Feed
Άρθρα
Σχόλια

  • Διαβάστε το ποίημα του Jorge Luis Borges για τη φιλία
    ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ
    Δεν μπορώ να σου δώσω λύσεις
    για όλα τα προβλήματα της ζωής σου,
    ούτε έχω απαντήσεις
    για τις αμφιβολίες και τους φόβους σου˙
    όμως μπορώ να σ’ ακούσω
    και να τα μοιραστώ μαζί σου.
    Δεν μπορώ ν’ αλλάξω
    το παρελθόν ή το μέλλον σου.
    Όμως όταν με χρειάζεσαι
    θα είμαι εκεί μαζί σου.
    Δεν μπορώ να αποτρέψω τα παραπατήματα σου.
    Μόνο μπορώ να σου προσφέρω το χέρι μου
    να κρατηθείς και να μη πέσεις.
    Οι χαρές σου, οι θρίαμβοι και οι επιτυχίες σου
    δεν είναι δικές μου.
    Όμως ειλικρινά απολαμβάνω να σε βλέπω ευτυχισμένο.
    Δεν μπορώ να περιορίσω μέσα σε όρια
    αυτά που πρέπει να πραγματοποιήσεις,
    όμως θα σου προσφέρω τον ελεύθερο χώρο
    που χρειάζεσαι για να μεγαλουργήσεις.
    Δεν μπορώ να αποτρέψω τις οδύνες σου
    όταν κάποιες θλίψεις
    σου σκίζουν την καρδιά,
    όμως μπορώ να κλάψω μαζί σου
    και να μαζέψω τα κομμάτια της
    για να την φτιάξουμε ξανά πιο δυνατή.
    Δεν μπορώ να σου πω ποιος είσαι
    ούτε ποιος πρέπει να γίνεις.
    Μόνο μπορώ
    να σ’ αγαπώ όπως είσαι
    και να είμαι φίλος σου.
    Αυτές τις μέρες σκεφτόμουν
    τους φίλους μου και τις φίλες μου,
    δεν ήσουν πάνω
    ή κάτω ή στη μέση.
    Δεν ήσουν πρώτος
    ούτε τελευταίος στη λίστα.
    Δεν ήσουν το νούμερο ένα ούτε το τελευταίο.
    Να κοιμάσαι ευτυχισμένος.
    Να εκπέμπεις αγάπη.
    Να ξέρεις ότι είμαστε εδώ περαστικοί.
    Ας βελτιώσουμε τις σχέσεις με τους άλλους.
    Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες.
    Να ακούμε την καρδιά μας.
    Να εκτιμούμε τη ζωή.
    Πάντως δεν έχω την αξίωση να είμαι
    ο πρώτος, ο δεύτερος ή ο τρίτος
    στη λίστα σου.
    Μου αρκεί που με θέλεις για φίλο.
    Ευχαριστώ που είμαι.

  • Τελικά,το νεαρό τσαγκαρόπουλο,χάρισε τα γοβάκια στην αδελφή του και εκείνη χάρηκε πάρα πολύ.Για την κόρη του δασκάλου,το ξανασκέφτηκε και κατάλαβε ότι δεν θα τον ερωτεύοταν άμα τις χάριζε τα λουστρίνια…Την επόμενη μέρα πήγε στην κόρη του δασκάλου με ένα τριαντάφυλλο στο χέρι για να της πεί ότι την είχε αγαπήσει…!Την βρήκε στη βεράντα του σπιτιού της και πήγε και κάθησε κοντά της και της εξομολογήθηκε τον έρωτα του.Στην αρχή,η κοπέλα,ντράπηκε αλλά κατάλαβε ότι του άρεσε και  το ίδιο και εκείνης.Τελικά, τον επόμενο μήνα,αρραβωνιάστηκαν και συμφώνησαν,να γίνει ο γάμος τους σε δύο εβδομάδες.Αφού παντρεύτηκαν,έκαναν 11 παιδιά, τα οποία ήθελε η αδερφή του να τα προσέχει κάποιες φορές.Επειδή τα αγαπούσε και τα λάτρευε αλλά και γιατί του είχε υποχρέωση,αφού της χάρισε τα κόκκινα λουστρίνια…!


                                                                                     Ελευθερία Σιγάλα Α3












  • Ο Αλφρέ ντε Μυσσέ γεννήθηκε το 1810 στη Γαλλία και πέθανε το 1857. 
    Προικισμένος με σπάνια ωριμότητα από τα πρώτα νεανικά χρόνια του, έγινε δεκτός, ήδη 
    από το 1828, στους κύκλους του Nodier, συνδέθηκε με τον Vigny και τον Sainte-Beuve 
    και απέσπασε κολακευτικά σχόλια για το λογοτεχνικό έργο του. Η συλλογή του “Ιστορίες
     της Ισπανίας και της Ιταλίας” (1830) αποκάλυπτε έναν ορμητικό ρομαντισμό που εκδηλωνόταν 
    με την αναζήτηση ενός φαντασμαγορικού τοπικού χρώματος, με την απεικόνιση βίαιων 
    παθών και με την καλαισθησία ενός αριστοτέχνη της στιχουργικής. Πνεύμα ιδιοφυές και 
    ερωτευμένο με την ελευθερία, αδιάφορο για σχολές και συρμούς, έμελλε να χαρίσει στο γαλλικό 
    θέατρο μερικά από τα αριστουργήματά του, όπως τα “Ένα καπρίτσιο”, “Η βενετσιάνικη νύχτα”,
     “Ένα θέαμα σε πολυθρόνα”. Επιβεβαιώνοντας την ανεξαρτησία του από το νέο ρομαντικό
     πνεύμα, θέλησε να ξαναβρεί την ενδόμυχη και ειλικρινή έμπνευση (“αυτό που χρειάζεται ο
     καλλιτέχνης ή ο ποιητής είναι η συγκίνηση”) και εξέφρασε έμμεσα τον εαυτό του μέσω των ηρώων
     των έργων του (“Τα καπρίτσια της Μαριάννας” – 1833· “Φαντάζιο” – 1834· “Λορεντσάτσιο” – 1834· 
    “Το καντηλέρι” – 1835· “Δεν πρέπει να ορκίζεσαι για τίποτα” – 1838). 
    Το ευμετάβολο των ηρώων του, η πολυπλοκότητα του χαρακτήρα τους, όπου η επιθυμία της 
    αγνότητας και ο πόθος 
    του ιδανικού είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την εγκατάλειψη στη διαφθορά και την απελπισία, καθώς και η αυθαίρετη ανάμειξη των ειδών, σοκάρισαν στην αρχή. Το πρόσωπο αυτό με τη διπλή όψη είναι ο 
    ίδιος ο Μυσσέ και το έργο του είναι η πιο πιστή αντανάκλαση της ενδόμυχης αγωνίας του.
     Έτσι το “Δεν αστειευόμαστε με τον έρωτα” (1834) θυμίζει με τον τίτλο του τον “τρελό έρωτα” 
    του Μυσσέ για τη Γεωργία Σάνδη. Η οδυνηρή αυτή περιπέτεια (1833-1835), που έχει μεταφερθεί 
    στο μυθιστόρημα “Η εξομολόγηση ενός παιδιού του αιώνα” (1836), εμπνέει και το λυρικό ξεχείλισμα 
    που διαποτίζει τα έργα “Νύχτες” (1835-1837), “Γράμμα στον Λαμαρτίνο” (1836), “Ανάμνηση”
     (1841). Από τότε κι ύστερα, ο ποιητής, απογοητευμένος και άρρωστος, θα δώσει 
    αλληλοδιαδόχως διηγήματα (“Ιστορία ενός σπάνιου είδους”) ή ποιητικές φαντασίες
     (“Τρία βήματα από το ρόδινο μάρμαρο”) και έργα πιο πικρά και ταραγμένα 
    (“Η ελπίδα στον Θεό”). Έξοχος στον χειρισμό του πνευματώδους και ειρωνικού παιχνιδιού, 
    ο Μυσσέ ήξερε εξίσου καλά να εκφράζει τα ξεσπάσματα του πάθους ή αυτό που ήταν το 
    εσωτερικό του δράμα: τον πειρασμό της ακολασίας και τη νοσταλγία της αθωότητας 
    που κατοικούν “τη ματωμένη καρδιά του, τη γεμάτη φλόγα και λύπη” (Σαιντ-Μπεβ).
     
    Τίτλοι στη βάση Βιβλιονέτ
    (2003)Δεν παίζουνε με την αγάπη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας
    (2002)Γκαμιανί, Άγρα

    (1995)Δεν παίζουν με τον έρωτα, Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών


  • This article is about the novel. For the 1933 film, see La Maternelle (film).
    La Maternelle titlepage.jpg
    La Maternelle (1904; “The Kindergarten”) is a Prix Goncourt winning novel by French author Léon Frapié. It was adapted to film as La Maternelle (1933). It is a kind of autobiographical novel by proxy since its author used not his own memories, but those of his wife, Leonie Mouillefert, whom he married in 1888. The story is about Rose, an educated girl from a well off family who faces a series of tragic events that leaves her penniless and without a home. She is forced to find work as an attendant at a day-care center in Paris with 150 children of the working class. Despite working below her station she finds herself tenderly caring for them and soon they become very fond of her.[1]

    Contents

      [hide

    [edit]Plot summary

    Rose, a young Parisian woman with full academic training is on the eve of marrying. Suddenly her father fails; she loses her dowry, and her fiance disappears. She tries to get work, but soon finds out that her diplomas are more of a hindrance than a help. They inspire only diffidence in administrative circles. Officials always declare her too good for the position. Starvation threatens, and finally she sets to work deliberately trying to appear unintelligent and rude enough to be hired. Thus she succeeds in securing a position as “femme de service” in the “Maternelle” of the working-class quarter of Menilmontant. A “Maternelle” is a district school for children from two to six years, preparatory to the Primary school. To ease her transition to this new environment and ward off thoughts of despair she decides to keep a diary of her daily experiences. This diary shows her to be an extremely kind-hearted woman and at the same time a keen observer. [1]
    Rose has the lowest tasks in the school: she dusts, sweeps the rooms, lights the fire early in the morning, and she takes care of the children physically, all day round. Although the directress and the two subordinate teachers are her superiors, Rose is the one that comes in closest contact with the children. Rose is the one to whom they go to naturally all the time, as they would to a mother; she washes them when their nose is bleeding, in her arms they find consolation when roughly handled by a schoolmate; in her skirt they hide to find protection against angry and threatening parents. The pupils belong to the working poor, and many of them are so neglected and so miserable in their homes that the school is a better place for them to be. And the school to them is Rose. [1]
    The children include “mouse,” the gentle five-year-old little mother with her brother, her “chickling;” Richard, who cannot imagine that there might exist anything like disinterested kindness and he conceives of every relation between two human beings as a bargain; Adam, the strong and noisy leader of the older boys and a great boaster, the girls who admire him because they are afraid of him. The cat Mistigris, who eats little birds and thereby stirs up the wrath of the children. [1]

    [edit]Analysis

    La Maternelle is a first-person account of destitute children and hunger. While similar to the socialist realism ofEmile Zola (who died just a year before the novel’s publication), it differs as a scathing critique of public education and its values. While Zola saw education as the remedy for almost all ailments and social ills, including poverty and cruelty, Frapié is without pity for the negative traits it taught: resignation, obedience, servility. He perceives public education, far from being the cure-all for ills of the people, as a tool for casting people into a mold of docility.
    The choice of the novel as winner of the Prix Goncourt caused a stir in literary circles, some critics saw the Academie’s choice as an attempt to favor the literary school of Naturalism in the eye of the public which they saw as being outdated.[2]

    [edit]Notes

    1. a b c d Albert Schinz“Acadamie Goncourt and its Laureate Leon Frapie” in The Bookman, Volume 21, page 290. Dodd, Mead and Co., 1905. Note: Public Domain text copied verbatim with editing for modernization and clarity.
    2. ^ Albert Schinz (May 1905). “Is French Literature Going Back to Naturalism?”Modern Language Notes (The Johns Hopkins University Press) 20 (5). Retrieved October 6, 2012.

    [edit]External links







  • Αν όμως μ’ εξημερώσεις, η ζωή μου θα γίνει ηλιόλουστη. Θα αναγνωρίζω το θόρυβο ενός βήματος διαφορετικού απ’ όλα τ’ άλλα. Τα άλλα βήματα θα με κάνουν να κρύβομαι κάτω από τη γη. το δικό σου, σαν μουσική, θα με τραβάει έξω από τη φωλιά μου. Κι έπειτα κοίτα. Βλέπεις εκεί πέρα, τα χωράφια με το στάρι; Τα χωράφια με το στάρι δε μου θυμίζουν τίποτα. Κι αυτό είναι λυπηρό. Όμως εσύ έχεις μαλλιά χρυσαφένια. Θα είναι υπέροχο λοιπόν όταν θα με έχεις εξημερώσει. Το στάρι, που είναι χρυσαφένιο, θα μου θυμίζει εσένα. Και θα μ’ αρέσει ν’ ακούω τον άνεμο μέσα στα στάχυα… Κέρδισα, είπε η αλεπού, το χρώμα του σταριού”

    “Να το μυστικό μου, είπε η αλεπού. Είναι πολύ απλό: Μόνο με την καρδιά βλέπεις καλά. Την ουσία δεν τη βλέπουν τα μάτια. Είναι ο χρόνος που ξόδεψες για το τριαντάφυλλο σου που το κάνει τόσο σημαντικό…”


    Αφιερωμένο στον δικό μου Πρίγκιπα… Αφιερωμένο στα “ευχαριστώ” που σου χρωστώ…

    Αν χωρούσα κι εγώ
    στο μικρό σου πλανήτη
    αν ζητούσες να ‘ρθω
    να μην σ’ έχει η λύπη

    Τον παλιό μου εαυτό
    θα τον άφηνα πίσω
    τον κρυμμένο ουρανό
    της καρδιάς σου να ζήσω

    Στο μακρινό σου το αστέρι
    να μου κρατάς σφιχτά το χέρι
    μικρέ μου πρίγκηπα κοιμήσου
    κι εγώ θα μείνω εδώ μαζί σου

    Αν ζητούσες να ‘ρθω
    στο μικρό σου τ’ αστέρι
    αν μπορούσα να δω
    της ψυχής σου τα μέρη

    Θα νικούσα το εγώ
    που εδώ με κρατάει
    έναν κόσμο να βρω
    και τους δυο να χωράει

    Στο μακρινό σου το αστέρι
    να μου κρατάς σφιχτά το χέρι
    μικρέ μου πρίγκηπα κοιμήσου
    κι εγώ θα μείνω εδώ μαζί σου






    Top Comments

    • mikrosPriggipas
      Είσαι υπεύθυνος για το δικό σου τριαντάφυλλο.. (ποτέ μη το ξεχάσεις)
      ·24
    • alexxmat
      Για όλους τους ανθρώπους τα αστέρια δεν είναι ίδια. Για εκείνους που ταξιδεύουν τ’ αστέρια είναι οδηγοί. Για κάποιους άλλους δεν είναι παρά μικρά φωτάκια. Όμως όλα αυτά τ’ αστέρια σωπαίνουν. Εσύ θα’χεις αστέρια που δεν έχει κανένας… -Τι θες να πεις; – Όταν θα κοιτάζεις τον ουρανό τη νύχτα, αφού εγώ θα μένω σε ένα απ’ αυτά, αφού εγώ θα γελάω σ’ ένα απ’ αυτά, θα είναι λοιπόν για σένα σαν να γελάνε όλα τ΄αστέρια. Εσύ θα έχεις αστέρια που ξέρουν να γελάνε! 9/5/2005..Ματίνα


  • Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

    Le Petit Prince
    Ο Μικρός Πρίγκιπας
    Lepetitprince.jpg

    Ο Μικρός πρίγκιπας, όπως εικονογραφήθηκε από τον Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
    Πρωτότυπη έκδοση
    ΣυγγραφέαςΑντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
    ΕίδοςΦαντασία
    ΕικονογράφησηΑντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
    Επιμέλεια εξώφυλλουΑντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
    ΓλώσσαΓαλλική
    Πρώτη έκδοση1943
    Προηγείται τουLe petit prince retrouvé (1997)
    Ελληνική έκδοση
    ΜεταφραστήςΣτρατής Τσίρκας
    ΕκδότηςΕκδόσεις Ηριδανός
    Σελίδες96
    “Ο Μικρός Πρίγκιπας” είναι βιβλίο του Γάλλου συγγραφέαΑντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ. Αν και θεωρείται παιδικό βιβλίο, απευθύνεται σε όλους. Το θέμα του βιβλίου είναι το εξής: ο αφηγητής πέφτει με το αεροπλάνο του -που έχει πάθει βλάβη- στην έρημο. Εκεί συναντά ένα ασυνήθιστο παιδί (το Μικρό Πρίγκιπα), γνωρίζονται και γίνονται φίλοι. Ο αφηγητής μαθαίνει πολλά από τον καινούργιο του φίλο. Ο καινούργιος του φίλος σιγά-σιγά τού διηγείται την επίσκεψή του σε άλλους πλανήτες, όπου υπάρχουν άνθρωποι ματαιόδοξοι αλλά και κάποιοι (ελάχιστοι) περισσότερο “ανθρώπινοι”. Δεν ξεχνάει ποτέ και με τίποτα τις ερωτήσεις που έχει υποβάλει, ενώ ο ίδιος, αντίθετα, δεν συνηθίζει ν’ απαντάει στις ερωτήσεις των άλλων.
    Μολονότι υποτίθεται ότι είναι παιδικό βιβλίο, ο Μικρός Πρίγκιπας κάνει μερικές βαθυστόχαστες και ιδεαλιστικές παρατηρήσεις σχετικά με τη ζωή και την ανθρώπινη φύση. Η ουσία του βιβλίου περιέχεται στις ατάκες που βγαίνουν από το στόμα της αλεπούς προς τον μικρό Πρίγκιπα: “On ne voit bien qu’avec le cœur. L’essentiel est invisible pour les yeux.” (Δεν βλέπεις καθαρά παρά μόνον με την καρδιά. Το ουσιώδες είναι αόρατο για τα μάτια). Η αλεπού στέλνει και άλλα μηνύματα-κλειδιά, όπως: “Είσαι υπεύθυνος για πάντα, γι’ αυτό που έχεις εξημερώσει” και “Ο χρόνος που πέρασες με το τριαντάφυλλό σου είναι αυτό που το κάνει ξεχωριστό για σένα”.












  • ΤΑ ΔΥΟ ΠΑΙΔΙΑ


    Κωνσταντίνα (το ένα παιδί)


    Ώρα 9 μ.μ. Σε διάστημα μιας ώρας έγιναν όλα όσα θα χρειάζονταν μια βδομάδα για να χωρέσουν άνετα με κανονική εξέλιξη γεγονότων. Συνοπτικά: Σκοτώθηκε ένα νεαρό αγόρι αγνώστων στοιχείων που χαρακτηρίστηκε αμέσως «αναρχικός:». Μ’ αυτή την ονομασία πέρασε από τον τάφο στη δημοσιότητα κι από τη δημοσιότητα στη μνήμη εκείνων που ορκίστηκαν να θυμούνται. Συγκράτησαν έτσι, το γαλάζιο τριμμένο πουκάμισο του με το σκισμένο γιακά. Το καναρινί πουλόβερ του που ήταν δυο νούμερα μεγαλύτερο από το δικό του και έπλεε πάνω του σαν ξένο. Το σχήμα που είχε το στόμα του ήταν ένα σχήμα χαμόγελου, εντελώς παράλογο και ίσως άκαιρο. Τα ματιά του δεν τα είδαν γιατί του τα ‘κλεισε βιαστικά ο απέναντι περιπτεράς. που έτρεξε συγχρόνως με τους πυροβολισμούς και κατάπιε τη φωνή του «ρ… το παιδί», και μόνο αρκέστηκε στη Φράση «πέθανε, να ειδοποιήσουμε τους δικούς του».

    Κάποιος έπιασε τα δάχτυλα τον παιδιού και τα ΄τριψε στις χούφτες του αδέξια, «είναι πεθαμένος» ξαναείπε ο περιπτεράς και κατάπιε την ίδια φράση για δεύτερη φορά. «το φάγατε το παιδί ρ….». Και ο κόσμος που είχε μαζευτεί σε κείνο το σημείο και χάζευε διαλύθηκε βίαια από τα όργανα της τάξεως που είχαν ένα ύφος παράξενο. Κάτι ανάμεσα υπεροχή και επάρκεια.


    ΔΙΟΝΥΣΗΣ (Το άλλο παιδί)


    Ώρα 10. 17 μ.μ. Ακριβώς… Το νέο παιδί τρέχει. Είναι λίγο νεότερο από το πρώτο που αναφέραμε, εκείνο με το φθαρμένο γαλάζιο πουκάμισο και το καναρινί τεράστιο πουλόβερ. Είναι ένα παιδί αμούστακο, παιδί-παιδί, λιγνό και ξανθό και τρέχει. Χώνεται στην ανοιχτή πόρτα μιας πελώριας πολυκατοικίας. Τρέχει. Πίσω του τρέχουν δύο σκιές. Δεν είναι πρόσωπα συγκεκριμένα. Είναι σκιές. Μαύρες ή καφέ. Και τρέχουν.

    Βήμα με βήμα το φτάνουν. Το παιδί χτυπάει πόρτες. Χτυπάει τρελά τις πόρτες. Ξύνει το ξύλο στις πόρτες με τα νύχια του. «Ανοίξτε, για τ’ όνομα του θεού, θα με σκοτώσουν, τους πληρώνουν για να μας σκοτώνουν, ανοίξτε».

    Οι πόρτες είναι κουφές. Οι πόρτες είναι από ξύλο. Είναι από φόβο και στέκουν ακίνητες. Κλειστές.

    Οι πόρτες. Και οι σκιές σκεπάζουν ολότελα το παιδί. Τώρα το παιδί έχει γίνει μόνο μια σκιά μέσα στις άλλες τις δυο τις μεγάλες.

    Μια σκιά πελώρια, μια σκιά με έξι μάτια. Τα δύο πονάνε. Δεν κλαίνε. Πονάνε και αίμα.

    Το κουφάρι σε σχήμα σάκου μισογεμάτου πετιέται στο δρόμο, «παφ» κάνει και η γωνία γεμίζει κόσμο. Κόσμο και ήχους. Ήχους και μάτια. Μάτια και φόβο. Χαλκοκονδύλη γωνία και Γ’ Σεπτεμβρίου.
    Αναρχικός. Ετών 17.

    Επάγγελμα, ανειδίκευτος εργάτης.


    Από το βιβλίο «ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ» της Κωστούλας Μητροπούλου

    Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Ε’ έκδοση, α’ έκδοση 1974, Αθήνα



    • του Δημήτρη Ραβάνη – Ρεντή, από την Συλλογή “Ρεπορτάζ από ένα θερμό Νοέβρη”


    ΕΝΑ ΠΑΙΔΙ ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ
    Ναι, έρχομαι από ΕΚΕΙ.
    Τι μέρα είναι σήμερα;
    Απ’ την Τετάρτη μπήκα μέσα.
    Τι να σας πω;
    Κόσμος πολύς στα κάγκελα, στο δρόμο, στην αυλή,
    στα κάγκελα δεμένα χέρια,
    χέρια, πλακάτ, κεφάλια, όπλα,
    τι να σας πω;
    Και βέβαια είχε αίμα.
    Μήπως έχετε ένα τσιγάρο;
    Τ’ αφήσαμε ΕΚΕΙ τα τσιγάρα,
    πολλά τσιγάρα
    κι ένα ταψί με κριθαράκι που μας έφερε η γριά.
    Μήπως έχετε ένα ηρεμιστικό;
    Ή, καλύτερα, ένα τσιγάρο.
    Μα, ναι… Ήμουνα ΕΚΕΙ.
    Τι να σας πω;
    Δυο χιλιάδες; Τρεις χιλιάδες;
    κι άσε τους έξω…
    Όχι, το αίμα δεν είναι δικό μου.
    Βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ
    απ’ την Τετάρτη… ή την Τρίτη;
    Στα κάγκελα δεμένα χέρια, πρόσωπα, πλακάτ,
    με το φορείο φέραν μια κοπέλα.
    Όχι, δεν ξέρω πόσων χρονών.
    Όχι, δε φαινότανε το πρόσωπό της.
    Όχι, σας λέω, το αίμα δεν είναι δικό μου…
    Τι σας έλεγα; Για την κοπέλα.
    Όχι, δεν ξέρω πώς τη λένε.
    Ναι, ήμουνα ΕΚΕΙ.
    Κανείς δεν ήθελε να φύγει.
    Τα τανκς στεκόντουσαν στην πόρτα,
    έξω απ’ τα κάγκελα,
    όχι, μέσα απ’ τα κάγκελα,
    όχι… έξω…
    Μα, βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ.
    Τι να σας πω;
    Όχι, δεν θέλω επίδεσμο, το αίμα δεν είναι από μένα..,
    Δύο φαντάροι μ’ έκρυψαν σ’ ένα σκουπιδοτενεκέ
    Χέρια δεμένα στις ερπύστριες,
    μάτια, μαλλιά,
    τα μάτια στα κάγκελα,
    ανάμεσα στα κάγκελα…
    Μόνο να ξημερώσει, λέγαμε…
    Και βέβαια, ήμουνα ΕΚΕΙ.
    Πώς να τα πω με τη σειρά;
    Πέρασαν κι άλλοι από δω;
    Κάτι κορίτσια, κάτι αγόρια…
    Και βέβαια είχαμε νεκρούς.
    Τι θα πει «πόσους;»
    Όχι, το αίμα δεν είναι δικό μου,
    δε θέλω επίδεσμο…
    Με συγχωρείτε, πρέπει να πηγαίνω,
    η μάνα μου θ’ ανησυχεί.
    Τι να σας πω;
    Δεν ξέρω…
    Μα ναι…
    ήμουνα ΕΚΕΙ…







  • Αναθηματικό ανάγλυφο με παράσταση της αποστολής του Τριπτόλεμου.
     Αριστερά η Κόρη κρατώντας δάδες,
    ο Τριπτόλεμος στο άρμα του
    και Δήμητρα στα δεξιά με ομάδα ικετών



    Αριστερά η Δήμητρα αποχαιρετά τον Τριπτόλεμο, βασιλιά της Ελευσίνας που θα διδάξει στους ανθρώπους την καλλιέργεια του σιταριού σύμφωνα με τις οδηγίες της. Δεξιά η Κόρη κρατάει δάδα και αποχαιρετά τον Τριπτόλεμο.





    Ερυθρόμορφος πίνακας: Εικονίζονται μύστες προσερχόμενοι στο ιερό. 4ος αι. π.Χ.






  • Ελευσίνια Μυστήρια

    της ΔΗΜΗΤΡΑΣ ΛΙΑΤΣA
    Τα διασημότερα από τα αρχαία μυστήρια ήταν τα Ελευσίνια που τελούντο κάθε τέσσερα χρόνια στην πόλη της Ελευσίνας προς τιμήν της Δήμητρας και της κόρης της Περσεφόνης. Οι μυημένοι φημίζοντο σε ολόκληρο τον ελληνικό κόσμο για την ωραιότητα των φιλοσοφικών τους αντιλήψεων και τα υψήλα κριτήρια ηθίκης που βίωναν στην καθημερινή τους ζωή.
    Εξ αιτίας της υπεροχής τους τα Μυστήρια αυτά διεδώθηκαν στη Ρώμη και την Βρετανία, αλλά αργότερα οι τελετές μύησης υποχώρησαν και στις δυο αυτές χώρες. Τα Ελευσίνια Μυστήρια ιδρύθηκαν από τον Εύμολπο σε χρονολογία που χάνεται στα βάθη της αρχαιότητας αλλά μέσω του Πλατωνικού φιλοσοφικού συστήματος οι αρχές τους διατηρήθηκαν μέχρι τις μέρες μας.
    Οι τελετές της Ελευσίνας με τις μυστηριακές αναπαραστάσεις των πιο πολύτιμων μυστικών της Φύσης, επισκίασαν και σταδιακά απορρόφησαν πολλές μικρότερες φιλοσοφικές σχολές ενσωματώνοντας στο δικό τους σύστημα οποιαδήποτε πολύτιμη πληροφορία κατείχαν.
    Το τελετουργικό των Ελευσινίων ήταν πολύπλοκο και η κατανόησή του απαιτούσε την εις βάθος μελέτη της Ελληνικής Μυθολογίας. Τα Μυστήρια διαιρούντο σε Κατώτερα, (που τελούντο κατά την περίοδο της εαρινής ισημερίας στην πόλη Άγραι) και σε Ανώτερα κατά την φθινοπωρινή ισημερία στην πόλη μας της Ελευσίνος.
    Τα Κατώτερα Μυστήρια
    Hταν αφιερωμένα στην Περσεφόνη, και ο Τόμας Τέϋλορ στο βιβλίο του “Ελευσίνια και Βακχικά μυστήρια” συνοψίζει την πρόθεσή τους:
    “Τα Κατώτερα Μυστήρια δημιουργήθηκαν από τους αρχαίους θεολόγους,τους ιδρυτές τους, για να σημάνουν με αποκρυφιστικό τροπό την κατάσταση της μη εξαγνισμένης ψυχής που έχει ενδυθεί το γήινο σώμα της και έχει περιβληθεί την υλική φύση. Ο μύθος που χρησιμοποιείτο στις τελετές των Κατώτερων Μυστηρίων είναι της απαγωγής της Περσεφόνης της κόρης της Δήμητρος από τον Πλούτωνα τον άρχοντα του Κάτω Κόσμου. Ενώ η Περσεφόνη μάζευε λουλούδια σε ένα υπέροχο λιβάδι, η γη άνοιξε ξαφνικά και ο σκαιός άρχοντας του θάνατου, οδηγώντας το μεγαλοπρεπές άρμα του αναδύθηκε από τα σκοτεινά βάθη και αρπάζοντάς την, οδήγησε τη θέα, που αγωνιζόταν να ξέφυγει από τα χέρια του, στο υπόγειο παλάτι του όπου την ανάγκασε να γινεί σύντροφος του και βασίλισσά του.
    Υπάρχουν πολλές αμφιβολίες εάν πολλοί από τους μυημένους αντιλαμβάνοντο το μυστικό νόημα αυτής της αλληγορίας, αφού οι περισσότεροι από αυτούς πίστευαν ότι αναφερόταν στις διαδοχές των εποχών. Είναι πολύ δύσκολη η απόκτηση ικανοποιητικών πληροφοριών που σχετίζονται μα τα Μυστήρια διότι οι υποψήφιοι δεσμεύοντο με αδιάρρηκτους όρκους να μην αποκαλύψουν ποτέ στους βέβηλους τα μυστικά που τους παρεδίδοντο. Κατά την έναρξη της τελετουργίας μύησεως, ο υποψήφιος πατούσε πάνω στο δέρμα των ζώων που είχαν θυσιαστεί γι’αυτό τον σκοπό και ορκίζονταν ότι ο θάνατος θα σφραγίσει τα χείλη του πριν αποκαλύψει τις ιερές αλήθειες που επρόκειτο να του αποκαλυφθούν.
    Μέσα από έμμεσες διόδους ωστόσο, ορισμένα από τα μυστικά διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Οι διδαχές που παρεδίδοντο στος νεοφώτιστους σε γενικές γραμμές ήταν οι ακόλουθες:
    Η ψυχή του ανθρώπου, που στα Ελευσίνια Μυστήρια συμβολιζόταν από την Περσεφόνη, είναι στην ουσία της πνευματική. Η πνευματική κατοικία της βρίσκεται στους ανώτερους κόσμους, όπου απαλλαγμένη από τα δεσμά της υλικής μορφής και των υλικών αντιλήψεων λέγεται ότι είναι αληθινά ζωντανή και αυτοεκφραζόμενη. Το υλικό σώμα είναι το “σήμα”, ο τάφος της ψυχής, ένα ψεύδες και προσωρινό πλάσμα, η πηγή όλων των θλίψεων. Ο Πλάτων περιγράφει το σώμα ως τον τάφο της ψυχής, εννοώντας με αυτό όχι μόνο την ανθρώπινη μορφή, μα και την ανθρώπινη φύση.
    Η κατήφεια και η αθυμία των Κατώτερων Μυστηρίων αναπαριστούσαν την αγωνία της πνευματικής ψυχής που είναι ανίκανη να εκφράσει τον εαυτό της διότι έχει δεχθεί τους περιορισμούς και τις αυταπάτες του ανθρώπινου περιβάλλοντος. Ο άνθρωπος δεν είναι ούτε καλύτερος ούτε σοφότερος μετά τον θάνατο από ότι στην διάρκεια της ζωής του. Εάν δεν αναδυθεί πάνω από την άγνοια κατά την παραμονή του στη γη, ο άνθρωπος οδηγείται στον αιώνιο θάνατο όπου περιφέρεται για πάντα, κάνοντας τα ίδια λάθη που έκανε και εδώ. Εάν δεν υπερβεί την επιθυμία του για υλικά αποκτήματα εδώ, θα την μεταφέρει στον αόρατο κόσμο,όπου επειδή δεν μπορεί να ικανοποιήσει την επιθυμία, θα συνεχίσει σε ατελείωτη αγωνία. Η “Κόλαση” του Δάντη είναι η συμβολική περιγραφή των βασανιστηρίων, εκείνων που ποτέ δεν ελευθέρωσαν την πνευματική τους φύση από τις αλόγιστες επιθυμίες, τις συνήθειες, τις απόψεις και τους περιορισμούς των Πλουτωνικών προσωπικοτήτων τους. Εκείνων που πότε δεν προσπάθησαν να βελτιώσουν τους εαυτούς τους (και των οποίων οι ψυχές κοιμούνται) κατά την διάρκεια της σωματικής τους ζωής, πέρασαν στον θάνατο του Άδη όπου και κοιμούνται στην αιωνιότητα, όπως κοιμόντουσαν και κατά την διάρκεια της ζωής τους.

    Για τους φιλοσόφους των Ελευσινίων η γέννηση στον φυσικό κόσμο είναι ο θάνατος με την πλήρη σημασία της λέξεως και η μοναδική αληθινή γέννηση είναι αυτή της πνευματικής ψυχής του ανθρώπου που αναδύεται από τον τάφο της σωματικής φύσης. Ο θνητός είναι ένας νεκρός που κοιμάται και αυτό είναι κλειδί για την κατανόηση των Ελευσινίων Μυστηρίων. Ακριβώς όπως ο Νάρκισσος όταν είδε τον εαυτό του στην επιφάνεια του νερού (οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν αυτό το άστατο στοιχείο για να συμβολίσουν την παροδικότητα και το απατηλόν του υλικού σύμπαντος) έχασε τη ζωή του προσπαθώντας ν’αγκαλιάσει μια αντανάκλαση, έτσι και ο άνθρωποςβλέποντας μέσα στον καθρέφτη της Φύσης και δεχόμενος σαν πραγματικό εαυτό του τον “πηλό που βλέπει να αντανακλάται” χάνει την ευκαιρία που του επιτρέπει η σωματική του ζωή να αποκαλύψει τον αόρατο κι αθάνατο εαυτό του. Ένας αρχαίος μύστης είπε κάποτε ότι οι ζωντανοί κυβερνώνται από τους νεκρούς.
    Μόνον οι ειδήμονες των Ελευσινιακών αντιλήψεων ζωής μπορούν να αντιληφθούν το νόημα της φράσης αυτής. Σημαίνει ότι η πλειονότητα των ανθρώπων δεν κυβερνώνται από το ζωντανό τους πνεύμα αλλά από την ανόητη (γι’αυτό είναι νεκρή) κτηνώδη προσωπικότητά τους.
    Η μετεμψύχωση και η μετενσάρκωση συμπεριλαμβάνονταν στις διδαχές των Μυστηρίωναυτών αλλά κατά κάποιον ασυνήθιστο τρόπο. Πιστεύετο ότι κατά τα μεσάνυχτα οι αόρατοι κόσμοι πλησίαζαν τη γήινη σφαίρα και ότι οι ψυχές που αποκτούν υλική ύπαρξη εισέρχονται την ώρα αυτή. Για τον λόγο αυτόν πολλές από τις Ελευσινιακές τελετουργίες ετελούντο κατά τα μεσάνυχτα. Ορισμένα από αυτά τα κοιμώνενα πνεύματα που απέτυχαν να αφυπνίσουν την υψηλή φύση τους κατά την διάρκεια της επίγειας ζωής και που τώρα περιφέρονται στους αόρατους κόσμους περιβεβλημένα το σκόταδι που τα ίδια δημιούργησαν, περιοδικώς ξεγλιστρούν αυτή συγκεκριμένη ώρα και προσλαμβάνουν τι μορφή διαφόρων πλασμάτων.
    Οι μύστες της Ελευσίνας αποδοκίμαζαν την αυτοκτονία εξηγώντας ότι υπάρχει ένα βαθύτερο μυστήριο που αφορά αυτό το έγκλημα για το οποίο δεν τους επιτρεπόταν να μιλήσουν, αλλά προειδοποιούσαν τους μαθήτες τους ότι μια απέραντη θλίψη καταλαμβάνει όλους εκείνους που αφαίρεσαν τις ζωές τους.
    Αυτή ήταν στην ουσία η διδασκαλία που παρεδίδετο στους μυημένους στα Μικρά Μυστήρια. Καθώς ο βαθμός επεικτεινόταν στις δυστυχίες εκείνων που απέτυχαν να χρησιμοποιήσουν με τον καλύτερο τρόπο τις φιλοσοφικές ευκαιρίες που τους παρουσιάστηκαν, οι αίθουσες της μυήσεως ήταν υπόγειες και ο τρόμος του Άδου απεικονίζετο με ζωντάνια σε ένα πολύπλοκο τελετουργικό δράμα. Αφού περνούσαν επιτυχώς μέσα από τα βασανιστικά περάσματα με τις δοκιμασίες και τους κινδύνους τους, οι υποψήφιοι λάμβαναν τον τιμητικό τιτλό του Μύστη, που σημαίνει εκείνον που είδε μέσα από το πέπλο ή είδε ένα σκοτείνο όραμα. Επίσης σημαίνει πως ο υποψήφιος έφτασε μπροστά στο πέπλο το οποίο πρόκειται να σχιστεί στον υψηλότερο βαθμό. Η σύχρονη λέξηΜύστης που αναφέρεται στον ερευνητή της αλήθειας σύμφωνα με τις επιταγές της καρδιάς κατά μήκος της οδού της πίστεως, πιθανώς προέρχεται από αυτήν την αρχαία λέξη, αφού πίστη είναι η αποδοχή ως αλήθεια της πραγματικότητας καταστάσεων που δεν μπορούν να γίνουν ορατές.
    Τα Ανώτερα Μυστήρια
    Στα οποία ο υποψήφιος γινόταν δεκτός μόνον αφού είχε εισαχθεί στα κατώτερα και σε πολλές περιπτώσεις ούτε κι αυτό ήταν αρκετό) ήταν αφιερωμένα στη Δήμητρα, την μητέρα της Περσεφόνης, και την παρουσίαζαν περιπλανώμενη ανά τον κόσμο σε αναζήτηση της απαχθείσας Κόρης. Η Δήμητρα έφερε δυο δαυλούς, την διαίσθηση και την αιτία, αρωγούς στην αναζήτηση του χαμένου της παιδιού, της ψυχής. Επιτέλους βρήκε την Περσεφόνη, όχι μακριά από την Ελευσίνα και δίδαξε στον λαό τον τρόπο καλλιέργειας του σίτου, που από τότε της είναι αφιερωμένος. Ίδρυσε επίσης τα Μυστήρια. Η Δήμητρα ζήτησε από τον Πλούτωνα, τον θεό των ψυχών των νεκρών να επιτρέψει στην Περσεφόνη να επιστρέψει κοντά της. Εκείνος αρνήθηκε στην αρχή γιατί ηΠερσεφόνη έφαγε σπόρους ροδιού κι έτσι έγινε θνητή, δηλαδή γονιμοποιήθηκε σε σώμα θνητό. Στο τέλος όμως συμβιβάστηκε και συμφώνησε να της επιτραπεί να ζει στον ανώτερο κόσμο κατά τα δυο τρίτα της ζωής της και να διαμένει μαζί του το υπόλοιπο ένα τρίτο.
    Οι αμύητοι γνώριζαν ότι η Περσεφόνη ήταν η εκδήλωση της ηλιακής ενέργειας η οποία κατά τους χειμερινούς μήνες ζούσε κάτω από τη γη μαζί με τον Πλούτωνα, αλλά το καλοκαίρι επέστρεφε μαζί με τη θεά της παραγωγικότητας. Ενας μύθος λέει πως τα λουλούδια αγαπούν την Περσεφόνη και κάθε χρόνο όταν εκείνη φεύγει για το σκοτεινό βασίλειο του Πλούτωνα, τα φυτά πεθαίνουν από λύπη. Και ενώ οι βέβηλοι και οι αμύητοι είχαν αυτές τις απόψεις για το συγκεκριμένο θέμα, οι αλήθειες των ελληνικών αλληγοριών παρέμειναν προσεκτικά φυλαγμένες από τους μυημένους που μόνον εκείνοι γνώριζαν το μεγαλείο των σημαντικών αυτών φιλοσοφικών και θρησκευτικών παραλληλισμών.
    Τα Ανώτερα Μυστήρια μιλούν με μυστικό τρόπο και με έξοχα οράματα για την χαρά της ψυχής στη ζωή, αλλά και μετά τον θάνατο, όταν εξαγνιστεί από την μόλυνσή της εξαιτίας της υλικής φύσης και ανέλθει σε μια πραγματικότητα που ανήκει στα διανοητικά οράματα. Ακριβώς όπως τα Κατώτερα Μυστήρια διαπραγματεύοντο την εμβρυακή εποχή του ανθρώπου όταν η συνειδητότητα μέσα σε εννέα μέρες (στους εννέα μήνες της εμβρυακής ζωής που αναπαριστώντο στα Μυστήρια που διαρκούσαν εννέα μέρες) κατήρχετο στο βασίλειο της αυταπάτης και ενεδύετο το πέπλο της αναλήθειας, έτσι τα Ανώτερα Μυστήρια διαπραγματεύοντο τις χαρές της πνευματικής αναγεννήσεως και αποκάλυπταν στους μυημένους όχι μόνο την απλούστερη, αλλά και την πιο άμεση μέθοδο της απελευθέρωσης της ανώτερης φύσεώς τους από τους δεσμούς της υλικής άγνοιας.
    Όπως ο Προμηθέας ο δεμένος στην κορυφή του Καυκάσου, η ανώτερη φύση του ανθρώπου είναι δέμενη στην ανεπαρκή του προσωπικότητα. Οι εννέα ημέρες της μυήσεως συμβόλιζαν ακόμα τις εννέα σφαίρες μέσω των οποίων η ανθρώπινη ψυχή κατέρχεται κατά την διάρκεια της διαδικασίας ανάληψης της γήινης μορφής της. Σύμφωνα με τον Ομηρικό Ύμνο στην Δήμητρα η θεά δεν ανακάλυψε την νέα κατοικία της Κόρης παρά στο τέλος της περιόδου των εννέα ημερών. Αυτό το μέρος της αλληγορίας που αναφέρεται στις δυο περιόδους κατά την διάρκεια των οποίων ηΠερσεφόνη πρέπει να μείνει με τονΠλούτωνα και κατόπιν να μπορεί να επισκέπτεται τον ανώτερο κόσμο, προσφέρει υλικό για σκέψη. Είναι πιθανόν ότι οι Ελευσίνιοισυνειδητοποίησαν ότι η ψυχή εγκαταλείπει το σώμα κατά την διάρκεια του ύπνου, ή τουλάχιστον είναι ικανή να το εγκαταλείπει μετά από ειδική εξάσκηση την οποία αναμφισβήτητα ήταν σε θέση να την παραδώσουν. Έτσι ηΠερσεφόνη παραμένει στο βασίλειο του Πλούτωνα κατά την διάρκεια της αφυπνίσεως αλλά μπορεί να ανέλθει στους πνευματικούς κόσμους κατά τις περιόδους του ύπνου.
    Η ΕΙΣΟΔΟΣ ΣΤΟΝ ΑΔΗ
    Ο μυημένος διδάσκονταν πώς να διαμεσολαβεί ώστε ο Πλούτων να επιτρέπει στηνΠερσεφόνη (την μυημένη ψυχή) να ανέρχεται από το σκοτάδι της υλικής του φύσης στο φως της κατανόησης. Όταν κατ’αυτόν τον τρόπο απελευθερωνόταν από τα δεσμά του πηλού και αποκρυσταλλώνονταν οι αντιλήψεις του, ο μυημένος απελευθερωνόταν όχι μόνο κατά την διάρκεια της ζωής του αλλά για ολόκληρη την αιωνιότητα, αφού ποτέ στο εξής δεν επρόκειτο να αποστερηθεί τις ιδιότητες εκείνες της ψυχής οι οποίες μετά τον θάνατο θα αποτελούσαν τα οχήματα για την εκδήλωση και την έκφραση στον αποκαλούμενο ουράνιο κόσμο. Σε αντίθεση με την αντίληψη του Άδη ως κυβερνήτη του σκότους, οι Θεοί κατοικούσαν στις κορυφές των βουνών με κέντρο τον ΄Ολυμπο, όπου οι δώδεκα θεότητες του Ελληνικού Πανθέου κατοικούσαν μαζί.
    Στις μυητικές περιπλανήσεις του ο νεόφυτος εισήρχετο σε αίθουσες ολοένα και πιο λαμπρές για να εικονογραφηθεί έτσι η άνοδος του πνεύμάτος του από τους κατώτερους κόσμους στο βασιλείο του φωτός. Στο απώτατο σημείο των περιπλανήσεων αυτών εισηρχέτο σε μια αίθουσα στο κέντρο της οποίας βρισκόταν το φωτισμένο άγαλμα της θεάς Δήμητρας. Εκεί και με την παρουσία του ιεροφάντη που περιτριγυριζόταν από ιερείς με λαμπρά ενδύματα, καθοδηγείτο στα υψηλότερα μυστικά των Ελευσινίων Μυστηρίων. Κατά την λήξη της τελέτης αναγορευόταν Επόπτης, λέξη που σημαίνει εκείνον που είδε, που γνώρισε. Για τον λόγο αυτόν μύηση αποκαλείται αυτοψία. Οι Επόπτες παραλάμβαναν ορισμένα ιερά βιβλία πιθανώς κρυπτογραφημένα, μαζί με πέτρινες πλάκες στις οποίες ήταν εγχάρακτες μυστικές οδηγίες.
    Από τα διασωθέντα κείμενα μαθαίνουν πως ένα πλήθος παράξενα και μεταφυσικά φαινόμενα συνόδευαν τις τελετές. Πολλοί μυημένοι ισχυρίζονταν ότι είχαν δει τους ίδιους τους Θεούς. Εάν αυτό ήταν αποτέλεσμα της θρησκευτικής έκστασης ή η συνεργασία των αόρατων δυναμέων με τους ορατούς ιερείς παραμένει μυστήριο. Ο Απουλήϊος στο έργο του “Μεταμορφώσεις” ή “Ο Χρυσός Όνος” περιγράφει κατά πάσα πιθανότητα την μύηση του στα Ελευσίνια Μυστήρια“Άγγιξα τα σύνορα του θάνατου και πατώντας στο κατώφλι του παλατιού της Περσεφόνης επέστρεψα παλεύοντας σε όλα τα στοιχεία. Στο μέσον της νυχτός είδα τον ήλιο να λάμπει με ζωηρό φως έφτασα μπροστά στους Θεούς του Άδου και προσκύνησα από κοντά.”
    Οι γυναίκες και τα παιδιά δεν αποκλείοντο από τα Ελευσίνια Μυστήρια και υπήρξαν χιλιάδες μυημένοι. Όμως οι ανώτερες διδαχές παρεδίδοντο μόνον σε έναν περιορισμένο αριθμό μυημένων οι οποίοι εξ αιτίας της ανώτερης πνευματικότητάς τους, επεδείκνυαν ισχυρή αντιληπτικότητα στις θεμελιώδεις βασικές διδαχές.
    Ο Σωκράτης αρνήθηκε να μυηθεί στα Ελευσίνια Μυστήρια, διότι γνωρίζοντας τις αρχές τους χωρίς να είναι μέλος τους, συνειδητοποίησε ότι η συμμετοχή του θα του σφράγιζε το στόμα. ΤαΜυστήρια βασίζονταν σε σπουδαίες και αιώνιες αλήθειες και αυτό επιβεβαιώνεται από τον σεβασμό που τους απεδίδετο από τους σημαντικούς πνευματικούς ανθρώπους τους αρχαίου κόσμου.
    Τα ενδύματα που έφεραν οι υποψήφιοι προς μύηση διατηρούντο για πολλά χρόνια και πίστευαν ότι κατείχαν σχεδόν ιερές ιδιότητες. Όπως ακριβώς η ψυχή δεν έχει ένδυμα άλλο από τη σοφία και την αρετή, έτσι και οι υποψήφιοι, οι οποίοι ως τότε δεν κατείχαν την αληθινή γνώση, παρουσιάζονταν στα Μυστήρια γυμνοί φέροντας στην αρχή το δέρμα ενός ζώου και κατόπιν ένα ειδικά αφιερωμένο ένδυμα για να συμβολίσουν τις φιλοσοφικές διδαχές που δέχθηκαν από τον μυσταγωγό.
    ΤΟ ΠΗΓΑΔΙ ΤΗΣ ΠΕΣΡΕΦΟΝΗΣ
    Κατά την διάρκεια της μύησης ο υποψήφιος περνούσε μέσα από δυο πύλες. Η πρώτη ήταν κατωφερής, οδηγούσε προς τους κατώτερους κόσμους και συμβόλιζε την γέννησή του στην άγνοια. Η δεύτερη οδηγούσε προς τα άνω σε μια αίθουσα άπλετα φωτισμένη από αόρατες λάμπες και στην οποία βρισκόταν το άγαλμα της Δήμητρας. Η αίθουσα αυτή συμβόλιζε τους ανώτερους κόσμους ή την διαμονή του Φωτός και της Αλήθειας. ΟΣτράβων επιβεβαιώνει ότι ο μεγάλος ναός της Ελευσίνας ήταν χωρητικότητας μεταξύ είκοσι και τριάντα χιλιάδων ατόμων. Η ακόλουθη παράγραφος από τον Πορφύριοπαρουσιάζει με τον πλέον κατάλληλο τρόπο τον Ελευσινιακό συμβολισμό:
    “Ο Θεός είναι μια φωτεινή αρχή, που κατοικεί στο μέσον του λεπτότερου πυρός, παραμένει δια παντός αόρατος για τα μάτια εκείνων που δεν έχουν αναγάγει τους εαυτούς τους πάνω από την υλική ζωή. Υπ’αυτήν την έννοια, η όψη των διάφανων σωμάτων, όπως το κρύσταλλο, το παριανό μάρμαρο ακόμη και το ελεφαντοστούν, φέρνει στο νου την ιδέα του θεϊκού φωτός, όπως η όψη του χρυσού συνδέεται με την ιδέα της αγνότητας αφού ο χρυσός δεν μπορεί να κηλιδωθεί.  Ορισμένοι θεώρησαν πως ένας μαύρος βράχος συμβόλιζε το αόρατον της θεικής ουσίας. Για να εκφραστεί η ανώτατη αιτία, η θεότητα αναπαρίστατο με ανθρώπινη μορφή, και απείρου κάλλους, αφού ο Θεός είναι η πηγή της ωραιότητας, διαφορετικών ηλικιών και συμπεριφορών, καθισμένη ή όρθια του ενός ή του άλλου φύλου, σαν παρθένος ή νεαρός άνδρας, σαν σύζυγος ή σαν νύφη, σημειώνοντας έτσι όλες τις μορφές και τις διαβαθμίσεις. Κάθε λαμπρό πράγμα κατά συνέπεια, απεδίδετο στους Θεούς, η σφαίρα και κάθε σφαιρικό σώμα στο σύμπαν, στον ήλιο και στη σέληνη και μερικές φορές στην Τύχη και στην Ελπίδα. Ο κύκλος και κάθε κυκλικό σχήμα στην αιωνιότητα, στις ουράνιες κινήσεις,στους κύκλους και τις ζώνες του ουρανού. Οι τομές των κύκλων στις φάσεις της σέληνης,οι πυραμίδες και οι οβελίσκοι στην αρχή του πύρος και μέσω αυτού στους Ουράνιους Θεούς. Ο κύλινδρος τη γη, ο φαλλός και το τρίγωνο (σύμβολο της μήτρας) ορίζουν την γονιμότητα.”
    Τα Ελευσίνια Μυστήρια διατηρήθηκαν περισσότερο από όλα τα άλλα Μυστήρια του αρχαίου κόσμου, μέχρι και τον 4ον μ.Χ αιώνα όταν ο Θεοδόσιος (ο επονομαζόμενος Μέγας) εξολόθρευσε βίαια όλους όσους αρνήθηκαν να δεχθούν τον χριστιανισμό.
    Γιάυτή την σπουδαία φιλοσοφική σχολή ο Κικέρων είπε ότι δίδασκε στους ανθρώπους όχι μόνο πώς να ζουν, αλλά και πώς να πεθαίνουν.
    ΔΗΜΗΤΡΑ ΛΙΑΤΣA

« Πιο πρόσφατα Άρθρα - Παλιότερα Άρθρα »

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων