Αρχαία Ελληνικά Κείμενα (μετάφραση) Β΄ Γυμνασίου (11) – Ιλιάδα, Ω 468-677

Ο Πρίαμος ικετεύει τον Αχιλλέα (πίνακας του Αλεξάντερ Ιβάνοφ, πηγή Wikimedia Commons)

 

Ω 468-677, η συνάντηση Πριάμου και Αχιλλέα

 

Βασικά σημεία:

1. Η σκηνή του Αχιλλέα.

2. Τα επιχειρήματα του Πρίαμου και η αντίδραση του Αχιλλέα.

3. Ο Αχιλλέας προσπαθεί να ηρεμήσει τον Πρίαμο.

4. Το αίτημα του Πριάμου και η απάντηση του Αχιλλέα (552-595).

5. Η ιστορία της Νιόβης (596-621).

6. Το τέλος της συνάντησης.

 

Ανάπτυξη:

1. Ο Ερμής βοηθά τον Πρίαμο να φτάσει χωρίς να γίνει αντιληπτός στη σκηνή του Αχιλλέα, που μόλις έχει τελειώσει το δείπνο του (474-5). Ο γέρος βασιλιάς πέφτει αμέσως στα γόνατα του Αχιλλέα. Η κατάπληξη των παρευρισκόμενων δίνεται από τον ποιητή με μια διεξοδική παρομοίωση (480-484): ο Πρίαμος παρομοιάζεται με κάποιον απελπισμένο φονιά που ζητά καταφύγιο στο σπίτι κάποιου πλούσιου.

 

2. Ο Πρίαμος προσπαθεί να μαλακώσει την καρδιά του Αχιλλέα με τα εξής επιχειρήματα:

(α) θυμίζει στον Αχιλλέα τον πατέρα του, τον Πηλέα, που βρίσκεται μόνος του στην πατρίδα και δεν έχει τον γιο του βοηθό, αν τυχόν οι γείτονες τού δημιουργούν προβλήματα (486-492). Με τον τρόπο αυτόν θέλει να συγκινήσει τον Αχιλλέα, όπως τον συμβούλεψε ο Ερμής (δες την υποσημείωση στο στ.468), και να δείξει τη δική του πίκρα και τη μοναξιά, τώρα που έχασε τον Έκτορα.

(β) στη συνέχεια, αναφέρει ότι έχασε όλα τα παιδιά του και μάλιστα τον καλύτερο φύλακα της Τροίας, τον Έκτορα: για να τον πάρει πίσω, έφερε λύτρα πολλά (493-502).

(γ) έπειτα ο Πρίαμος ζητά από τον Αχιλλέα να σεβαστεί τους θεούς, να θυμηθεί τον δικό του πατέρα και να λυπηθεί ένα γέρο που έχει φτάσει στο έσχατο σημείο απελπισίας: να ικετεύει τον φονιά του ίδιου του παιδιού του (503-506).

Τα λόγια του Πρίαμου θυμίζουν στον Αχιλλέα τον πατέρα του: σπρώχνει τον Πρίαμο από κοντά του και θρηνεί τον Πηλέα, ενώ ο Πρίαμος κλαίει το νερό παιδί του (507-513).

 

3. Ο Αχιλλέας, συγκινημένος από την ικεσία και τα λόγια του Πριάμου, θαυμάζει την καρτερία και την ψυχική δύναμη του γέρου βασιλιά που ήρθε να ικετέψει το φονιά του παιδιού του: «σίδερο έχ’ η καρδιά σου, ω γέρε» (521). Τον συμβουλεύει να πάψουν τα κλάματα, γιατί δεν ωφελούν σε τίποτε, μια που οι θνητοί είναι καταδικασμένοι από το Δία να υποφέρουν στη ζωή τους (522-533). Φέρνει για παράδειγμα τον Πηλέα, που είναι πλούσιος βασιλιάς και έχει για γυναίκα του μια θεά, όμως ο γιος του, ο Αχιλλέας, είναι γραφτό να ζήσει λίγο. Παράδειγμα είναι και ο ίδιος ο Πρίαμος, που ήταν κάποτε ευτυχισμένος βασιλιάς, ενώ τώρα υποφέρει τα πάνδεινα. Γι’ αυτό προτείνει να πάψουν οι θρήνοι: άλλωστε ο Έκτορας δεν πρόκειται να αναστηθεί (534-551).

 

4. Ο Πρίαμος λέει πως δεν μπορεί να ηρεμήσει, όσο ο γιος του κείτεται άταφος και ζητά από τον Αχιλλέα να δεχθεί τα δώρα και να του τον δώσει (553-558). Τα λόγια αυτά εξοργίζουν τον Αχιλλέα, γιατί θέλει μόνος του να αποφασίσει την απόδοση του νεκρού Έκτορα: φαίνεται ότι το μίσος του δεν έχει ακόμη πάψει και ο κίνδυνος για τον Πρίαμο δεν έχει περάσει (560-570). Παρόλα αυτά ο Αχιλλέας βγαίνει από τη σκηνή και δίνει εντολή να περιποιηθούν το σώμα του Έκτορα, πριν το παρουσιάσουν στον Πρίαμο. Στο μεταξύ οι σύντροφοί του έχουν βάλει στη σκηνή τον κήρυκα του Πριάμου και έχουν πάρει τα λύτρα (573-581).

 

5. Ο Αχιλλέας ανακοινώνει στον Πρίαμο ότι δέχεται τα λύτρα και ότι το πρωί θα αποδώσει τον Έκτορα. Τώρα είναι ώρα να φάνε και, για να πείσει τον γέρο βασιλιά, φέρνει το παράδειγμα της Νιόβης, η οποία δεν αμέλησε να φάει ύστερα από την ανυπόφορη δυστυχία που της προκάλεσε ο φόνος των δώδεκα παιδιών της (596-621).

 

6. Μετά το φαγητό οι δύο άνδρες θαυμάζουν ο ένας τον άλλο (629-633). Ο Πρίαμος ζητά να αναπαυθεί, γιατί τα βάσανα τον έχουν εξαντλήσει: από τότε που σκοτώθηκε ο Έκτορας ούτε κοιμήθηκε ούτε έφαγε ούτε ήπιε (638-643). Ο Αχιλλέας ζητά να στρώσουν κρεβάτια για το βασιλιά και τον κήρυκα έξω από τη σκηνή, μήπως έρθει κάποιος Αχαιός να συναντήσει τον Αχιλλέα και αντιληφθεί την παρουσία του Πριάμου. Ρωτά, επίσης, πόσες μέρες να διαρκέσει η ανακωχή. Ο Πρίαμος θέλει έντεκα μέρες για το θρήνο και την ταφή. Τη δωδέκατη μπορεί να ξεκινήσει πάλι η μάχη. Ο Αχιλλέας συμφωνεί και, αφού οι δύο άνδρες δίνουν τα χέρια, πηγαίνουν για ύπνο.