Τα παιδιά μαθαίνουν ακούγοντας και παίζοντας με τη γλώσσα 

Για τα μικρά παιδιά, ο προφορικός λόγος αποτελεί «εργαλείο» για την επαφή τους με τη γλώσσα (μητρική ή ξένη). Τη γλώσσα την ακούνε, την επεξεργάζονται, την επαναλαμβάνουν, μιμούνται τονισμό, προφορά, εκφράσεις προσώπου με μεγάλη ευκολία, προσπαθούν να κάνουν ό,τι κάνουν οι άλλοι με ευχαρίστηση.

 Σ’ ένα οποιοδήποτε πρόγραμμα της ξένης γλώσσας για μικρά παιδιά –τα οποία δεν έχουν αναπτύξει σχολικό γραμματισμό ούτε στη μητρική τους γλώσσα– ο προφορικός λόγος δεν συνιστά αντικείμενο διδασκαλίας αλλά μέσον εκμάθησης. Μέσω του προφορικού λόγου τα παιδιά μαθαίνουν πράγματα και μαθαίνουν να επικοινωνούν. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο γραπτός λόγος «κάνει κακό» ή ότι θα πρέπει να αποκλείεται εντελώς από την ξενόγλωσση τάξη, ιδιαίτερα αφού κάποια παιδιά επικεντρώνουν την προσοχή τους στα γραπτά σύμβολα και συγκρατούν στη μνήμη καλύτερα τις λέξεις και φράσεις όταν τις συνδέουν με τη γραφημική τους αναπαράσταση. Επίσης, σε ορισμένα παιδιά αρέσει να παρατηρούν τη γραπτή μορφή λέξεων, φράσεων, κ.τ.λ. όταν τις ακούν. Νιώθουν μεγάλη ικανοποίηση όταν αναγνωρίζουν λέξεις και φράσεις κατά την αφήγηση μιας ιστορίας. Ωστόσο, η ανάπτυξη κατανόησης και παραγωγής γραπτού λόγου και γενικότερα του σχολικού γραμματισμού δεν είναι ανάμεσα στους μαθησιακούς στόχους του ΠΕΑΠ.