, γιατί πραγματικώς βρισκότουν πάντα χωρίς λεπτό … αφού όσα είχε τα εμοίραζε. Όταν ήτο στη Ζάκυνθο είχε πολλούς αρχοντοξεπεσμένους, σαν το Ντοτόρ Ροΐδη, που τους συντηρούσε κρυφά, χωρίς κανένας να ξέρη τίποτε. Το ίδιο έκανε και στην Κέρκυρα. [2]
ΕΝΑ ΕΙΔΥΛΛΙΟΝ
Ένα από τα γεγονότα που τον ελύπησε περισσότερο στη ζωή του ήτο και ο θάνατος της Μαρίας Παπαγεωργοπούλου –της περίφημης «Φαρμακωμένης» του. Και όχι τόσο για το θάνατο (καίτοι πολύ την ελυπήθηκε) όσο για τα λόγια τ’ άδικα με τα οποία ο κόσμος προσπάθησε να την μολύνη. Ο αδελφός του μου εβεβαίωνε συχνά ότι ο ποιητής του ωρκίσθηκε, με δάκρυα στα μάτια, ότι όσα ο κόσμος έλεγε ήταν ψέμματα, ότι δεν είχε ποτέ καμμιά σχέση παράνομη με την όμορφη αυτή κοπέλλα, με την οποία μόνο ψυχικός και διανοητικός δεσμός τους ένωνε, και η οποία τον ευχαριστούσε όταν του απήγγελε τα τραγούδια [= ποιήματα] του ή του τα τραγουδούσε απαλά, γλυκά, νανουριστικά.
ΧΑΡΑΚΤΗΡ ΝΕΥΡΙΚΟΣ
Εκείνο που τον έβλαπτε φοβερά και πολλές φορές τον έκανε αντιπαθητικό, όπως και πάλι είπα, ήταν τα νεύρα του. Μια φορά στην Κέρκυρα, ενώ περπατούσε στη Σπιανάδα, ένας πολύ καλός Άγγλος τον εκύτταζε με περίεργη επιμονή. Ίσως του είχαν μιλήση για το ποιητικό του έργο και ήθελε να τον ιδή καλά. Ο ποιητής όμως κακοφανίσθη για το επίμονον κύτταγμα, αγρίεψε, τον επλησίασε και του έδωσε ένα μπάτσο δυνατό. Φαντάζεσαι τη σκηνή μεσ’ στο κεντρικώτερο μέρος και στην ώρα που τόσος κόσμος περπατούσε. Σημείωσε δε ότι ήτο ένα εξαιρετικό πρόσωπο ο Άγγλος αυτός –δεν θυμούμαι τώρα ακριβώς ποιο αξίωμα μου είπε ο Δημήτρης [Σολωμός, αδελφός του ποιητή] ότι είχε ο Άγγλος αυτός στην Κέρκυρα. Ευτυχώς την εποχή εκείνη ήταν ο αδελφός του στην Κέρκυρα πρίγκηψ πρόεδρος της γερουσίας. Εμεσίτευσε λοιπόν αυτός προσωπικώς στον δαρμένο Άγγλο, του εξήγησε ότι ο αδελφός του υπόφερνε από νευρική έξαψη κ’ έτσι κατώρθωσε να τελειώση φιλικά τον επεισόδιο αυτό. Το οποίο άλλως τε δεν ήταν το μοναδικό στην Κέρκυρα. Αλλά οι Κερκυραίοι που τον εγνώριζον και τον εσέβοντο, έδιναν τόπο στην οργή πολλές φορές, υπομένοντες την κάθε περίεργη παραξενιά του. Στο πείσμα του οφείλεται επίσης η δίκη που έκαμε εναντίον του αδελφού του, ζητώντας να μοιράσουν την περιουσία των.
Τον ποιητή εσέβοντο και αυτοί οι Άγγλοι που ήσαν στην Κέρκυρα, ακόμη και οι αρμοσταί [= διοικητές] και οι ανώτεροι στρατιωτικοί, οι οποίοι κάθε φορά που τον συναντούσαν, εσταματούσαν για να τον χαιρετοήσουν. Ο αρμοστής σταματούσε την άμαξά του πολλές φορές για να τον χαιρετήση από κοντά. Οι χωριάτες ακόμη του βγάζαν το καπέλλο με σεβασμό. Κι’ αυτός, με το ψηλό του καπέλλο, με τα άσπρα του γάντια, αλλά γλυκός και καταδεκτικός, τους χαιρετούσε με το καπέλλο του ευγενικά. Κ’ έτσι ο «Κ ό ν τ ε ς» ήτο μία από τας διαλεκτάς κι’ αγαπημένας μορφάς της Κερκύρας. [3]
ΤΟ ΠΙΟΤΟ
Από νέος είχε το ελάττωμα να πίνη. Στην αρχή όμως, όταν ήταν στη Ζάκυνθο, δεν έπινε παρά μονάχα κρασί. Μια μέρα όμως αποφάσισε να τ’ αφήση. Επήγε λοιπόν εις την Τσίμα του Πόρτου [4] ένα βράδυ κρατώντας ένα μπουκάλι γεμάτο κρασί. Ήτο μοναχός του. Εστάθηκε πάνω σ’ ένα βράχο και αφού απάγγειλε ένα αυτοσχέδιο ποίημά του προς το κρασί, επέταξε τη μπουκάλα στη θάλασσα. Για αρκετό έπειτα καιρό δεν έβαζε στο στόμα του κρασί, ούτε κανένα πιοτό. Αργότερα όμως ήλθε η χολέρα. Η κοινή πρόληψις υπεστήριξε ότι το κρασί ωφελούσε και ότι όσοι έπιναν δεν τους έπιανε η αρρώστεια. Και ο ποιητής, είτε πραγματικώς εφοβήθηκε την αρρώστεια κι’ επίστευσε τη λαϊκή πρόληψι, είτε το εύρηκε πρόφασι, ξανάρχισε από την εποχή εκείνη να πίνη. Κι’ από τότε δεν το ξανάφηκε. Σιγά-σιγά μάλιστα το κακό εχειροτέρευε, κ’ ήλθε εποχή που το κρασί δεν του έφθανε. Κατάφυγε τότε σε δυνατά πιοτά και στο τέλος, αφού ούτε το ουίσκι και τα δυνατώτερα αγγλικά πιοτά δεν τον ικανοποιούσαν, κατήντησε να πίνη και κολώνια. [5]
Στο φαγητό του ήταν λιτότατος. Περισσότερο έπινε παρά έτρωγε. Του έφθαναν το βράδυ δύο φρέσκα αυγά. Το μεσημέρι όμως έτρωγε καλύτερα και περισσότερα.
ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ
Τρεις ήσαν οι καλύτεροι και αχώριστοι φίλοι του εις την Κέρκυρα· ο Πολυλάς, ο Κουαρτάνος και ο Κοντούρης. Με αυτούς έβγαινε τις περισσότερες φορές περίπατο. Ο πλέον αγαπημένος περίπατός του ήτο προς τη λιμνοθάλασσα του Χαλκιόπουλου. Του άρεσε να σταματά και να μιλή με παιδάκια που συναντούσε, ή ν’ αυτοσχεδιάζη τραγούδια και σάτυρες πάνω σε πράγματα που έβλεπε ή εμάθαινε εκείνη την ώρα. Το βράδυ, οι ίδιοι φίλοι, και μερικοί άλλοι εμαζεύοντο στο σπήτι του, όπου δεν εγίνετο άλλη ομιλία από φιλολογική.
ΟΙ ΕΡΩΤΕΣ ΤΟΥ
Του άρεσαν πολύ η γυναίκες. Το όνομά του, η προσωπική του αξία, έκαναν ώστε να τον κυνηγούν η γυναίκες. Και εκείνος δεν της περιφρονούσε. Επροτιμούσε της ξανθές, χωρίς όμως να περιφρονή και της άλλες. Δεν ήτο όμως καθόλου πιστός στους έρωτές του. Του άρεσε να διατηρή πολύ λίγο κάθε ερωτική του σχέσι. Και στη Ζάκυνθο, καθώς και στην Κέρκυρα, είχε της ωραιότερες γυναίκες. Ο Δημήτρης μου είχε μετρήση πολλές απ’ αυτές. Του άρεσε η ομορφιά, και τη γυναίκα την έπερνε σαν ένα ωραίο αντικείμενο… τίποτε άλλο. Όταν εχόρταινε από τ[ην μιαν] ομορφιά έτρεχε στην άλλη, σα[ν πετα]λούδα πετώντας από ένα λουλούδι […].
Εξ αιτίας της λατρείας του αυτής [για το (;)] ωραίο, ήθελε να έχη πάντα δύο ω[ραίες (;)] καμαριέρες στο σπήτι του. Και όταν [τα] δύο αυτά ωραία πλάσματα τον εσερβίριζαν, συνείθιζε να λέη στους φίλους τ[ου] που ποτέ δεν έλειπαν από το τραπέζι του:
– Είνε κι’ αυτό ποίησις και μάλιστ[α] από την εκλεκτότερη και αληθινώτερη. Γιατί εδώ πλέον συνδυάζεται η ποίησις με την πραγματικότητα και η ιδέα με την ύλη!
Κ. ΚΑΙΡΟΦΥΛΛΑΣ
❦