Η Αττική διάλεκτος αποτελεί τη γλώσσα των σπουδαιότερων ειδών της αρχαίας ελληνικής λογοτεχνίας. Η φιλοσοφία, η ρητορική, η τραγωδία έχουν γραφτεί σε αυτή με αποτέλεσμα να της δώσουν τη δυνατότητα να επικρατήσει έναντι των άλλων ελληνικών διαλέκτων, ενώ με την αποδοχή της από τους συμμάχους των Αθηναίων και τη Μακεδονία τον 5ο αι. π.Χ. είναι πλέον και επίσημα η γλώσσα όλων των Ελλήνων.[1]
Αυτή η γλώσσα είναι η πηγή της ελληνιστικής κοινής (323 π.Χ.-330 μ.Χ.), η γλώσσα την οποία επιλέγουν για να συνεννοηθούν οι Έλληνες, αλλά και οι λαοί της Ανατολής που βρίσκονται κάτω από την επιρροή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και των διαδόχων του.[2] Η αλεξανδρινή, η ελληνιστική κοινή επομένως, αποτελεί τη γλώσσα της διοίκησης, της λογοτεχνίας, των οικονομικών συναλλαγών, της συνεννόησης γενικά, σε μια τεράστια έκταση και ποικίλη γεωγραφική δομή. Αυτή την περίοδο η γλώσσα παρουσιάζει αλλαγές, αλλοιώσεις όχι μόνο λόγω της φυσικής εξέλιξής της, αλλά και λόγω της πολυδιάστατης δομής των ανθρώπων που την ομιλούν.[3]
Γραπτές πηγές που δίνουν στοιχεία της ελληνιστικής κοινής είναι η μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από τους Ο΄ τον 3οπ.Χ. αι. καθώς και πάπυροι που διασώθηκαν στην Αίγυπτο και σε άλλες περιοχές γύρω στα 300 π.Χ. οι οποίοι είναι γραμμένοι από ανθρώπους μέτριας ακαδημαϊκής μόρφωσης ή ξένους εξελληνισμένους. Σημαντική πηγή της ελληνιστικής κοινής αποτελεί και η Καινή Διαθήκη. Η ελληνιστική κοινή κατάφερε να παραγκωνίσει τις αρχαίες διαλέκτους και αποτέλεσε την πηγή από την οποία διαμορφώθηκε η μεσαιωνική και αργότερα η νεοελληνική γλώσσα.[4]
Μετά τον 1ο π.Χ. αι. δημιουργείται μια κίνηση λογίων που καλείται Αττικισμός. Οι Αττικισταί δείχνουν μεγάλο θαυμασμό στην Αττική διάλεκτο των κλασικών χρόνων και θεωρούν ότι η επιστροφή στην παλαιότερη μορφή γλώσσας θα δώσει την αφορμή να γραφούν και πάλι αξιόλογα γραπτά έργα. Το αποτέλεσμα είναι να δημιουργηθεί μια «τεχνητή διμορφία» η οποία συνεχίζεται και στους επόμενους αιώνες.[5] Ουσιαστικά μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι η γλωσσική διαμάχη στους κύκλους των λογίων που ονομάζεται γλωσσικό ζήτημα έχει τις αρχές της στο κίνημα του Αττικισμού.[6] Οι Αττικιστές προσπαθούν να συμβουλεύσουν τους συγγραφείς της εποχής τους να ακολουθούν τους κανόνες της Αττικής διαλέκτου και να χρησιμοποιούν λεξιλόγιο που ήδη έχει λησμονηθεί. Ουσιαστικά θεωρούν ότι η γλώσσα έχει φθαρεί λόγω της χρήσης της από διάφορους λαούς μετά την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και έχει χάσει την καθαρότητά της, έχει δηλαδή παρακμάσει. Όμως ο λαός δεν ακολουθεί τις συμβουλές τους και συνεχίζει να μιλά τη γλώσσα, όπως έχει διαμορφωθεί πλέον.[7] Κατά συνέπεια, ο προφορικός λόγος ακολουθεί την εξέλιξη της γλώσσας, ο Αττικισμός όμως κατακτά τον γραπτό λόγο. Όπως επισημαίνει ο Τριανταφυλλίδης, ουσιαστικά η γλώσσα των Ευαγγελίων αποτελεί την πρώτη προσπάθεια δημοτικισμού που αντιτάσσεται απέναντι στο κίνημα του Αττικισμού.[8]
[1]Τομπαΐδης, Επιτομή της Ιστορίας της Ελληνικής Γλώσσας, 22-23. Τριανταφυλλίδης, Ιστορική εισαγωγή, τ.3ος, 6-7. Ανδριώτης, Ιστορία της ελληνικής γλώσσας, 38.
[2]Τριανταφυλλίδης, ό.π. 7. Μέγας, Ιστορία του γλωσσικού ζητήματος Α΄, 85.
[3]Τομπαΐδης, ό.π., 28. Μέγας, ό.π., 87.
[4]Τριανταφυλλίδης, ό.π., 14-15.
[5]Θαβώρης, Οι απαρχές του γλωσσικού ζητήματος, 49-50. Ανδριώτης, ό.π., 45. Χριστίδης κ.ά, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας, 191. Ο Κορδάτος υποστηρίζει ότι διγλωσσία υπήρχε και στον χρυσό αιώνα του Περικλή, βλ. Κορδάτος, Ιστορία του γλωσσικού μας ζητήματος, 21-22.
[6]Μπαμπινιώτης, Συνοπτική ιστορία της ελληνικής γλώσσας, 168.
[7]Χριστίδης κ.ά., ό.π., 191.Τομπαΐδης, ό.π., 51.
[8]Τριανταφυλλίδης, Ιστορική εισαγωγή, τ.3ος, 20.