Βιβλιοκριτική για το  βιβλίο «Ευτράπελες ιστορίες των παππούδων μας»  από τον Παύλο Παρασκευαϊδη

Βιβλιοκριτική για το  βιβλίο «Ευτράπελες ιστορίες των παππούδων μας»  από τον Παύλο Παρασκευαϊδη

Πρόσφατα κυκλοφόρησε το δεύτερο βιβλίο του Απόστολου Καρανικόλα «Οι ευτράπελες ιστορίες των παππούδων μας». Την έκδοσή του ανέλαβε και έφερε σε πέρας με επιτυχία ο Σύλλογος Γυναικών Μανταμάδου, ο οποίος, όπως μας κατατοπίζει στο προλογικό του σημείωμα, «παρότρυνε και ενθάρρυνε το συγγραφέα να εκδώσει το παρόν βιβλίο γιατί πίστεψε ότι τα μικρά και ευρηματικά κείμενα από τις προσωπικές του μνήμες, αν έρθουν στο φως της δημοσιότητας, θα αποτελέσουν φιλική συντροφιά για κάθε αναγνώστη». Το πορτραίτο του Απόστολου Καρανικόλα φιλοτέχνησε αφιλοκερδώς, ο ζωγράφος Κώστας Ζιαμπάρας τον οποίο ο Σύλλογος Γυναικών Μανταμάδου ευχαριστεί για την προσφορά του. Το προσεγμένο και ιδιαίτερα καλαίσθητο βιβλίο του Απόστολου Καρανικόλα «Οι ευτράπελες ιστορίες των παππούδων μας» περιέχει 96 ιστορίες μιας εποχής που έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά μένει, έστω και ξεθωριασμένη, βαθιά χαραγμένη στη σκέψη και τη μνήμη των παλιών ανθρώπων. «Αυτές τις ευτράπελες διηγήσεις», γράφει στον πρόλογο του βιβλίου ο καταξιωμένος συγγραφέας και ιστορικός της Λέσβου Παναγιώτης Παρασκευαΐδης, «ο Απόστολος Καρανικόλας αποφάσισε να τις εκδώσει και τις δώσει στη χάρτινη αθανασία ενός βιβλίου, γιατί λίγο ή πολύ ατονούν, ξεχνιούνται, παύουν να κυκλοφορούν και να ψυχαγωγούν, γιατί και στα χωριά και στις πόλεις νέα μέσα ψυχαγωγίας τις εκτοπίζουν στέλνοντάς τες στη γραπτή λαογραφία». Η ζωντάνια των διαλόγων, η χάρη της γραφής, ο πλούτος της έμπνευσης, ο στρωτός και λιτός λόγος, είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά των ιστοριών που καταγράφονται στο εν λόγω βιβλίο. Πολλές από αυτές δείχνουν την εύθυμη διάθεση, τη θυμοσοφία, το σπιρτόζο πνεύμα του λαού μας, την ευστροφία του, το ετοιμόλογο, την επινοητικότητά του, τον ερωτισμό του, μα και τις αδυναμίες του, τα ελαττώματά του, τις ιδιοτροπίες του, την αφέλεια, την «ευήθεια», την επιπολαιότητά του. Παμπόνηροι και απλοϊκοί, τετραπέρατοι και μπουνταλάδες, εργατικοί και φυγόπονοι, πλούσιοι και φουκαράδες, πρωταγωνιστούν στις ευτράπελες ιστορίες του Απόστολου Καρανικόλα. Όλοι οι ήρωες, ακόμα κι αν είναι εξαθλιωμένοι χωρικοί, αγράμματοι κληρικοί, ανήμποροι και μοναχικοί άνθρωποι, γέροντες και γερόντισσες, επιστρατεύουν τη φαντασία τους και την πονηριά τους, για να ξεφύγουν από την αποπνικτική καθημερινότητά τους και είναι ικανοί να δώσουν την πιο έξυπνη και, καμιά φορά, την πιο απρόβλεπτη λύση στο πρόβλημα που τους απασχολεί. Η ευρηματικότητά τους ξεπερνά κάθε φαντασία. Ακόμα και οι διάβολοι παρακολουθούν ενεοί τις πονηριές που σκαρφίζονται και «μαθαίνουν» απ’ αυτές. Όταν, για παράδειγμα, ένας από αυτούς παρακολουθούσε με ποιον τρόπο ο καλόγερος έψηνε το αυγό του στη φλόγα του καντηλιού, αναγκάζεται να ομολογήσει: «Εγώ αυτή τη διαβολεμένη τέχνη δεν την ήξερα και καθόμουν και τον κοίταζα για να την μάθω». Στο βιβλίο αυτό, που είναι καρπός μιας πολύχρονης και ακάματης προσπάθειας του συγγραφέα, μπορούμε να απολαύσουμε φανταστικές ιστορίες, σπαρταριστά περιστατικά, ντόπια ανέκδοτα. Κάποιες από τις ιστορίες αυτές μας είναι γνωστές από τους μύθους του Αισώπου ή τις περιπέτειες του Ναστραντίν Χότζα ή από ανέκδοτα που κυκλοφορούν σε όλη την Ελλάδα. Είναι όμως παραλλαγές τους γραμμένες με τον ξεχωριστό τρόπο που ξέρει να γράφει ο Απόστολος Καρανικόλας. Πολλές από αυτές είναι διδακτικές και ηθικοπλαστικές. Άλλες προσπαθούν να εξηγήσουν νοοτροπίες αιώνων. Μερικές είναι παλιά μανταμαδιώτικα παραμύθια, ξεχασμένα απ’ τους νεότερους με το πέρασμα του χρόνου. Οι περισσότερες είναι διασκεδαστικές και προκαλούν αυθόρμητο γέλιο. Όλες τους όμως είναι ενδιαφέρουσες, απολαυστικές, χαριτωμένες. Μέσα από τις ιστορίες αυτές ξεδιπλώνονται γνήσια ήθη και έθιμα των κατοίκων του χωριού μας, η γλώσσα τους, η νοοτροπία τους, ο ψυχισμός τους και παρελαύνουν πάμπολλα λαογραφικά στοιχεία: για τις καθημερινές ασχολίες και ανησυχίες τους, τον τρόπο ζωής τους, τη φορεσιά, τη διατροφή, την ψυχαγωγία, για και την καρτερία τους σε δύσκολες γι’ αυτούς ώρες. Έχει λοιπόν το βιβλίο αυτό και λαογραφική αξία και από αυτή την άποψη είναι ένα έργο πολύ ενδιαφέρον όχι μόνο σε μας τους Μανταμαδιώτες, αλλά και σε κάθε φιλομαθή και πνευματικό άνθρωπο. Παύλος Στεφάνου Παρασκευαῒδης 10 Παράλληλα στο βιβλίο απεικονίζεται η φιλοσοφική θεώρηση της ζωής από τους κατοίκους του χωριού μας. Μέσα στις ιστορίες ο συγγραφέας μας περιγράφει πώς ο λαός μας βίωνε τις λαχτάρες του και τους καημούς του, πώς καυτηρίαζε την πανουργία, την απληστία, την τεμπελιά, πώς ασκούσε κριτική στους αμαθείς, στους ανήθικους, στους κουτοπόνηρους, στους δολοπλόκους. Και το συμπέρασμα που βγάζουμε διαβάζοντας το βιβλίο αυτό είναι πως ο λαός μας, κυρίως στη διάρκεια του περασμένου αιώνα, πάλευε να ξεφύγει από τη μιζέρια της καθημερινής ζωής και να επιβιώσει, με όπλα τα τραγούδια, τα πειράγματα, τα αστεία, τις θύμησές του, τον έρωτα, τη δηκτική σάτιρα, το γέλιο. Ο συγγραφέας στις αφηγήσεις του αποφεύγει το χυδαίο, όχι όμως και τα σεξουαλικά υπονοούμενα, αυτά που ο λαός μας αποκαλεί «αδιάντροπα». Ήταν ωστόσο αδύνατο να τα αποφύγει γιατί αν το επιχειρούσε, από σεμνοτυφία και μόνο, δε θα αποτύπωνε το χιούμορ των Μανταμαδιωτών σε όλες του τις εκφάνσεις και θα αλλοίωνε έτσι το χαρακτήρα της παραδοσιακής ζωής «των παππούδων μας». Η πλοκή των «ευτράπελων ιστοριών» είναι καλοδουλεμένη, αριστοτεχνική. Η γλώσσα τους είναι αυθόρμητη και ζωντανή. Ταιριάζει απόλυτα με το περιεχόμενο και τα πρόσωπα των αφηγήσεών του. Ο Απόστολος Καρανικόλας γράφει όπως ακριβώς μιλάει. Σε κάποιους διαλόγους χρησιμοποιεί το τοπικό γλωσσικό ιδίωμα. Ο λόγος του είναι απλός, εύληπτος και καθαρός, παρά τους πολλούς ιδιωματισμούς, τις επαναλήψεις λέξεων και εκφράσεων και τα κάποια συντακτικά ολισθήματα που είναι φυσικό να υπάρχουν, αφού ουσιαστικά πρόκειται για μεταφορά στο χαρτί του προφορικού λόγου. Η αφήγησή του διανθίζεται συχνά από παροιμίες, γνωμικά, αναφορές σε κοινωνικές συνήθειες και έθιμα, αλλά και άφθονες κωμικές καταστάσεις και διασκεδαστικά απρόοπτα. Οι διάλογοί του φυσικότατοι, σκιαγραφούν ανάγλυφα τους χαρακτήρες των προσώπων και δίνουν το ήθος της εποχής τους. Ο συγγραφέαςξέρει να σμιλεύει σπαρταριστούς ανθρώπινους χαρακτήρες, να φτιάχνει ιστορίες και να τις διηγείταιμε παραστατικό τρόπο ή να τις μεταφέρει στο χαρτί με εντελώς προσωπικό ύφος. Προικισμένος με λαϊκή θυμοσοφία έχει την ικανότητα να δημιουργεί ολοζώντανες εικόνες και ήρωες που συνήθως γίνονται παραδείγματα προς μίμηση ή προς αποφυγή. Διδάσκει με τις ενέργειες, τα λόγια, τα παθήματα ή τη γελοιοποίηση των ηρώων του, χωρίς να καταφεύγει σε διδακτισμό. Έτσι οι δάσκαλοι μαθαίνουν «τι παθαίνιν άμα δεν είνι προυσικτικοί», οι γυναίκες τι μπορεί να πάθουν όταν προσποιούνται ότι «είνι στα πατρίδια τους» (έχουν τα νεύρα τους) για να αποφύγουν να επωμιστούν τα οικογενειακά βάρη που τους αναλογούν και, τέλος, ο κάθε γονιός πληροφορείται «τι παθαίν’ όποιους δεν προυβλέπ’ κάτ’ να κρατεί για τα γηρατειά τ’». Η θητεία του Απόστολου Καρανικόλα ως ιεροψάλτη από τα χρόνια της νιότης του μέχρι σήμερα και η μακρόχρονη επαφή του με τα βιβλία και τους ανθρώπους της εκκλησίας τον επηρέασαν ουσιαστικά. Αυτός είναι ο λόγος που στις ιστορίες του γίνεται συχνή αναφορά σε πρόσωπα, έννοιες, αξίες και καταστάσεις που σχετίζονται με την εκκλησία και τη θρησκεία μας. Ακόμα και οι λίγες λόγιες λέξεις που χρησιμοποιεί οφείλονται στη θητεία του αυτή. Το βιβλίο αυτό είναι τερπνό, ενδιαφέρον και ευχάριστο ανάγνωσμα. Είμαι βέβαιος ότι θα έχει πλατιά απήχηση στο αναγνωστικό κοινό και θα αποτελέσει σημείο αναφοράς για τους μελετητές της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Χρόνια ολόκληρα ο Απόστολος Καρανικόλας, συγκεντρώνει με συστηματικό τρόπο ιστορίες, παραμύθια, τραγούδια και οτιδήποτε σχετίζεται με την ιστορία, την παράδοση και τη λαογραφία του τόπου μας. Ο ίδιος σημειώνει στο βιογραφικό του σημείωμα που βρίσκεται στο οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Η σκέψη να μαζεύω και να γράφω διάφορες ιστορίες του χωριού μου ξεκίνησε το 1982. Η προσπάθεια συλλογής, πέρα από τις ιστορίες, επεκτάθηκε και σε παραμύθια των παππούδων μας, σε τραγούδια παραδοσιακά – όπως των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Φώτων, της Αποκριάς, αδιάντροπα της Καθαρής Δευτέρας, του Βαγιό, των Αγίων Αποστόλων, νανουρίσματα μικρών παιδιών και ό,τι άλλο «έπεφτε» στα χέρια μου». Καρπός της προσπάθειάς του αυτής είναι το βιβλίο αυτό καθώς και το πρώτο του βιβλίο «Ογδόντα χρόνια Μανταμαδιώτης» που κυκλοφόρησε το 2009 και σημείωσε μεγάλη επιτυχία. Καλό θα ήταν ο αγαπητός Απόστολος να φροντίσει για την ταξινόμηση και έκδοση και του υπόλοιπου λαογραφικού υλικού που έχει συγκεντρώσει, για να διασωθεί ένα μέρος της λαϊκής παράδοσης του χωριού μας. Διαφορετικά θα χαθεί για πάντα μαζί με τους ανθρώπους που το δημιούργησαν.

Παύλος Στεφάνου Παρασκευαῒδης