Οι πρώτες αναφορές στο Ατσιπόπουλο σε γραπτές πηγές χρονολογούνται στον 13ο αιώνα μ.Χ., με την κατοίκηση του να γίνεται πιο συστηματική από τον 16ο αιώνα, ενώ διοικητικά στο σύγχρονο ελληνικό κράτος αναγνωρίζεται το 1925. Για το όνομά του οικισμού υπάρχουν διάφορες ερμηνείες, οι οποίες ανάγονται στην Αραβοκρατία, τη Βυζαντινή περίοδο του Νικηφόρου Φωκά, και την Ενετοκρατία.
Ονομασία
Μια πρώτη ερμηνεία του ονόματος το συνδέει ετυμολογικά με τη λέξη “Ατσιπά” (Ατσιπάς ή Ατσουπάς ή Ατζουπάς) η οποία περιγράφει Αιθίοπες-Άραβες μαχητές τους οποίους έφεραν ως φύλακες στο νησί οι Σαρακηνοί τον καιρό της Αραβοκρατίας και οι Βυζαντινοί λίγο αργότερα (Αετουδάκης, 1969, σ. 53). Ο Ξανθουδίδης συνδέει το όνομα με την περσική λέξη sipahi ή sipah, η οποία δηλώνει τον στρατιώτη. Τη λέξη αυτή παρέλαβαν οι Βυζαντινοί είτε απευθείας, είτε από τους Άραβες και με το προθετικό [α] και τσιτακισμού μετατράπηκε σε ατζιπάς, και αναφέρεται σε μισθοφόρους (Ατσιπάδες) από τους οποίους, επί Νικηφόρου Φωκά, αριθμούσαν πολλούς τα βυζαντινά στρατεύματα. Γνωρίζουμε ότι μετά την κατάκτηση της Κρήτης το 961 ο Νικηφόρος Φωκάς εγκατέστησε πολυάριθμους παλαίμαχους στρατιώτες του και μισθοφόρους, μοιράζοντας την Κρητική γη σε αυτούς. Τότε, μαζί με τον ελληνόφωνο πληθυσμό, κατοίκησαν την Κρήτη Αρμένιοι, Τσάκωνες, Σλάβοι, Χριστιανοί Βάρβαροι (Ξανθουδίδης, 1909, σ. 73) και Ατσιπάδες (Παπαδάκης, 2022). Μια άλλη εικασία είναι ότι προέρχεται από τη λέξη χατζίπ, δηλαδή Αιθίοπες θυρωρούς, τους οποίους είχαν οι Βυζαντινοί άρχοντες στα μέγαρά τους, και η αρχική ονομασία μεταβλήθηκε από Χατζιπόπουλο (δηλ. θυρωρό λαό), σε Ατζιπόπουλο και τέλος Ατσιπόπουλο (Κρυοβρυσανάκης, 1993, σ. 103). Μια άλλη ερμηνεία συνδέει το όνομα του με το λατινικό Aci populo ή Αcer Populus σύμφωνα με τον Ρεθεμνιώτη λογοτέχνη Μανώλη Ι. Κούνουπα (“τραχύς Λαός”), και με την αναφορά σε “Αψύ Χωριό” στο έργο του Παντελή Πρεβελάκη (Γάσπαρης Α. , 2015, σ. 15). Τέλος, αναφέρεται μια εκδοχή η οποία το εξηγεί ως “αστυ-πόπουλο” (καστροχωριό) και θεωρεί πως το συνθετικό “-όπουλο” δηλώνει κάτι μικρό, όπως για παράδειγμα τα χωριά Κορώνη και Κορωνόπουλο στην Ήπειρο.
Μεσαίωνας
Το Ατσιπόπουλο σύμφωνα με την εκκλησιαστική παράδοση και τον θρύλο των «δώδεκα αρχοντόπουλων» δινόταν ως φέουδο στους εντόπιους άρχοντες Χορτάτζηδες, και αναφέρονται: “Πρινιακού και Ακτζιποπούλου έως τον Άγιον Κωνσταντίνον” (Λελεδάκης, 1913, σ. 43). Η κατασκευή αυτού του θρύλου και η συγγραφή αυτών των εγγράφων στην ελληνική ή την ιταλική γλώσσα υποτίθεται ότι ανάγεται στην πρώτη περίοδο της Ενετοκρατίας και φαίνεται ότι δημιουργήθηκε από ισχυρές οικογένειες γαιοκτημόνων με απώτερο σκοπό να διατηρήσουν τα προνόμια και την κτηματική τους περιουσία που απολάμβαναν κατά την βυζαντινή κυριαρχία (Τσουγκαράκης, 1998, σ. 81).
Τον 13ο αιώνα το Ατσιπόπουλο καταγράφεται στο Κατάστιχο για μεταβιβάσεις ακινήτων και άλλων περιουσιακών στοιχείων σε φεουδάρχες. Με τη συνθήκη του 1265 ο Θεόδωρος Λίτινος απόκτησε δύο σερβενταρίες (εδαφική μονάδα για την εκτίμηση ενός φέουδου και τον καθορισμό της varnitio, ίση με το 1/6 της καβαλλαρίας) στο διαμέρισμα του Ρεθύμνου, στα χωριά Ατσιπόπουλο και Ρούστικα (Γάσπαρης Χ. , 2002, σ. 205).
Οι πρώτες άμεσες αναφορές στον οικισμό του Ατσιπόπουλου χρονολογούνται στον 16ο αιώνα. Το 1577 αναφέρεται ως “Acipopulo” από την ενετική απογραφή του Fr. Barozzi (Barozzi, 1577). Το 1583 από την Ενετική απογραφή του Καστροφύλακα (Piero Castrofilaca) αναφέρεται “Acipopullu” με 283 οφειλόμενες αγγαρείες (Σπανάκης, 1958). Τέλος, η επίσης Ενετική απογραφή του 1630 του Φραντσέσκο Μπαζιλικάτα το αναφέρει “Acipopulo” (Basilicata, 1618). Από τη βενετική περίοδο σώζονται μέχρι σήμερα αρκετά οικιστικά συγκροτήματα στο χωριό, αγροτικά σπίτια κυρίως τα οποία συνδυάζουν χαρακτηριστικά δυτικά και βυζαντινά στοιχεία (Αντωνιάδης, 2019, σ. 16).
Τον 17ο αιώνα έχουμε περισσότερες αναφορές στο Ατσιπόπουλο σε διοικητικά έγγραφα των Οθωμανών. Το 1659, η οθωμανική απογραφή το αναφέρει “Acipopula” με 115 οικίες. To 1671 αναφέρεται η διαμάχη του Elhac Hüseyin Bey bin Abdullah με τον Παπά Γιάννη υιό του Παπά Βασίλη για ιδιοκτησία στο Ατσιπόπουλο, η οποία διευθετείται στις 6000 akçes 1675 αναφέρεται ότι στο Ατσιπόπουλο ο Siyavuş Bey bin Abdullah απελευθερώνει τον σκλάβο του Yusuf bin Abdülmennan (Bayraktar, 2005, pp. 83-85).
Ο 19ος αιώνας είναι περίοδος ταραχών και ανακατατάξεων στην Κρήτη και επηρεάζουν την πληθυσμιακή σύσταση της κοινότητας Ατσιποπούλου. Στις 27 Μαΐου 1821 πραγματοποιείται Παγκρήτια Επαναστατική συνέλευση στη «Θυμιανή Παναγία» των Σφακίων, όπου αποφασίστηκε και οργανώθηκε η επανάσταση (Ξανθουδίδης, 1909, σσ. 126-7). Με τη συνδρομή του αιγυπτιακού στρατού οι Τούρκοι καταφέρνουν να καταπνίξουν την επανάσταση η πρώτη φάση της οποίας στις 12 Απριλίου 1824 με τον απόπλου του Τομπάζη από την Κρήτη θεωρείται ότι ολοκληρώνεται (Ξανθουδίδης, 1909, σ. 134). Η δεύτερη περίοδος της επανάστασης έχει ως σημείο αναφοράς την Γραμπούσα, και παρά τις σημαντικές νίκες των επαναστατών δεν οδηγεί στην ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, καθώς με πρωτόκολλο των προστάτιδων δυνάμεων στις 22 Ιανουαρίου 1830 εκχωρήθηκε στον Αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μεχμέτ Αλή ως αποζημίωση για τα στρατεύματα τα οποία έστειλε προς υποταγή της Ελλάδας και της Κρήτης (Ξανθουδίδης, 1909, σ. 140). Η αιγυπτιακή απογραφή του 1834 καταγράφει τους οικισμούς “Πρινέ και Αλιτσόπουλο” με 40 χριστιανικές και 90 μουσουλμανικές οικογένειες (Pashley, 1837, p. 314). Το 1840 ξεσπά πόλεμος μεταξύ του Μεχμέτ Αλή της Αιγύπτου και της Τουρκίας με αποτέλεσμα οι Μ. Δυνάμεις, με τη Συνθήκη του Λονδίνου, να επαναφέρουν και πάλι την Κρήτη στη σουλτανική κυριαρχία. Τη δεκαετία του 1840 επήλθαν μια σειρά από ευνοϊκές εξελίξεις στον εκπαιδευτικό τομέα και σε αυτό το πλαίσιο το 1848 ιδρύεται το πρώτο σχολείο στο Ατσιπόπουλο (Ανδρουλάκης, 1990, σσ. 37-8). Το 1868 καταγράφεται επίθεση από Οθωμανούς σε 9 υπερήλικες κατοίκους του Ατσιποπούλου (Ανυπόγραφο, 1868, σ. 51). Στην έκθεση του Φιλίππου το 1870 το σχολείο στο Ατσιπόπουλο είναι ένα από τα μόλις πέντε σχολεία της Επαρχίας Ρεθύμνης (Καψαλάκης, 2010, σ. 453). Η απογραφή του 1881 το αναφέρει ως έδρα δήμου ο οποίος περιλαμβάνει 13 χωριά που είχαν συνολικά 3567 κατοίκους. Το Ατσιπόπουλο αριθμούσε 825 κατοίκους εκ των οποίων οι 816 ήταν Χριστιανοί και οι 9 Τούρκοι (Σταυράκης, 1890, σ. 33). Στην επόμενη απογραφή του 1900 σημειώνεται αύξηση του πληθυσμού, αριθμώντας 885 κατοίκους (Απογραφή του πληθυσμού κατά την 4/17 Ιουνίου 1900, 1904).
Νεότεροι χρόνοι
Τον 20ο αιώνα η κοινότητα Ατσιποπούλου αναπτύσσεται παράλληλα με την πόλη του Ρεθύμνου. Η πληθυσμιακή σύνθεση του χωριού σταδιακά γίνεται αποκλειστικά ελληνική, όπως συμβαίνει στο μεγαλύτερο μέρος της Κρήτης. Οι κάτοικοι του χωριού συμμετέχουν στην επανάσταση του Θέρισου, και την αντίσταση κατά της Γερμανικής κατοχής. Το κύμα μετανάστευσης και αστικοποίησης πλήττει την κοινότητα τις δεκαετίες ’50-’70, αλλά από τα τέλη του 20ου αιώνα παρατηρείται οικιστική ανάπτυξη η οποία σταδιακά κάνει το Ατσιπόπουλο προάστιο της αναπτυσσόμενης πόλης του Ρεθύμνου.
Κατά την επανάσταση του Θερίσου το 1905, το Ατσιπόπουλο αποτελεί τόπο συγκέντρωσης στρατευμάτων των Ρώσων (Καρπετάκης, 2021, σσ. 53, 63). Η σκληρότητα με την οποία συμπεριφέρθηκαν οι Ρώσοι στρατιώτες στους επαναστάτες στο χωριό του Ατσιποπούλου αποτέλεσαν παράδειγμα για τους κατοίκους του Ρεθύμνου (Καρπετάκης, 2021, σ. 64). Το 1908 έρχεται στο Ατσιπόπουλο η Αγία Ζώνη από τη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους. Η περιφορά του ιερού κειμηλίου γίνεται για να αντιμετωπιστεί η κάμπια που κατέτρωγε τα βελανίδια, τα οποία αποτελούσαν το κυριότερο εισόδημα για τους Ατσιπουλιανούς και τους κατοίκους των γύρω χωριών (Ροδινός, 2010, σσ. 43-48).
Το 1920, ως έδρα κοινότητας πλέον, έχει 684 κατοίκους. Ως οικισμός αναφέρεται επίσημα το 1925 στο ΦΕΚ 27Α – 31/01/1925 να ορίζεται έδρα της ομώνυμης νεοϊδρυθείσας κοινότητας. Ο πληθυσμός παραμένει σταθερός μέχρι και το τέλος της δεκαετίας και παρά την εγκατάσταση μικρασιατών στο Ρέθυμνο, στην απογραφή του 1928 το Ατσιπόπουλο αριθμεί 681 μόνιμους κατοίκους.
Στον πόλεμο του 1940 η κοινότητα Ατσιποπούλου συμμετείχε στην αντίσταση κατά της Ναζιστικής Γερμανίας. Με την κήρυξη του πολέμου, επιστρατεύθηκαν από το χωριό αυτό 15 αξιωματικοί, 32 υπαξιωματικοί και 108 οπλίτες, σύμφωνα με πληροφορίες που μου έδωσε ο στρατηγός Νικόλαος Σαμψών, οι επίστρατοι από το Ατσιπόπουλο, πήραν μέρος σε πολλές μάχες με την V (5η) Μεραρχία Κρήτης (Κοντογιαννίδης, 2022). Στις 13 Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί εγκαταλείπουν το Ρέθυμνο και ανατινάζουν την τρίτοξη γέφυρα Ατσιποπούλου (Ατσιπουλιανή καμάρα, βενετσιάνικης κατασκευής) φεύγοντας για Χανιά (Κρυοβρυσανάκης, 1993, σ. 158; Γάσπαρης Α. , 2015, σ. 121).
Τις επόμενες δεκαετίες ο πληθυσμός του Ατσιπόπουλου μειώνεται σταθερά, στο πλαίσιο της αστικοποίησης της μεταπολεμικής Ελλάδας. Στην απογραφή του 1951 είχε 600 κατοίκους, το 1961 είχε 542. Μετά τις αρχές της δεκαετίας του 1960 μεταβάλλεται σημαντικά και η οικονομική ζωή του χωριού, καθώς αρκετοί κάτοικοι εγκαταλείπουν την αγροτική παραγωγή. Ενδεικτικό στοιχείο αυτής της αλλαγής ήταν η αισθητή μείωση της βελανιδοπαραγωγή και στο τέλος της ίδιας δεκαετίας είχε εντελώς ατονήσει (Arvanitis, 2011, σ. 164).
Η δεκαετία του 1970 ήταν κομβική για την μετέπειτα εξέλιξη της κοινότητας Ατσιποπούλου. Τη δεκαετία αυτή υπήρξε ισχυρή ζήτηση ακινήτων για την επέκταση της πόλης του Ρεθύμνου, και η δημιουργία του Πανεπιστημίου Κρήτης δίπλα στο χωριό συνέτεινε στην ανοικοδόμηση της περιοχής. Οι συνθήκες ζωή και η νοοτροπία του χωριού αλλάζουν, και η απομάκρυνση από το αγροτικό και βιοτεχνικό παρελθόν επιταχύνεται (Σκανδάλης, 2015, σ. 10). Στην απογραφή του 1971 το χωριό αριθμούσε μόλις 469 μόνιμους κατοίκους.
Τις δεκαετίες του 1990 και του 2000, το Ατσιπόπουλο αναπτύχθηκε σημαντικά οικιστικά και πληθυσμιακά, σταδιακά μεταβαλλόμενο σε προάστιο της αναπτυσσόμενης πόλης του Ρεθύμνου. Το 1995 χαρακτηρίστηκε παραδοσιακός οικισμός μέσης πολιτιστικής αξίας (κατηγορία ΙΙ) (Στεφανόπουλος, 1995). Από το 1999 έως το 2010 σύμφωνα με την τότε διοικητική διαίρεση της Ελλάδος αποτέλεσε έδρα του ομώνυμου δημοτικού διαμερίσματος του Δήμου Νικηφόρου Φωκά. Το Ατσιπόπουλο είναι μέχρι σήμερα κωμόπολη και έδρα ομώνυμης κοινότητος του Δήμου Ρεθύμνης στην Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνης της Κρήτης.
Ο πληθυσμός των περιοχών Ατσιπόπουλου, Πρινέ και Γεράνι – που αποτελούν το επίκεντρο της εξάπλωσης της πόλης προς δυσμάς – αντιστοιχεί στο 14 % του πληθυσμού της ευρύτερης “μητροπολιτικής” περιοχής του Ρεθύμνου (Αθανασόπουλος & Βλαστός, 2015, σ. 7). Σύμφωνα με την απογραφή 2011 το Ατσιπόπουλο έχει 1.392 κατοίκους και διοικητικά ανήκει στην ευρύτερη δημοτική κοινότητα Ατσιποπούλου η οποία περιλαμβάνει τις περιοχές Αγνά, Βιολί Χαράκι, Πανόραμα και την ομώνυμη κοινότητα, με συνολικό πληθυσμό 4947 (rethymno.gr, 2014). Κατά την απογραφή του 2021 καταγράφεται πληθυσμός 5417 στη δημοτική κοινότητα Ατσιποπούλου (Ελληνική Στατιστική Αρχή, 2023).
Περιβάλλον
Μεγάλη έκταση της περιοχής καλύπτεται από μέρος του μοναδικού δάσους ήμερης βελανιδιάς (Quercus macrolepis) της Κρήτης (Pantera, Papadopoulos, Fotiadis, & Papanastasis, 2008) και αποτελεί φυσικό βιότοπο του ενδημικού γαστρόποδου Lindholmiola lens (Subai & Neubert, 2014). Η βελανιδοπαραγωγή αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες βασικό εισόδημα των κατοίκων (Arvanitis, 2011, p. 164).
Οικονομία
Η οικονομία του χωριού βασίζεται στην αγροτική παραγωγή, όπως την καλλιέργεια της ελιάς, την βελανιδοπαραγωγή (Arvanitis, 2011, p. 164) μέχρι τη δεκαετία του ’60, και τα χαρούπια (για ζωοτροφές, παραγωγή ζάχαρης στο εξωτερικό κλπ). Επίσης, ο οικισμός έχει βιοτεχνικές δραστηριότητες όπως την αγγειοπλαστική μικρών πήλινων οικιακών σκευών, ενώ σημαντική υπήρξε και η εξόρυξη λεπίδας (αργιλούχο χώμα για στεγανοποίηση οροφών), και η παραγωγή ασβέστη. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα ο πληθυσμός του οικισμού σε μεγάλο βαθμό αστικοποιείται.
Πολιτισμός
Το χωριό αποτελεί τόπο καταγωγής του Γεωργίου Χορτάτση, θεατρικού συγγραφέα της περιόδου της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας. Έγραψε τα έργα Ερωφίλη, Κατσούρμπος και Πανώρια (Ελευθερίου, 1980).
Επιμέλεια – Σύνταξη
Ζερβουδάκης Παναγιώτης, Φιλόλογος, 2022-2023
Βιβλιογραφία
Arvanitis, P. (2011). Traditional forest management in Psiloritis, Crete [c. 1850-2011]: integrating archives, oral history and GIS (Doctoral dissertation). Nottingham: University of Nottingham.
Barozzi, F. (1577). Descrizione dell’ Isola di Creta.
Basilicata, F. (1618). Regno di Candia: atlante corografico. Marsilio.
Bayraktar, E. (2005). The Implementation Of Ottoman Religious Policies In Crete 1645-1735: Men Of Faith As Actors In The Kadı Court. . Ankara: Bilkent Universitesi.
Pantera, A., Papadopoulos, A., Fotiadis, G., & Papanastasis, V. P. (2008). Distribution and phytogeographical analysis of Quercus ithaburensis ssp. macrolepis in Greece. ecologia mediterranea, 34(1), σσ. 73-82.
Pashley, R. (1837). Travels in Crete (Τόμ. Vol II). London: University of Cambridge.
rethymno.gr. (2014, 06 10). Ανάκτηση 12 30, 2022, από Δήμος Ρεθύμνης: https://www.rethymno.gr//municipality/Atsipopoulo/dkatsipopoulou.html
Subai, P., & Neubert, E. (2014, April 3). Revision of the genus Lindholmiola Hesse, 1931 (Gastropoda: Pulmonata: Helicodontidae). Naturhistorisches Museum, 23, σσ. 1–94.
Αετουδάκης, Δ. Μ. (1969). Το Ατσιπόπουλο. Αθήνα.
Αθανασόπουλος, Κ., & Βλαστός, Θ. (2015). Ενιαίος Πολεοδομικός και Κυκλοφοριακός Σχεδιασμός σε Τουριστικές Περιοχές με Στόχο τη Βιώσιμη Κινητικότητα. Το Παράδειγμα του Δήμου Ρεθύμνου. 7ο Διεθνές Συνέδριο για την Έρευνα των Μεταφορών “Από την πρωτογενή έρευνα στις καινοτόμες εφαρμογές, (σσ. 1-17).
Ανδρουλάκης, Γ. (1990). Η εκπαίδευση στην Κρήτη κατά το α΄ τέταρτο του 19ου αιώνα έως και τις αρχές του 20ου. Νέα Κυδωνία Χανίων.
Αντωνιάδης, Ρ. (2019). Σεράγι. Τεκμηρίωση, μελέτη συντήρησης & αποκατάστασης (Διπλωματική Εργασία). Αθήνα: Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο.
Ανυπόγραφο. (1868, 6 30). Εθνοφύλαξ, Διάφορα. Εθνοφύλαξ.
Απογραφή του πληθυσμού κατά την 4/17 Ιουνίου 1900. (1904, 3 11). Επίσημος Εφημερίς, 11(Β’).
Γάσπαρης, Α. (2015). Ατσιπόπουλο. Τόπος και άνθρωποι. Αθήνα: Ινφογνώμων.
Γάσπαρης, Χ. (2002). Έλληνες φεουδάρχες στο σεξτέριο του Dorsoduro. Στοιχεία για την ελληνική γαιοκτησία στη μεσαιωνική Κρήτη. Byzantina Symmeikta, 15, σσ. 195-227.
Ελευθερίου, Σ. (1980, Ιανουάριος). Γεώργιος Χορτάτσης, 1550-1660 περ: η ζωή και το έργο του. Διαβάζω(27), σσ. 54-65.
Ελληνική Στατιστική Αρχή. (2023, 04 21). Ανάκτηση από https://www.statistics.gr: https://www.statistics.gr/documents/20181/17286366/APOF_APOT_MON_DHM_KOIN.pdf/41ae8e6c-5860-b58e-84f7-b64f9bc53ec4
Καρπετάκης, Ε. (2021). Η επανάσταση του Θερίσου (1905) μέσα από τις εφημερίδες της εποχής Εμπρός και Σκριπ (Doctoral dissertation). Πάφος: Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφου.
Καψαλάκης, Ζ. (2010). Η εκπαίδευση στην περιοχή της Μεσαράς το δεύτερο μισό του 190υ αιώνα (Διδ. Διατριβή). Ιωάννινα: Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Κοντογιαννίδης, Τ. (2022, Οκτώβριος 28). Οι απώλειες του ηρωϊκού Επους 1940-41. Ναυτεμπορική.
Κρυοβρυσανάκης, Λ. (1993). Ρεθυμνιώτικος Πανδέκτης. Ρέθυμνο: Εκδόσεις Τυποσπουδή.
Λελεδάκης, Α. (1913). Μονή Κερά-Γωνιάς Κισάμου. Χριστιανική Κρήτη, Β’ (Α’). Ανάκτηση από https://anemi.lib.uoc.gr/php/pdf_pager.php?rec=/metadata/9/3/9/metadata-389-0000006.tkl&do=162650_02_01_w.pdf&pageno=22&width=841&height=595&maxpage=222&lang=en
Ξανθουδίδης, Σ. (1909). Επίτομος ιστορία της Κρήτης : από των αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι των καθ’ ημάς. Μετά 30 εικόνων εντός του κειμένου και ενός χάρτου της Κρήτης. Αθήνα: Ελληνική Εκδοτική Εταιρεία.
Παπαδάκης, Κ. Η. (2022). historicalcrete.ims.forth.gr. Ανάκτηση 12 30, 2022, από Τοπωνυμικό του τέως Δήμου Ρεθύμνου: https://historicalcrete.ims.forth.gr/Toponyms/?post_type=listing&et-listing-type=none&et-listing-location=18
Ροδινός, Ε. Ε. (2010). Επά ‘ναι τ’ Ατσιπόπουλο. Ρέθυμνο: Κέντρο Λαογραφίας και Πολιτισμού Ατσιπόπουλου.
Σκανδάλης, Ε. (2015). Πρόλογος. Στο Α. Γάσπαρης, Ατσιπόπουλο. Τόπος και άνθρωποι (σσ. 10-11). Ινφογνώμων.
Σπανάκης, Σ. Γ. (1958). Στατιστικές ειδήσεις περί Κρήτης του τέλους του 16ου αιώνα.
Σταυράκης, Ν. (1890). Στατιστική του πληθυσμού της Κρήτης : Μετά διαφόρων γεωγραφικών, ιστορικών, αρχαιολογικών, εκκλησιαστικών κτλ. ειδήσεων περί της νήσου / υπό Νικολάου Σταυράκη. Αθήνα: Τυπογραφείον “Παλλιγγενεσία” Ιω. Αγγελοπούλου.
Στεφανόπουλος, Κ. (1995, 21 21). Πολεοδομία . Εφημερίς της Κυβερνήσεως της Ελληνικής Δημοκρατίας(ΦΕΚ 728/Β), 7183-7227.
Τσουγκαράκης, Δ. (1998). Byzantine Crete. Αθήνα: Εκδόσεις Βασιλόπουλος.


