“Η περίοδος της Αγίας και Μεγάλης Τεσσαρακοστής, πλήν των Σαββάτων και των Κυριακών (οπότε τελείται κανονικά η Θεία Λειτουργία του Χρυσοστόμου και του Μεγάλου Βασιλείου αντίστοιχα), αποτελεί περίοδο «πένθιμη», αφού με το τέλος της, θα κληθούμε να ζήσουμε το Άχραντο Πάθος και την Σταύρωση Του Κυρίου. Είναι περίοδος νηστείας, προετοιμασίας, προσευχής, περισυλλογής και μετανοίας. Για αυτό οι εκκλησιαστικοί κανόνες απαγορεύουν ρητά, την τέλεση Θείας Λειτουργίας τις καθημερινές, της Σαρακοστής, διότι ο «χαρμόσυνος» χαρακτήρας της Θείας Λειτουργίας, δεν συνάδει με το πένθιμον της περιόδου.”
Επειδή οι πιστοί, τα πρώτα χρόνια, κοινωνούσαν συχνά, η Εκκλησία, για να μη στερήσει από τους πιστούς τη Θεία Κοινωνία, καθιέρωσε τη Λειτουργία των Προηγιασμένων Τιμίων Δώρων.
“Λέγοντας «Προηγιασμένα», όπως το λέει και η λέξη, εννοούμε τον άρτο και τον οίνο, τα οποία έχουν καθαγιαστεί προηγουμένως, σε προηγούμενη δηλαδή Θεία Λειτουργία. Συγκεκριμένα τις Κυριακές (η και τα Σάββατα) της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, οι Ιερείς δεν εξάγουν όπως συνήθως «έναν αμνό», το «κυβοειδές» τεμάχιο άρτου που τοποθετείται στο κέντρο του Δισκαρίου, και που μετά τον Καθαγιασμό θα γίνει το Σώμα του Κυρίου. Αν πρόκειται να τελεστούν δύο Προηγιασμένες μέσα στην ερχόμενη εβδομάδα (Τετάρτη και Παρασκευή), ο Ιερέας εξάγει από το πρόσφορο (η και από άλλα «υψωμένα» πρόσφορα) με την Αγία Λόγχη, δύο επιπλέον αμνούς, τους τοποθετεί στο Άγιο Δισκάριο, μαζί με αυτόν που θα χρησιμοποιηθεί στην «τρέχουσα» Θεία Λειτουργία, μαζί με την μερίδα της Θεοτόκου, τις μερίδες των εννέα Ταγμάτων και την μερίδα του οικείου Επισκόπου. Τους δύο επιπλέον αμνούς ο Ιερέας μετά τον καθαγιασμό, θα τους «εμβαπτίσει» στο Τίμιο Αίμα του Κυρίου μας που βρίσκεται στο Άγιο Ποτήριο, και στην συνέχεια θα τους τοποθετήσει, (θα τους «φυλάξει») στο μικρό Αρτοφόριο ( μεταλλικό συνήθως κουτί, που παραμένει πάνω στην Αγία Τράπεζα, αυτήν την περίοδο), μέχρι την μέρα και ώρα που θα τελεστεί η Προηγιασμένη.”
Αρχιμανδρίτου π. Μιλτιάδου Μίτσελλ