Νεοελληνική Λογοτεχνία Α΄ Γυμνασίου (10) – Ο Σαρλό και το αθάνατο νερό

Ο σερ Τσαρλς Σπένσερ “Τσάρλι” Τσάπλιν (1889−1977) σε φωτογραφία του 1920.
Πηγή: Βικιπαίδεια

 

 

Ντίνος Δημόπουλος, Ο Σαρλό και το αθάνατο νερό

 

Βασικά σημεία

 

Ο συναισθηματικός κόσμος του Πέτρου

Ο συγγραφέας ζωγραφίζει με λεπτομέρειες τον συναισθηματικό κόσμο του Πέτρου. Είναι λογικό, γιατί η πρώτη φορά στο σινεμά είναι πρωτόγνωρη εμπειρία και γεννά ποικίλα συναισθήματα στον μικρό. Έτσι, ο Πέτρος την προηγούμενη νύχτα μένει ξάγρυπνος, γιατί η αγωνία και η ανυπομονησία του δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί.

Όταν πια βρίσκεται μέσα στο αυτοκίνητο που μεταφέρει την παρέα, αισθάνεται από τη μια περήφανος που θα πάει για πρώτη φορά στον κινηματογράφο, όμως από την άλλη νιώθει αμηχανία. Ντρέπεται να ομολογήσει στη φίλη του, την Ανθούλα, πόσο όμορφη τη βρίσκει -η μαμά της έχει συνέχεια την προσοχή της στραμμένη πάνω τους. Είναι όμως και πολύ ανυπόμονος, τόσο που αρνείται την προσφορά για γλυκό:

Φώναζε ο Oσμάν κάτω απ’ τον πλάτανο του Αϊ-Δημήτρη.
— Θέλετε να σας κεράσω;, ρώτησε ο κύριος τελώνης.
— Όχι, όχι…, βιάστηκε ν’ απαντήσει ο Πέτρος απ’ τη λαχτάρα του να μην καθυστερήσουν και δεν προλάβουν το έργο.

Όταν φτάνουν έξω από το σινεμά, ο Πέτρος μαγεύεται από τις φωτογραφίες των πρωταγωνιστών. Ξέρει την ακίνητη φωτογραφία, αλλά δεν μπορεί να φανταστεί τι είναι η κινούμενη εικόνα.

O Πέτρος κατάπινε με δυσκολία. Άνοιγε τα μάτια του διάπλατα να χωρέσουν όλο ετούτο τον καινούριο κόσμο, μη χάσει τίποτε απ’ όλα τούτα τα θάματα που τα ’βλεπε έτσι απότομα μπροστά του κι αναπάντεχα.
— Και τούτος εδώ με το μπαστουνάκι;
— Αυτός είναι ο Σαρλός. Αυτόν θα δούμε σήμερα.
— Είναι εδώ; Ήρθε στην Άρτα;
— Όχι, μωρέ…
— Τότε πώς θα τον δούμε;
— Περίμενε, ντε…
— Στη φωτογραφία θα ’ναι;
— Ναι. Αλλά θα κουνιέται, θα περπατάει, θα τρέχει.
— Με κοροϊδεύεις;
— Δε σε κοροϊδεύω.
— Αφού δεν είναι εδώ, πώς θα περπατάει; Πώς θα τρέχει; Τρέχουν οι φωτογραφίες;
— Ε, αυτό είναι ο κινηματόγραφος. Θα δεις…
O Πέτρος τα ’χε χαμένα. Το μυαλό του δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε η Ανθούλα.

Τώρα όλα είναι έτοιμα για ν’ αρχίσει η ταινία. Η αγωνία και η ανυπομονησία του Πέτρου φτάνουν στον κατακόρυφο πριν την αρχή της προβολής. Είναι τόσο αφηρημένος που τρώει τα σπόρια με τη φλούδα. Τα φώτα σβήνουν και αμέσως τον κυριεύει η ανησυχία: δεν μπορεί να καταλάβει γιατί έγινε αυτό. Η ταινία τον συνεπαίρνει: οι περιπέτειες του Σαρλό του γεννούν φόβο και ευθυμία: άλλοτε συγκινείται και άλλοτε γελάει με την καρδιά του.

 

Συνήθειες του παρελθόντος

Στο απόσπασμα αναφέρονται πολλές συνήθειες των ανθρώπων του Μεσοπολέμου, οι οποίες θα ξένιζαν όσους έχουν μεγαλώσει στη σημερινή τεχνολογική κοινωνία:

(α) η προετοιμασία για την ξεχωριστή εμπειρία διαρκεί όλο το πρωί.

(β) το επίσημο ντύσιμο των αγοριών (ναυτικό κουστουμάκι) και των κοριτσιών για την έξοδο στον κινηματογράφο. Σήμερα ο κόσμος πηγαίνει απλά ντυμένος στο σινεμά, γιατί θεωρείται πολύ συνηθισμένη εμπειρία για τους περισσότερους ανθρώπους, ιδίως τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων.

(γ) ο κόσμος περπατούσε μέσα στους δρόμους, επειδή τα αυτοκίνητα ήταν ελάχιστα. Ο οδηγός χρησιμοποιεί καραμούζα, για να τους προειδοποιήσει και να παραμερίσουν.

(δ) οι ανοιχτοί φούρνοι με τα ταψιά γεμάτα γλυκά ανοιχτά μπροστά, για να δελεάζουν τους περαστικούς και να αγοράζουν. Σήμερα για λόγους υγιεινής οι φούρνοι και τα ζαχαροπλαστεία διατηρούν τα γλυκά μέσα σε ειδικές προθήκες με βιτρίνα.

(ε) ο Πέτρος δεν έχει ιδέα από κινηματογράφο. Σήμερα τα παιδιά ξέρουν από πολύ μικρή ηλικία τι είναι ταινία, ακόμη κι αν δεν έχουν πάει ποτέ τους σινεμά.

(στ) οι πλανόδιοι πωλητές μέσα στην αίθουσα.

 

 

Ο Τσάρλι Τσάπλιν και ο Τζάκι Κόγκαν στην ταινία “Το Χαμίνι” (1921) Πηγή: Βικιπαίδεια

 

 

Τεχνική της αφήγησης

Διήγηση: το μεγαλύτερο τμήμα των γεγονότων το αποδίδει η φωνή ενός απρόσωπου αφηγητή, ο οποίος δε συμμετέχει στην ιστορία που αφηγείται.

O Πέτρος δεν κοιμήθηκε καθόλου τη νύχτα από την αγωνία του. Το ’πε αποβραδίς στη μάνα του πως αύριο, Δευτέρα, είναι καλεσμένος του κυρίου τελώνη να πάνε στην Άρτα, στον κινηματόγραφο, να δούνε τον Μπουκ-Τζόνες κι η μάνα του όλο το πρωί τον ετοίμαζε. Του σιδέρωνε τα ναυτικά του, του γυάλισε τα παπούτσια, του μαντάρισε τις ριγέ του τις κάλτσες και να τονε τώρα θρονιασμένος, καμαρωτός, στο πίσω κάθισμα της «Σεβρολέτ» δίπλα στην Ανθούλα και στη μητέρα της κι η καρδιά του να χτυπάει από ανυπομονησία και να ξεροκαταπίνει και να μπερδεύει τα λόγια του, τόση ήταν η λαχτάρα του που θα ‘μπαινε σε κινηματόγραφο για πρώτη φορά στη ζωή του.

 

Διάλογος: σε αρκετά σημεία διαβάζουμε αυτολεξεί τα λόγια των πρωταγωνιστών. Στα διαλογικά σημεία η ιστορία κυλά γρηγορότερα, ζωηρότερα και αποδίδεται πιο εκφραστικά, πιο παραστατικά ο συναισθηματικός κόσμος των ηρώων.

— Και τούτος εδώ με το μπαστουνάκι;
— Αυτός είναι ο Σαρλός. Αυτόν θα δούμε σήμερα.
— Είναι εδώ; Ήρθε στην Άρτα;
— Όχι, μωρέ…
— Τότε πώς θα τον δούμε;
— Περίμενε, ντε…
— Στη φωτογραφία θα ’ναι;
— Ναι. Αλλά θα κουνιέται, θα περπατάει, θα τρέχει.
— Με κοροϊδεύεις;
— Δε σε κοροϊδεύω.
— Αφού δεν είναι εδώ, πώς θα περπατάει; Πώς θα τρέχει; Τρέχουν οι φωτογραφίες;
— Ε, αυτό είναι ο κινηματόγραφος. Θα δεις…
O Πέτρος τα ’χε χαμένα. Το μυαλό του δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε η Ανθούλα.

 

Περιγραφή: τα πιο χαρακτηριστικά σημεία είναι η περιγραφές του φορέματος και της τσάντας της Ανθούλας.

Η Ανθούλα φορούσε λουλουδάτο φουστάνι με βολανάκια και τιράντες που σταυρώνανε πίσω στην πλάτη, παπούτσια μαύρα, λουστρίνια, με λουράκι και κουμπί κι άσπρα καλτσάκια. Μα εκείνο που ήταν μεγαλείο ήταν το καπέλο της. Καπελίνα την έλεγε η κυρία τελώνη κι ήταν ψάθινο με κορδέλα σιέλ και εφτά κατακόκκινα κεράσια στο πλάι. Άσε πια εκείνη η τσάντα της. Την είχε κρεμασμένη από το λαιμό της κι ήταν από χιλιάδες μικρές πολύχρωμες χάντρες καμωμένη, που σχημάτιζαν όμορφα σχέδια από κύκλους, τον ένα μέσα στον άλλο.

Επίσης, το κομμάτι όπου αποδίδεται η εμφάνιση του Σαρλό:

Τότε ο Σαρλός πήγε κατά τα σκουπίδια. O Πέτρος τον έβλεπε να περπατάει έτσι παρτσακλά, με το καπελάκι του το στρογγυλό, το στενό του το σακάκι, το αστείο του το μουστάκι, τα φαρδιά του τα παντελόνια, τα χοντρά του τρύπια παπούτσια και το μπαστουνάκι του κι ένιωσε την καρδιά του να ξαλαφρώνει λίγο.

 

 

Θέλω κι άλλο!