1. Ένα κείμενο για το μέλλον -της επιστήμης, της παιδείας, του ανθρώπου- οδηγεί γρήγορα σε αμηχανία. Εκτός του ότι αυτές οι έννοιες χρειάζεται ίσως να ορισθούν από την αρχή, το μέλλον έχει πια συνδεθεί υπό τύπον απειλής με συγκεκριμένες ημερομηνίες. Χθες ήταν το 1992, που ευτυχώς πέρασε χωρίς να το αντιληφθούμε. Τώρα είναι το 2000 – αυτό, φοβούμαι, οπωσδήποτε θα το αντιληφθούμε: Πέραν των λογής συγκλίσεων αλλάζει η χιλιετηρίδα, και αυτή η αλλαγή ασφαλώς θα συνοδεύεται από βεγγαλικά, διαγγέλματα πολιτικών, τηλεοπτικά αφιερώματα και τηλεπαιχνίδια. Ερώτηση: Πόσα μηδενικά έχει το 2000; Η σωστή απάντηση θα συνοδεύεται από δώρα πραγματικής αξίας όσης και ο αριθμός των μηδενικών. Πραγματικής αξίας με την έννοια: Τα έχει ανάγκη κανείς; Έχει ανάγκη ο άνεργος την ηλεκτρική σκούπα, ο έγκλειστος στη μοναξιά των μεγαλουπόλεων το δωρεάν ταξίδι σε μια άλλη μεγαλούπολη, έχει ανάγκη η «σεμνή και τραγική παρθένα, που λεγόταν Πουλχερία» τα καλλυντικά; Για άλλα πράγματα έπρεπε να έχομε ανάγκη. Για την ανάσα της φύσης, για τον έρωτα και την ανθρώπινη αλληλεγγύη, για τα σπουδαία της τέχνης και τον πολιτισμού. Φοβούμαι ότι δεν έχομε τόση ανάγκη από το μέλλον όση από το παρόν. Το παρόν είναι που κάνει το μέλλον να μας φοβίζει.
2. Στην Ελλάδα των κενών λόγων, της μικροκομματικής εντέλειας και των διάτρητων θεσμών, αντιτάσσεται -από τότε που γνωρίζομε την ιστορία μας- μια άλλη Ελλάδα: Η παράλληλη Ελλάδα. Την παράλληλη Ελλάδα συνιστούν άνθρωποι ή αιχμές ανθρώπων με συνέπεια, πάθος και ευθύνη. Που σε πείσμα κάθε φορά της περιρρέουσας ατμόσφαιρας, εξακολουθούν να πράττουν το ορθό και το δύσκολο. Στα πανεπιστήμια, αλλά και σε μια δημόσια υπηρεσία, στην καθημερινή ζωή αλλά και στα γραπτά ενός συγγραφέα η παράλληλη Ελλάδα είναι συχνά παρούσα, και κάποτε με τρόπο εκθαμβωτικό στα περιοδικά. Το πραγματικό λοιπόν ερώτημα για την επόμενη δεκαετία, για τις επόμενες δεκαετίες, δεν είναι αν τα οικονομικά μεγέθη συγκλίνουν, αλλά αν η παράλληλη Ελλάδα συγκλίνει με την άλλη Ελλάδα.
3. Ως πρόσωπα διαθέτομε νοσταλγία και μνήμες, αλλά ως λαός ιστορική μνήμη δεν διαθέτομε. Είναι βέβαιο λοιπόν ότι στα εθνικά θέματα και κατά την ερχόμενη δεκαετία θα κάνομε ακριβώς τα ίδια σφάλματα που κάναμε τις προηγούμενες. Όπως και στο Κυπριακό, έτσι και στο θέμα των Σκοπίων υπήρξαμε πατριώτες στα συλλαλητήρια και στα λόγια και ταπεινοί, ανίκανοι και κοντόφθαλμοι στις πράξεις ή την πολιτική πράξη. Τι θα θρηνήσομε άραγε τη δεκαετία που έρχεται;
4. Η συνεχής επίκληση για εθνική, συναινετική πολιτική δεν ευσταθεί. Συναινετική πολιτική έχουν επιδείξει οι πολιτικές δυνάμεις σε μια σειρά από σπουδαία θέματα: Τη νομιμοποίηση της αυθαιρεσίας και της καταστροφής του ελληνικού τοπίου, τη διατήρηση της κρατικής τηλεοράσεως σε χαμηλό επίπεδο, την πελατειακή σχέση με τους οπαδούς – και άλλα, πολλά και κρίσιμα. Πραγματική πρόοδος λοιπόν θα σημειωθεί εάν στο μέλλον -ή το παρόν- οι πολιτικές μας δυνάμεις αρχίσουν να αποκλίνουν από το συναινετικό τους παρελθόν.
5. Όσο περνούν τα χρόνια συγχέομε την παιδεία με την Εκπαίδευση. Στην εκπαίδευση έχουν γίνει πολλά βήματα, η παιδεία όμως χάνεται ως ατομική και κοινωνική ανάγκη. Το τραγικό σφάλμα των σύγχρονων κοινωνιών είναι ότι βαδίζουν προς το μέλλον με την εξειδίκευση και ελάχιστα με τη μόρφωση. Φροντίζουν για τα γρανάζια της μηχανής, αλλά τα τζάμια του αυτοκινήτου έχουν ήδη θαμπώσει. Φοβούμαι ότι ο Σαρλό στους «Μοντέρνους καιρούς» θα παραμένει πάντοτε επίκαιρος, ενώ οι μεταρρυθμιστές της παιδείας τραγικά ανεπίκαιροι.
6. Η επιστήμη είχε στην αρχή ως στόχο την κατανόηση του κόσμου, αργότερα άρχισε και να τον αλλάζει, και σήμερα -με τις εκπληκτικές προόδους της βιολογίας και της ιατρικής- είναι σε θέση να αλλάξει και τον άνθρωπο. Εξακολουθεί ασφαλώς, να ισχύει ότι οι επιστημονικές ανακαλύψεις είναι ουδέτερες. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι, όπως έχει αποδειχθεί, ο άνθρωπος δεν είναι ουδέτερος.
7. Κατά βάθος, ο πολιτισμός είναι μια πρόταση προς το μέλλον. Μια τέτοια πρόταση προς το μέλλον μπορεί, ακριβώς, να εκπορεύεται από το παρόν ή και το παρελθόν – κι αυτό ακριβώς συνιστά τη δυσκολία της. Παρόμοια πρόταση προς το μέλλον η χώρα μας δεν διαθέτει. Εξ ου και η απουσία πολιτισμού. Προτάσεις προς το μέλλον ως πρόσωπα -μεμονωμένες, δηλαδή, εκφράσεις πολιτισμού- έχομε ευτυχώς πολλές, και κάποτε σημαντικές.
8. Την πραγματική Ελλάδα αντικαθιστούμε σιγά σιγά με την τηλεοπτική Ελλάδα, και την πραγματική ζωή με την τηλεοπτική ζωή. Συμμετέχομε στα πάθη και τα αγαθά που κληρώνονται στη μικρή οθόνη, ταυτιζόμαστε με τους ήρωες ή επιθυμούμε τις ηρωίδες της, παρακολουθούμε, ως εμείς να είμαστε εκείνοι, τις αψιμαχίες των πολιτικών μας εκπροσώπων. Με την πρόοδο της τεχνολογίας, η κατάσταση αυτή των πραγμάτων ίσως αποτελεί την οριστική λύση για το 2025 ή έστω το 2035. Μπορεί κανείς να φαντασθεί τότε το μίζερο διαμέρισμα μιας πολυκατοικίας γεμάτο υπερμεγέθεις οθόνες υψηλής ευκρίνειας, τρισδιάστατες, όπου θα προβάλλονται υποχρεωτικά καθαρές θάλασσες και παιδιά να παίζουν στους δρόμους, νοσοκομεία δωρεάν και με ανθρωπιά, πανεπιστήμια γνώσεων και όχι του πτυχίου, δουλειές δημιουργικές για τους άνεργους. Αφού ο σύγχρονος πολιτισμός περίπου μας έχει στερήσει την ικανότητα να ονειρευόμαστε, γιατί να μην αφήσομε τουλάχιστον την τηλεόραση να ονειρεύεται για μας;
9. Στην εποχή μας, διαρκώς και περισσότερο, κυριαρχούν τα μετρήσιμα, ποσοτικά μεγέθη. Το ποσοστό του πληθωρισμού, τα δημόσια ελλείμματα, ο αριθμός των τηλεοράσεων ανά κάτοικο, ο αριθμός των κατοίκων ανά πολυκατάστημα. Μη αμφισβητώντας ότι και αυτά έχουν κάποια σημασία, είναι καιρός να διερωτηθούμε για τα μη μετρήσιμα μεγέθη. Από την αξία της φιλίας ως το φευγαλέο πρόσωπο μιας γυναίκας, από το τραγούδι που ακούστηκε μέσα στη νύχτα ως τη μοναξιά την καθημερινή και τη μοναξιά την άλλη, από τα χέρια που σφίχτηκαν σε μια διαδήλωση -κι εκείνα τα χέρια, που εν γνώσει του παραμυθιού ορκίστηκαν αιώνια. Τα μη μετρήσιμα μεγέθη είναι η ίδια η ζωή, τα μετρήσιμα η αποτύπωση της ζωής στον υπολογιστή. Είναι φοβούμαι βάσιμη η υποψία ότι όσο ανεβαίνει το εθνικό μας εισόδημα τόσο μειώνεται το βιοτικό μας επίπεδο.
10. Ο αναγνώστης, που θα βομβαρδιστεί πάλι αυτές τις ημέρες με διαγγέλματα για την κρισιμότητα των περιστάσεων, με λογής προφητείες για ενδεχόμενες καταστροφές ή με διαβεβαιώσεις για την καλύτερη τύχη που θα έχομε όλοι όταν με το καλό συγκλίναμε το 2000, ας μην ανησυχήσει ιδιαίτερα. Ούτε βέβαια να εφησυχάσει. Αν επιβεβαίωσε κάτι, και με το δραματικότερο τρόπο, η προηγουμένη δεκαετία, είναι ότι η πορεία η οικονομική, η πολιτική και η ανθρώπινη, είναι αδύνατον να προβλεφθεί, ούτε καν ως πιθανότητα. Κατά μία μάλιστα περίεργη συγκυρία, στο ίδιο αποτέλεσμα φαίνεται να καταλήγει, με τη μελέτη των χαοτικών φαινομένων, και η επιστήμη. Αποδεικνύεται ότι οι εξισώσεις, που περιγράφουν μερικά πολύ συνηθισμένα φαινόμενα, οδηγούνται στην απρόβλεπτη συμπεριφορά με μια ελάχιστη αλλαγή στις αρχικές παραμέτρους. Έτσι, το πέταγμα μιας πεταλούδας στο Πεκίνο λέγεται ότι μπορεί να μεταβάλει τον καιρό στην Αμερική.
Το υστερόγραφο: Το σπουδαίο με τα χαοτικά φαινόμενα είναι ότι επιτρέπουν ακόμα και την ελπίδα -συνεπώς και την ευχή- ότι τα χρόνια που έρχονται θα είναι καλύτερα για τους αναγνώστες αυτού του ανορθόδοξου δεκάλογου. Και επίσης καλύτερα για έναν αρχαίο τόπο που ευλόγησαν ο ήλιος και η θάλασσα, και αδικούν οι κάτοικοί του.
Δημοσιεύτηκε στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία (1/1/1994) και στο βιβλίο του συγγραφέα Κοσμογραφήματα (σσ.159-163)
❦