Αρχική » ΠΟΙΗΣΗ » Ποιήματα

Ποιήματα

Ποίημα για τον Καραΐσκάκη

Κωστής Παλαμάς («Τὰ δεκατετράστιχα», Ἅπαντα, , Ἀθήνα 1972.)

«Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ορμά έφιππος προς την Ακρόπολη»,1844 Λάδι σε μουσαμά,94×117εκ. Συλλογή Ιδρύματος Ε. Κουτλίδη.

Πόλεμος θάρχιζε. Στα ξάγναντα, μπροστά μου,
κορφή, γκρεμός• το βουνό μαύρο. Ξαφνικά
το βουνό αστράφτει μες’ στον υπνοφαντασιά μου
σαν  από φάσγανα γυμνά για φονικά.
Όσο κι αν εγερν’ εμέ δείλια προς τα χάμου,
με μάτια πρόσμενα υψωμένα εκστατικά
τα πρώτα βόλια να σφυρίξουνε στ’ αυτιά μου
κ’ ένιωθα κάτι σα φτερό στα σωθικά.
Και να! από του βουνού την κορωμένη ράχη
δε χίμησε μουγγρίζοντας η αντάρα η μάχη.
Το βουνό χρυσή σκάλα, κλέφτες και κουρσάροι
την κατεβαίνανε, και σ’ όλους μέσα ποιός;
Ένας ξεχώριζε, του Γένους το καμάρι,
της Καλογριάς ο Γιός!

Ο θάνατος του κλέφτη

(Ιούλιος Τυπάλδος)

Φώτης Κόντογλου, Κλέφτες και Αρματολοί, 1948

Έχετε γεια, ψηλά βουνά και κρυσταλλένιες βρύσες,
χαράματα με τις δροσιές, νύχτες με το φεγγάρι
και σεις, μαύρα κλεφτόπουλα, που στην Τουρκιά ετρομάξτε!
Αρρώστια δε με πλάκωσε και πηαίνω να πεθάνω,

κι αν πάρει βόλι το κορμί, πάλι, η ψυχή απομένει.
Μαύρο πουλάκι θα γενώ, μαύρο χελιδονάκι,
να ‘ρθω το γλυκοχάραμα να ιδώ που πολεμάτε,
και σα σχολάσει ο πόλεμος κι εβγεί τ’ αχνό φεγγάρι,

πάλι θε να ‘ρθω να σταθώ σ’ ένα κυπαρισσάκι
τα λίγα τα κλεφτόπουλα, που βρω στη γη να κλάψω,
μέσα στης νύχτας την ερμιά, στον ύπνο που κοιμούνται,
Ν’ ακούσουν οι μανάδες τους να τα μοιρολογήσουν.

-Για ιδές η θύρα του Πασά, και πάψε το τραγούδι!
Έχετε γεια, ψηλά βουνά, τρεχούμενα ποτάμια.
Αδέλφια, να με θάψετε σε μια ψηλή ραχούλα,
ν’ ακούω τ’ αηδόνια που ‘ρχονται και φέρνουν τον Απρίλη.

 

 

Διάκος

Κώστας Καρυωτάκης, Από την Ηρωική Τριλογία, 1927

«Αποθέωση του Αθ. Διάκου»,Κωνσταντίνος Παρθένης, Εθνική Πινακοθήκη.

Μέρα τ’ Απρίλη.
Πράσινο λάμπος,
γελούσε ο κάμπος
με το τριφύλλι.

Ως την εφίλει
το πρωινό θάμπος,
η φύση σάμπως
γλυκά να ομίλει.

Εκελαδούσαν
πουλιά, πετώντας
όλο πιο πάνω.

Τ’ άνθη ευωδιούσαν.
Κι είπε απορώντας:
«Πώς να πεθάνω;»

Εις την Ελλάδα

( Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν)

Εμπρός, Ελλάς επαναστάτισσα, στάσου όρθια
κράτα με τα γερά τα όπλα την δύναμιν σου.
Δεν εγέρθηκε ένας Όλυμπος του κάκου
η Πίνδος σου και οι Θερμοπύλες, η τιμή σου.

Επετάχθηκε από των σπλάχνων σου τα βάθη
η ελευθερία σου δυνατή, φωτός πυρήνας
κι απ’ του Θησέως και του Περικλή τους τάφους
και τα πάντα νέα ιερά των Αθηνών.

Θραύσε τώρα, γη θεών και ηρώων
της σκλαβιάς τες αλυσίδες, την μαύρην μοίρα
με τες γλυκόηχες ωδές από του Τυρταίου
και από του Ρήγα και του Βύρωνος την λύρα.

 

«Η Ελλάδα και ο κόσμος », Απόσπασμα του Βίλχελμ Μίλερ

 Χωρίς τη Λευτεριά τι θα ήσουν εσύ, Ελλάδα;
Χωρίς εσένα, Ελλάδα, τι θα ήταν ο κόσμος;
Ελάτε σεις λαοί απ’ όλες τις Χώρες
Δείτε τα στήθια που σας θήλασαν
Με το καθαρό γάλα της σοφίας.

Θούριος* (Ρήγας Φεραίος ή Βελεστινλής)

*απόσπασμα

Ως πότε παλικάρια να ζούμεν στα στενά,

Mονάχοι σα λιοντάρια, σταις ράχαις στα βουνά;

Σπηλιές να κατοικούμεν, να βλέπωμεν κλαδιά,

Nα φεύγωμ’ απ’ τον Kόσμον, για την πικρή σκλαβιά.

Nα χάνωμεν αδέλφια, Πατρίδα, και Γονείς,

Tους φίλους, τα παιδιά μας, κι’ όλους τους συγγενείς.

Καλλιώ ‘ναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή,

Παρά σαράντα χρόνοι σκλαβιά, και φυλακή.

Τι σ’ ωφελεί αν ζήσης, και είσαι στη σκλαβιά,

Στοχάσου πως σε ψένουν καθ’ ώραν στη φωτιά.

Βεζύρης, Δραγουμάνος, Aφέντης κι αν σταθής,

O Tύραννος αδίκως, σε κάμει να χαθής.

Δουλεύεις όλ’ ημέρα, σε ό,τι κι αν σοι πη,

Kι’ αυτός πασχίζει πάλιν, το αίμα σου να πιη.

Ο Σούτζος, κι’ ο Μουρούζης, Πετράκης, Σκαναβής,

Γγίκας, και Μαυρογένης, καθρέπτης, είν’ να ιδής.

Ανδρείοι Kαπετάνοι, Παπάδες, λαϊκοί,

Σκοτώθηκαν κι’ Aγάδες, με άδικον σπαθί.

Kι αμέτρητ’ άλλοι τόσοι, και Τούρκοι, και Ρωμιοί,

Zωήν, και πλούτον χάνουν, χωρίς καμμιά ‘φορμή.

Ελάτε μ’ έναν ζήλον, σε τούτον τον καιρόν,

Nα κάμωμεν τον όρκον, επάνω στον Σταυρόν.

Συμβούλους προκομμένους, με πατριωτισμόν,

Nα βάλλωμεν εις όλα, να δίδουν ορισμόν.

Oι νόμοι νάν’ ο πρώτος, και μόνος οδηγός,

Kαι της πατρίδος ένας, να γένη Aρχηγός.

Γιατί κ’ η αναρχία, ομοιάζει την σκλαβιά,

Nα ζούμε σα θηρία, είν’ πλιο σκληρή φωτιά.

Και τότε με τα χέρια, ψηλά στον Oυρανόν,

Aς πούμ’ απ’ την καρδιά μας, ετούτα στον Θεόν.

 

Ν.Γύζης “Το κρυφό σχολειό”

Εμπρός!

 (Κωστής Παλαμάς)

 

Εμπρός! Ολόρθοι, ατρόμαχτοι.

Μαυρίλα. Αστροπελέκι.

Μα το σπαθί γοργάστραψε,

και νά! η βροντή τουφέκι!

 

Στον Πίντο απ’ τον Ταΰγετο,

και στα Μπαλκάνια, ως πέρα,

μια η φλόγα, μια η φοβέρα,

κι ένας ο νους. Εμπρός!

 

Εμπρός, αδέρφια, ατράνταχτοι!

Κι αν πέφτει αστροπελέκι,

να! το σπαθί γοργάστραψε,

βρόντησε το τουφέκι.

 

 

Το Ελληνόπουλο

(Βίκτωρ Ουγκώ σε μετάφραση Κωστή Παλαμά)

Τούρκοι διαβήκαν, χαλασμός, θάνατος πέρα ως πέρα.

Η Χίο, τ’όμορφο νησί, μαύρη απομένει ξέρα,

με τα κρασιά, με τα δεντρά

τ’ αρχοντονήσι, που βουνά και σπίτια και λαγκάδια

και στο χορό τις λυγερές καμιά φορά τα βράδια

καθρέφτιζε μεσ’ τα νερά.

Ερμιά παντού. Μα κοίταξε κι απάνου εκεί στο βράχο,

στου κάστρου τα χαλάσματα κάποιο παιδί μονάχο

κάθεται, σκύβει θλιβερά

το κεφαλάκι, στήριγμα και σκέπη του απομένει

μόνο μιαν άσπρη αγράμπελη σαν αυτό ξεχασμένη

μες την αφάνταστη φθορά.

-Φτωχό παιδί, που κάθεσαι ξυπόλυτο στις ράχες

για να μην κλαις λυπητερά, τ’ ήθελες τάχα να ‘χες

για να τα ιδώ τα θαλασσά

ματάκια σου ν’αστράψουνε, να ξαστερώσουν πάλι

και να σηκώσεις χαρωπά σαν πρώτα το κεφάλι

με τα μαλλάκια τα χρυσά;

Τι θέλεις άτυχο παιδί, τι θέλεις να σου δώσω

για να τα πλέξεις ξέγνοιαστα, για να τα καμαρώσω

ριχτά στους ώμους σου πλατιά

μαλλάκια, που του ψαλιδιού δεν τάχει αγγίξει η κόψη

και σκόρπια στη δροσάτη σου τριγύρω γέρνουν όψη

και σαν την κλαίουσα την ιτιά;

Σαν τι μπορούσε να σου διώξει τάχα το μαράζι;

Μήπως το κρίνο απ’ το Ιράν που του ματιού σου μοιάζει;

Μην ο καρπός απ’ το δεντρί

που μες στη μουσουλμανική παράδεισο φυτρώνει,

κι έν’ άλογο χρόνια εκατό κι αν πηλαλάει, δε σώνει

μες απ’ τον ίσκιο του να βγει;

Μην το πουλί που κελαηδάει στο δάσος νύχτα μέρα

και με τη γλύκα του περνάει και ντέφι και φλογέρα;

Τι θες κι απ’ όλα τ’ αγαθά

τούτα; Πες. Τ’ άνθος, τον καρπό; Θες το πουλί;

-Διαβάτη,

μου κράζει το Ελληνόπουλο με το γαλάζιο μάτι:

Βόλια, μπαρούτι θέλω, να!

H Δόξα των Ψαρών, περί το 1898, Νικόλαος Γύζης, (1842-1901) – Ελαιογραφία, 41Χ32 εκ. Μέγαρο Προεδρίας της Ελληνικής Δημοκρατίας

 

25η Μαρτίου 1821

(Στέλιος Σπεράντσας)

Ακρίτα στης Ευρώπης τους πυλώνες

η Μοίρα σ’ έχει τάξει, Μάννα Ελλάδα,

τη λευτεριά να διαφεντεύεις στους αιώνες.

Χαρά σου, όταν Φειδίες με λαμπεράδα

στη γη σου πελεκούνε Παρθενώνες

κι Αισχύλοι ανάβουν θεία ανέσπερη λαμπάδα

Μα ο πόνος σου βαθύς, όταν βαραίνει

τυράννων μαύρη σκιά τ’ άγιο σου χώμα

και της ελπίδας τους ανθούς αργομαραίνει.

Κακό όμοιο εκράτει κάποτε -κι ακόμα

πιο ασήκωτο- την όψη σου θλιμμένη.

Κι ήταν πικρόχολο, που σώπαινε το στόμα

Μια αυγή όμως -της φυλής την αμαρτία

το πλήρωμα του χρόνου είχε ξεπλύνει-

το βλέμμα ρίχνοντας στην που έσβηνεν εστία,

Τινάχτεις, Κι ήταν Μάρτης, οι άσπροι κρίνοι

ευώδιαζαν. Τινάχτεις την αιτία

για να μετρήσεις του κακού, που φρένα λύνει

Κι ως στάθηκες ψηλά στο μετερίζι,

με ορμή, που ξεπερνούσε και του ανέμου,

το κοφτερό έσυρες σπαθί σου, που σπιθίζει.

Και φώναξες τρανά: «Καιρός πολέμου.

Με ανθούς του ονείρου η γη ξαναγεμίζει.

Ανάστα τώρα με την άνοιξη, λαέ μου».

 

 

Ελεύθεροι πολιορκημένοι

(Διονύσιος Σολωμός, απόσπασμα)

 

“Υποδοχή του Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι”, Θ. Βρυζάκης, Εθνική Πινακοθήκη.

Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·

λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι η μάνα το ζηλεύει.

Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·

στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα καί κλαίει:

«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τι σ’ έχω γω στο χέρι;

οπού συ μού ΄γινες βαρύ κι ο Αγαρηνός το ξέρει».

Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε

κι οσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.

Και μες τη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,

κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.

Και μες της λίμνης τα νερά, οπ’ έφθασε μ’ ασπούδα

έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα.

Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο

το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κ’ εκείνο.

Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη,

η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι

Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει:

όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

 

Απόσπασμα από το έργο Προσκυνητής

Κ.Βάρναλης

Ονόματα (ποιά ανάγκη!) δε θυμάμαι!

Σαν πελάγισα βοή σας νιώθω εντός μου,

Αντάμα, από το θάνατο περνάμε

στα ολόφωτα ρηγάτα αλλουνού κόσμου:

Ζάλογγο, Μεσολόγγι, Ανάπλι, να με!

Μέσα στο φώς σας στέκω με το φώς μου.

Κ᾿ εμένα, σώμα γήινο δε με ορίζει

κι όνομα κάποιο δὲ μὲ ξεχωρίζει.

Πόσοι ἀργαστῆκαν αἰῶνες, μαῦροι αἰῶνες

τοῦ Ζάλσγγου τὸ πήδημα νὰ κάνουν!

Μὲ τὸ τραγούδι τ᾿ Ἀναπλιοῦ οἱ τρυγόνες

πῶς μοσκοσαπουνᾶνε νὰ λευκάνουν

τα ματωμένα ρούχα! τις εικόνες

και τα σεμνά κρεβάτια, πριν πεθάνουν

μάνες Μεσολογγίτισσες, τὰ ρίχνουν

στη φωτιά και γαλήνιαν όψη δείχνουν!

Άρι Σέφερ: Ο γιος υπερασπίζεται τον τραυματισμένο πατέρα

 

Ο λαός δεν πεθαίνει

(Αλεξάντρ Σεργκέγεβιτς Πούσκιν

  μετάφραση Κ. Βάρναλη)

Η Λευτεριά του Σολωμού κι η Αρετή του Κάλβου

ξανάρθανε στην πατρικιά τους γη του Εικοσιένα,

όπου «διπλή παράδεισο» κι όπου «γλυκύς ο ύπνος».

Κι η μια στης άλλης πέσανε την αγκαλιά και κλαίνε.

Όχου! μανάδων κλάηματα και βρόντημ’ αλυσίδων

και των ηρώων τα κόκαλα στη λάσπη πατημένα! …

«Μητέρα η μεγαλόψυχη» των ξένων βιλαέτι!

Μάιδε πατρίδα κι ανθρωπιά και μνήμη· δε φελάνε!

—Λαός δεν είν’ αυτό που βλέπετε, είναι πολιτεία.

Θα τόνε βρείτε δουλευτή κι αγωνιστή σε κάμπο,

σε θάλασσα, σε φάμπρικα, σε κάτεργα, σε τάφους.

Αυτός πατρίδα κι ανθρωπιά, το σήμερα και τ’ αύριο

και το μεγάλο χτες. Και στ’ άγιο βήμα της ψυχής του,

σεις, Αρετή και Λευτεριά, στημένες στον αιώνα.

Κι είναι μαζί του όλ’ οι λαοί του κόσμου αναστημένοι

κι «όθε χαράζει, ώσπου βυθά», του ηλιού το δρόμο παίρνουν

για σε, Αρετή και Λευτεριά, με το σπαθί στο χέρι.

Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση