Κίνα: Γυναίκες και «δεμένα πόδια» ή αλλιώς «μικρούτσικα χρυσά κρίνα»…
Τα δεμένα πόδια ήταν ενα έθιμο που υφίστανται οι γυναίκες στην Κίνα για περίπου μια χιλιετία, ξεκινώντας απο το 10ο αιώνα και τελειώνοντας στο πρώτο μισό του 20ού. Κατά καιρούς έχουν υπάρξει διάφορες θεωρίες για να εξηγήσουν την προέλευση του εθίμου. Σύμφωνα με εναν παραδοσιακό θρύλο, ο πρίγκιπας της δυναστείας Sung (960-1279 μχ) Li Yu, απαίτησε απο μια παλλακίδα του να δέσει τα πόδια της για να εκτελέσει ενα χορό μπαλλέτου. Ο μύθος όμως που αναφέρεται σε μια αυτοκράτειρα της δυναστείας Shang είναι ίσως πιο πιθανός. Η συγκεκριμένη γεννήθηκε με το πόδι της παραμορφωμένο και προκειμένου να μην αισθάνεται “στιγματισμένη” απαίτησε τα νεαρά κορίτσια να έχουν δεμένα τα πόδια τους. Το έθιμο πάντως καθιερώθηκε ως μια πολυτέλεια των πλουσίων, κάνοντας τις γυναίκες να φαίνονται πιο “εξαρτημένες” και “λιγότερο χρήσιμες” στο σπίτι, ενω σύντομα αποτέλεσε προϋπόθεση για το γάμο τους. Οι οικογένειες που προέρχοταν απο τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα, ήταν για πρακτικούς λόγους δύσκολο να εφαρμόσουν την παράδοση στις κόρες τους, ακριβώς επειδή χρειάζοταν εργατικά χέρια για τους αγρούς. Ωστόσο, έχοντας την ελπίδα οτι έτσι μπορεί ενδεχομένως η κόρη να έχει εναν καλό γάμο με έναν γαμπρό ανώτερης τάξης, επιδίδονταν στο έθιμο. Βέβαια το αποτέλεσμα ήταν τα κορίτσια αυτά να εργάζονται στις έτσι κι αλλιως σκληρές συνθήκες της αγροτικής ζωής…χωρίς καλά καλά να μπορόυν να “σταθούν στα πόδια τους”.
Παρακάτω είναι ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Γιούνγκ Τσάνγκ “Αγριόκυκνοι, τρείς κόρες της Κίνας” εκδόσεις Εστία.
… «Σύμφωνα με το έθιμο, ο προπάππος μου παντρεύτηκε νέος, στα δεκατέσσερα, μια γυναίκα έξι χρόνια μεγαλύτερή του. Ένα από τα καθήκοντα μιας γυναίκας ήταν να βοηθήσει στην ανατροφή του άντρα της [1].
Η ιστορία της γυναίκας του, της προγιαγιάς μου, ήταν ίδια με την ιστορία εκατομμυρίων γυναικών της Κίνας στην εποχή της[2]. Η οικογένειά της, αφενός επειδή δεν ανήκε στο χώρο των διανοουμένων και συνεπώς δεν είχε θέση στο μανδαρινάτο, κι αφετέρου επειδή ήταν κορίτσι, δεν της έδωσε όνομα. Ήταν η δεύτερη κόρη και τη φώναζαν «Δεύτερο κορίτσι» (Ερ-για-τόου) [3].
…Οι δύο νέοι δεν συναντήθηκαν πριν το γάμο. Τότε θεωρείτο μεγάλη ντροπή, ίσως και οικογενειακός εξευτελισμός, να ερωτευτεί κανείς. Όχι επειδή ο έρωτας αποτελούσε ταμπού-άλλωστε υπήρχε αξιόλογη παράδοση ρομαντικής αγάπης στην Κίνα-αλλά διότι οι δύο νέοι δεν έπρεπε να βρεθούν κάπου όπου μπορούσε να τους συμβεί κάτι τέτοιο, εν μέρει επειδή ήταν ανήθικο να συναντηθούν κι εν μέρει επειδή ο γάμος ήταν πρώτα απ’ όλα ένα καθήκον, μια συμφωνία μεταξύ δύο οικογενειών. Αν ήταν κανείς τυχερός μπορούσε να ερωτευτεί μετά το γάμο… Αλλά το μεγαλύτερο προσόν της ήταν τα δεμένα πόδια της που στα κινέζικα ονομάζονταν «μικρούτσικα χρυσά κρίνα». Αυτό σήμαινε ότι περπατούσε σαν το «βλαστάρι της μικρής ιτιάς στο ανοιξιάτικο αεράκι», παραδοσιακή έκφραση που χρησιμοποιούσαν οι Κινέζοι «γνώστες» των γυναικών. Υποτίθεται ότι μια γυναίκα που περπατούσε με τα πόδια δεμένα προκαλούσε ερωτική επιθυμία στους άντρες, μια και φαινόταν να είναι ευάλωτη και να έχει ανάγκη προστασίας.
Τα πόδια της γιαγιάς μου είχαν δεθεί όταν ήταν δύο χρονών. Η μητέρα της, που και κείνης τα πόδια ήταν δεμένα, της τα τύλιξε μ’ ένα άσπρο πανί, έξι μέτρα μάκρος, αφού πρώτα λύγισε τα τέσσερα μικρά δάκτυλα προς τα μέσα και κάτω από την πατούσα. Κατόπιν έβαλε μια μεγάλη πέτρα από πάνω για να σπάσει την καμάρα. Η γιαγιά μου στρίγκλιζε από τον τρομερό πόνο και την παρακαλούσε να σταματήσει. Η μητέρα της χρειάστηκε να της βάλει ένα πανί στο στόμα για να μη φωνάζει. Η γιαγιά μου λιποθυμούσε συνέχεια από τον πόνο.
Η διαδικασία κράτησε αρκετά χρόνια. Ακόμα κι αφού είχαν σπάσει τα κόκαλα, τα πόδια έπρεπε να παραμένουν δεμένα νύχτα μέρα με χοντρό πανί, επειδή από τη στιγμή που θα έμεναν ελεύθερα θα επανέρχονταν. Χρόνια ολόκληρα η γιαγιά μου έζησε μ’ έναν αδιάκοπο, φρικτό πόνο. Όταν ικέτευε τη μητέρα της να λύσει τους επιδέσμους, εκείνη έκλαιγε και της έλεγε ότι τα άδετα πόδια θα τη κατέστρεφαν και ότι το έκανε για τη μελλοντική ευτυχία της.
…Εκείνη την εποχή όταν παντρευόταν μια γυναίκα, το πρώτο πράγμα που έκανε η οικογένεια του γαμπρού ήταν να εξετάσει τα πόδια της. Τα μεγάλα πόδια, τα φυσιολογικά πόδια δηλαδή, θα ρεζίλευαν το σπιτικό του. Η πεθερά σήκωνε τον ποδόγυρο της μακριάς φούστας της νύφης κι αν τα πόδια της ήταν πιο μακριά από δέκα εκατοστά, άφηνε τη φούστα να πέσει με μια χειρονομία που δήλωνε περιφρόνηση και αποχωρούσε με ύφος αγέρωχο, εγκαταλείποντας τη νύφη στο επικριτικό βλέμμα των καλεσμένων, που κοιτούσαν τα πόδια της με καταφρόνια μουρμουρίζοντας προσβλητικές εκφράσεις.
Που και που, κάποια μάνα λυπόταν τη κόρη της κι έβγαζε το πανί που τύλιγε τα πόδια της. Αλλά όταν η κόρη μεγάλωνε και έπρεπε να υποστεί την περιφρόνηση της οικογένειας του άντρα της και την αποδοκιμασία της κοινωνίας, τότε κατηγορούσε τη μητέρα της για τον αδύναμο χαρακτήρα της.
Το έθιμο να δένονται τα πόδια ξεκίνησε πριν από χίλια χρόνια, υποτίθεται από μια παλλακίδα του αυτοκράτορα. Οι άντρες όχι μόνο θεωρούσαν ερωτικό το θέαμα μιας γυναίκας με μικροσκοπικά ποδαράκια να κουτσαίνει, αλλά και ερεθίζονταν όταν έπαιζαν με τα δεμένα πόδια, που ήταν κρυμμένα μέσα σε κεντητά μεταξωτά παπούτσια. (…) Τα δεμένα πόδια είχαν σάπιο κρέας και βρωμούσαν όταν έβγαινε ο επίδεσμος αλλά οι άντρες σπάνια τα έβλεπαν γυμνά. Θυμάμαι τη γιαγιά μου, όταν ήμουν παιδί, να πονάει συνέχεια. Ο πόνος προερχόταν τόσο από τα σπασμένα κόκαλα όσο και από τα νύχια που μεγάλωναν μες το πέλμα της». (…) [4]
Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο blog //Παραλληλογράφος// στις 22/9/2010 με την βοήθεια της Αντιγόνης Κριπαροπούλου.
Εδώ, έχουμε προσθέσει και μερικά άλλα στοιχεία (υποσημειώσεις):
[1] Το «καθήκον» της ανατροφής του συζύγου διαπιστώνεται και σε άλλες χώρες (της Ασίας κυρίως)… Γι’ αυτό τον λόγο η γυναίκα έπρεπε να είναι κατά πολύ μεγαλύτερη από τον σύζυγό της. Σε άλλες κοινωνίες (χώρες της Αφρικής, της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής) ισχύει το αντίθετο, δηλαδή, μετά από προσυμφωνημένους γάμους μεταξύ των οικογενειών, η νύφη είναι ανήλικη ενώ ο άνδρας άνω των 30 ετών (θα ασχοληθούμε άλλη στιγμή για τους παράγοντες που γεννούν αυτή την κονωνική πρακτική). Στην φωτογραφία βλέπουμε «ζευγάρια» αυτής της «κατηγορίας».
Ο κοινωνιολόγος Α. Γκίντενς έθεσε το ερώτημα «ποιά είναι η σχέση του έρωτα με τον γάμο» προκειμένου να περιγράψει το αντικείμενο της Κοινωνιολογίας. Διαπίστωσε λοιπόν, με βάση ιστορικές μελέτες που χρησιμοποίησε -κυρίως από την Ευρώπη του Μεσαίωνα- ότι ο έρωτας προσδιορίζεται ιστορικά και κοινωνικά (δηλαδή το περιεχόμενο του όρου «έρωτας» καθώς και η σχέση του με τον γάμο αλλάζει από εποχή σε εποχή και από κοινωνία σε κοινωνία)…
Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του Κεν Ντκουγιέν «Τα Κεντήματα» εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ (Μια ιστορία έρωτα στο αποικιοκρατούμενο Βιετνάμ των αρχών του 20ου αιώνα):
… «Η προξενήτρα του έδωσε ένα κόκκινο πέπλο κι ο αφέντης το στερέωσε στο κεφάλι της νύφης κρύβοντας το πρόσωπό της. Από κείνη τη στιγμή, το μόνο που μπορούσε να βλέπει η κοπέλα ήταν οι πορφυρές μύτες απ’ τις παντόφλες της. Μόνη της, σε μια ξένη πόλη, προτιμούσε να την οδηγήσουν σαν να ήταν τυφλή στον γαμήλιο βωμό παρά να εισπράξει τα υποτιμητικά βλέμματα των περίεργων και των καλεσμένων. Βαθιά στο μυαλό της την τσιγκλούσε το κεντρί της περιέργειας, ανεπαίσθητο σαν καπνός. Πώς να έμοιαζε τάχα; Δεν γνώριζε τίποτα για τον μέλλοντα άντρα της. Το χαρακτήρα του, τι του άρεσε και τι δεν του άρεσε, ούτε καν το όνομά του. Μα τι σημασία είχαν όλα αυτά; Ήθελε δεν ήθελε, σύντομα θα ήταν μια παντρεμένη γυναίκα.
… Στην είσοδο, αφημένο πάνω στο έδαφος, την περίμενε ένα δοχείο με πυρακτωμένα κάρβουνα. Το έθιμο ήθελε η νύφη να περνάει πάνω από μια πυρακτωμένη εστία προτού πατήσει το πόδι της στο καινούργιο της σπίτι. Η φωτιά υποτίθεται ότι εξάγνιζε την ψυχή της από τα κακά πνεύματα που πιθανό να ήταν ακόμη προσκολλημένα πάνω της. Η προξενήτρα της εξήγησε ότι, σύμφωνα με τον αστρολόγο, η δυσμενής πλανητική συγκυρία τη στιγμή της γέννησής της, την υποχρέωνε να μπει στο σπίτι από την πίσω πόρτα και να πάει κατευθείαν στη νυφική παστάδα. Η τελετή του γάμου θα συνεχιζόταν χωρίς εκείνη.
… Ένιωθε τη θέρμη από το σώμα του συζύγου της καθώς εκείνος πλησίαζε. Κράτησε τα μάτια της χαμηλωμένα. Δυο αδύναμα ποδαράκια, μισά από τα δικά της, άγγιξαν τις πορφυρές μύτες των παπουτσιών της. Ένα χεράκι απλώθηκε και παραμέρισε αδέξια το πέπλο από το πρόσωπό της.
Μπροστά της στεκόταν τώρα ένα αγοράκι ντυμένο με τα γαμπριάτικα. Δεν θα ήταν μεγαλύτερο από εφτά χρόνων. Τότε συνειδητοποίησε πως ετούτο το παιδί ήταν ο άντρας της. Εκείνη ήταν είκοσι χρόνια μεγαλύτερή του!
Στο σκοτάδι, άρχισε ν’ αντιλαμβάνεται ποια θα ήταν η θέση της στο σπιτικό του πλούσιου αφέντη. Την ήθελαν για δούλα. Ως μέλος όμως της οικογένειας δεν θα μπορούσε ν’ αμείβεται ούτε όπως κι η τελευταία υπηρέτρια.
Παραξενεμένη, η Βεν διαπίστωσε ότι δεν μπορούσε να κλάψει. Και σύντομα η εξάντληση την κυρίεψε»…
[2] Δυο δισεκατομμύρια γυναίκες σχεδόν «περπάτησαν’ κουτσαίνοντας στην Κίνα όσο καιρό κράτησε αυτό το έθιμο… Το 19ο αιώνα το 40-50% των γυναικών στην Κίνα ήταν τεχνητά κουτσές (η εργατική τάξη «χρειαζόταν» τα πόδια της για να εργάζεται)… Το ποσοστό για την ανώτερη τάξη άγγιζε σχεδόν το 100%.
[3] Ο τρόπος που γινόταν (ή και γίνεται ακόμα και σήμερα) η ονοματοδοσία στα κορίτσια διαφοροποιείται και πάλι ιστορικά και κοινωνικά αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις, βασίζεται στις πρακτικές που χρησιμοποιούνται σε συγκεκριμένου τύπου κοινωνίες (κοινωνίες ανισότητας) για να αναπαράγεται και να διαιωνίζεται η ανδρική κυριαρχία. Για παράδειγμα, στην Ελλάδα υπάρχει το γυναικείο όνομα Αγορίτσα που μάλλον προέρχεται από ένα χωριό του Πηλίου. Το όνομα προκύπτει από το ουσιαστικό «αγόρι» και έχει την βάση του στην επιθυμία (αγωνία) του πατέρα να αποκτήσει γιούς. Όταν λοιπόν, σε μια οικογένεια το πρώτο παιδί γεννιόταν κορίτσι το βάπτιζαν «Αγόρι-Αγορίτσα» για να καλοπιάσουν τις Μοίρες και έτσι το επόμενο παιδί να γεννηθεί αρσενικό!
[4] Στο βιβλίο Μαντάμ Μάο της Anchee Min (Εκδόσεις ΓΚΟΒΟΣΤΗ) γίνεται η περιγραφή της διαδικασίας των δεμένων ποδιών που εφαρμόστηκε στην ίδια την σύζυγο του Μάο Τσε Τουνγκ (την Τζιανγκ Τσινγκ) από την μητέρα της (σελ. 19-28). «Είναι ο πόνος που διαπερνά τα σωθικά και φτάνει ως το μεδούλι. Δεν σου επιτρέπει να περπατήσεις σταθερά στο έδαφος, ούτε να πετάξεις στον αέρα. Νιώθεις παγιδευμένη, αλυσοδεμένη. Υπάρχει ένα αόρατο πριόνι. Τα πόδια σου έχουν μείνει δίχως δάκτυλα. Δεν μπορείς να ανασάνεις. Στο σπίτι όλοι ακούνε τους λυγμούς σου μα δεν υπάρχει σωτηρία», έλεγε. Η μαντάμ Μάο ήταν μια γυναίκα που έσκισε τους επιδέσμους και δεν τους ξαναφόρεσε γιατί απείλησε ότι εάν τολμούσαν να της ξαναδέσουν τα πόδια θα αυτοκτονούσε! Συνέδεε πάντα το έθιμο αυτό με την ίδια την δομή της φεουδαρχικής κοινωνίας και συνήθιζε να συσχετίζει τον πόνο που ένιωθαν οι γυναίκες με τα όσα «υπέφερε το προλεταριάτο στην παλιά κοινωνία»! Κατά την Πολιτιστική Επανάσταση έβγαζε πύρινους λόγους εναντίον της εφαρμογής της διαδικασίας του δεσίματος των ποδιών! Αργότερα, θα είναι εκείνη που θα πείσει τον σύζυγό της να απαγορεύσει με νόμο το έθιμο και να τιμωρείται όποιος από την οικογένεια εφαρμόζει την πρακτική αυτή, με βαρύτατες ποινές φυλάκισης!