Τιβέριος Μιχάλης, Τράπεζες στην αρχαιότητα

Τα διάφορα δυσάρεστα που συμβαίνουν τον τελευταίο καιρό στον τόπο, με κορωνίδα βέβαια την υπόθεση Βατοπεδίου, προσφέρουν, χωρίς άλλο, ισχυρό κίνητρο για να ασχοληθεί κανείς μαζί τους. Ωστόσο συμφωνώ με εκείνους που υποστηρίζουν ότι θα έπρεπε να μας απασχολούν λιγότερο τα έργα και οι ημέρες του πατέρα Εφραίμ και των «συν αυτώ» (πολιτικών, διοικητικών υπαλλήλων και δικαστικών) και πολύ περισσότερο η μεγάλη οικονομική κρίση που ξέσπασε στην Αμερική και σαν τσουνάμι απλώνεται σε όλα τα μήκη και πλάτη του πλανήτη επηρεάζοντας, όπως ήταν επόμενο, και τη χώρα μας. Εξαιτίας της κρίσης αυτής οι ισχυροί της Γης υποχρεώθηκαν να πάρουν ορισμένες, απίστευτες για το κυρίαρχο στις μέρες μας καπιταλιστικό σύστημα, αποφάσεις. Έτσι, με πρωτεργάτη την ίδια την Αμερική, πηγή έμπνευσης και προώθησης της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας που βιώνουμε τα τελευταία χρόνια, τραπεζικοί κολοσσοί… κρατικοποιούνται. Δεν αποκλείεται λοιπόν να μας προκύψει και ένας ιδιότυπος «σοσιαλιστικός καπιταλισμός» ο οποίος όμως, αν μείνει στα αναγγελθέντα μέτρα, θα πρόκειται μάλλον για… έκτρωμα. Και αυτό επειδή με τις παραπάνω αποφάσεις των μεγάλων δεν φαίνεται να κρατικοποιούνται οι ίδιες οι τράπεζες αλλά τα… φέσια τους. Τέτοιο κατάντημα του ριζοσπαστικού καπιταλισμού υποθέτω ότι θα ξάφνιασε ακόμη και τους φανατικότερους πολέμιούς του.

Στην καρδιά της σημερινής οικονομικής κρίσης βρίσκονται οι τράπεζες, ένας θεσμός που ανάγεται στην αρχαιότητα, από την οποία μάλιστα προέρχεται και το ίδιο τους το όνομα. Οι λέξεις «τράπεζα» και «τραπεζίτης» προήλθαν από τους πάγκους, αλλιώς τράπεζες, πάνω στις οποίες έκαναν τις συναλλαγές τους οι αρχαίοι χρηματιστές. Στην Αγορά της αρχαίας Αθήνας, στην ανατολική πλευρά της νότιας πλατείας της, οι ανασκαφές εντόπισαν τη θέση τεσσάρων τέτοιων τραπεζιών, από τα δώδεκα που είχαν στηθεί κάποτε στη θέση αυτή.

Οι τράπεζες, στα πρώτα χρόνια της λειτουργίας τους (κατά τους αρχαϊκούς λεγόμενους χρόνους), ασχολούνταν κυρίως με την ισοτιμία και ανταλλαγή των διαφόρων νομισμάτων. Ωστόσο από τον 5ο αιώνα π.Χ. οι «τραπεζίτες» διεύρυναν τις δραστηριότητές τους και άρχισαν να δέχονται και καταθέσεις. Οι καταθέτες τούς εμπιστεύονταν τα χρήματά τους για διαφόρους λόγους, όπως π.χ. για λόγους ασφαλείας ή για να τα μεταφέρουν από ένα μέρος σε άλλο. Κυρίως όμως επεδίωκαν την αύξηση του κεφαλαίου τους από το προσφερόμενο επιτόκιο. Το ύψος του τελευταίου, όπως είναι φυσικό, δεν ήταν σταθερό. Είμαστε καλύτερα πληροφορημένοι για τους χρόνους μετά το 400 π.Χ. Στον 4ο αιώνα π.Χ. το επιτόκιο ήταν συνήθως γύρω στο 12%, για να πέσει στους αμέσως επόμενους αιώνες στο 10%. Στον 4ο αιώνα οι τράπεζες προχώρησαν και στη σύνταξη και φύλαξη οικονομικής φύσης συμβολαίων και, το πιο σημαντικό, στην παροχή δανείων. Τα δάνεια ήταν, ως επί το πλείστον, βραχυπρόθεσμα και είχαν ένα επιτόκιο κυμαινόμενο γύρω στο 18%. Τα κίνητρα των δανειοληπτών ήταν ποικίλα. Οι Αθηναίοι π.χ. επεδίωκαν τραπεζικό δάνειο, όταν στερούνταν ρευστό και ήθελαν να παντρέψουν τα παιδιά τους ή επρόκειτο να αναλάβουν κάποια «λειτουργία», στο πλαίσιο των υποχρεώσεών τους ως πολιτών. Πρέπει ωστόσο να επισημάνω ότι δάνεια υψηλού ρίσκου, αν και είχαν εξαιρετικά υψηλές αποδόσεις, όπως τα ναυτοδάνεια, δεν τα παρείχαν τράπεζες αλλά ιδιώτες.

Οι αρχαίοι τραπεζίτες, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει στις ημέρες μας, δεν ρίσκαραν τα χρήματα των πελατών τους. Η θάλασσα έκρυβε πολλούς κινδύνους -τα ναυάγια π.χ. ήταν πολύ συχνά φαινόμενα- και έτσι πολλές φορές τα δανεισμένα χρήματα κατέληγαν ανεπιστρεπτί… στον βυθό της. Επομένως, ανάμεσα στις τράπεζες της αρχαιότητας και σε αυτές των ημερών μας υπάρχει μια χτυπητή διαφορά. Οι πρώτες δεν ενθάρρυναν και δεν υποβοηθούσαν παραγωγικές επενδύσεις, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα. Στην αρχαία Ελλάδα οι περισσότερες τράπεζες ήταν ιδιωτικές, ωστόσο, από τα ελληνιστικά κυρίως χρόνια, κάνουν την εμφάνισή τους και κρατικές, ενώ υπήρχαν και ορισμένες… «ιερές». Οι τελευταίες ήταν τράπεζες που είχαν ιδρύσει ορισμένα πλούσια ιερά, όπως αυτό της Δήλου. Παρείχαν δάνεια, μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, όχι μόνο σε ιδιώτες αλλά και σε κυβερνήσεις, με επιτόκιο χαμηλότερο από αυτό των ιδιωτικών τραπεζών. Αλλά και οι οικονομικές κρίσεις δεν αποτελούν φαινόμενο των ημερών μας. Στην αρχαιότητα πολλοί πλούσιοι έχαναν κατά το ξέσπασμά τους τις περιουσίες τους. Το κράτος, προκειμένου να εξασφαλίσει χρήματα προς ανακούφιση των ασθενέστερων οικονομικά πολιτών του, τους επέβαλε μεγάλες οικονομικές επιβαρύνσεις. Στην Αθήνα κατά ένα σημαντικό μέρος του 4ου αιώνα π.Χ., όταν η ανεργία και γενικότερα η οικονομική δυσπραγία είχαν αισθητή παρουσία, πολλοί ήταν οι πολίτες εκείνοι που επιβίωναν από τις διάφορες κρατικές παροχές, όπως ήταν μισθοί και «θεωρικά», χρήματα δηλαδή που δίνονταν συνήθως για την παρακολούθηση των θεατρικών παραστάσεων. Επρόκειτο για δαπάνες που καλύπτονταν από τις περιουσίες των πλουσίων, γι΄ αυτό και οι τελευταίοι παραπονιούνταν: «Οι μάζες απαιτούν να τραγουδούν, να αθλούνται, να χορεύουν και να ταξιδεύουν με δικά μας χρήματα».

Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008