μπορεί τώρα ή παλιά,
δύο φώκιες φιλενάδες
καβγαδίζουν σαν φοράδες!
Φόρα παίρνουν και μαλώνουν,
μέσα στη στιγμή φιλιώνουν!
Φτιάχνουν όνειρα κρυφά,
τελείως διαφορετικά.
Η Φιφή σαν φιγουρίνι,
φαβορί για καμαρίνι,
με φινέτσα ηθοποιού
–φοβερής δραματοποιού–
με φορεσιά απ’ τα παλιά
στέλνει τριγύρω της φιλιά!
Φήμη θέλει να αποκτήσει
και φιλμάκι να γυρίσει.
Τα μάτια λάμπουν φοβερά,
φιλόδοξα και φλογερά!
Φουντωτά φτιάχνει μαλλιά,
παίρνει φαντεζί γυαλιά.
Φούστες ράβει με δαντέλα,
φρουφρού, φουρό και πηγαινέλα.
Η Φωφώ είναι σιγανή
κι άλλο τόσο φαγανή.
Απ’ άλλη φαίνεται φυλή,
διόλου δε μοιάζει στη Φιφή.
Χρόνια η φώκια η Φωφώ
ζει μ’ ένα όνειρο κρυφό.
Να ξεφύγει από τη φάκα,
η ζωή της να ’χει πλάκα.
Γράμμα γράφει στη Φιφή
με φαρδιά υπογραφή:
– Φίλη μου, σε αγαπάω,
φεύγω και μακριά σου πάω.
Φεύγω για να μη φλιπάρω!
Πάω φύλακας σε φάρο.
Σε ύφαλο να κατοικήσω,
φυσική ζωή να ζήσω.
Σ’ ένα φαρονήσι αράζει,
το φροντίζει, το αλλάζει.
Φαροφύλακας σε δράση,
σκούπα παίρνει και φαράσι.
Στον φεγγίτη ανεβαίνει,
το φανάρι περιμένει.
Το ανάβει για να φέγγει,
τα ναυάγια ν’ αποφεύγει.
Τον Φεβρουάριο ο καιρός
παύει να είναι φιλικός.
«Φ–φ–φ» κάνει ο αέρας,
«φ–φ–φ» φυσάει σαν τέρας!
Ξαφνικά σβήνει το φως,
φλας δεν έχει ο ουρανός!
Ρίχνει μια φωτοβολίδα
και φωτίζει αυτή βολίδα!
Πιάνει φουσκοθαλασσιά,
φάλαινα απ’ τ’ ανοιχτά
πέφτει πάνω στη στεριά
και φαλάκρα αποκτά.
Τη φροντίζει η Φωφώ,
χέρι προσφέρει φιλικό.
Φιλότιμο έχει, ανατροφή.
Για φχαριστώ επιστροφή
φλώρα της φτιάχνει ζηλευτή!
Όλη η φύση μια γιορτή!
Φοίνικα και φλαμουριά,
φασκόμηλο κι άλλα φυτά,
φρέσκα φρούτα διαλεκτά.
Φράουλες πολύ γλυκές,
φφασολάκια και φακές.
Η Φωφώ ζητωκραυγάζει,
φυτοφάρμακα δε βάζει.
Φλούδες μόνο από φιρίκια,
μα και, φυσικά, τα φύκια.
Με φαρίνα και φορμάκια
η Φωφώ φτιάχνει ψωμάκια.
«Φου» και «φου» και «φου» και «φου»,
τα ψήνει όλα στη φουφού.
Φεύγει για λίγο για δουλειές,
γίνονται όλα φρυγανιές!
Ένα πλοίο με φουγάρο
πλώρη βάζει για τον φάρο.
Φτυστή φάντασμα η Φιφή,
στη Φωφώ δίνει φιλί.
– Για φάρμακο και γιατρικό
έφτασα εγώ μέχρι εδώ.
Φουρτούνα έχω στην καρδιά,
χρειάζομαι, φευ, μια αγκαλιά!
Φάσεις δύσκολες περνούσε,
η σκηνή δεν την κρατούσε.
«Φλαπ!» πέφτει φαρδιά πλατιά
και η καριέρα σταματά!
Τη φροντίζει η Φωφώ,
χέρι προσφέρει φιλικό.
Το πρωί το φωτεινό
η Φιφή σε πανικό!
Φούρκα με τον πετεινό,
φοράει ένα μπανιερό,
φοβάται το κρύο νερό.
Με τη φάλαινα φρικάρει,
φεύγει, ώρα να σαλπάρει!
Για φραντζολάκια αχνιστά
πρέπει ν’ ανάψει τη φωτιά,
φρέσκο φρουτοχυμό να στύψει,
έφτασε η ώρα να της στρίψει!
Φρίκη και το φαγητό
χωρίς φιλέτο καν ψητό.
Ζωή τόσο φτωχική
τι φταίει να ζει αυτή;
Ένα φεριμπότ περνάει.
Τρέχει με φούρια, χαιρετάει.
Οι φυσαλίδες φωσφορίζουν,
με φως τη θάλασσα γεμίζουν.