Νεοελληνική Λογοτεχνία Α΄ Γυμνασίου (9) – Η αφήγηση του αρχιμάστορα

Πετρόχτιστο αρχοντικό με σαχνισιά (τώρα Ενδυματολογικό Μουσείο Καστοριάς) [πηγή: about Kastoria]

 

Νίκος Θέμελης, Η αφήγηση του αρχιμάστορα

 

Βασικά σημεία:

 

1. Οι χτίστες στα τέλη του 19ου αιώνα

(α) οι συνθήκες εργασίας

Από το απόσπασμα φαίνεται ότι οι χτίστες δούλευαν ομαδικά: με κάποιον επικεφαλής συγκροτούσαν συνεργείο και αναλάμβαναν το χτίσιμο μικρών και μεγάλων σπιτιών αλλά και εκκλησιών. Μπορούσαν να εργαστούν και σε τόπους που ήταν μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Οι καιρικές συνθήκες δεν τους επηρέαζαν, αλλά κοιτούσαν να εκμεταλλευτούν κατά το δυνατόν την καλοκαιρία. Ζητούσαν δίκαιη αμοιβή για τη δουλειά τους και φρόντιζαν ώστε ο πελάτης να τους εξασφαλίσει διατροφή και διαμονή για όσον καιρό επρόκειτο να εργαστούν.

Λίγο μετά τα Θεοφάνια του 1886, με το που πιάσανε οι πρώτες Αλκυονίδες, κινήσαμε ξανά όλοι μαζί από Ήπειρο για Μυτιλήνη. Μαζί με τον αδερφό μου ήμασταν επτά, εγώ έκανα κουμάντο. […] Oύτε η απόσταση μας τρόμαζε ούτε το καταχείμωνο, ήμασταν συνηθισμένοι. Μ’ ένοιαζε μόνο να προκάνουμε να εκμεταλλευτούμε τις Αλκυονίδες όλες, πράγμα σημαντικό για το ξεκίνημα, να θεμελιώσουμε και να σηκώσουμε στα δύο μέτρα. […]

Χτίζαμε σπίτια όπου κι αν μας καλούσανε. Σπίτια αρχοντικά, σπίτια απλών ανθρώπων, μέχρι και εκκλησίες, αρκεί να εξασφαλίζαμε όσο καλά γινόταν μια δίκαιη αμοιβή και την αποπληρωμή της. Στη συμφωνία πάντα έμπαινε η εξασφάλιση τροφής και στέγης.

(β) νοοτροπία και συνήθειες:

Η δουλειά τους δεν ήταν απλά ένα μέσο βιοπορισμού. Έχτιζαν γιατί αγαπούσαν τη δουλειά αυτή. Φαίνεται ότι έκαναν καταμερισμό εργασίας και ότι τα απαιτητικά σημεία τα αναλάμβανε ο έμπειρος της ομάδας, ο αρχιμάστορας. 

Θεωρούσαν απαραίτητο να φτιάξουν ή να μελετήσουν τα σχέδια και, όταν τους άρεσαν, φρόντιζαν να εργαστούν με μεράκι και να κάνουν το κάτι παραπάνω: όχι μόνο να τελειώσουν το σπίτι, αλλά να το χτίσουν όμορφο. Για να παραδώσουν, έπρεπε να είναι οι ίδιο ικανοποιημένοι από την εργασία τους.

Αγαπούσαμε τη δουλειά μας κι ας ήτανε σκληρή. Δουλεύαμε καλά την πέτρα, γιατί την ξέραμε. […] Τα καντούνια τα ‘ριχνα πάντα εγώ, το ίδιο και τις βόλτες, βόλτες μικρές, μεγάλες. Εγώ διάλεγα και έριχνα τις πλάκες πάνω από πόρτες, παράθυρα ή παραθούρες και φυσικά εγώ τα θυρώματα και τα σαχνισινιά, είτε από πέτρα είτε από δρένιο ξύλο. Άμα μας άρεσαν τα σχέδια, μας έβγαινε και το μεράκι και παιδευόμασταν χάρη της ομορφιάς, για πράγματα που δεν ήτανε στη συμφωνία. Σχέδια απλά μπορούσα και μόνος μου να φτιάξω, σχέδια ξένων όσο περίπλοκα και να ’ταν μπορούσα να διαβάσω. Τα σχέδια με συνεπαίρνανε, δικά μου ή ξένα. Τα θεωρούσα απαραίτητα και για τα απλά τα σπίτια των απλών ανθρώπων. […] Και σαν τελειώναμε κι εγκρίναμε πρώτα εμείς οι ίδιοι μόνοι μας και μέσα μας τους κόπους μας και τ’ αποτέλεσμά τους, τότε ήταν που νιώθαμε περήφανοι σαν να ’τανε δικό μας σπίτι.

 

2. Η κοινωνία της Μυτιλήνης πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή

Η κοινωνία της Μυτιλήνης φαίνεται να βρίσκεται σε φάση οικονομικής άνθισης: στήνονται συνεχώς νέες επιχειρήσεις (γραφεία και μαγαζιά), οι Μυτιληνιοί απλώνουν τις δουλειές τους στην απέναντι μικρασιατική ακτή και παίρνουν την οικονομία στα χέρια τους, αντικαθιστώντας τους Τούρκους. Έχουν όμως και πολιτική επιρροή: χάρη στις διασυνδέσεις τους στην Κωνσταντινούπολη και στα ευρωπαϊκά προξενεία καταφέρνουν να διώξουν έναν ανεπιθύμητο τούρκο διοικητή.

Η αγορά είναι το κέντρο της καθημερινής ζωής: όλοι μαζεύονται εκεί, για να κλείσουν δουλειές, να συναντήσουν κόσμο, να μάθουν τα νέα. Έλληνες και Τούρκοι κάθονται μαζί και περνούν την ώρα τους, αλλά οι Τούρκοι παρουσιάζονται ανίδεοι από οικονομική διαχείριση και κάπως απομονωμένοι στον δικό τους κόσμο.

Πέρα από την οικονομική κατάσταση στο απόσπασμα διαφαίνονται και οι αντιλήψεις των ανθρώπων: ο πατέρας πρέπει να φροντίσει για τον γάμο της κόρης του και να δώσει μεγάλη προίκα. Όπως και να έχει, οι αποφάσεις είναι στο χέρι του –δείγμα της ανδροκρατούμενης κοινωνίας.

Με μια μικρή ολοκαίνουρια καρότσα διασχίσαμε την πόλη που ξύπναγε από το φως της Ανατολής και φώτιζε από το πλάι την ομορφιά της. Μέτραγα κτίσματα, γραφεία, μαγαζιά και άλλα τόσα που χτιζόντουσαν ή που δεν είχανε ακόμη τελειώσει. Όπου κι αν κοίταζες φτιαχνόταν κάτι καινούριο, ετοιμαζόταν κάτι μεγαλύτερο. […] «Κι ο απέναντι γιαλός είναι δικός μας, Μυτιληνιός, κι ό,τι βλέπει το μάτι σου κι ακόμη παραπέρα. Από το Αϊβαλί μέχρι την Πόλη και τη Σμύρνη τα τσιφλίκια και η αγορά μας, από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι το Κάιρο οι δουλειές μας», παινεύτηκε ο νέος νοικοκύρης φχαριστημένος για όσα υπήρχανε κι ακόμη πιο πολύ για όσα περίμεναν. Όμως δεν ήταν μόνο το εμπόριο που ευλογούσε. Κάθε τόσο κάποιους δεν τους χώραγε η Μυτιλήνη, περνάγανε απέναντι, βάζανε πόδι σ’ ολόκληρο το σαντζάκι τ’ Αϊβαλιού, παίρναν σιγά σιγά στα χέρια τους τη γη και το εμπόριο. Αυτοί και τόσοι άλλοι Ρωμιοί απ’ όλο το Αιγαίο αλλά και από την Ήπειρο και τη Μάνη χρόνια τώρα τραβούσαν ανατολικά, στήνανε νέο σπιτικό και οικογένεια, προκόβανε παντού και γρήγορα και τα φιρμάνια πότε έτσι, πότε αλλιώς, τους εγγυόντουσαν την προκοπή τους. Και όσο για τους Τούρκους, σιγά σιγά τραβιόντουσαν κατά μέσα, χάνοντας ασταμάτητα δύναμη, επιρροή και έτσι ειρηνικά την εξουσία. Είδα το κτήμα και του υποσχέθηκα ότι το νέο του σπιτικό θα είναι αντάξιό του.

Στο γυρισμό περάσαμε από την αγορά. Σ’ όλο το δρόμο δε σταμάτησε να μου λέει για τη ζωή της Μυτιλήνης. Τις φασαρίες που είχανε με τον Κεμάλ-μπέη, Μουτεσαρίφη όλου του νησιού, που όμως κατάφεραν έπειτα από κόπους να τον διώξουνε σε συνεννόηση με την Πύλη και όλους τους Πρόξενους των δυτικών. Τους οικονομικούς ορίζοντες που όλο και μεγάλωναν, τα σχέδια τα δικά του κι όσων γνωστών του ήξερε, τις πόρτες που ανοίγονταν με το θαλασσινό εμπόριο, τα κέρδη εκείνων που στήσανε τα πρώτα εργοστάσια μα και τις έγνοιες που ’χε σαν πατέρας. Πως είχε ακόμη κόρη της παντρειάς, μπελάς και αυτός, κι η προίκα που θα ‘πρεπε να της μετρήσει ακόμη πιο μεγάλος. Πως γαμπροί υπήρχαν και τη θέλανε, μα πως αυτή ήθελε έναν Άγγλο από τα Πάμφιλα, που όμως αυτός δεν είχε μάτια να τη δει. Πως η γυναίκα του ήταν γκρινιάρα, αλλά δε θα ‘πρεπε να δίνω σημασία. Αυτός αποφάσιζε για όλα. Πάλι καλά!

 

3. Η βιομηχανική εποχή και οι αλλαγές που φέρνει

Οι τεχνολογικές εξελίξεις επηρεάζουν την κοινωνία της Μυτιλήνης. Η ατμομηχανή θα μπει σιγά σιγά στη ζωή των ανθρώπων και θα φέρει σημαντικές αλλαγές στα επαγγέλματα, στην παραγωγή και διακίνηση των προϊόντων, στις υπηρεσίες  και στις οικονομικές ευκαιρίες. Οι άνθρωποι σκέφτονται ότι οι νέες εξελίξεις θα επηρεάσουν και την εκπαίδευση, που πρέπει να προετοιμάσει εγκαίρως τη νέα γενιά για το μέλλον. Φτάνουν σε σημείο να οραματιστούν ακόμα και την πτώση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που δεν θα μπορέσει ίσως να προσαρμοστεί στη νέα εποχή.

Όλα αυτά επηρεάζουν και την κοινωνική διαστρωμάτωση: τώρα οι άνθρωποι δεν χωρίζονται μόνο με βάση τη θρησκεία (χριστιανοί-μουσουλμάνοι), αλλά και με βάση το επάγγελμα και την οικονομική επιφάνεια: οι «αστοί» κερδίζουν χρήμα από επιχειρήσεις και αποκτούν επιρροή, ενώ κάποιοι επιβιώνουν μόνο χάρη στο μεροκάματο.

Από τις πρώτες μέρες φάνηκε ότι ο κόσμος της Μυτιλήνης, η αγορά, οι μορφωμένοι κι οι επιχειρηματίες, η Λέσχη και οι καφενέδες, γύρναγαν όλοι γύρω από μια λέξη και πως σιγά σιγά άρχιζε επάνω της και γύρω της να χτίζεται ένας καινούριος κόσμος. Την έφερνε και την πήγαινε, την αγόραζε ή την πουλούσε, τη σχεδίαζε ή την πολεμούσε. «Ατμός». Όλοι μιλούσανε για τον ατμό και τις ατμομηχανές. Πως μπήκανε ή πως θα ‘πρεπε να μπούνε στη ζωή τους, πως θ’ άλλαζαν τα πράγματα, οι δουλειές, ο τζίρος, τα έσοδα. Πως θα ‘φερνε ο ατμός τα πάνω κάτω στα λιοτρίβια, στα σαπουνάδικα, στους μύλους και στις θαλασσινές μεταφορές. Πως μίκραιναν οι αποστάσεις, πως άνοιγαν οι αγορές, πως θα μπορούσαν να αλλάξουν όψη τα κάθε είδους εργαστήρια της πόλης που φτάσανε τα τρακόσια τότε. Πως οι τραπεζικές και ασφαλιστικές δουλειές θα παίρναν κι άλλο επάνω τους, πως κάποιοι Λόιντς απ’ το Τριέστι συζήταγαν την ίδρυση της πρώτης Τράπεζας στη Μυτιλήνη, πως νέα προϊόντα θα μπορούσαν πια να πέσουνε στην ντόπια αγορά απ’ τα δικά τους χέρια. Ακόμη, πως στα σχολεία θα ‘πρεπε να μπουν νέα μαθήματα να δείχνουνε πού πάει ο κόσμος και να ετοιμάσουνε σωστά τους κανακάρηδές τους. Φτάναν να λεν πως ο ατμός θα έκανε να γονατίσει το Oθωμανικό κράτος μια ώρα αρχύτερα, πράγμα που θα ‘φερνε το εθνικό ζήτημα πιο γρήγορα στη λύση που όλοι ποθούσαν.

 

4. Τεχνική της αφήγησης

Η αφήγηση δίνεται σε α΄ πρόσωπο από τον πρωταγωνιστή της ιστορίας, τον αρχιμάστορα. Με τον τρόπο αυτό ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι αυτά που διαβάζει συνέβησαν πραγματικά στον αφηγητή της ιστορίας, ότι δηλαδή έχει μπροστά του αληθινά περιστατικά. Φυσικά, η ιστορία έχει επινοηθεί από τον συγγραφέα, αλλά επιλέγει να την αφηγηθεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να ενισχύσει την αληθοφάνειά της.

 

 

Θέλω κι άλλο!

45 Μάστοροι 60 Μαθητάδες: σειρά 12 πρωτότυπων ημίωρων ντοκιμαντέρ του ERTFLIX, που παρουσιάζουν παραδοσιακές τέχνες και τεχνικές στον 21ο αιώνα.