Μια μέρα στο παλιό σχολείο…με αφορμή το απόσπασμα “Νέα Παιδαγωγική” του Ν. Καζαντζάκη

Στις 11 Οκτωβρίου 2019 στο πλαίσιο του μαθήματος της Λογοτεχνίας επισκεφτήκαμε το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, με αφορμή το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου «Νέα Παιδαγωγική» από το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Αναφορά στο Γκρέκο» (1961) του Ν. Καζαντζάκη οι μαθήτριες και οι μαθητές του Α2 μεταφέρθηκαν με βιωματικό τρόπο στο παλιό σχολειό. Κάθισαν στα παλιά ξύλινα θρανία, παρατήρησαν τα αντικείμενα και μια τάξη του «παλιού» σχολείου και μίλησαν για αυτό σχολιάζοντας τα εκθέματα του χώρου (έδρα πάνω στο βάθρο, ξυλόσομπα, τετράδια καλλιγραφίας, σάκα, βέργα, ποδιά κ.λπ). Επίσης, είδαν φωτογραφικά ντοκουμέντα και ανέλαβαν ρόλους…

Στη σχολική τάξη κλείνοντας την ενότητα και στην ερώτηση «Γιατί το σχολείο τότε ήταν διαφορετικό;» Απάντησαν:

-«Γιατί πίστευαν ότι το ξύλο θα βοηθούσε στην πειθαρχία»

….

-«Γιατί υπήρχε φτώχεια»

-«Γιατί  είχαν άλλες αρχές και άλλη νοοτροπία

-«Γιατί ήταν μια άλλη εποχή και ο ρόλος του δασκάλου ήταν διαφορετικός»

Ακριβώς! Άλλες οι ανάγκες, άλλες οι κυρίαρχες νοοτροπίες, οι κυρίαρχοι λόγοι, οι ρητές και οι άρρητες παραδοχές εκείνης της κοινωνίας…

Με «εργαλεία» το κείμενο και την επίσκεψή τους γράφουν:

 

«Μια μέρα στο παλιό σχολείο….

θα αφήσετε την φαντασία σας ελεύθερη και με βάση τα όσα είδατε και διαβάσατε θα αφηγηθείτε μια μέρα στο παλιό σχολείο… ως συμμαθητές του Ν. Καζαντζάκη»

 

Σήμερα είναι Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 1900. Ο ήλιος μόλις ανέτειλε και μια ηλιαχτίδα του με ξύπνησε ευχάριστα. Φόρεσα την ποδιά μου και το σκισμένο παλτό μου , έπιασα όσο καλύτερα μπορούσα ψηλά τα μαλλιά μου και κίνησα για το σχολείο κρατώντας ένα βαρύ κούτσουρο.

Τα γυμνά πόδια μου είχαν παγώσει από τον αδίστακτο χειμωνιάτικο άνεμο που φυσούσε με ορμή. Στο δρόμο συνάντησα τη Λενιώ, μια απ’ τις καλύτερες μαθήτριες της τάξης. Εκείνη φορούσε ολόλευκα σαν το χιόνι παπούτσια κι ένα καλοραμμένο παλτό, προσέχοντας την εμφάνισή της, ως κόρη του Δημάρχου. Ζήλεψα, θαρρώ να πω. Στο δρόμο συζητούσαμε για τη γιορτή του κατηχητικού σχολείου, που ήταν το ερχόμενο Σάββατο.

Πριν φτάσουμε στο σχολείο, που έμοιαζε με ερείπιο έτοιμο να καταρρεύσει, έπρεπε να είμαστε καθαρές πριν μπούμε στην τάξη. Μετά από πέντε λεπτά περίπου, ακούσαμε το δάσκαλο να πλησιάζει στην αίθουσα με βροντερά βήματα. Καθώς μπήκε μέσα κρατώντας την δερμάτινη τσάντα του και τον βούρδουλα, όλοι σηκωθήκαμε αμέσως όρθιοι, δείχνοντας σεβασμό. Εκείνος μας καλημέρισε με βαριά φωνή και κάθισε στην έδρα του, η οποία ήταν πιο ψηλά απ’ τους μαθητές για να δείχνει ανωτερότητα και κοίταξε τα χαρτιά του. Έπειτα από λίγο σηκώθηκε και έλεγξε προσεκτικά, τα νύχια και τ’ αυτιά μας. Ο Κώστας φαίνεται πως ξέχασε να καθαρίσει τα νύχια του, γι’ αυτό ο δάσκαλος τον διέταξε ν’ ανοίξει τα χέρια του και μετά άρχισε να τον δέρνει με τον βούρδουλα. Τα χέρια του Κώστα κοκκίνισαν από τη δύναμη του δασκάλου δέρνοντάς τον. Κατόπιν ο κ. Ευαγγέλου πλησίασε προς τη σόμπα για να ζεσταθεί από το βαρύ κρύο του χειμώνα.

Ένα από τα μαθήματα που θεωρούσε ο δάσκαλος σημαντικό, ήταν η ανάγνωση. Σήμερα, διαβάσαμε ένα ποίημα του Ρήγα Φεραίου. Ο καθένας διάβαζε από τρεις στίχους. Ευτυχώς ήμουν από τα λίγα παιδιά που διάβασαν άριστα, γι’ αυτό ο δάσκαλος μου επέτρεψε να ζεσταθώ κοντά στη σόμπα μαζί με τη Λουκία και τον Γιάννη. Αφού ελέγξαμε τις ασκήσεις των μαθηματικών ο κύριος Ευαγγέλου άρχισε να γράφει με την κιμωλία στον μαυροπίνακα λέξεις για να συλλαβίσουμε. Η Μαρία δεν ήταν διαβασμένη στο μάθημα της ημέρας, με αποτέλεσμα να βρεθεί γονατιστή πάνω στα σκληρά καρυδότσουφλα. Όταν σηκώθηκε για να επιστέψει στη θέση της τα πόδια της ήταν πληγωμένα και ματωμένα.

Έτσι κύλησε άλλη μια μέρα με ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα στο σχολείο. Στο γυρισμό οι σκέψεις της μέρας γίνονταν εικόνες, περνώντας διαδοχικά μπροστά απ’ τα μάτια μου. Οι εικόνες όμως γρήγορα διαλύθηκαν και τη θέση τους πήραν τα παιχνίδια και οι ανέμελες φωνές απ’ τα μικρά αδέρφια μου που έπαιζαν στην αυλή.

Μαρίλια Κ.  Α2

 

Σήμερα όταν μπήκα στην τάξη ο δάσκαλος με κοιτούσε με ένα άγριο βλέμμα. Κάθισα στη θέση μου και άρχισε να κοιτάζει τα νύχια, τα αυτιά και τα παπούτσια των συμμαθητών μου. Έφτασε η σειρά μου, κοίταξε τα νύχια και μου είπε: Γιατί είναι βρόμικα τα νύχια σου; Σήκω και κάτσε στα καρυδότσουφλα.

Η αλήθεια είναι πως τα νύχια μου ήταν λίγο βρόμικα γιατί το πρωί κουβάλησα το κούτσουρο και λερώθηκαν. Κανένας δεν έκατσε δίπλα στην φωτιά. Ένα αγόρι έφαγε ξύλο με την βέργα που είχε δεκαοχτώ κόμπους. Στο μάθημα της καλλιγραφίας η Ρινιώ έσπασε την πένα της και με γέμισε μελάνι.

Μετά το σχολείο πήγα στον φούρνο, ο δάσκαλος ήταν εκεί, με κοίταξε και μου είπε να γράψω εκατό φορές: «Θα φοράω την στολή μου πάντα και παντού.» Όταν έφτασα σπίτι έγραψα την τιμωρία, έκανα τα μαθηματικά, τη γλώσσα, την καλλιγραφία και τη μουσική. Μετά έφτιαξα την τσάντα μου, ετοίμασα το κούτσουρο, πλύθηκα και κοιμήθηκα.

Εύη Κ Α΄2

Πρωί-πρωί ξεκίνησα για το σκολειό με την σάκα μου, την καθαρή ποδιά μου και τα χτενισμένα, στολισμένα με κορδέλες μαλλάκια μου.

Μπαίνοντας μες την τάξη, καθίσαμε κάτω και περιμέναμε τον δάσκαλο. Μπήκε μέσα στην τάξη με φόρα:

-Καλημέρα παιδιά.

Σηκωθήκαμε απάνω.

-Καλημέρα κυρ δάσκαλε.

Έκατσε στην έδρα του και άνοιξε το βιβλίο του:

-Ζωίδου,  για θύμισέ μας που είχαμε σταματήσει.

Πάγωσα. Δεν είχα προλάβει να διαβάσω την προηγούμενη ημέρα.

-Εμμ… είχαμε πει για…

Σηκώθηκε πάνω και με ρώτησε:

-Ζωίδου παιδί μου, έχεις διαβάσει για σήμερα;

Με κοίταξε με ένα άγριο βλέμμα.

-Έλα εδώ παιδί μου, μου είπε.

Στάθηκα όρθια και προχώρησα αργά-αργά προς το μέρος του. Άνοιξε το ντουλάπι και έβγαλε ένα ξύλο με καρυδότσουφλα:

-Κάτσε κάτω με τα γόνατα, και μη βγάλεις άχνα! Να μάθεις άλλη φορά να έρχεσαι διαβασμένη!

Τα μικρά μου γόνατα ματώσανε.

Την επόμενη ώρα είχαμε Μαθηματικά. Τον καημένο τον Νίκο, έδεσε κόμπο την καρδιά του και σήκωσε το δάχτυλο:

-Που είναι, κυρ δάσκαλε, η Νέα Παιδαγωγική; Γιατί δεν έρχεται  στο σκολειό;

Η Νέα Παιδαγωγική, μας είχε έρθει από την Αθήνα. Θαρρούσαμε πως θα ‘ταν καμιά νέα γυναίκα και την λέγανε Παιδαγωγική.

Τινάχτηκε από την έδρα και ξεκρέμασε από τον τοίχο τον βούρδουλα. Άρχισε να του ρίχνει ξυλιές. Κάποια στιγμή ίδρωσε και σταμάτησε.

-Να η νέα Παιδαγωγική, είπε, και άλλη φορά σκασμός! Πολύ θράσος έχετε σήμερα!

Είπε και ξεφύσησε.

Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναπήγα αδιάβαστη στο σκολειό ποτέ.

Ελένη Ζ.  Α’2

Μια μέρα στο σχολείο… δεν ξέρω με τι να ξεκινήσω. Είναι τόσα αυτά που θέλω να πω…

Έβλεπα καθημερινά από το σπίτι μου μέχρι και στο σχολείο βέργες και βούρδουλες. Έβρισκα τρόπους να τα αποφεύγω, αλλά δεν πετύχαιναν κάθε φορά. Ας ξεκινήσουμε με το δάσκαλο της πρώτης Δημοτικού. Ήταν σαν ένας καουμπόης με καπέλο καφέ κάθε φορά. Ξέρετε αυτά που καλύπτουν γύρω – γύρω το κεφάλι. Τέλος πάντων! Αυτός, ο κύριος Σφακιανάκης ήταν πολύ αυστηρός. Μας έλεγε να έχουμε ξυρισμένο το κεφάλι, καθαρά νύχια και αυτιά, αλλιώς, ξύλο με το βούρδουλα.

Τους Χειμώνες, ειδικά όταν χιόνιζε, αν ήσουν αδιάβαστος, σε έβγαζε έξω για 3 με 4 λεπτά, μετά σε έβαζε μέσα και τις έτρωγες! Ξέρετε, πάλι, ότι όταν είσαι κρύος, εκεί να σε δω, αν πονάει, δεν το συζητώ. Αυτό εγώ το είχα πάθει πολλές φορές.

Τέλος, όταν είχες κάνει κάτι πολύ άσχημο, όπως να του πετάξεις ή να φας το κολατσιό του, σε έβαζε με τα γόνατα σε μία πλάκα ξύλου με κολλημένα καρυδότσουφλα πάνω της! Τότε ξέρεις ότι έχεις ματώσει, το νιώθεις από πριν. Δεν γνωρίζω πως πέρασαν αυτά τα χρόνια!

Βασίλης Θ. Α2

Σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα για μένα και για τους συμμαθητές μου. Το πρωί έβαλα το πηλήκιο και το σακάκι μου,  πήρα την σάκα μου και πήγα στο σχολείο. Μέσα στην αίθουσα υπήρχαν τρείς τάξεις, η Α΄, η Β’, η Δ’. Τα θρανία ήταν ξύλινα και καθόμασταν τρία –τρία  παιδιά. Καθόμουν με τον Καζαντζάκη και τον Παπαθανασίου. Ο δάσκαλος με κοίταξε και μου είπε να σηκωθώ να πω το μάθημα της Γεωγραφίας. Δεν έφτανα στον χάρτη γιατί ήμουν πολύ μικροκαμωμένος και έτσι έλεγα προφορικά το μάθημα. Μάλιστα επειδή δεν είχα διαβάσει καλά ο δάσκαλος με έβαλε να κάτσω πολύ μακριά από την σόμπα. Πιστεύω πως σήμερα την γλύτωσα ακόμα, διότι ούτε στα καρυδότσουφλα γονάτισα ούτε έφαγα πολύ ξύλο.

  Άννα Κ.  Α’2

 

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 1890

Αγαπητό ημερολόγιο,

Μόλις γύρισα από το δημοτικό σχολείο. Είναι η μέρα του αγιασμού και η έναρξη της σχολικής χρονιάς .Πρωί πρωί οι φίλοι μου κι εγώ συγκεντρωθήκαμε για άλλη μια φορά κάτω από το σπίτι μου και ξεκινήσαμε για το σχολείο. ‘Ημασταν πολύ ενθουσιασμένοι για την αρχή της τελευταίας μας σχολικής χρονιάς στο δημοτικό. Ελπίζαμε πως θα είχαμε έναν/μία επιεική και ευγενικό-ή δάσκαλο/δασκάλα.

Όταν φτάσαμε στο σχολείο, συγκεντρωθήκαμε στο προαύλιο σε σειρές, αμίλητοι, ώσπου ξεκίνησε ο αγιασμός. Ενώ ο παπάς μας ράντιζε με αγιασμό κρατώντας ένα κλαδί βασιλικού και τον σταυρό, τα μάτια μας ήταν στραμμένα στον καινούριο δάσκαλο. Ήταν ψηλός, γύρω στα 50, φορούσε γυαλιά και φαινόταν πολύ αυστηρός και σοβαρός. Κρατούσε έναν καφέ, δερμάτινο χαρτοφύλακα και μια μεγάλη βέργα και τη χτυπούσε απειλητικά στον αέρα όταν άκουγε φασαρία.

Μακάρι να μην είναι ο δάσκαλός μας γιατί αν είναι, είμαι σίγουρος πως θα φάω το περισσότερο ξύλο!

Βασίλης Κ. Α2

Μια μέρα στο παλιό σχολείο. Σηκώθηκα πρωί – πρωί και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να μην ξεχάσω το κούτσουρο. Έτρεξα έξω και πήρα στα χέρια μου ένα κούτσουρο και μπήκα στο σπίτι για να πιω το γάλα μου και να ντυθώ. Αφού το ήπια ντύθηκα με τα χιλιομπαλωμένα αλλά καθαρά ρούχα μου. Πού να πας στο σχολείο με βρόμικα ρούχα και νύχια. Ο δάσκαλος μας έλεγχε κάθε μέρα. Έτσι και σήμερα μόλις μπήκαμε κοίταξε τα ρούχα και τα νύχια μας. Δυστυχώς ο Νίκος δεν είχε κόψει τα νύχια του. Ο δάσκαλος πήρε την βίτσα από την έδρα και άρχισε να του χτυπάει τα χέρια. Λυπήθηκα πάρα πολύ, τα μάτια του βούρκωσαν αλλά δεν έβγαλε μιλιά. Στο διάλειμμα τον ρώτησα αν πονάει, λες και δεν ήξερα. Εκείνος χαμογέλασε και μου είπε δεν πειράζει, ας κοιτάξουμε να φτιάξουμε κάτι….

Γιώργος Κ. Α2

Σήμερα ημέρα Τρίτη και ώρα 6 και 30 προ μεσημβρίας η μητέρα μου έρχεται να με σηκώσει για να πάω στο σχολείο.

Παίρνω ένα λιτό πρωινό, φοράω την ποδιά μου, η μητέρα μου, μου βάζει το πηλήκιο και παίρνω τη σάκα μου για να φύγω δίχως παλτό, δίχως παπούτσια.

Το κρύο ανυπόφορο και καθώς φτάνω στο σχολείο βλέπω τα άλλα παιδιά να κρατάνε από ένα ξύλο για την ξυλόσομπα και εγώ για δεύτερη μέρα πάω με άδεια χέρια. Στο χώρο του προαυλίου είναι μαζεμένα τα υπόλοιπα παιδιά και πάω και εγώ να δω τι κάνουν. Λίγο αργότερα το κουδούνι χτυπά και μαζευόμαστε για να κάνουμε την καθιερωμένη προσευχή.

Στη συνέχεια, έρχεται ο δάσκαλος και κατευθυνόμαστε στην τάξη. Με το που μπαίνουμε στην τάξη και ενώ έχουμε κάτσει ήδη στα ξύλινα θρανία ο δάσκαλος μας ζητάει τα κούτσουρα. Από την τάξη μας έχουν φέρει μόνο τα σαράντα από τα εξήντα παιδιά. Για αυτό το λόγο, αρχίζει και φωνάζει, ενώ σε εμάς που δεν είχαμε φέρει περνάει και μας ρίχνει μια με την βίτσα στα χέρια. Ένιωσα ταπείνωση και έσκυψα το κεφάλι. Αμέσως μετά, παρατηρεί αν φοράμε όλοι την ποδιά μας, βλέπει αν φοράμε το πηλήκιό μας και αν τα νύχια και τα παπούτσια μας είναι καθαρά. Μας λέει να βγάλουμε την αριθμητική και όσοι δεν την είχαν τους έβαλε τιμωρία, το ίδιο και με τη γλώσσα. Όρθιοι με το ένα πόδι στον τοίχο κάνοντας τον πελαργό. Την επόμενη ώρα έχουμε γυμναστική και για αυτό πήγαμε να βάλουμε τις φόρμες της γυμναστικής. Εγώ όμως, τις είχα ξεχάσει. Όταν με βλέπει ο γυμναστής με ρωτάει <<Γιατί δε φοράς τις φόρμες σου;>> και εγώ του απαντώ πως τις έχω ξεχάσει, ενώ στην πραγματικότητα η μητέρα μου είχε ξεχάσει να τις πλύνει και δεν είχα δεύτερο ζευγάρι. Με βάζει πάνω σε κάτι καρυδότσουφλα να ακουμπούν τα ήδη γδαρμένα γόνατά μου. Τι ντροπή νιώθω μέσα μου! Αλλά πλέον είναι αργά, το πάτωμα έχει ήδη αρχίσει να πλημμυρίζει με αίματα. Τέλος, περνάμε στο συσσίτιο για να φάμε τον καθιερωμένο χυλό και ύστερα πηγαίνουμε στα σπίτια μας.

Πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα καθώς δεν υπάρχει φαγητό για να φάω. Φτιάχνω τη σάκα μου και πλέον πηγαίνω στο κρεβάτι παρόλο που είναι ακόμα νωρίς 19:00 η ώρα, για να πάω την άλλη μέρα ξεκούραστη στο σχολείο.

Ελένη Κ. Α 2

 

Οι δάσκαλοι στο παλιό σχολειό ήταν αυστηροί, αυταρχικοί και ασκούσαν βία προς τους μαθητές. Την απόλυτη εξουσία μέσα στην τάξη την είχε ο δάσκαλος, ενώ αντίθετα οι μαθητές δεν είχαν λόγο για τίποτα. Τα παιδιά στο διάλειμμα δεν μπορούσαν να παίξουν τα παιχνίδια που τους άρεσαν. Ήταν κάτι απαγορευμένο από τους δασκάλους οι οποίοι δεν ήθελαν να ακούν τις φωνές των παιδιών.

Μια μέρα λοιπόν ο Καζαντζάκης με τους φίλους του αποφασίσανε να φέρουνε κρυφά στο σχολειό βόλους. Παρά το γεγονός ότι οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί οι μαθητές δεν έχαναν ποτέ την παιδικότητα τους και την όρεξη τους για παιχνίδι. Στο πρώτο διάλειμμα μπήκαν κρυφά στην αποθήκη του σχολείου για να παίξουν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Παίζοντας λοιπόν αφαιρέθηκαν πολύ από το παιχνίδι και δεν άκουσαν ποτέ το χτύπημα του κουδουνιού από τον δάσκαλο. Ο δάσκαλος μέσα στην τάξη κατάλαβε πως έλειπαν 5 παιδιά. Άρχισε σαν τρελός να τα ψάχνει παντού μέχρι που τα βρήκε στην αποθήκη. Οι φωνές του ακούστηκαν σε όλο το σχολειό.Έ πειτα τους πήγε στον διευθυντή όπου τους επιβλήθηκε ως αυστηρή τιμωρία ,10 βεργιές και να γράψουν 200 φορές “δεν θα ξανά αργήσω στην τάξη όταν χτυπήσει το κουδούνι” Σίγουρα δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτήν την τιμωρία!

Μάνος Κ.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η διεύθυνση του email σας δεν θα δημοσιευθεί.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση