“Οι Μοιραίοι 2012 ” της Αρετής Βασιλείου (μαθήτριας του Α1 του σχολείου μας)


“Στο βαγόνι του τρένου κάθεται μια κυρία και ένας ηλικιωμένος άντρας. Καλοντυμένη αυτή καθόταν σκεφτική απέναντι από τον ηλικιωμένο κύριο, κοιτώντας από το παράθυρο στο δρόμο που άφηναν πίσω. Έριχνε και κλεφτές ματιές στον κύριο.Ήταν ένας περίεργος άνθρωπος με μακριά γένια και σγουρά μαλλιά. Φορούσε καπέλο και στρογγυλά γυαλιά, ενώ τα ρούχα του ήταν πολύ μεγάλα για το μικροσκοπικό σώμα του.

 

“Εεε  σιγά………άλλος ένας αποτυχημένος ζωγράφος”  σκέφτηκε.

 

Ο άντρας πάλι δεν έδειχνε και πολύ ενδιαφέρον για την κυρία.Είχε κάνει τη διαπίστωσή του, όταν μπήκε στο τρένο, παρατηρώντας το ύφος της όταν κάθησε απέναντί της:  “ευκατάστατη” που έχει τα προβλήματά της λυμένα και δεν σκέφτεται κανέναν άλλο εκτός από τον εαυτό της.

 

Έτσι προτιμούσαν να μη μιλήσουν, βυθίστηκε ο καθένας στις σκέψεις τους.

 

Στάση. Το τρένο σταματάει. Μπαίνει μέσα ένας νεαρός με το σάκο του και κάθεται δίπλα στον άντρα.

 

– “Γειά σας” είπε δειλά.

 

–  “Καλησπέρα…..” απάντησε διστακτικά η γυναίκα μετά το κοφτό “γεια” του κυρίου.

 

Ο νέος δεν είπε τίποτε άλλο. Κάθισε σε μιαν άκρη, άνοιξε ένα βιβλίο και άρχισε να διαβάζει. Απόλυτη ησυχία. Τα βλέμματα δεν συναντήθηκαν. Η κυρία χωρίς να αντέχει άλλο τη σιωπή, κουράστηκε να βλέπει και το νεαρό να γυρίζει μια μια τις σελίδες, θέλησε να ανοίξει κουβέντα.Αλλά ένιωσε παγερό το βλέμμα του κυρίου. Έτσι παρέμειναν σιωπηλοί , βυθισμένοι στα προβλήματά τους, με την εικόνα που είχε σχηματίσει ο ένας για τον άλλο, μόνοι.

 

Στην πραγματικότητα λοιπόν η κυρία ήταν η πρώην γυναίκα ενός υπουργού. Όταν βγήκε στο φως το σκάνδαλο που εμπλέκονταν ο άντρας της αποφάσισε να διακόψει το γάμος της. Ξαφνικά ένιωσε ένα τίποτε. Η ζωή της ήταν η ζωή του άντρα της.Τα όνειρά της ήταν συνδεδεμένα με τις δυνατότητες που αυτός είχε. Ποτέ δεν είχε δουλέψει στη ζωή της. Ο γιός της στην Αγγλία για σπουδές. Το μόνο που τον ένιαξε ήταν μήπως διακόψει τις διακοπές του που τόσο τις είχε ανάγκη.!!!Έτσι όσο κοιτούσε το νέο απέναντι με το βιβλίο, τόσο της θύμιζε το γιό της και τόσο γινόταν όλο και πιο ενοχλητική η παρουσία του.Και γύριζε τώρα στο πατρικό της, τι κατάντια!!!

 

Ο άντρας από την άλλη ήταν ένας δάσκαλος συνταξιούχος. Η γυναίκα του τον παράτησε μη αντέχοντας τη μιζέρια, του άφησε και τα δυο παιδιά και τράβηξε να ζήσει μια καλύτερη ζωή με τον Βαγγέλη, τον μεγαλέμπορα.  Τα παιδιά ήταν μεγάλα, τον ξέχασαν γρήγορα, έκαναν και δική τους οικογένεια βλέπεις. Η σύνταξή του ελάχιστη, δεν έφτανε να πληρώσει το δάνειο για το αυτοκίνητο που πήρε. Η τράπεζα του κατέσχεσε το σπίτι. Όσο σκεφτόταν τη γυναίκα του, λοιπόν, που έμοιαζε με την κυρία που κάθονταν απέναντί του, δεν έβρισκε απάντηση αν θα ήταν καλύτερα να την είχε μαζί του. Πως θάταν τάχα η ζωή του;

 

Ο νέος πάλι σπούδασε στο πανεπιστήμιο, ζήτησε δουλειά ξανά και ξανά σχετική με τις σπουδές του. Τίποτε. Ζήτησε δουλειά ξανά και ξανά, άσχετη με τις σπουδές του. Τίποτε. Γυρνούσε τώρα στο σπίτι του και κοιτώντας τους δύο απέναντί του θύμωνε για τη ζωή που του είχαν χτίσει οι άλλοι, οι μεγάλοι.  “Ευτυχώς, σκεφτόταν, οι γονείς μου ποτέ δεν ήταν σαν κι’ αυτούς” .

Τρεις άνθρωποι διαφορετικοί. Κανείς δε μίλησε………”