«Πατέρα, αγκάλιασε τα αδέρφια μου», της Λαλιώτη Μαρίας, Α2.
Λευκή θωριά τη γη διαβαίνει,
απ’ το χέρι κρατεί ένα παιδί,
ο πατέρας του το περιμένει,
η πορφύρα δεν θα αφεθεί να γίνει γραμμή.
Βλάβη στο δυναμικό ηρεμίας,
νιώθω πάνω μου το βλέμμα.
Ώρα κοινής ησυχίας,
ξέρω πως είναι δικό μου αυτό το αίμα.
Μας χρωστάνε άλλη μία Κυριακή,
να περπατήσουμε όλοι μαζί ως τον Άι Δημήτρη,
το τίμιο στεφάνι να ακουμπήσει στην δική τους κεφαλή,
κι ας ξεχαστεί τούτη η καταραμένη, μαύρη Τρίτη.
Πατέρα, αγκάλιασε τα αδέρφια μου!
Δεν ξέρω αν θα μου το συγχωρήσω ποτέ,
ελπίζω εκείνα να το κάνουν,
όταν το κερί μου θα έχει σβήσει…
Πρόσφατα σχόλια