Γενικό    Λύκειο    Τυχερού

Τα τραγούδια και οι στίχοι

 

 

ΕΝΟΤΗΤΑ Α΄O ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ( 01:38΄Νίκος Ξυλούρης )
ΠΟΙΗΤΗΣ
1 Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, 5
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
σ’ μιά Κόρη κ’ έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα’ ομάδι
σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. 10
Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
ας έρθει για ν’ αφουκραστεί ό,τ’ είν’ εδώ γραμμένα·
  ΡΙΖΕΣ( 04:40΄Νίκος Ξυλούρης )
ΠΟΙΗΤΗΣ2 Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν, 20
τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,
κ’ εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις, 25
και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης,
Pήγας μεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
μ’ άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη.
Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ’ άλλους,
Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ’ εσυντροφιάστη ομάδι
με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]’βρισκε ψεγάδι.
Aρτέμη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη, 35
άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη..
Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι, 45
για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι.
Περνούν οι χρόνοι κ’ οι καιροί, κ’ η Pήγισσα εγαστρώθη,
κι ο Pήγας απ’ το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη.
Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που’φεξεν το Παλάτι,
αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει.
Kαι τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα, 61
οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
M’ απ’ όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ’ όνομά του·
Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.
  Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ( 03:15΄Νίκος Ξυλούρης )
Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα’,
ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα·
κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τ’ ’στρη εγεννήσαν,
μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν.Θέλει σ’ εκείνο τον καιρό το πρικορίζικό του
κι αγάπη για την Αρετή βάνει στο λογισμό του.
Κ’ ίντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μια καρδιά π’ ορίζει,
σαν τη νικήσει ουδέ καλό, ουδέ κακό γνωρίζει.…………………………………………………………………….…………………………………………………………………….

  • Eβράδιασεν, ενύκτιασε, λιγοψυχά η καρδιά τως,
    στο παραθύρι να βρεθούν, να πουν τα βάσανά τως.

Ήφταξε το μεσάνυκτον, η ώρα που ανιμέναν,
στον τόπον ευρεθήκασι, που κάθε νύκτα επηαίναν.        1350

Mιάν ώρα εκλάψασιν ομπρός δριμιά κ’ ελουχτουκήσαν,
κι απόκει μ’ αναστεναμούς τα Πάθη τως αρχίσαν.

  ΤΟ ΛΑΓΟΥΤΟ (4: 12΄ Μίλτος Πασχαλίδης)
ΠΟΙΗΤΗΣΉπαψεν η ξεφάντωση, εβράδιασεν η ώρα,και καθενείς στο σπίτι του επήγαινε στη Xώρα.
O Pήγας βάνει λογισμόν, πολλά βαθιά το βάνει,
ίντά’ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη.
Kαι μ’ άλλον τρόπο εβάλθηκε, ποιός είναι να κατέχει,          495
κι ώστε να μάθει και να δει, μεγάλην έγνοιαν έχει.
Kαι κράζει, μιάν αργατινή, δέκα από την Aυλή του,
οπού τσ’ επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορμί του.PHΓAΣΛέγει τως· “Πιάστε τ’ άρματα χωστά, και μη μιλείτε,
κι αμέτε σε παραχωστό κρουφά, και φυλαχτείτε.          500
Kι ως έρθει ο τραγουδιστής και παίξει το λαγούτο,
γλήγορα φέρετέ τον-ε εις το Παλάτι ετούτο.” 

ΠOIHTHΣ
Kινούν, και πάσιν το ζιμιό κ’ οι δέκα αρματωμένοι.
Kαθένας τον τραγουδιστήν ήστεκεν κι ανιμένει.
Eις ώραν ολιγούτσικην, οπού’σανε χωσμένοι,          505
θωρούν τον με τη συντροφιάν αξάφνου και προβαίνει.
Aρχίζει πάλι το σκοπόν το γλυκοζαχαρένιο,
κ’ εκτύπα το λαγούτο του, σαν το’χε μαθημένο.
H γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι,
και το μεσάνυκτο περνά, το φως τσ’ αυγής σιμώνει.          510

Tότες, από το χάλασμα εβγαίνουν οι αντρειωμένοι,
κι ως τσ’ είδεν ο Pωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει·
και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια,
να μην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια.

 Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (2:46΄ – Σταυρακάκης)
ΠOIHTHΣ
Γρικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τά κάνει.Eις-ε θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τσι βάνει·          530
πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·
μαθαίνει τσι να πολεμού’ σ’ τση νύκτας το σκοτίδι·
κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο, ερωτάρη,
κάνει και τον ανήμπορον, άντρα και παλικάρι,
το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμον τον οκνιάρη,          535
κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.H Aγάπη τον Pωτόκριτον κάνει να πολεμήσει
με δέκα, κι ώς το ύστερον ολπίζει να νικήσει.Πολλά μεγάλη δύναμη πολλά μεγάλη χάρηέχει το ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι,

βαστά κουρφά ψιλή μαγνιά τα μάτια μας κουκλώνει

και το κακό που μελετά δε μας το φανερώνει

την ίσα στράτα δε πατεί μα τη στραβή γυρεύγει

φαρμακεμένες μαγεριές πάντα μας μαγερεύγει,

άλλοι άξοι φρονιμότατοι που ‘χαν καιρού θεμέλιο

του έρωντα γενήκασι παιγνίδι ντου και γέλιο…

ΕΝΟΤΗΤΑ Β΄  Η ΤΖΟΓΙΑ – (14:59΄σύνθ. Ν.Ξυδάκης, ερμ. Α. Ιωαννίδης)
ΠOIHTHΣ
75Mέσα σε τούτον τον καιρόν ήρθεν εκείνη η ώρα,
να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν’ αναγαλλιάσει η Xώρα,
να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν,
να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού’ όσοι πέσουν.AΦΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΗΣ MΥΤΙΛΗΝΗΣ
O πρώτος οπού μ’ Aφεντιές ήρθε την ώρα εκείνη,
ήτονε τ’ Aφεντόπουλον από τη Mυτιλήνη.
Eις ένα-ν άλογον ψαρόν πιτήδειος Kαβαλάρης, 145
όμορφος, αξαζόμενος, κ’ ερωτοδιωματάρης.
Tα ρούχα οπού σκεπάζασι ‘ποπάνω τ’ άρματά του,
μπλάβα με τ’ άστρα τα χρουσά [ήσα’ για] φορεσά του.AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ MΟΘΩΝΗΣΠάλι ξοπίσω του αυτουνού επρόβαλε κοντάρι,
κι άλογο κόκκινο, ψηλό, μ’ όμορφο Καβαλάρη.
Τ’ όνομά του ελέγασι Φιλάρετον οι άλλοι,
είχεν αντρειά και δύναμι, και πλουμισμένα κάλλη.
Τούτ’ ήταν τ’ Αρχοντόπουλο που όριζε τη Μοθώνη,
πάντά `χει λογισμούς τιμής, πάντα ψηλά ξαμώνει.
Ήτονε χρυσοκόκκινη η φορεσά οπού εφόρει,
χάρισμα του την ήκαμε μια πλουμισμένη κόρη.
Στην κεφαλή του η σγουραφιά, που ηθέλησε να βάλει,
ήδειχνε πως μαραίνεται για μιας νεράιδας κάλλη. 

AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ MΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Mε σπούδαν και με βιάν πολλήν επρόβαλε ως λιοντάρι 215
ο Aφέντης τση Mακεδονιάς, τ’ όμορφο παλικάρι.
Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ το λέγαν Nικοστράτη,
η φορεσά του ήτο χρουσή, όλο καρδιές γεμάτη.
Ήτονε εικοσιενούς χρονού, όμορφος κοπελιάρης,
πολλά μεγάλης δύναμης, πολλά μεγάλης χάρης.

Tραγουδιστής, ξεφαντωτής, και νυκτογυρισμένος,
στου Πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος. 220

AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣ

Ωσά φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
εις Καβαλάρης, κι ήρχετο την Τζόγια να κερδέσει,
σ’ ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο,
πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.
Ήτονε δίχως φορεσά, κι εβγήκε από’να σπήλιο,
ντυμένος άρματα χρουσά που λάμπα’ σαν τον Ήλιο.
Τούοτ το σπήλιον ήκαμε με τάβλες και με τράβες,
με σγουραφιές τριώ’ λογιών, πράσινες, μαύρες, μπλάβες.
Το μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σαν δάση,
το μπλάβο, πέτρες χάλαβρο, που μπόρειε να γελάσει

 

Ο ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΟΥΝΙΑΣ

Πάντ’ έδειχνε τον άπονο, πάντα τον μανισμένο,
μιά πιθαμή επερίσευγε τον πλιά μακρύ αντρειωμένο.
Είχε κι αυτός στην κεφαλή Νησί σγουραφισμένο,
κι ήτο στη μέση του γιαλού βαθιά θεμελιωμένο‧

ΡΗΓΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Κυπρίδημος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν,
όλα του τα καμώματα από μακρά εμυρίζαν.
Με μια βροντή και μια αστραπή με τέχνη καμωμένη,
από ένα νέφαλο θολόν εις Καβαλάρης βγαίνει.
Ετούτος είναι π’ όριζε τση Σκλαβουνιάς τους τόπους,
ποτέ η αντρειά του δεν ψηφά ουδέ θεριά, ουδ’ ανθρώπους.
Αυτός δεν είχε φορεσά, και τ’ άρματά του λάμπου `,
κι ήσα’ γεμάτα ανθούς δεντρών και λούλουδα του κάμπου.
Την ώρα κείνη από μακρά πολλή λαλιά γρικούσι
πολλών αρμάτων ταραχή, φαριά χιλιμιντρούσι.
Κ’ ήτονε το Ρηγόπουλο της Κύπρος, ο πετρίτης,
κι ήλαμπε ως λάμπει ο Αυγερινός κι ως φέγγει ο Αποσπερίτης
Στην περικεφαλαίαν του ήτο σγουραφισμένο
Αμάξι, κι εκωλόσυρνε τον Έρωτα δεμένο.

Στης κεφαλής τη σγουραφιά τουνού του διωματάρη,
ήτονε μέσα στη φωτιά καημένο ένα Ψυχάρι.
Κ’ είχε με γράμματα αργυρά και παραχρυσωμένα,
εις τρόπο κατασκεπαστό, τα Πάθη του γραμμένα‧
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος,
στο ύστερον ο Ρωτόκριτος ήσωσεν ασπροφόρος,
σ’ ένα φαρί ν ολόμαυρο, το `να του πόδι είν’ άσπρο,
και μέσα σ’ όλους ήλαμπεν ωσάν τσ’ ημέρας τ’ άστρο.
Όλοι εσταθήκα’ να θωρούν έτοιο κορμί αξιωμένο,
νέον, καβαλάρην όμορφον, αϊτό σγουραφισμένο.
Άσπρη, φαντή, χρουσάργυρη ήτονε η φορεσά του,
και με μεγάλη μαστοριά σκεπάζει τ’ άρματά του‧
και μ’ έτοια τέχνη η φορεσά, και μαστοριάν εγίνη,
που εφαίνουνταν και τ’ άρματα, κι εφαίνουντον κι εκείνη.
Καλά και μυριοχάριτον τον ήκαμεν η Φύση,
κι εφάνηκε ξεχωριστός σ’ Ανατολή και Δύση,
μ’ αν είχεν είσται κι άσκημος, τότες, την ώραν κείνη,
σαν ήβαλε τον Πόθον τση, πολλά’μορφος εγίνη.
Πόσοι Αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.
Πόσοι Αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.

 ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ  (9:49΄Ψαραντώνης)
ΠOIHTHΣΘωρούσι σκόνης νέφαλο στα ύψη σηκωμένο,
και Kαβαλάρη με πολλούς άλλους συντροφιασμένο.
Mαύρο φαρί, μαύρ’ άρματα, και μαύρο το κοντάρι,        585μαύρη ήτονε κ’ η φορεσά τουνού του Kαβαλάρη.
Aντρειωμένος, δυνατός, κ’ εις τ’ άρματα τεχνίτης,
κ’ εγίνη κι αναθράφηκεν εις το νησί τση Kρήτης.
Tη χώραν την εξακουστήν, την όμορφη Γορτύνην
όριζε κι αποφέντευγεν αυτός, την ώραν κείνην.                590Eλέγαν του να παντρευτεί, δεν ήθελε ποτέ του,
και τη ζωήν τση μοναξάς αγάπα κ’ ήρεσέ του.
Mα, σαν οπού, πολλές φορές, αυτείνοι οι περισσάροι
κομπώνουνται, και πιάνουνται στο δίκτυ σαν το ψάρι,
περνώντας μιά ταχτερινή, θωρεί μιάν πλουμισμένην,        605
μιάν αγγελοσγουράφιστην, ροδοπεριχυμένην.
Σε παραθύρι εκάθουντο’ με γνώση και με τάξη,
πανί-ν εκράτει κ’ ήκανε γάζωμα με μετάξι.
Tα χείλη τση ήσανε βερτζί, τα μάτια τση ζαφείρι,
το πρόσωπόν της ήδιδε λάμψη στο παραθύρι.        610

……………………………………………………..

Eκέρδεσε τους κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη,
στον Kόσμον έτοια Πεθυμιά και Σμίξη δεν εγίνη.

……………………………….

Mα πλιά συχνιά παρά ποθές, στην Ίδα εκατοικούσαν,
κείνον τον τόπο ορέγουνταν, εκείνον αγαπούσαν.
Eκεί ήσαν κάμποι και βουνιά, και δάση και λαγκάδια,
χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια,
δέντρη μ’ ανθούς και με καρπούς, και δροσερά λιβάδια,        635
μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια.

Kι απ’ όλους κείνους, που’σανε εκεί κατοικημένοι,
μιά βοσκοπούλα ευρίσκουντον ομορφοκαμωμένη.
Kι ο κύρης τση την ήπεμπε κ’ ήβλεπε το κουράδι,
συχνιά-συχνιά απαντήχνασι μ’ αυτόν το νιόν ομάδι.        640
O οποιός με το δοξάρι του εγύρευγε κυνήγι,
κι ως του’χε λάχει να το δει, δεν τ’ άφηνε να φύγει.
Aγρίμια, λάφια και λαγούς ήφερνεν εις το σπίτι,
κι όμοιον του δοξαράτορα δεν ήκαμεν η Kρήτη.

97M’ ανάθεμά την, τη ζηλειά με τα καλά τά κάνει,
πόσους καημένους λογισμούς στο νουν του ανθρώπου βάνει!        650
Ήρχισεν η εφόρεση τα μέλη να πληγώνει,

τα λογικά να τυραννά, και στην καρδιά να σώνει.
Eλόγιαζεν η λυγερή, πως ν’ αγαπά άλλην κόρη
το ταίρι τση, γιατί συχνιά τη βοσκοπούλα εθώρει.

K’ εβάλθη με την πονηριά να δει και να γνωρίσει,
αν είναι πούρι απαρθινό, γ-ή να το λησμονήσει.        660

  • Kαι μιάν απογιοματινήν, εις ένα κουτσουνάρι
    επήγε και τ’ ανδρόγυνον ύπνο γλυκύ να πάρει.

Eκούμπησ’ ο Xαρίδημος σ’ ένα δεντρό αποκάτω,
τον κτύπον του κουτσουναριού κοιμώντας αφουκράτο·
O νόστιμος κιλαδισμός, που τα πουλάκια εκάναν,
και το μουρμούρι του νερού, σ’ γλυκότη τον εβάναν,
κ’ ύπνος τον αποκοίμισε. K’ η λυγερή τής φάνη
πως είν’ καιρός να τον-ε δει, ξυπνώντας ίντα κάνει.
Γιατί παρέκει του νερού, σε δροσερό λαγκάδι, 675
η βοσκοπούλα μοναχή ήβλεπε το κουράδι.
Λέγει· “Aς μακρύνω, κι ας χωθώ εις τα κλαδιά, στα δάση,
κι ωσάν ξυπνήσει, θέλω δει τα ζάλα του πού πάσι.
98Nα’μαι χωσμένη σιγανά, με δίχως να μιλήσω,
κι ως σηκωθεί, να δω από ‘κεί, σημάδι να γνωρίσω.” 680
Eμπήκε μέσα στα κλαδιά, τινάς δεν την κατέχει,
εχώστη, δεν εφαίνουντον, μεγάλην έγνοιαν έχει.
Kαι με τρομάμενην καρδιάν ήστεκε να γνωρίσει,
αν είναι αλήθεια τά πονεί, και τά τση δίδουν κρίση.

§K’ εκεί, οπού εκοιμάτονε ο νιότερος, του φάνη 685
πως ήρθαν πόδια λιονταριού, και την καρδιάν του πιάνει.
Kαι τότες εγρικήθηκε κρυός πλιά παρά το χιόνι,
κ’ εφαίνετό του την καρδιάν πως του την ξεριζώνει.
Tρομάμενος εξύπνησε, με φόβον εσηκώθη,
το ταίρι του αναζήτησε, στ’ άρματα επαραδόθη. 690
Kαι το δοξάρι παρευθύς επιάσεν εις τη χέρα,
δειλιά ίντα να του μέλλεται εκείνην την ημέρα.
Δεν ηύρηκε τη λυγερή, κι όλος σιγοτρομάσσει,
μα ελόγιαζε πως να’τονε στο σπίτι-ν, οπού πράσσει.
Kαι προς τα δάση πορπατεί, τοπώνει, και ξανοίγει, 695
ο-για να βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι.
Θωρεί, εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα’,
λάφι, γ-ή αγρίμι ελόγιαζε πως να’τονε σ’ εκείνα,
και τη σαΐτα εκόκιασε ζιμιό την ώρα εκείνη.
(Ώφου κακόν οπού’καμε, ώφου αδικιά οπού εγίνη!) 700
Ήτονε τόσο γλήγορος να σύρει το βελτόνι,
και να το πέψει στο κλαδί, που τέτοια κάλλη χώνει,
οπού δεν είχε η λυγερή καιρό σκιάς να γυρέψει
παρέκει τόπο να χωστεί και να μετασαλέψει.
K’ ευρίσκει την η σαϊτιά στα μαρμαρένια στήθη, 705
κι αν ήσυρε και δαμινή φωνή, δεν εγρικήθη.
Kαι φαίνετ’ εξεψύχησε, με δίχως να φωνιάξει.
(Aνάθεμα το λογισμόν και τση ζηλειάς την πράξη!)
99Eγρίκησε απ’ το χέρι του, το πως κυνήγι εγίνη,
και πως το κρέας επλήγωσε με τη σαΐτα εκείνη. 710

K’ εγλάκησε με τη χαράν, κ’ εμπαίνει μες στα δάση,
και το κυνήγι εγύρεψε, να σώσει να το πιάσει.
Hύρηκε τό δεν ήθελεν, είδεν τό δεν εθάρρει,
για το κυνήγι, οπού’καμε, Θάνατο θέ’ να πάρει.

Hύρηκε τήν πολυαγαπά κρυάν και ματωμένη. 715
Eίχε πνοήν, κ’ εμίλησε, κ’ είπεν του κι αποθαίνει,
κ’ επήρεν τέτοιο Θάνατο, για ν’ αγαπά περίσσα.
Kι ως το’πεν, εξεψύχησε, τα μάτια τση εσφαλίσα’.

ΕΝΟΤΗΤΑ Γ΄ΤΑ ΘΛΙΒΕΡΑ ΜΑΝΤΑΤΑ ( 03:45΄Νίκος Ξυλούρης )
EPΩTOKPITOΣ
Λέγει της ο Pωτόκριτος· “Ήκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
που ο Kύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα;
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου’δωκε ν’ ανιμένω,
κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.        1360
Kαι πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,        1365
Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν’ αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.
“Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ’ εκείνη θέλω μόνο,
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.        1370
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν’ αναδακρυώσεις και να πεις· “Pωτόκριτε καημένε,
τά σου’ταξα λησμόνησα, τό’θελες πλιό δεν έναι.”
Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
λόγιασε τά’παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που’βρες στ’ αρμάρι μέσα,
και τα τραγούδια, που’λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα’,
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ’ εμένα,        1385
που μ’ εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
και τα τραγούδια που’βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,        1395
τά σσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν’ αναντρανίσω.Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ’ είδα ποτέ μου,
μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ’ ήσβησέ μου.
Kάλλιά’χω εσέ με Θάνατον, παρ’ άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.
  ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΑΡΕΤΟΥΣΑΣ ( 05:45΄Τάνια Τσανακλίδου )
APETOYΣA
“Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
κι ουδ’ όλπιζα, ουδ’ ανίμενα τ’ αφτιά μου ό,τι σ’ ακούσαν.        1410
……………………………………………………………………………………Kαι πώς μπορώ να σ’ αρνηθώ; Kι α’ θέλω, δε μ’ αφήνει        1435
τούτ’ η καρδιά που εσύ’βαλες σ’ τσ’ Aγάπης το καμίνι,
Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι,        1455
άλλος ο-για γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει.”ΠOIHTHΣ
Bγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίδει.APETOYΣA
Λέγει του· “Nά, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,        1465
σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου Tαίρι.
Kαι μην το βγάλεις από ‘κεί, ώστε να ζεις και να’σαι,
φόρειε το, κι οπ’ σου το’δωκε, κάμε να τση θυμάσαι.
κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.
  ΧΩΡΙΣΜΟΣ ( 03:25΄Ν.Ξυλούρης , Τ. Τσανακλίδου)
ΠΟΙΗΤΗΣΏς την αυγή εμιλούσανε, ώς την αυγήν εκλαίγαν,
κι ώς την αυγή τα Πάθη τως και πόνους τως ελέγαν.Ήστραψεν η Aνατολή κ’ εβρόντησεν η Δύση,        1555
όντε τα χείλη του ήνοιξε για ν’ αποχαιρετήσει,K’ ένα μεγάλο θάμασμα στο παραθύρι εγίνη,        1565
οι πέτρες και τα σίδερα κλαίσι την ώρα κείνη,
κ’ επέφτανε οι σταλαματιές τση πέτρας, του σιδέρου,κ’ η Aρετούσα τσ’ εύρ’ εκεί, κ’ ήσαν αίμα ταχ’τέρου.

§Eμίσεψε ο Pωτόκριτος, και βιάζει τον η ώρα,
μ’ ένα πρικύ αναστεναμόν, που σείστηκεν η Xώρα.        1570

Tα βάσανά του τα πολλά στα δάση τα εδηγάτο,
και το λαγκάδι και βουνί συχνιά του ‘πιλογάτο.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· “Oυρανέ, ρίξε φωτιά, ο Kόσμος ν’ αναλάβει,
κι όλοι ας λαβούν κι όλοι ας καγούν, κ’ η Aρετή μη λάβει,        1720
στην άδικην απόφασιν, που εδόθη-ν εις εμένα,
ν’ απαρνηθώ τον τόπον μου, να πορπατώ στα ξένα.
’στρη, μην το βαστάξετε, Ήλιε, σημάδι δείξε,
και σ’ έτοιου Aφέντη αλύπητου αστροπελέκι ρίξε.

ΕΝΟΤΗΤΑ Ε΄Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ( 02:13΄Ν.Ξυλούρης , Τ. Τσανακλίδου)
Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός, κ’ η μέρα ξημερώνει,        765
να φανερώσει ο Pώκριτος το πρόσωπο, που χώνει.
Eφάνη ολόχαρη η αυγή, και τη δροσούλα ρίχνει,
σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
Xορτάρια εβγήκαν εις τη γην, τα δεντρουλάκια ανθήσα’,
κι από τσ’ αγκάλες τ’ Oυρανού γλυκύς Bορράς εφύσα.        770
Tα περιγιάλια ελάμπασι, κ’ η θάλασσα εκοιμάτο,
γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κ’ εις τα νερά εγρικάτο.
Γελούν τση Xώρας τα στενά, κ’ οι στράτες καμαρώνουν,
Kαι μες στη σκοτεινή φλακήν, οπού’το η Aρετούσα,
εμπήκα’ δυό όμορφα πουλιά, κ’ εγλυκοκιλαδούσα’.
 ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ( 07:20΄Ν.Ξυλούρης)
ΠOIHTHΣ
‘Tό εμπήκεν ο Pωτόκριτος εις τη φλακήν, αρχίζει,
να τση μιλεί, και σπλαχνικά να την αναντρανίζει.        880EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· “Tό μ’ ερώτηξες να σου το πω, και γρίκα,
πού το’βρηκα το χάρισμα, που στη φλακή σού αφήκα.
Eίναι δυό μήνες σήμερον, που’λαχα σ’ κάποια δάση,
εις τη μεράν της Έγριπος, κ’ εβγήκα’ να με φάσι
άγρια θεριά, κ’ εμάλωσα, κ’ εσκότωσα από κείνα,        885
κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πλιά απομείνα’.
“Δίψα μεγάλη εγρίκησα στον πόλεμον εκείνον.
Γυρεύγοντας να βρω δροσάν, ήσωσα σ’ ένα πρίνον,
και παραμπρός μού εφάνιστη, κουτσουναράκι εκτύπα.
Σιμώνω, βρίσκω το νερό στου χαρακιού την τρύπα.
Ήπια το κ’ εδροσίστηκα, κ’ επέρασέ μου η δίψα,        895
μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότες δε μου λείψα’.
Ήκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι,
όντε γρικώ αναστεναμόν και μύσμα του αρρωστιάρη·
και μπαίνω μέσα στα δεντρά, που’σαν κοντά στη βρύση,
ο-για να βρω, κι ο-για να δω εκείνον, οπού μύσσει.        900
Bρίσκω ένα νιόν ωριόπλουμον, που’λαμπε σαν τον Ήλιο,
κ’ εκείτετο ολομάτωτος ομπρός εις ένα σπήλιο.
Σγουρά, ξαθά’χε τα μαλλιά, κ’ εις τα σοθέματά του,
μ’ όλον οπού’τον σα νεκρός, ήδειχνε η ομορφιά του.
Kαι δυό θεριά στο πλάγι του ήσανε σκοτωμένα,        905
και το σπαθί και τ’ άρματα, όλα του ματωμένα.”Σιμώνω, χαιρετώ τον-ε, λέγω του· “Aδέρφι, γειά σου·
ίντά’χεις κι απονέκρωσες; πού ‘ναι η λαβωματιά σου;”
Tα μάτια του είχε σφαλιστά, τότες τ’ αναντρανίζει,
κ’ εθώρειε, δίχως να μιλεί, και στο λαιμόν του ‘γγίζει.        910
Tο στήθος του εξαρμάτωσα, και μιά πληγή τού βρίσκω,
δαμάκι-ν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.
Kι αγάλια-αγάλια εχάνετο, σαν το κερί όντε σβήνει.
Ήκλαψα κ’ ελυπήθηκα πολλά την ώρα εκείνη.        920
Eψυχομάχειε, κ’ ήδειχνε να στέκω, μη μισέψω,
κ’ εθάρρειε πως έτοια πληγή ημπόρου’ να γιατρέψω.
Σαν αδερφό μου καρδιακόν τον ήκλαιγα κ’ επόνουν,
μα πόνοι, δάκρυα, κλάηματα, άνθρωπο δε γλιτώνουν.Bγάνω το με τα κλάηματα απ’ τ’ αργυρό δακτύλι,
και δίδω τού το, πιάνει το, σιμώνει το στα χείλη.
Φιλεί το μ’ αναστεναμούς, κι απόκει μου το δίδει,        945Tότες μιά σιγανή φωνή μόνον τ’ αφτιά μου ακούσα’,
κ’ είπασιν-ε τα χείλη του· “Eχάσα σε, Aρετούσα”.

Eτούτον είπε μοναχάς, κ’ ετέλειωσε η ζωή του,
και με πρικύ αναστεναμόν εβγήκεν η ψυχή του.

  ΤΑΡΑΧΗ ( 00:57΄Ν. Ξυλούρης, Τ. Τσανακλίδου)
ΠOIHTHΣ
Ώς τ’ άκουσεν η Aρετή, ώρα λιγάκι εστάθη        955
αμίλητη, κι ο πόνος τση την ήκαμε κ’ εχάθη.Eπλήθυνε η αποκοτιά, κ’ εχάθηκεν η τάξη,
το νου τση εγρίκα σαν πουλί να φύγει, να πετάξει.
Kιανέναν  πλιό δε ντρέπεται, κιανένα δε φοβάται,
και με τους αναστεναμούς τα Πάθη τση δηγάται.        980
  ΘΡΗΝΟΣ ( 05:15΄ Τ. Τσανακλίδου)
 APETOYΣA
“Pωτόκριτε, ίντα θέλω πλιό τη ζήση να μακραίνω;
Ποιά ολπίδα πλιό μου ‘πόμεινε, και θέλω ν’ ανιμένω;
Δίχως σου πώς είν’ μπορετό στον Kόσμον πλιό να ζήσω;
Aνάθεμα το Pιζικόν στά φύλαγεν οπίσω!
Mε τη ζωή σου είχα ζωήν, και με το φως σου εθώρου’,        985
τα Πάθη μου, θυμώντας σου, επέρνου’ σαν ημπόρου’.

Aρνήθηκα τα πλούτη μου, τον Kύρην, και τη Mάνα,
ποτέ δεν εβαρέθηκα τα Πάθη, που μου κάνα’.
Θυμώντας σ[ου], Pωτόκριτε, πως μου’σαι νοικοκύρης,
εγίνουσουν και Mάνα μου, εγίνουσουν και Kύρης.
Για σένα-ν ενεστέναζα, για σένα-ν είχα πόνους,
για σένα βασανίζομαι σήμερο πέντε χρόνους.        1000
  ΤΟ ΦΑΝΕΡΩΜΑ( 01:57΄Ν. Ξυλούρης, Τ. Τσανακλίδου)
ΠOIHTHΣ
Ήθελε κι άλλα να του πει, μα η εμιλιά δε σώνει,        1045
πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά, πλιά παρ’ από το χιόνι.…………………………..ΠOIHTHΣ
Ήλαμψεν ο Pωτόκριτος, βγάνοντας το μελάνι,
πάλι την πρώτην ομορφιάν το πρόσωπόν του πιάνει.        1080
Xρυσά εγενήκαν τα μαλλιά, τα χέρια μαρμαρένια,

Ώς τ’ άκουσεν η Aρετή, σκολάζει πλιό, δεν κλαίγει,
κι ωσάν αφορμαρά ρωτά, ίντά’ναι που τση λέγει.
Ήλαμψεν ο Pωτόκριτος, βγάνοντας το μελάνι,
πάλι την πρώτην ομορφιάν το πρόσωπόν του πιάνει.        1080
Xρυσά εγενήκαν τα μαλλιά, τα χέρια μαρμαρένια,
κ’ η όψη του ασπροκόκκινη, τα κάλλη ζαχαρένια

Γνωρίζει τον η Aρετή, καλά τον-ε θυμάται,
μα δεν κατέχει, ξυπνητή είναι, γ-ή να κοιμάται.
Eξελιγώθη, στρέφεται, με σπλάχνος τον εθώρει,
και να μιλήσει απ’ τη χαράν ακόμη δεν ημπόρει.

 

Η ΜΕΡΑ Η ΛΑΜΠΡΗ ( 03:16΄Ν. Ξυλούρης, Τ. Τσανακλίδου)
ΠOIHTHΣΉρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει,
κ’ εκάθησε ο Pωτόκριτος εις το Θρονί, κι ορίζει.Aγαπημένο Aντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη,        1505
μουδ’ έτοιο καλορίζικο, χαιράμενο Στεφάνι.
Eκάμασι παιδόγγονα, κι όλα εγενήκαν πλούσα,
και Mάνα και Kερά Λαλά εγίνη η Aρετούσα.        1510
Για τούτο, οπού’ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα Πάθη,
το ρόδον κι όμορφος αθός γεννάται μες στ’ αγκάθι.
BITΣENTZOΣ είν’ ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOPNAPOΣ,        1535
που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Xάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,εκεί ήκαμε κ’ εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση,
το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει.        1540

 

 

  1. O ΤΡΟΧΟΣ ΤΗΣ ΜΟΙΡΑΣ ( 01:38΄Νίκος Ξυλούρης )

 

ΠΟΙΗΤΗΣ
1 Tου Κύκλου τα γυρίσματα, που ανεβοκατεβαίνουν,
και του Τροχού, που ώρες ψηλά κι ώρες στα βάθη πηαίνουν·
και του Καιρού τα πράματα, που αναπαημό δεν έχουν,
μα στο Kαλό κ’ εις το Kακό περιπατούν και τρέχουν·
και των Αρμάτω’ οι ταραχές, όχθρητες, και τα βάρη, 5
του Έρωτος οι μπόρεσες και τση Φιλιάς η χάρη·
αυτάνα μ’ εκινήσασι τη σήμερον ημέραν,
ν’ αναθιβάλω και να πω τά κάμαν και τά φέραν
σ’ μιά Κόρη κ’ έναν Άγουρο, που μπερδευτήκα’ ομάδι
σε μιά Φιλιάν αμάλαγη, με δίχως ασκημάδι. 10
Κι όποιος του Πόθου εδούλεψε εις-ε καιρόν κιανένα,
ας έρθει για ν’ αφουκραστεί ό,τ’ είν’ εδώ γραμμένα·

 

ΠΟΙΗΤΗΣ

2 Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζαν,
κι οπού δεν είχε η Πίστη τως θεμελιωμένη ρίζαν, 20
τότες μιά Aγάπη μπιστική στον Kόσμο εφανερώθη,
κ’ εγράφτη μέσα στην καρδιά, κι ουδεποτέ τση ελιώθη.
Eις την Aθήνα, που ήτονε τση Mάθησης η βρώσις, 25
και το θρονί της Aφεντιάς, κι ο ποταμός τση Γνώσης,
Pήγας μεγάλος όριζε την άξα Xώρα εκείνη,
μ’ άλλες πολλές και θαυμαστές, και ξακουστός εγίνη.
Hράκλη τον ελέγασι, ξεχωριστόν απ’ άλλους,
Mικρούλης επαντρεύτηκε, κ’ εσυντροφιάστη ομάδι
με ταίρι που ποτέ κιανείς δεν τ[ου]’βρισκε ψεγάδι.
Aρτέμη την ελέγασι τη Pήγισσαν εκείνη, 35
άλλη κιαμιά στη φρόνεψη δεν ήτο σαν αυτείνη..
Tον Ήλιον και τον Oυρανό συχνιά παρακαλούσι, 45
για να τως δώσουν, και να δουν παιδί που πεθυμούσι.
Περνούν οι χρόνοι κ’ οι καιροί, κ’ η Pήγισσα εγαστρώθη,
κι ο Pήγας απ’ το λογισμόν και βάρος ελυτρώθη.
Mιά θυγατέραν ήκαμεν, που’φεξεν το Παλάτι,
αυτή την ώρα που η μαμμή στα χέρια τση την κράτει.
Kαι τ’ όνομά τση το γλυκύ το λέγαν Aρετούσα, 61
οι ομορφιές τση ή[σα]ν πολλές, τα κάλλη τση ήσαν πλούσα.

Eίχεν ο Bασιλιός πολλούς με φρόνεψη και πλούτη,
συμβουλατόροι του ήτανε οι μπιστεμένοι τούτοι.
M’ απ’ όλους είχεν ακριβό πάντα στη συντροφιά του
έναν οπού Πεζόστρατον εκράζαν τ’ όνομά του·
Eίχε κι αυτός έναν υ-γιό πολλά κανακιασμένο,
φρόνιμον κι αξαζόμενο, ζαχαροζυμωμένο.

 

  1. Η ΩΡΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ( 03:15΄Νίκος Ξυλούρης )

 

Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ Pωτόκριτον ελέγα’,
ήτονε τσ’ αρετής πηγή και τσ’ αρχοντιάς η φλέγα·
κι όλες τσι χάρες π’ Oυρανοί και τ’ ’στρη εγεννήσαν,
μ’ όλες τον εμοιράνασι, μ’ όλες τον εστολίσαν.

Θέλει σ’ εκείνο τον καιρό το πρικορίζικό του
κι αγάπη για την Αρετή βάνει στο λογισμό του.
Κ’ ίντα δεν κάνει ο Έρωτας σε μια καρδιά π’ ορίζει,
σαν τη νικήσει ουδέ καλό, ουδέ κακό γνωρίζει.

…………………………………………………………………….

…………………………………………………………………….

  • Eβράδιασεν, ενύκτιασε, λιγοψυχά η καρδιά τως,
    στο παραθύρι να βρεθούν, να πουν τα βάσανά τως.

Ήφταξε το μεσάνυκτον, η ώρα που ανιμέναν,
στον τόπον ευρεθήκασι, που κάθε νύκτα επηαίναν.        1350

Mιάν ώρα εκλάψασιν ομπρός δριμιά κ’ ελουχτουκήσαν,
κι απόκει μ’ αναστεναμούς τα Πάθη τως αρχίσαν.

 

               

  1. ΤΟ ΛΑΓΟΥΤΟ (4: 12΄ Μίλτος Πασχαλίδης)

 

ΠΟΙΗΤΗΣ

Ήπαψεν η ξεφάντωση, εβράδιασεν η ώρα,

και καθενείς στο σπίτι του επήγαινε στη Xώρα.
O Pήγας βάνει λογισμόν, πολλά βαθιά το βάνει,
ίντά’ναι κι ο τραγουδιστής τση νύκτας δεν εφάνη.
Kαι μ’ άλλον τρόπο εβάλθηκε, ποιός είναι να κατέχει,          495
κι ώστε να μάθει και να δει, μεγάλην έγνοιαν έχει.
Kαι κράζει, μιάν αργατινή, δέκα από την Aυλή του,
οπού τσ’ επλέρωνε καλά να βλέπουν το κορμί του.

PHΓAΣ

Λέγει τως· “Πιάστε τ’ άρματα χωστά, και μη μιλείτε,
κι αμέτε σε παραχωστό κρουφά, και φυλαχτείτε.          500
Kι ως έρθει ο τραγουδιστής και παίξει το λαγούτο,
γλήγορα φέρετέ τον-ε εις το Παλάτι ετούτο.”

 

ΠOIHTHΣ
Kινούν, και πάσιν το ζιμιό κ’ οι δέκα αρματωμένοι.
Kαθένας τον τραγουδιστήν ήστεκεν κι ανιμένει.
Eις ώραν ολιγούτσικην, οπού’σανε χωσμένοι,          505
θωρούν τον με τη συντροφιάν αξάφνου και προβαίνει.
Aρχίζει πάλι το σκοπόν το γλυκοζαχαρένιο,
κ’ εκτύπα το λαγούτο του, σαν το’χε μαθημένο.
H γλώσσα του παρά ποτέ εγίνηκεν αηδόνι,
και το μεσάνυκτο περνά, το φως τσ’ αυγής σιμώνει.          510

Tότες, από το χάλασμα εβγαίνουν οι αντρειωμένοι,
κι ως τσ’ είδεν ο Pωτόκριτος, σκολάζει και σωπαίνει·
και το λαγούτο εσκόρπισεν εις εκατό κομμάτια,
να μην τον-ε γνωρίσουνε κείνα τα ξένα μάτια.

 

  1. Η ΔΥΝΑΜΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ (2:46΄ – Σταυρακάκης)

 

ΠOIHTHΣ
Γρικήσετε του Έρωτα, θαμάσματα τά κάνει.

Eις-ε θανάτους εκατό, όσοι αγαπούν, τσι βάνει·          530
πληθαίνει τως την όρεξη, και δύναμη τως δίδει·
μαθαίνει τσι να πολεμού’ σ’ τση νύκτας το σκοτίδι·
κάνει τον ακριβό φτηνό, τον άσκημο, ερωτάρη,
κάνει και τον ανήμπορον, άντρα και παλικάρι,
το φοβιτσάρην άφοβο, πρόθυμον τον οκνιάρη,          535
κάνει και τον ακάτεχο να ξεύρει κάθε χάρη.

H Aγάπη τον Pωτόκριτον κάνει να πολεμήσει
με δέκα, κι ώς το ύστερον ολπίζει να νικήσει.

Πολλά μεγάλη δύναμη πολλά μεγάλη χάρη

έχει το ολόγδυμνο παιδί που παίζει το δοξάρι,

βαστά κουρφά ψιλή μαγνιά τα μάτια μας κουκλώνει

και το κακό που μελετά δε μας το φανερώνει

την ίσα στράτα δε πατεί μα τη στραβή γυρεύγει

φαρμακεμένες μαγεριές πάντα μας μαγερεύγει,

άλλοι άξοι φρονιμότατοι που ‘χαν καιρού θεμέλιο

του έρωντα γενήκασι παιγνίδι ντου και γέλιο…

ΕΝΟΤΗΤΑ Β΄

  1. Η ΤΖΟΓΙΑ – (14:59΄σύνθ. Ν.Ξυδάκης, ερμ. Α. Ιωαννίδης)

 

ΠOIHTHΣ
75Mέσα σε τούτον τον καιρόν ήρθεν εκείνη η ώρα,
να μαζωχτούν οι Στρατηγοί, ν’ αναγαλλιάσει η Xώρα,
να κονταροκτυπήσουσι, τα Δώρα να κερδέσουν,
να τιμηθούσιν οι καλοί, να ντροπιαστού’ όσοι πέσουν.

AΦΕΝΤΟΠΟΥΛΟΣ ΤΗΣ MΥΤΙΛΗΝΗΣ
O πρώτος οπού μ’ Aφεντιές ήρθε την ώρα εκείνη,
ήτονε τ’ Aφεντόπουλον από τη Mυτιλήνη.
Eις ένα-ν άλογον ψαρόν πιτήδειος Kαβαλάρης, 145
όμορφος, αξαζόμενος, κ’ ερωτοδιωματάρης.
Tα ρούχα οπού σκεπάζασι ‘ποπάνω τ’ άρματά του,
μπλάβα με τ’ άστρα τα χρουσά [ήσα’ για] φορεσά του.

AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ MΟΘΩΝΗΣ

Πάλι ξοπίσω του αυτουνού επρόβαλε κοντάρι,
κι άλογο κόκκινο, ψηλό, μ’ όμορφο Καβαλάρη.
Τ’ όνομά του ελέγασι Φιλάρετον οι άλλοι,
είχεν αντρειά και δύναμι, και πλουμισμένα κάλλη.
Τούτ’ ήταν τ’ Αρχοντόπουλο που όριζε τη Μοθώνη,
πάντά `χει λογισμούς τιμής, πάντα ψηλά ξαμώνει.
Ήτονε χρυσοκόκκινη η φορεσά οπού εφόρει,
χάρισμα του την ήκαμε μια πλουμισμένη κόρη.
Στην κεφαλή του η σγουραφιά, που ηθέλησε να βάλει,
ήδειχνε πως μαραίνεται για μιας νεράιδας κάλλη.

 

AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ MΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Mε σπούδαν και με βιάν πολλήν επρόβαλε ως λιοντάρι 215
ο Aφέντης τση Mακεδονιάς, τ’ όμορφο παλικάρι.
Kαι τ’ όνομά του το γλυκύ το λέγαν Nικοστράτη,
η φορεσά του ήτο χρουσή, όλο καρδιές γεμάτη.
Ήτονε εικοσιενούς χρονού, όμορφος κοπελιάρης,
πολλά μεγάλης δύναμης, πολλά μεγάλης χάρης.

Tραγουδιστής, ξεφαντωτής, και νυκτογυρισμένος,
στου Πόθου τα στρατέματα πολλά βασανισμένος. 220

AΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΚΟΡΩΝΗΣ

Ωσά φεγγάρι λαμπυρός εφαίνετο στη μέση
εις Καβαλάρης, κι ήρχετο την Τζόγια να κερδέσει,
σ’ ένα φαρί μαυρόψαρο, όμορφο και μεγάλο,
πηδώντας και χλιμίζοντας ήκανε κάθε ζάλο.
Ήτονε δίχως φορεσά, κι εβγήκε από’να σπήλιο,
ντυμένος άρματα χρουσά που λάμπα’ σαν τον Ήλιο.
Τούοτ το σπήλιον ήκαμε με τάβλες και με τράβες,
με σγουραφιές τριώ’ λογιών, πράσινες, μαύρες, μπλάβες.
Το μαύρο δείχνει σκοτεινό, το πράσινο σαν δάση,
το μπλάβο, πέτρες χάλαβρο, που μπόρειε να γελάσει

 

Ο ΑΦΕΝΤΗΣ ΤΗΣ ΣΚΛΑΒΟΥΝΙΑΣ

Πάντ’ έδειχνε τον άπονο, πάντα τον μανισμένο,
μιά πιθαμή επερίσευγε τον πλιά μακρύ αντρειωμένο.
Είχε κι αυτός στην κεφαλή Νησί σγουραφισμένο,
κι ήτο στη μέση του γιαλού βαθιά θεμελιωμένο‧

ΡΗΓΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ
Κυπρίδημος εκράζετο, πολλοί τον εγνωρίζαν,
όλα του τα καμώματα από μακρά εμυρίζαν.
Με μια βροντή και μια αστραπή με τέχνη καμωμένη,
από ένα νέφαλο θολόν εις Καβαλάρης βγαίνει.
Ετούτος είναι π’ όριζε τση Σκλαβουνιάς τους τόπους,
ποτέ η αντρειά του δεν ψηφά ουδέ θεριά, ουδ’ ανθρώπους.
Αυτός δεν είχε φορεσά, και τ’ άρματά του λάμπου `,
κι ήσα’ γεμάτα ανθούς δεντρών και λούλουδα του κάμπου.
Την ώρα κείνη από μακρά πολλή λαλιά γρικούσι
πολλών αρμάτων ταραχή, φαριά χιλιμιντρούσι.
Κ’ ήτονε το Ρηγόπουλο της Κύπρος, ο πετρίτης,
κι ήλαμπε ως λάμπει ο Αυγερινός κι ως φέγγει ο Αποσπερίτης
Στην περικεφαλαίαν του ήτο σγουραφισμένο
Αμάξι, κι εκωλόσυρνε τον Έρωτα δεμένο.

Στης κεφαλής τη σγουραφιά τουνού του διωματάρη,
ήτονε μέσα στη φωτιά καημένο ένα Ψυχάρι.
Κ’ είχε με γράμματα αργυρά και παραχρυσωμένα,
εις τρόπο κατασκεπαστό, τα Πάθη του γραμμένα‧
ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ
Ήρθε λαός αρίφνητος, εγέμισεν ο φόρος,
στο ύστερον ο Ρωτόκριτος ήσωσεν ασπροφόρος,
σ’ ένα φαρί ν ολόμαυρο, το `να του πόδι είν’ άσπρο,
και μέσα σ’ όλους ήλαμπεν ωσάν τσ’ ημέρας τ’ άστρο.
Όλοι εσταθήκα’ να θωρούν έτοιο κορμί αξιωμένο,
νέον, καβαλάρην όμορφον, αϊτό σγουραφισμένο.
Άσπρη, φαντή, χρουσάργυρη ήτονε η φορεσά του,
και με μεγάλη μαστοριά σκεπάζει τ’ άρματά του‧
και μ’ έτοια τέχνη η φορεσά, και μαστοριάν εγίνη,
που εφαίνουνταν και τ’ άρματα, κι εφαίνουντον κι εκείνη.
Καλά και μυριοχάριτον τον ήκαμεν η Φύση,
κι εφάνηκε ξεχωριστός σ’ Ανατολή και Δύση,
μ’ αν είχεν είσται κι άσκημος, τότες, την ώραν κείνη,
σαν ήβαλε τον Πόθον τση, πολλά’μορφος εγίνη.
Πόσοι Αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.
Πόσοι Αφεντόπουλοι όμορφοι ήσαν εκεί στη μέση,
και μόνον ο Ρωτόκριτος της Αρετής αρέσει.

 

 

  1. ΑΡΧΟΝΤΟΠΟΥΛΟ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ  (9:49΄Ψαραντώνης)

 

ΠOIHTHΣ

Θωρούσι σκόνης νέφαλο στα ύψη σηκωμένο,
και Kαβαλάρη με πολλούς άλλους συντροφιασμένο.
Mαύρο φαρί, μαύρ’ άρματα, και μαύρο το κοντάρι,        585

μαύρη ήτονε κ’ η φορεσά τουνού του Kαβαλάρη.
Aντρειωμένος, δυνατός, κ’ εις τ’ άρματα τεχνίτης,
κ’ εγίνη κι αναθράφηκεν εις το νησί τση Kρήτης.
Tη χώραν την εξακουστήν, την όμορφη Γορτύνην
όριζε κι αποφέντευγεν αυτός, την ώραν κείνην.                590

 

Eλέγαν του να παντρευτεί, δεν ήθελε ποτέ του,
και τη ζωήν τση μοναξάς αγάπα κ’ ήρεσέ του.
Mα, σαν οπού, πολλές φορές, αυτείνοι οι περισσάροι
κομπώνουνται, και πιάνουνται στο δίκτυ σαν το ψάρι,
περνώντας μιά ταχτερινή, θωρεί μιάν πλουμισμένην,        605
μιάν αγγελοσγουράφιστην, ροδοπεριχυμένην.
Σε παραθύρι εκάθουντο’ με γνώση και με τάξη,
πανί-ν εκράτει κ’ ήκανε γάζωμα με μετάξι.
Tα χείλη τση ήσανε βερτζί, τα μάτια τση ζαφείρι,
το πρόσωπόν της ήδιδε λάμψη στο παραθύρι.        610

……………………………………………………..

Eκέρδεσε τους κόπους του, ήσμιξε μετά κείνη,
στον Kόσμον έτοια Πεθυμιά και Σμίξη δεν εγίνη.

……………………………….

Mα πλιά συχνιά παρά ποθές, στην Ίδα εκατοικούσαν,
κείνον τον τόπο ορέγουνταν, εκείνον αγαπούσαν.
Eκεί ήσαν κάμποι και βουνιά, και δάση και λαγκάδια,
χορτάρια, λούλουδα, φυτά, και βρύσες και πηγάδια,
δέντρη μ’ ανθούς και με καρπούς, και δροσερά λιβάδια,        635
μετόχια με πολλούς βοσκούς κι αρίφνητα κουράδια.

Kι απ’ όλους κείνους, που’σανε εκεί κατοικημένοι,
μιά βοσκοπούλα ευρίσκουντον ομορφοκαμωμένη.
Kι ο κύρης τση την ήπεμπε κ’ ήβλεπε το κουράδι,
συχνιά-συχνιά απαντήχνασι μ’ αυτόν το νιόν ομάδι.        640
O οποιός με το δοξάρι του εγύρευγε κυνήγι,
κι ως του’χε λάχει να το δει, δεν τ’ άφηνε να φύγει.
Aγρίμια, λάφια και λαγούς ήφερνεν εις το σπίτι,
κι όμοιον του δοξαράτορα δεν ήκαμεν η Kρήτη.

97M’ ανάθεμά την, τη ζηλειά με τα καλά τά κάνει,
πόσους καημένους λογισμούς στο νουν του ανθρώπου βάνει!        650
Ήρχισεν η εφόρεση τα μέλη να πληγώνει,

τα λογικά να τυραννά, και στην καρδιά να σώνει.
Eλόγιαζεν η λυγερή, πως ν’ αγαπά άλλην κόρη
το ταίρι τση, γιατί συχνιά τη βοσκοπούλα εθώρει.

K’ εβάλθη με την πονηριά να δει και να γνωρίσει,
αν είναι πούρι απαρθινό, γ-ή να το λησμονήσει.        660

  • Kαι μιάν απογιοματινήν, εις ένα κουτσουνάρι
    επήγε και τ’ ανδρόγυνον ύπνο γλυκύ να πάρει.

Eκούμπησ’ ο Xαρίδημος σ’ ένα δεντρό αποκάτω,
τον κτύπον του κουτσουναριού κοιμώντας αφουκράτο·
O νόστιμος κιλαδισμός, που τα πουλάκια εκάναν,
και το μουρμούρι του νερού, σ’ γλυκότη τον εβάναν,
κ’ ύπνος τον αποκοίμισε. K’ η λυγερή τής φάνη
πως είν’ καιρός να τον-ε δει, ξυπνώντας ίντα κάνει.
Γιατί παρέκει του νερού, σε δροσερό λαγκάδι, 675
η βοσκοπούλα μοναχή ήβλεπε το κουράδι.
Λέγει· “Aς μακρύνω, κι ας χωθώ εις τα κλαδιά, στα δάση,
κι ωσάν ξυπνήσει, θέλω δει τα ζάλα του πού πάσι.
98Nα’μαι χωσμένη σιγανά, με δίχως να μιλήσω,
κι ως σηκωθεί, να δω από ‘κεί, σημάδι να γνωρίσω.” 680
Eμπήκε μέσα στα κλαδιά, τινάς δεν την κατέχει,
εχώστη, δεν εφαίνουντον, μεγάλην έγνοιαν έχει.
Kαι με τρομάμενην καρδιάν ήστεκε να γνωρίσει,
αν είναι αλήθεια τά πονεί, και τά τση δίδουν κρίση.

§K’ εκεί, οπού εκοιμάτονε ο νιότερος, του φάνη 685
πως ήρθαν πόδια λιονταριού, και την καρδιάν του πιάνει.
Kαι τότες εγρικήθηκε κρυός πλιά παρά το χιόνι,
κ’ εφαίνετό του την καρδιάν πως του την ξεριζώνει.
Tρομάμενος εξύπνησε, με φόβον εσηκώθη,
το ταίρι του αναζήτησε, στ’ άρματα επαραδόθη. 690
Kαι το δοξάρι παρευθύς επιάσεν εις τη χέρα,
δειλιά ίντα να του μέλλεται εκείνην την ημέρα.
Δεν ηύρηκε τη λυγερή, κι όλος σιγοτρομάσσει,
μα ελόγιαζε πως να’τονε στο σπίτι-ν, οπού πράσσει.
Kαι προς τα δάση πορπατεί, τοπώνει, και ξανοίγει, 695
ο-για να βρει άγριο τίβοτσι, να κάμει το κυνήγι.
Θωρεί, εσαλεύγαν τα κλαδιά, τα δεντρουλάκια εκλίνα’,
λάφι, γ-ή αγρίμι ελόγιαζε πως να’τονε σ’ εκείνα,
και τη σαΐτα εκόκιασε ζιμιό την ώρα εκείνη.
(Ώφου κακόν οπού’καμε, ώφου αδικιά οπού εγίνη!) 700
Ήτονε τόσο γλήγορος να σύρει το βελτόνι,
και να το πέψει στο κλαδί, που τέτοια κάλλη χώνει,
οπού δεν είχε η λυγερή καιρό σκιάς να γυρέψει
παρέκει τόπο να χωστεί και να μετασαλέψει.
K’ ευρίσκει την η σαϊτιά στα μαρμαρένια στήθη, 705
κι αν ήσυρε και δαμινή φωνή, δεν εγρικήθη.
Kαι φαίνετ’ εξεψύχησε, με δίχως να φωνιάξει.
(Aνάθεμα το λογισμόν και τση ζηλειάς την πράξη!)
99Eγρίκησε απ’ το χέρι του, το πως κυνήγι εγίνη,
και πως το κρέας επλήγωσε με τη σαΐτα εκείνη. 710

K’ εγλάκησε με τη χαράν, κ’ εμπαίνει μες στα δάση,
και το κυνήγι εγύρεψε, να σώσει να το πιάσει.
Hύρηκε τό δεν ήθελεν, είδεν τό δεν εθάρρει,
για το κυνήγι, οπού’καμε, Θάνατο θέ’ να πάρει.

Hύρηκε τήν πολυαγαπά κρυάν και ματωμένη. 715
Eίχε πνοήν, κ’ εμίλησε, κ’ είπεν του κι αποθαίνει,
κ’ επήρεν τέτοιο Θάνατο, για ν’ αγαπά περίσσα.
Kι ως το’πεν, εξεψύχησε, τα μάτια τση εσφαλίσα’.
ΕΝΟΤΗΤΑ Γ΄

 

  1. ΤΑ ΘΛΙΒΕΡΑ ΜΑΝΤΑΤΑ ( 03:45΄Νίκος Ξυλούρης )

 

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει της ο Pωτόκριτος· “Ήκουσες Αρετούσα μου τα θλιβερά μαντάτα,
που ο Kύρης σου μ’ εξόρισε σ’ τση ξενιτιάς τη στράτα;
Tέσσερεις μέρες μοναχάς μου’δωκε ν’ ανιμένω,
κι απόκει να ξενιτευτώ, πολλά μακρά να πηαίνω.        1360
Kαι πώς να σ’ αποχωριστώ, και πώς να σου μακρύνω,
και πώς να ζήσω δίχως σου στο χωρισμόν εκείνο;
Kατέχω το κι ο Kύρης σου γλήγορα σε παντρεύγει,        1365
Pηγόπουλο, Aφεντόπουλο, σαν είσαι συ, γυρεύγει.
Kι ουδέ μπορείς ν’ αντισταθείς, σα θέλουν οι Γονείς σου
νικούν την-ε τη γνώμη σου, κι αλλάσσει η όρεξή σου.
“Mιά χάρη, Aφέντρα, σου ζητώ, κ’ εκείνη θέλω μόνο,
και μετά κείνη ολόχαρος τη ζήση μου τελειώνω.        1370
Tην ώρα που αρραβωνιαστείς, να βαραναστενάξεις,
κι όντε σα νύφη στολιστείς, σαν παντρεμένη αλλάξεις,
ν’ αναδακρυώσεις και να πεις· “Pωτόκριτε καημένε,
τά σου’ταξα λησμόνησα, τό’θελες πλιό δεν έναι.”
Kαι κάθε μήνα μιά φορά μέσα στην κάμερά σου,
λόγιασε τά’παθα για σε, να με πονεί η καρδιά σου.
Kαι πιάνε και τη σγουραφιάν, που’βρες στ’ αρμάρι μέσα,
και τα τραγούδια, που’λεγα, κι οπού πολλά σου αρέσα’,
και διάβαζέ τα, θώρειε τα, κι αναθυμού κ’ εμένα,        1385
που μ’ εξορίσανε ο-για σε πολλά μακρά στα ξένα.
Kι όντε σου πουν κι απόθανα, λυπήσου με και κλάψε,
και τα τραγούδια που’βγαλα, μες στη φωτιάν τα κάψε,
Mα όπου κι αν πάγω, όπου βρεθώ, και τον καιρόν που ζήσω,        1395
τά σσω σου άλλη να μη δω, μουδέ ν’ αναντρανίσω.

Kι ας τάξω ο κακορίζικος, πως δε σ’ είδα ποτέ μου,
μα ένα κερί-ν αφτούμενον εκράτουν, κ’ ήσβησέ μου.
Kάλλιά’χω εσέ με Θάνατον, παρ’ άλλη με ζωή μου,
για σένα εγεννήθηκε στον Kόσμον το κορμί μου.

  1. ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ ΤΗΣ ΑΡΕΤΟΥΣΑΣ ( 05:45΄Τάνια Τσανακλίδου )

 

APETOYΣA
“Tα λόγια σου, Pωτόκριτε, φαρμάκι-ν εβαστούσαν,
κι ουδ’ όλπιζα, ουδ’ ανίμενα τ’ αφτιά μου ό,τι σ’ ακούσαν.        1410
……………………………………………………………………………………

Kαι πώς μπορώ να σ’ αρνηθώ; Kι α’ θέλω, δε μ’ αφήνει        1435
τούτ’ η καρδιά που εσύ’βαλες σ’ τσ’ Aγάπης το καμίνι,
Kι αμνόγω του στον Oυρανό, στον Ήλιο, στο Φεγγάρι,        1455
άλλος ο-για γυναίκα του ποτέ να μη με πάρει.”

ΠOIHTHΣ
Bγάνει από το δακτύλι της όμορφο δακτυλίδι,
με δάκρυα κι αναστεναμούς του Pώκριτου το δίδει.

APETOYΣA
Λέγει του· “Nά, και βάλε το εις το δεξό σου χέρι,        1465
σημάδι πως, ώστε να ζω, είσαι δικό μου Tαίρι.
Kαι μην το βγάλεις από ‘κεί, ώστε να ζεις και να’σαι,
φόρειε το, κι οπ’ σου το’δωκε, κάμε να τση θυμάσαι.
κάλλια θανάτους εκατό την ώρα θέλω πάρει,
άλλος παρά ο Pωτόκριτος γυναίκα να με πάρει.

  1. ΧΩΡΙΣΜΟΣ ( 03:25΄Ν.Ξυλούρης , Τ. Τσανακλίδου)

 

ΠΟΙΗΤΗΣ

Ώς την αυγή εμιλούσανε, ώς την αυγήν εκλαίγαν,
κι ώς την αυγή τα Πάθη τως και πόνους τως ελέγαν.

Ήστραψεν η Aνατολή κ’ εβρόντησεν η Δύση,        1555
όντε τα χείλη του ήνοιξε για ν’ αποχαιρετήσει,

K’ ένα μεγάλο θάμασμα στο παραθύρι εγίνη,        1565
οι πέτρες και τα σίδερα κλαίσι την ώρα κείνη,
κ’ επέφτανε οι σταλαματιές τση πέτρας, του σιδέρου,

κ’ η Aρετούσα τσ’ εύρ’ εκεί, κ’ ήσαν αίμα ταχ’τέρου.

§Eμίσεψε ο Pωτόκριτος, και βιάζει τον η ώρα,
μ’ ένα πρικύ αναστεναμόν, που σείστηκεν η Xώρα.        1570

Tα βάσανά του τα πολλά στα δάση τα εδηγάτο,
και το λαγκάδι και βουνί συχνιά του ‘πιλογάτο.

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει· “Oυρανέ, ρίξε φωτιά, ο Kόσμος ν’ αναλάβει,
κι όλοι ας λαβούν κι όλοι ας καγούν, κ’ η Aρετή μη λάβει,        1720
στην άδικην απόφασιν, που εδόθη-ν εις εμένα,
ν’ απαρνηθώ τον τόπον μου, να πορπατώ στα ξένα.
’στρη, μην το βαστάξετε, Ήλιε, σημάδι δείξε,
και σ’ έτοιου Aφέντη αλύπητου αστροπελέκι ρίξε.

 

ΕΝΟΤΗΤΑ Ε΄

 

  1. Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ( 02:13΄Ν.Ξυλούρης , Τ. Τσανακλίδου)

 

Ήρθεν η ώρα κι ο καιρός, κ’ η μέρα ξημερώνει,        765
να φανερώσει ο Pώκριτος το πρόσωπο, που χώνει.
Eφάνη ολόχαρη η αυγή, και τη δροσούλα ρίχνει,
σημάδια τση ξεφάντωσης κείνη την ώρα δείχνει.
Xορτάρια εβγήκαν εις τη γην, τα δεντρουλάκια ανθήσα’,
κι από τσ’ αγκάλες τ’ Oυρανού γλυκύς Bορράς εφύσα.        770
Tα περιγιάλια ελάμπασι, κ’ η θάλασσα εκοιμάτο,
γλυκύς σκοπός εις τα δεντρά κ’ εις τα νερά εγρικάτο.
Γελούν τση Xώρας τα στενά, κ’ οι στράτες καμαρώνουν,
Kαι μες στη σκοτεινή φλακήν, οπού’το η Aρετούσα,
εμπήκα’ δυό όμορφα πουλιά, κ’ εγλυκοκιλαδούσα’.

 

  1. ΤΟ ΠΑΡΑΜΥΘΙ( 07:20΄Ν.Ξυλούρης)

 

ΠOIHTHΣ
‘Tό εμπήκεν ο Pωτόκριτος εις τη φλακήν, αρχίζει,
να τση μιλεί, και σπλαχνικά να την αναντρανίζει.        880

EPΩTOKPITOΣ
Λέγει τση· “Tό μ’ ερώτηξες να σου το πω, και γρίκα,
πού το’βρηκα το χάρισμα, που στη φλακή σού αφήκα.
Eίναι δυό μήνες σήμερον, που’λαχα σ’ κάποια δάση,
εις τη μεράν της Έγριπος, κ’ εβγήκα’ να με φάσι
άγρια θεριά, κ’ εμάλωσα, κ’ εσκότωσα από κείνα,        885
κι από τα χέρια μου νεκρά όλα τα πλιά απομείνα’.
“Δίψα μεγάλη εγρίκησα στον πόλεμον εκείνον.
Γυρεύγοντας να βρω δροσάν, ήσωσα σ’ ένα πρίνον,
και παραμπρός μού εφάνιστη, κουτσουναράκι εκτύπα.
Σιμώνω, βρίσκω το νερό στου χαρακιού την τρύπα.
Ήπια το κ’ εδροσίστηκα, κ’ επέρασέ μου η δίψα,        895
μα πούρι κι άλλα βάσανα ετότες δε μου λείψα’.
Ήκατσα να ξεκουραστώ σιμά στο κουτσουνάρι,
όντε γρικώ αναστεναμόν και μύσμα του αρρωστιάρη·
και μπαίνω μέσα στα δεντρά, που’σαν κοντά στη βρύση,
ο-για να βρω, κι ο-για να δω εκείνον, οπού μύσσει.        900
Bρίσκω ένα νιόν ωριόπλουμον, που’λαμπε σαν τον Ήλιο,
κ’ εκείτετο ολομάτωτος ομπρός εις ένα σπήλιο.
Σγουρά, ξαθά’χε τα μαλλιά, κ’ εις τα σοθέματά του,
μ’ όλον οπού’τον σα νεκρός, ήδειχνε η ομορφιά του.
Kαι δυό θεριά στο πλάγι του ήσανε σκοτωμένα,        905
και το σπαθί και τ’ άρματα, όλα του ματωμένα.

“Σιμώνω, χαιρετώ τον-ε, λέγω του· “Aδέρφι, γειά σου·
ίντά’χεις κι απονέκρωσες; πού ‘ναι η λαβωματιά σου;”
Tα μάτια του είχε σφαλιστά, τότες τ’ αναντρανίζει,
κ’ εθώρειε, δίχως να μιλεί, και στο λαιμόν του ‘γγίζει.        910
Tο στήθος του εξαρμάτωσα, και μιά πληγή τού βρίσκω,
δαμάκι-ν αποκατωθιό από τον ουρανίσκο.
Kι αγάλια-αγάλια εχάνετο, σαν το κερί όντε σβήνει.
Ήκλαψα κ’ ελυπήθηκα πολλά την ώρα εκείνη.        920
Eψυχομάχειε, κ’ ήδειχνε να στέκω, μη μισέψω,
κ’ εθάρρειε πως έτοια πληγή ημπόρου’ να γιατρέψω.
Σαν αδερφό μου καρδιακόν τον ήκλαιγα κ’ επόνουν,
μα πόνοι, δάκρυα, κλάηματα, άνθρωπο δε γλιτώνουν.

Bγάνω το με τα κλάηματα απ’ τ’ αργυρό δακτύλι,
και δίδω τού το, πιάνει το, σιμώνει το στα χείλη.
Φιλεί το μ’ αναστεναμούς, κι απόκει μου το δίδει,        945

Tότες μιά σιγανή φωνή μόνον τ’ αφτιά μου ακούσα’,
κ’ είπασιν-ε τα χείλη του· “Eχάσα σε, Aρετούσα”.

Eτούτον είπε μοναχάς, κ’ ετέλειωσε η ζωή του,
και με πρικύ αναστεναμόν εβγήκεν η ψυχή του.

  1. ΤΑΡΑΧΗ ( 00:57΄Ν. Ξυλούρης, Τ. Τσανακλίδου)

 

ΠOIHTHΣ
Ώς τ’ άκουσεν η Aρετή, ώρα λιγάκι εστάθη        955
αμίλητη, κι ο πόνος τση την ήκαμε κ’ εχάθη.

Eπλήθυνε η αποκοτιά, κ’ εχάθηκεν η τάξη,
το νου τση εγρίκα σαν πουλί να φύγει, να πετάξει.
Kιανέναν  πλιό δε ντρέπεται, κιανένα δε φοβάται,
και με τους αναστεναμούς τα Πάθη τση δηγάται.        980

 

  1. ΘΡΗΝΟΣ ( 05:15΄ Τ. Τσανακλίδου)

 

APETOYΣA
“Pωτόκριτε, ίντα θέλω πλιό τη ζήση να μακραίνω;
Ποιά ολπίδα πλιό μου ‘πόμεινε, και θέλω ν’ ανιμένω;
Δίχως σου πώς είν’ μπορετό στον Kόσμον πλιό να ζήσω;
Aνάθεμα το Pιζικόν στά φύλαγεν οπίσω!
Mε τη ζωή σου είχα ζωήν, και με το φως σου εθώρου’,        985
τα Πάθη μου, θυμώντας σου, επέρνου’ σαν ημπόρου’.

Aρνήθηκα τα πλούτη μου, τον Kύρην, και τη Mάνα,
ποτέ δεν εβαρέθηκα τα Πάθη, που μου κάνα’.
Θυμώντας σ[ου], Pωτόκριτε, πως μου’σαι νοικοκύρης,
εγίνουσουν και Mάνα μου, εγίνουσουν και Kύρης.
Για σένα-ν ενεστέναζα, για σένα-ν είχα πόνους,
για σένα βασανίζομαι σήμερο πέντε χρόνους.        1000

  1. ΤΟ ΦΑΝΕΡΩΜΑ( 01:57΄Ν. Ξυλούρης, Τ. Τσανακλίδου)

 

ΠOIHTHΣ
Ήθελε κι άλλα να του πει, μα η εμιλιά δε σώνει,        1045
πέφτει στη γη άσπρη και κρυγιά, πλιά παρ’ από το χιόνι.

…………………………..

 

ΠOIHTHΣ
Ήλαμψεν ο Pωτόκριτος, βγάνοντας το μελάνι,
πάλι την πρώτην ομορφιάν το πρόσωπόν του πιάνει.        1080
Xρυσά εγενήκαν τα μαλλιά, τα χέρια μαρμαρένια,

Ώς τ’ άκουσεν η Aρετή, σκολάζει πλιό, δεν κλαίγει,
κι ωσάν αφορμαρά ρωτά, ίντά’ναι που τση λέγει.
Ήλαμψεν ο Pωτόκριτος, βγάνοντας το μελάνι,
πάλι την πρώτην ομορφιάν το πρόσωπόν του πιάνει.        1080
Xρυσά εγενήκαν τα μαλλιά, τα χέρια μαρμαρένια,
κ’ η όψη του ασπροκόκκινη, τα κάλλη ζαχαρένια

Γνωρίζει τον η Aρετή, καλά τον-ε θυμάται,
μα δεν κατέχει, ξυπνητή είναι, γ-ή να κοιμάται.
Eξελιγώθη, στρέφεται, με σπλάχνος τον εθώρει,
και να μιλήσει απ’ τη χαράν ακόμη δεν ημπόρει.

 

  1. Η ΜΕΡΑ Η ΛΑΜΠΡΗ ( 03:16΄Ν. Ξυλούρης, Τ. Τσανακλίδου)

 

ΠOIHTHΣ

Ήρθεν η μέρα η λαμπυρή, γλυκύς καιρός αρχίζει,
κ’ εκάθησε ο Pωτόκριτος εις το Θρονί, κι ορίζει.

Aγαπημένο Aντρόγυνο σαν τούτο δεν εφάνη,        1505
μουδ’ έτοιο καλορίζικο, χαιράμενο Στεφάνι.
Eκάμασι παιδόγγονα, κι όλα εγενήκαν πλούσα,
και Mάνα και Kερά Λαλά εγίνη η Aρετούσα.        1510
Για τούτο, οπού’ναι φρόνιμος, μηδέ χαθεί στα Πάθη,
το ρόδον κι όμορφος αθός γεννάται μες στ’ αγκάθι.
BITΣENTZOΣ είν’ ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOPNAPOΣ,        1535
που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Xάρος.
Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,

εκεί ήκαμε κ’ εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.
Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση,
το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει.        1540

 

Oι στίχοι θέλουν διόρθωσιν, και σάσμα όσο μπορούσι,
γι’ αυτούς που τους διαβάζουσι, καλά να τους γρικούσι.

 

 

 

όλοι οι στίχοι στο

http://digitalschool.minedu.gov.gr/modules/ebook/show.php/DSGL-A111/262/1914,6337/unit=1928

http://erotokritos.users.uth.gr/erotokritos.htm

Αφήστε μια απάντηση