Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων

Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του ‘Άρη Κωνσταντινίδη, σπουδαιότερου εκπρόσωπου της «λειτουργιστικής» αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Οι αρχές της διαφάνειας, της ειλικρίνειας και της λακωνικότητας είναι εμφανείς στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων (1963-1966) μέρος ευρύτερου σχεδίου διαμόρφωσης δημόσιων χώρων της πόλης ,του πάρκου Λιθαρίτσια,  λειτούργησε για πρώτη φορά για το κοινό την 1η Αυγούστου 1970 Την τελευταία πενταετία ήταν κλειστό λόγω ανακαίνισης ενώ Το 2011 άρχισε να λειτουργεί το ανακαινισμένο Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Το μουσείο ανοίγεται προς το τοπίο μέσα από τα αίθρια που επιτρέπουν στο φυσικό φως να φθάνει στα γλυπτά. Επιφάνειες γυαλιού αντικαθιστούν τους συμπαγείς τοίχους με εικόνες της πόλης, της λίμνης και των γύρων βουνών. Το αυξομειούμενο ύψος των αιθουσών έκθεσης δίνει ρυθμό στην περιδιάβαση. Οι αισθήσεις αυτές αναπτύσσονται κατά την διάρκεια μίας επίσκεψης , δεν προκαλούνται από διακοσμητικά τεχνάσματα αλλά από την ίδια την επισκευή. Τα υλικά χρησιμοποιούνται διακριτικά, η κλίμακα είναι ανθρώπινη και η θέση του οικοδομήματος μέσα στο φυσικό περίγυρο αποτελεί το μοναδικό καλλωπισμό του.

 

 

 

 

 

 

Αποτελείται από εφτά αίθουσες οι οποίες είναι οι εξής :

Αίθουσα 1 : Προϊστορική Ήπειρος

1.Οι Νεάντερνταλ

Η Ήπειρος ήταν ένας αρκετά αφιλόξενος τόπος με πολλά βουνά, φαράγγια, λαγκαδιές και δάση, τόπος απόκρημνος και δυσπρόσιτος. Οι άνθρωποι προσπαθώντας να επιβιώσουν στις δύσκολες συνθήκες προχωρούσαν με κάθε τρόπο στην αναζήτηση τροφής και άλλων πόρων διαβίωσης. Το πρώτο είδος που προσπάθησε να προσαρμοστεί ήταν οι Νεάντερνταλ στους οποίους η Ήπειρος προσέφερε καταφύγιο πιθανότατα μέχρι την εξαφάνισή τους 40.000 – 30.000 χρόνια πριν. Οι Νεάντερνταλ ήταν ένα σκληροτράχηλο και ευπροσάρμοστο είδος, με ρωμαλέα σωματική διάπλαση και μεγάλο εγκέφαλο όχι απαραίτητα κατώτεροι από τους σύγχρονους ανθρώπους. Έβρισκαν καταφύγια σε σπήλαια που τους πρόσφεραν στέγη και προστασία από τα άγρια θηρία και κατασκεύαζαν λίθινα εργαλεία, δόρατα και παγίδες με τα οποία αποκτούσαν τη λεία τους.

  1. Κυνηγοί – Τροφοσυλλέκτες

Η παλαιολιθική εποχή ήταν πλούσια σε θηράματα από τα οποία τρέφονταν οι άνθρωποι χρησιμοποιώντας οστά και κέρατα ζώων για την κατασκευή εργαλείων και όπλων. Οι άνθρωποι της συγκεκριμένης εποχής ήταν κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, ζούσαν σε σπήλαια και υπαίθριους καταυλισμούς και κυνηγούσαν: μεγαλόσωμα ελάφια με πολύκλωνα κέρατα, αρχέγονα εύρωστα βόδια και ατίθασα μικρόσωμα πουλάρια και φοράδες, ενώ πιο σπάνια επέλεγαν αγριόγιδα, ζαρκάδια και αγριόχοιρους. Οι κυνηγοί σκότωναν τις φοράδες με τα πουλάρια τους, εγκλωβίζοντάς τα στους βαλτότοπους γύρω από τη λίμνη. Συνήθως δεν ψάρευαν στη λίμνη αλλά παγίδευαν υδρόβια πτηνά όπως αγριόπαπιες και σκουφοβουτηχτάρες με πλουμιστό φτέρωμα, χρήσιμο για το στολισμό της ενδυμασίας και την κατασκευή εργαλείων.

3.Τα εργαλεία

Ανασκαφές που έγιναν στη βραχοσκεπή Ασπροχάλικο και στο σπήλαιο της Καστρίτσας, έδειξαν ότι τα πρώτα υλικά που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος περίπου 250.000-13.000 χρόνια πριν ήταν ο  και ο πυριτόλιθος. Στο μεγάλο αυτό διάστημα ο άνθρωπος προσπαθεί να δοκιμάσει, να ελέγξει και να επεξεργαστεί τις πρώτες ύλες. Τα πιο εντυπωσιακά λίθινα εργαλεία είναι τα «αμφίπλευρα» ή χειροπελέκεις και τα χαλικωτά λιάνιστρα. Οι χειροπελέκεις είναι τύπος λίθινου εργαλείου με αμφίπλευρη συμμετρία που αποτελεί τεκμήριο σημαντικής προόδου των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου. Η απόκρουση γινόταν με πέτρες, κέρατα ή ξύλα που επιλέγονταν ως σφυριά.

 

:             χαλαζίας, εργαλείο της εποχής

 

 

:    πυριτόλιθος

 

:           χειροπέλεκεις

 

: Εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι:

λιάνιστρα, φολίδες, ξέστρα.

 

 

 

 

 

 

Αίθουσα 2 : Πολιτική και διοικητική οργάνωση της Ηπείρου

 

 

Η ιδιαίτερη πολιτειακή οργάνωση των ηπειρωτικών εθνών και οι θεσμοί τους, η οικονομία και οι εμπορικές επαφές των ηπειρωτικών πόλεων με άλλα αστικά κέντρα του ελληνικού κόσμου προβάλλονται μέσα από την πλούσια συλλογή νομισμάτων καθώς και από τις γραπτές επιγραφικές μαρτυρίες.

Η Ήπειρος είναι η μοναδική ίσως περιοχή της Ελλάδας στην οποία διατηρήθηκε η “η ηρωική βασιλεία” έως τα κλασικά χρόνια. Οι βασιλείς ήταν κληρονομικοί, απόλυτοι κυρίαρχοι του κράτους, ανώτατοι δικαστές, απόγονοι ομηρικών ηρώων και με θεϊκές, ιδιότητες, όπως διατείνονταν. Το σπουδαιότερο βασίλειο, ή τουλάχιστον εκείνο για το οποίο έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες, ήταν των Μολοσσών. Κατά τον 5ο π.χ. αιώνα ο νεωτεριστής βασιλιάς Θαρύπας προσπάθησε να δώσει νέα μορφή στο κράτος του, και στην προσπάθειά του αυτή τον μιμήθηκαν και άλλα Ηπειρωτικά βασίλεια (Θεσπρωτικών, Χαόνων). Ο Αριστοτέλης παραλληλίζει το πολίτευμά τους με εκείνο της Σπάρτης. Στη θέση των εφόρων που περιόριζαν τη βασιλική εξουσία, οι Μολοσσοί εξέλεγαν δύο ενιαυσίους άρχοντες. Κατά τα ελληνιστικά χρόνια, ο πιο γνωστός από τους βασιλείς τους ήταν ο Πύρρος. Αυτός απέκτησε τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε δεν δίστασε να εκστρατεύσει στην Ιταλία και να αναμετρηθεί με τους Ρωμαίους. Στο μακεδονικό βασίλειο, του οποίου η ιστορία στα παλαιότερα τουλάχιστον χρόνια δεν διαφέρει πολύ απ’ αυτή των κρατών της Ηπείρου, μαζί με τους Έλληνες (Μακεδόνες) κατοικούσαν και άλλοι λαοί, που ήταν υπήκοοι του βασιλιά. Αυτοί είχαν την ελευθερία να χρησιμοποιούν τη γλώσσα και το δίκαιο τους, να λατρεύουν τους θεούς και να τηρούν τα πατροπαράδοτα έθιμά τους, αλλά δεν συμμετείχαν στην πολιτική ζωή του κράτους.

Δύο κέντρα εξουσίας υπήρχαν στο βασίλειο: ο βασιλιάς και η συνέλευση.

Ο βασιλιάς συγκέντρωνε στα χέρια του όλες σχεδόν εξουσίες. Επέλεγε τους υπασπιστές του (εταίρους), στις συμβουλές των οποίων κατέφευγε όταν ο ίδιος έκρινε ότι ήταν ανάγκη. Διόριζε όσους ήθελε στα ανώτερα κρατικά αξιώματα αλλά όχι ισόβια. Αντάμειβε τους εταίρους, που πρόσφεραν σπουδαίες υπηρεσίες στο κράτος, με κάποιο κτήμα, το οποίο μπορούσαν να κληροδοτούν αλλά πάντα με τη δική του έγκριση. Με τον τρόπο αυτό ήταν πολύ δύσκολο να δημιουργηθεί στο μακεδονικό κράτος κάποια μόνιμη τάξη αξιωματούχων ή γαιοκτημόνων.

Σημαντική δύναμη είχε η συνέλευση στην οποία έπαιρναν μέρος μόνο όσοι Μακεδόνες είχαν πολιτικά δικαιώματα. Αυτοί ήταν κυρίως στρατιώτες ή παλαίμαχοι, γι’ αυτό και συνήθιζαν να προσέρχονται στις συνεδριάσεις οπλισμένοι. Αποφάσιζαν για πολλά θέματα: εξέλεγαν το βασιλιά ή τον απομάκρυναν, όταν έκριναν ότι ήταν ανίκανος, διόριζαν επίτροπο (σε περίπτωση ανηλικιότητας του νόμιμου διαδόχου), επέλεγαν αυτούς που θα τους εκπροσωπούσαν στις σχέσεις τους με τα άλλα κράτη κ.ά. Ο βασιλιάς, ο οποίος είχε την εκτελεστική εξουσία, αναλάμβανε να υλοποιήσει τις αποφάσεις τους, με όποιο τρόπο ο ίδιος επιθυμούσε.

Οι διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στο μακεδονικό βασίλειο και τα σύγχρονά του νοτιότερα ελληνικά (πόλεις-κράτη) ήταν αρκετές: Ο πολίτης των πόλεων-κρατών μπορούσε να συμμετέχει ισότιμα σε όλες σχεδόν τις εξουσίες και τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους του, αντίθετα με το Μακεδόνα

 

Έλληνα, στο κράτος του οποίου όλες σχεδόν οι εξουσίες και όλα τα κρατικά οικονομικά μέσα (μονοπώλιο εκμετάλλευσης ορυχείων, εξαγωγών ξυλείας κ.ά.) βρίσκονταν στα χέρια του βασιλιά. Η μακεδονική κοινωνία και οικονομία, που ήταν κατά βάση αγροτικές, δεν στηρίζονταν στο θεσμό της δουλείας, σε αντίθεση μ’ αυτές των άλλων Ελλήνων. Τέλος, η μεγάλη απόσταση μεταξύ οικονομικά ισχυρών και αδυνάτων, που υπήρχε στις πόλεις-κράτη, δεν υπήρχε στους Μακεδόνες, επειδή οι τελευταίοι ήταν στο σύνολο τους σχεδόν ελεύθεροι καλλιεργητές. Γενικά, το μακεδονικό βασίλειο είχε μια εσωτερική κοινωνική συνοχή, που έλειπε από τις πόλεις-κράτη, γι’ αυτό ο κίνδυνος κοινωνικών αναταραχών και συγκρούσεων ήταν σ’ αυτό πολύ περιορισμένος.

Τα παραπάνω στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πολιτική οργάνωση του μακεδονικού κράτους διατηρούνται και κατά την ελληνιστική περίοδο, ενώ πολλά απ’ αυτά εμφανίζονται, όπως είναι φυσικό, στην αντίστοιχη οργάνωση των νέων ελληνιστικών βασιλείων της Ανατολής, αφού δημιουργοί τους ήταν οι Μακεδόνες με πρώτο το Μ. Αλέξανδρο.

 

Τα ερείπια του ανακτόρου της Βεργίνας. Ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της ελληνιστικής εποχής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αίθουσα 3 : Αιακίδες, οι βασιλείς των Μολοσσών

Η μικρή αυτή αίθουσα είναι αφιερωμένη στους Αιακίδες, τη βασιλική δυναστεία του έθνους της ενδοχώρας της Ηπείρου, των Μολοσσών. Υπογραμμίζεται ιδιαίτερα ο ρόλος του βασιλέα Πύρρου και η οικουμενική διάσταση της πολιτικής του.

Οι Αιακίδες  ήταν οι απόγονοι του Αιακού, ο οποίος ήταν γιος του Δία και της νύμφης Αίγινας.

Ο πρώτος Αιακίδης ήταν ο Πηλέας, γιος του Αιακού και της νύμφης Ενδηίδας. Αιακίδης ονομάζονταν και ο Τελαμών, αδελφός του Πηλέα, ο Αίαντας, γιος του Τελαμώνα και ήρωας του Τρωικού πολέμου. Η Δυναστεία των Αιακιδών ήταν σειρά βασιλέων της Ηπειρωτικής φυλής των Μολοσσών. Ήταν απόγονοι του Νεοπτόλεμου, γιου του Αχιλλέα και της Δειδάμειας και απόγονου του Αιακού. Βασίλεψαν από τον 5ο αι π.Χ. μέχρι το 231 π.Χ. Σημαντικότερος των Αιακίδων ήταν ο βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου που έκανε εκστρατεία κατά του ανερχόμενου Ρωμαϊκού κράτους. Επίσης σημαντική θυγατέρα των Αιακιδών ήταν η Ολυμπιάς, μητέρα του Αλέξανδρου. Για αυτό και ο Αλέξανδρος θεωρείται απόγονος του Αχιλλέα. Επίσης ο Περσέας είναι απόγονος των Αιακιδών. Τέλος ο οι κάτοικοι της Αίγινας ονομάζονταν Αιακοί και λάτρευαν τον Αιακό. Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Β’ οι Ηπειρωτικές φυλές καταλύουν την μοναρχία και ιδρύουν την δημοκρατία με το όνομα Κοινό των Ηπειρωτών.

Oι πιο σημαντικοί βασιλείς των Αιακιδών:

Όνομα Περίοδος βασιλείας
Θαρύπας μέχρι το 390/85 π.Χ.
Πύρρος Α΄ 306 – 302 π.Χ.
και
297 – 272 π.Χ.
Νεοπτόλεμος Γ΄ 302 – 297/6 π.Χ.
Αλέξανδρος Β΄ 272 – 245/40 π.Χ.
Πύρρος Β΄ 245/40 – περ. 233 π.Χ.
Ολυμπιάδα της Ηπείρου (βασίλισσα) 245/40 – περ. 231 π.Χ.
Πτολεμαίος περ. 233 – περ. 231 π.Χ.

 

ΠΥΡΡΟΣ :

Ήταν ίσως και ο πιο γνωστός από τους βασιλείς των Αιακιδών , καθώς κι ένας από τους σπουδαιότερους ηγεμόνες της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου. Ήταν γιος του βασιλιά Αιακίδη, ο οποίος κυβέρνησε κατά την περίοδο 330 έως 313 π.Χ., και της Φθίας Β’. Θεωρείται κορυφαίος στρατηγικός νους, ένας από τους λαμπρότερους της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Υπήρξε δε συγγενικό πρόσωπο του έτερου περίφημου στρατηλάτη της αρχαιότητας, Αλεξάνδρου του Μεγάλου. Οι περίφημες εκστρατείες του στην ιταλική χερσόνησο εναντίον του ανερχόμενου εκείνη την εποχή ρωμαϊκού κράτους έμειναν στην ιστορία.  Το όνομά του έχει γίνει γνωστό κυρίως χάρη στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Ο Πύρρος και ο μεγάλος Καρχηδόνιος στρατηλάτης, Αννίβας, συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους εχθρούς που κλήθηκε ποτέ να αντιμετωπίσει η Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ο Ηπειρώτης βασιλιάς απείλησε τις ρωμαϊκές βλέψεις για επέκταση και κυριαρχία στο χώρο της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας μέσα από μία σειρά νικηφόρων, αλλά αιματηρών συγκρούσεων. Οι πολύνεκρες μάχες της Ηράκλειας, του Άσκλου και του Βενεβέντου κατάφεραν ένα τρομακτικό πλήγμα στον στρατό του, στερώντας έτσι από τον αγέρωχο ηγεμόνα τις δυνατότητες για πραγμάτωση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον οδήγησε σε μια δεύτερη κατάκτηση των μακεδονικών εδαφών, αλλά και σε μία εκστρατεία στη νότια Ελλάδα με αποκορύφωμα την πολιορκία της Σπάρτης το 272 π.Χ. Η προσπάθειά του στέφθηκε με αποτυχία, εξαιτίας κυρίως των υπεράνθρωπων προσπαθειών που κατέβαλλαν οι Λακεδαιμόνιοι για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Η ζωή του Πύρρου έλαβε τέλος στην πόλη του Άργους, όπου και αντιμετώπισε τα στρατεύματα του μεγαλύτερου εχθρού του κατά τα τελευταία εκείνα χρόνια, Αντίγονου Β’ Γονατά. Ο Πύρρος, άνδρας μεγάλης μόρφωσης και ονομαστής γενναιότητας, αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της εποχής του. Η στρατιωτική του κατάρτιση ήταν αξιολογότατη, όπως μαρτυρούν τα αποσπάσματα των «Υπομνημάτων» του, ενός έργου το οποίο αναφέρεται στην πολεμική τέχνη και μνημονεύτηκε από αρχαίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Κικέρων. Παρά το γεγονός ότι απέτυχε να εδραιώσει την εξουσία του στην Ιταλία, ο Πύρρος επέκτεινε και εδραίωσε το κράτος του στην Ελλάδα, καθιστώντας το υπολογίσιμη δύναμη της περιοχής για 35 περίπου χρόνια. Μετά το θάνατό του, ο σύντομος ρόλος της Ηπείρου στο προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας τελείωσε.

Αίθουσα 4 : Ο καθημερινός βίος των Ηπειρωτών

Οι Ηπειρώτες αρχικά ήταν νομάδες και γι’ αυτό το λόγο αρχικά ασχολούνταν μόνο με την κτηνοτροφία. Η ενασχόληση τους και με άλλες δραστηριότητες ξεκίνησε κυρίως όταν άρχισαν να εγκαθίστανται σε μόνιμες κατοικίες. Από τα κοπάδια τους προμηθεύονταν γάλα, μαλλί και κρέας, τα οποία αξιοποιούσαν στις καθημερινές τους ανάγκες και αργότερα και σε άλλες δραστηριότητες (π.χ. υφαντική).

Συνήθη ευρήματα των αρχαίων σπιτιών ήταν σιδερένια γεωργικά εργαλεία, εργαλεία  κοπής ξύλων καθώς και μεγάλα αγγεία που είχαν ως σκοπό την αποθήκευση τροφίμων και διάφορων αγαθών. Επιπλέον, ο μεγάλος αριθμός υφαντικών βαρών υποδηλώνει ότι η υφαντική, κυρίως στους ορεινούς οικισμούς της Ηπείρου, αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες ασχολίες. Επίσης, η πληθώρα των χάλκινων αγγείων που βρέθηκε σε ορεινούς οικισμούς μαρτυρεί την ενασχόληση των κατοίκων με την χαλκουργία και γενικότερα με την αγγειοπλαστική

ΥΦΑΝΤΙΚΗ: Το μαλλί ήταν ένα από τα σημαντικότερα κτηνοτροφικά προϊόντα της Ηπείρου και χρησίμευε  στην κατασκευή υφασμάτων. Σε ανασκαφές έχουν βρεθεί ποικίλα υφαντικά βάρη: αγνύθες , δηλαδή βαρίδια του όρθιου αργαλειού και σφοντύλια απαραίτητα  στο γνέσιμο με αδράχτι .Ο μεγάλος αριθμός  τους επιβεβαιώνει ότι η υφαντική ξεπερνούσε το επίπεδο της οικοτεχνίας  και αποτελούσε βιοτεχνική παραγωγή.

 

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ  ΚΑΙ  ΧΡΗΣΗ  Η  ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ: Οι κάτοικοι των ορεινών κωμών χρησιμοποιούσαν απλούς τύπους πήλινων αγγείων, χωρίς ποικιλία σχημάτων ή πρωτότυπα χαρακτηριστικά. Η εγχώρια κεραμική ήταν συνήθως ακόσμητη ή έφερε γεωμετρική διακόσμηση σε θαμπό μαύρο χρώμα(αμαυρόχρωμη) με  διαγραμμισμένα τρίγωνα, ρόμβους, ευθείες και τεθλασμένες γραμμές. Εκτός από την ντόπια κεραμική, έχουν βρεθεί και αγγεία εισηγμένα  από την Αττική, την Κόρινθο και την Κάτω Ιταλία. Τοποθετούνταν συνήθως σε τάφους για να αποδώσουν τη μέγιστη τιμή στους νεκρούς.

Aίθουσα 5 : Η Αρχαιολογία του Θανάτου

Τα νεκρομαντεία της αρχαιότητας ιδρύονταν συνήθως σε μέρη τα οποία θύμιζαν είσοδο προς τον κάτω κόσμο, τον Άδη, τον κόσμο των νεκρών. Έτσι, σπηλιές, χάσματα γης, ποτάμια ή λίμνες (Αχερουσία λίμνη) που θεωρούνταν πύλες εισόδου στον του Άδη αλλά και σημεία από τα οποία ο νεκρός ανέβαινε στον πάνω κόσμο για να απαντήσει στα ερωτήματα που του έθεταν, ήταν ιδανικοί χώροι για τα νεκρομαντεία. Η ύπαρξή τους στηρίζεται στην πίστη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ότι η ψυχή κατά την απελευθέρωσή της από το σώμα, αποκτούσε μαντικές ικανότητες.Στα νεκρομαντεία προσέρχονταν οι πιστοί για να συμβουλευτούν τις ψυχές των νεκρών μέσω της μαντικής (νεκρομάντεις) με σκοπό τη γνώση του μέλλοντος ή την αποκάλυψη κρυμμένων αντικειμένων (παραπλήσια μορφή: πνευματισμός). Η ψυχή του νεκρού ανέβαινε από τον κάτω κόσμο, κάτι που επιτυγχάνονταν με την τήρηση ενός συγκεκριμένου τελετουργικού. Το πιο διάσημο νεκρομαντείο της αρχαιότητας ήταν το Νεκρομαντείο του Αχέροντα.

Το αρχαίο Νεκρομαντείο του Αχέροντα βρίσκεται στο χωριό Μεσοποτάμος, του Νομού Πρεβέζης, στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας Λίμνης, η οποία αποτελούσε την είσοδο του κόσμου των ψυχών. Το Νεκρομαντείο είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, στον οποίο κατέληγαν οι επισκέπτες από το Ακρωτήρι Χειμέριο του χωριού Αμμουδιά, για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές των αγαπημένων τους προσώπων. Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει αναλυτικά την περιοχή κατά την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη. Μετά την αποξήρανση της λίμνης Αχερουσίας τη δεκαετία του 50, η όλη γεωγραφία της περιοχής έχει αλλάξει και το μόνο που παραμένει είναι η ήρεμη συμβολή Αχέροντα και Βωβού ποταμού στην πεδιάδα, λίγα μέτρα κοντά στο λόφο του Νεκρομαντείου. Η πρώτη λειτουργία και κατασκευή του Νεκρομαντείου ανάγεται στους Μυκηναϊκούς χρόνους (1200 πΧ), όμως πολλά από τα σημερινά ερείπια φαίνεται να είναι Ελληνιστικής Εποχής (323 πΧ και μετά).

Οι τελευταίες στιγμές του νεκρομαντείου

Στην κεντρική αίθουσα του μουσείου νεκρομαντείου βρέθηκαν πολυάριθμα χάλκινα και σιδερένια εξαρτήματα που έπεσαν από τον άνω όροφο όταν κατέρρευσε στο δάπεδο κατά την καταστροφή του. Προερχόταν από επτά μικρούς καταπέλτες, πολεμικές μηχανές εξακόντιζαν μεγάλα βέλη σε μεγάλες αποστάσεις με τόση δύναμη και ακρίβεια ώστε ν διαπερνούν ακόμη μία ασπίδα. Χρησιμοποιούνταν σε πολιορκίες, τόσο από τους επιτιθέμενους όσο και από τους υπερασπιστές. Οι καταπέλτες του νεκρομαντείου είχαν χρησιμοποιηθεί για την άμυνα του συγκροτήματος . Αποτελούν το πληρέστερο σύνολο καταπελτών ελληνιστικής εποχής και κάποια εξαρτήματα τους είναι μοναδικά

Αίθουσα 6 : Η Ήπειρος στη ρωμαϊκή εποχή

Η ‘Ήπειρος υπαγόταν από το 167 π.χ. στην αχανή ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας ως το 27 π.χ., οπότε είχε υπαχθεί (για έναν περίπου αιώνα) στη νεοιδρυθείσα ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας. Το 48-45 π.Χ. ιδρύθηκαν στο έδαφός της από τον Καίσαρα δυο ρωμαϊκές αποικίες, το Βουθρωτό και η Φωτική που η επικράτειά της εκτεινόταν σε ολόκληρη τη Θεσπρωτία. Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου ο νικητής Οκταβιανός Αύγουστος ίδρυσε κοντά στη σημερινή Πρέβεζα μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Βαλκανικής, τη Νικόπολη, που η επικράτειά της («χώρα») είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της το έδαφος των σημερινών νομών Πρέβεζας και Άρτας, καθώς και ένα μέρος του σημερινού νομού Αιτωλοακαρνανίας. Την Ήπειρο διέσχιζαν παρακλάδια της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού, που εξασφάλιζαν την επικοινωνία με την Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα η Ήπειρος γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της, όταν στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επαρχιακής διοίκησης από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.), αποτέλεσε αυτόνομη επαρχία με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, όπου είχε την έδρα του ο Ρωμαίος επίτροπος-διοικητής της επαρχίας. Η ακμή της διάρκεσε ενάμιση περίπου αιώνα και συγκεκριμένα ως το 235 μ.Χ., οπότε με την κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τις επακόλουθες βαρβαρικές επιδρομές δέχτηκε και αυτή όλες τις αρνητικές συνέπειες. Μετά από μισό αιώνα παρακμής, η Ήπειρος κατάφερε να ορθοποδήσει μόνο στα χρόνια του Διοκλητιανού με τις διοικητικές του μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην ίδρυση μικρότερων επαρχιών. Τότε η Ήπειρος διαιρέθηκε σε δυο επαρχίες, στην «Παλαιά Ήπειρο» και τη «Νέα Ήπειρο» που υπάγονταν στη «Διοίκηση» των Μοισιών. H «Παλαιά ΄Ηπειρος», με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, που υπαγόταν από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη «Διοίκηση» της Μακεδονίας, είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της, εκτός από την Ακαρνανία, ολόκληρη την Ήπειρο ως τα Κεραύνια όρη (προς βορρά), καθώς και τρία νησιά του Ιονίου, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα και την Ιθάκη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αίθουσα 7 : Το ιερό της Δωδώνης

Η Αρχαία Δωδώνη υπήρξε λατρευτικό κέντρο του Δία και της Διώνης. Υπήρξε, επίσης, γνωστό μαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Το ιερό της Δωδώνης εκτός από θρησκευτικό υπήρξε και διοικητικό κέντρο πολιτικών ενώσεων των εθνών της Ηπείρου. Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. , αποτέλεσε την έδρα του Κοινού των Μολοσσών, στη συνέχεια του ευρύτερου ομοσπονδιακού κράτους Άπειρος ή «Συμμαχία των Ηπειρωτών» και μετά την κατάλυση ης βασιλείας (233/231) π.Χ. του Κοινού των Ηπειρωτών. Επικεφαλής του Κοινού των Ηπειρωτών ήταν ένας ετήσιος στρατηγός και δύο προστάτες. Με τις λειτουργίες της «Συμμαχίας» και του Κοινού των Ηπειρωτών σχετίζονται το βουλευτήριο κα το πρυτανείο της Δωδώνης . Στους Ελληνιστικούς χρόνους στήθηκαν εμπρός από οικοδομήματα του ιερού πολλά αναθηματικά ή τιμητικά αγάλματα, όπως σε όλα τα μεγάλα ιερά. Έξω από το βουλευτήριο τοποθετήθηκαν βάθρα με χάλκινους ανδριάντες στρατηγών του Κοινού των Ηπειρωτών που διακρίθηκαν κατά τη θητεία τους. Εικονίζονταν όρθιοι ή έφιπποι να φορούν πανοπλίες, από τις οποίες διασώθηκαν θραύσματα θωράκων, ζωνών και λαβών από ξίφη. Ο «πτερωτός κεραυνός» έμβλημα οπλισμού των Μολοσσών της «Συμμαχίας» κα του Κοινού των Ηπειρωτών διακοσμούσε της ενδυμασίες τους.

Οι ερωτήσεις των προσκυνητών που ζητούσαν χρησμό από το μαντείο τη Δωδώνης χαράσσονταν επάνω σε ορθογώνια φύλλα (ελάσματα) από μολύβι. Εκατοντάδες από αυτά τα χρηστήρια πινάκια βρεθήκαν στις ανασκαφές του ιερού της Δωδώνης. Τα ερωτήματα υποβάλλονταν από άτομα ομάδες η και πόλεις . Είχαν σχέση με την καθημερινή ζωή τη οικογένεια την υγεία και την εργασία. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι  ερωτήσεις πόλεων για παράδειγμα εάν πρέπει να ιδρύσουν αποικίες η ποιους θεούς ν τιμήσουν με την ανέγερση ναών. Οι απαντήσεις θα πρέπει ν δίνονταν προφορικά. Ίσως εφαρμόζονταν η κληρομαντεία : ο ενδιαφερόμενος επέλεγε ανάμεσα σε δυο κλήρους ου αντιπροσώπευαν ο ένας  θετική και ο άλλος αρνητή απάντηση

 

 

Το Αρχαίο θέατρο Δωδώνης χτίστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. επί βασιλείας Πύρρου και ακολουθεί το σχέδιο που έχουν όλα τα ελληνικά θέατρα. Χωρούσε 18.000 θεατές και ήταν το μεγαλύτερο της εποχής του. Κατά την τέλεση των Ναΐων προς τιμήν του  Δία, εκτός από τους αγώνες στο στάδιο γίνονταν και θεατρικοί αγώνες. Το θέατρο καταστράφηκε και επισκευάστηκε δυο φορές. Την πρώτη φορά το κατέστρεψαν οι Αιτωλοί με τον βασιλιά Δωρίμαχο το 219 π.Χ., αλλά την επόμενη χρονιά ο βασιλιάς Φίλιππος Ε’ της Μακεδονίας άρχισε τις επισκευές. Το 167 π.Χ., ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος το κατέστρεψε ξανά ώσπου το 31 π.Χ. το επισκεύασε πάλι ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος για να χρησιμοποιηθεί ως αρένα για θηριομαχίες από τους Ρωμαίους. Ο τοίχος που υπάρχει μπροστά από τα πρώτα καθίσματα χτίστηκε αυτή την εποχή για την προστασία των θεατών από τα θηρία.

Οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη του μαντείου της Δωδώνης ως λατρευτικού χώρου τοποθετείται περί το 2600 π.Χ.. Είναι το αρχαιότερο μαντείο που συναντάται στον Ελλαδικό χώρο. Το μαντείο στην αρχή ήταν υπαίθριο, με μια βελανιδιά που γύρω είχε έναν περίβολο από χάλκινους λέβητες οι οποίοι με τους ήχους που έκαναν όταν χτυπούσαν μεταξύ τους αλλά και σε συνδυασμό με το θρόισμα των φύλλων του δέντρου και άλλους ήχους έδιναν τους χρησμούς, τούς οποίους ερμήνευαν οι ιερείς και οι ιέρειες. Σύμφωνα με μια νέα ερμηνεία, ο μαντικός ήχος προερχόταν χάλκινα αντικείμενα που κρεμόντουσαν στην βελανιδιά και ηχούσαν με το φύσημα του ανέμου.  Στις ρίζες της βελανιδιάς, στην αρχή πιστευόταν ότι κατοικούσε η Γαία, αλλά με το Δωδεκάθεο αντικαταστάθηκε από το Δία και τη γυναίκα του Διώνη. Στο ναό και στις στοές φυλάγονταν τα αφιερώματα των πιστών. Ενώ μετά το θάνατο του Πύρρου και το γκρέμισμα του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., επιδιορθώθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε’ και επεκτάθηκε αποκτώντας και άλλους χώρους, τότε πήρε και την τελική του μορφή,

Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων

Το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων είναι ένα από τα σημαντικότερα έργα του ‘Άρη Κωνσταντινίδη, σπουδαιότερου εκπρόσωπου της «λειτουργιστικής» αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Οι αρχές της διαφάνειας, της ειλικρίνειας και της λακωνικότητας είναι εμφανείς στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων (1963-1966) μέρος ευρύτερου σχεδίου διαμόρφωσης δημόσιων χώρων της πόλης ,του πάρκου Λιθαρίτσια,  λειτούργησε για πρώτη φορά για το κοινό την 1η Αυγούστου 1970 Την τελευταία πενταετία ήταν κλειστό λόγω ανακαίνισης ενώ Το 2011 άρχισε να λειτουργεί το ανακαινισμένο Νέο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων. Το μουσείο ανοίγεται προς το τοπίο μέσα από τα αίθρια που επιτρέπουν στο φυσικό φως να φθάνει στα γλυπτά. Επιφάνειες γυαλιού αντικαθιστούν τους συμπαγείς τοίχους με εικόνες της πόλης, της λίμνης και των γύρων βουνών. Το αυξομειούμενο ύψος των αιθουσών έκθεσης δίνει ρυθμό στην περιδιάβαση. Οι αισθήσεις αυτές αναπτύσσονται κατά την διάρκεια μίας επίσκεψης , δεν προκαλούνται από διακοσμητικά τεχνάσματα αλλά από την ίδια την επισκευή. Τα υλικά χρησιμοποιούνται διακριτικά, η κλίμακα είναι ανθρώπινη και η θέση του οικοδομήματος μέσα στο φυσικό περίγυρο αποτελεί το μοναδικό καλλωπισμό του.

 

 

 

 

 

 

Αποτελείται από εφτά αίθουσες οι οποίες είναι οι εξής :

Αίθουσα 1 : Προϊστορική Ήπειρος

1.Οι Νεάντερνταλ

Η Ήπειρος ήταν ένας αρκετά αφιλόξενος τόπος με πολλά βουνά, φαράγγια, λαγκαδιές και δάση, τόπος απόκρημνος και δυσπρόσιτος. Οι άνθρωποι προσπαθώντας να επιβιώσουν στις δύσκολες συνθήκες προχωρούσαν με κάθε τρόπο στην αναζήτηση τροφής και άλλων πόρων διαβίωσης. Το πρώτο είδος που προσπάθησε να προσαρμοστεί ήταν οι Νεάντερνταλ στους οποίους η Ήπειρος προσέφερε καταφύγιο πιθανότατα μέχρι την εξαφάνισή τους 40.000 – 30.000 χρόνια πριν. Οι Νεάντερνταλ ήταν ένα σκληροτράχηλο και ευπροσάρμοστο είδος, με ρωμαλέα σωματική διάπλαση και μεγάλο εγκέφαλο όχι απαραίτητα κατώτεροι από τους σύγχρονους ανθρώπους. Έβρισκαν καταφύγια σε σπήλαια που τους πρόσφεραν στέγη και προστασία από τα άγρια θηρία και κατασκεύαζαν λίθινα εργαλεία, δόρατα και παγίδες με τα οποία αποκτούσαν τη λεία τους.

  1. Κυνηγοί – Τροφοσυλλέκτες

Η παλαιολιθική εποχή ήταν πλούσια σε θηράματα από τα οποία τρέφονταν οι άνθρωποι χρησιμοποιώντας οστά και κέρατα ζώων για την κατασκευή εργαλείων και όπλων. Οι άνθρωποι της συγκεκριμένης εποχής ήταν κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, ζούσαν σε σπήλαια και υπαίθριους καταυλισμούς και κυνηγούσαν: μεγαλόσωμα ελάφια με πολύκλωνα κέρατα, αρχέγονα εύρωστα βόδια και ατίθασα μικρόσωμα πουλάρια και φοράδες, ενώ πιο σπάνια επέλεγαν αγριόγιδα, ζαρκάδια και αγριόχοιρους. Οι κυνηγοί σκότωναν τις φοράδες με τα πουλάρια τους, εγκλωβίζοντάς τα στους βαλτότοπους γύρω από τη λίμνη. Συνήθως δεν ψάρευαν στη λίμνη αλλά παγίδευαν υδρόβια πτηνά όπως αγριόπαπιες και σκουφοβουτηχτάρες με πλουμιστό φτέρωμα, χρήσιμο για το στολισμό της ενδυμασίας και την κατασκευή εργαλείων.

3.Τα εργαλεία

Ανασκαφές που έγιναν στη βραχοσκεπή Ασπροχάλικο και στο σπήλαιο της Καστρίτσας, έδειξαν ότι τα πρώτα υλικά που χρησιμοποίησε ο άνθρωπος περίπου 250.000-13.000 χρόνια πριν ήταν ο  και ο πυριτόλιθος. Στο μεγάλο αυτό διάστημα ο άνθρωπος προσπαθεί να δοκιμάσει, να ελέγξει και να επεξεργαστεί τις πρώτες ύλες. Τα πιο εντυπωσιακά λίθινα εργαλεία είναι τα «αμφίπλευρα» ή χειροπελέκεις και τα χαλικωτά λιάνιστρα. Οι χειροπελέκεις είναι τύπος λίθινου εργαλείου με αμφίπλευρη συμμετρία που αποτελεί τεκμήριο σημαντικής προόδου των νοητικών ικανοτήτων του ανθρώπου. Η απόκρουση γινόταν με πέτρες, κέρατα ή ξύλα που επιλέγονταν ως σφυριά.

 

:             χαλαζίας, εργαλείο της εποχής

 

 

:    πυριτόλιθος

 

:           χειροπέλεκεις

 

: Εργαλεία που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι:

λιάνιστρα, φολίδες, ξέστρα.

 

 

 

 

 

 

Αίθουσα 2 : Πολιτική και διοικητική οργάνωση της Ηπείρου

 

 

Η ιδιαίτερη πολιτειακή οργάνωση των ηπειρωτικών εθνών και οι θεσμοί τους, η οικονομία και οι εμπορικές επαφές των ηπειρωτικών πόλεων με άλλα αστικά κέντρα του ελληνικού κόσμου προβάλλονται μέσα από την πλούσια συλλογή νομισμάτων καθώς και από τις γραπτές επιγραφικές μαρτυρίες.

Η Ήπειρος είναι η μοναδική ίσως περιοχή της Ελλάδας στην οποία διατηρήθηκε η “η ηρωική βασιλεία” έως τα κλασικά χρόνια. Οι βασιλείς ήταν κληρονομικοί, απόλυτοι κυρίαρχοι του κράτους, ανώτατοι δικαστές, απόγονοι ομηρικών ηρώων και με θεϊκές, ιδιότητες, όπως διατείνονταν. Το σπουδαιότερο βασίλειο, ή τουλάχιστον εκείνο για το οποίο έχουμε τις περισσότερες πληροφορίες, ήταν των Μολοσσών. Κατά τον 5ο π.χ. αιώνα ο νεωτεριστής βασιλιάς Θαρύπας προσπάθησε να δώσει νέα μορφή στο κράτος του, και στην προσπάθειά του αυτή τον μιμήθηκαν και άλλα Ηπειρωτικά βασίλεια (Θεσπρωτικών, Χαόνων). Ο Αριστοτέλης παραλληλίζει το πολίτευμά τους με εκείνο της Σπάρτης. Στη θέση των εφόρων που περιόριζαν τη βασιλική εξουσία, οι Μολοσσοί εξέλεγαν δύο ενιαυσίους άρχοντες. Κατά τα ελληνιστικά χρόνια, ο πιο γνωστός από τους βασιλείς τους ήταν ο Πύρρος. Αυτός απέκτησε τόσο μεγάλη δύναμη, ώστε δεν δίστασε να εκστρατεύσει στην Ιταλία και να αναμετρηθεί με τους Ρωμαίους. Στο μακεδονικό βασίλειο, του οποίου η ιστορία στα παλαιότερα τουλάχιστον χρόνια δεν διαφέρει πολύ απ’ αυτή των κρατών της Ηπείρου, μαζί με τους Έλληνες (Μακεδόνες) κατοικούσαν και άλλοι λαοί, που ήταν υπήκοοι του βασιλιά. Αυτοί είχαν την ελευθερία να χρησιμοποιούν τη γλώσσα και το δίκαιο τους, να λατρεύουν τους θεούς και να τηρούν τα πατροπαράδοτα έθιμά τους, αλλά δεν συμμετείχαν στην πολιτική ζωή του κράτους.

Δύο κέντρα εξουσίας υπήρχαν στο βασίλειο: ο βασιλιάς και η συνέλευση.

Ο βασιλιάς συγκέντρωνε στα χέρια του όλες σχεδόν εξουσίες. Επέλεγε τους υπασπιστές του (εταίρους), στις συμβουλές των οποίων κατέφευγε όταν ο ίδιος έκρινε ότι ήταν ανάγκη. Διόριζε όσους ήθελε στα ανώτερα κρατικά αξιώματα αλλά όχι ισόβια. Αντάμειβε τους εταίρους, που πρόσφεραν σπουδαίες υπηρεσίες στο κράτος, με κάποιο κτήμα, το οποίο μπορούσαν να κληροδοτούν αλλά πάντα με τη δική του έγκριση. Με τον τρόπο αυτό ήταν πολύ δύσκολο να δημιουργηθεί στο μακεδονικό κράτος κάποια μόνιμη τάξη αξιωματούχων ή γαιοκτημόνων.

Σημαντική δύναμη είχε η συνέλευση στην οποία έπαιρναν μέρος μόνο όσοι Μακεδόνες είχαν πολιτικά δικαιώματα. Αυτοί ήταν κυρίως στρατιώτες ή παλαίμαχοι, γι’ αυτό και συνήθιζαν να προσέρχονται στις συνεδριάσεις οπλισμένοι. Αποφάσιζαν για πολλά θέματα: εξέλεγαν το βασιλιά ή τον απομάκρυναν, όταν έκριναν ότι ήταν ανίκανος, διόριζαν επίτροπο (σε περίπτωση ανηλικιότητας του νόμιμου διαδόχου), επέλεγαν αυτούς που θα τους εκπροσωπούσαν στις σχέσεις τους με τα άλλα κράτη κ.ά. Ο βασιλιάς, ο οποίος είχε την εκτελεστική εξουσία, αναλάμβανε να υλοποιήσει τις αποφάσεις τους, με όποιο τρόπο ο ίδιος επιθυμούσε.

Οι διαφορές που υπήρχαν ανάμεσα στο μακεδονικό βασίλειο και τα σύγχρονά του νοτιότερα ελληνικά (πόλεις-κράτη) ήταν αρκετές: Ο πολίτης των πόλεων-κρατών μπορούσε να συμμετέχει ισότιμα σε όλες σχεδόν τις εξουσίες και τις οικονομικές δραστηριότητες του κράτους του, αντίθετα με το Μακεδόνα

 

Έλληνα, στο κράτος του οποίου όλες σχεδόν οι εξουσίες και όλα τα κρατικά οικονομικά μέσα (μονοπώλιο εκμετάλλευσης ορυχείων, εξαγωγών ξυλείας κ.ά.) βρίσκονταν στα χέρια του βασιλιά. Η μακεδονική κοινωνία και οικονομία, που ήταν κατά βάση αγροτικές, δεν στηρίζονταν στο θεσμό της δουλείας, σε αντίθεση μ’ αυτές των άλλων Ελλήνων. Τέλος, η μεγάλη απόσταση μεταξύ οικονομικά ισχυρών και αδυνάτων, που υπήρχε στις πόλεις-κράτη, δεν υπήρχε στους Μακεδόνες, επειδή οι τελευταίοι ήταν στο σύνολο τους σχεδόν ελεύθεροι καλλιεργητές. Γενικά, το μακεδονικό βασίλειο είχε μια εσωτερική κοινωνική συνοχή, που έλειπε από τις πόλεις-κράτη, γι’ αυτό ο κίνδυνος κοινωνικών αναταραχών και συγκρούσεων ήταν σ’ αυτό πολύ περιορισμένος.

Τα παραπάνω στοιχεία που χαρακτηρίζουν την πολιτική οργάνωση του μακεδονικού κράτους διατηρούνται και κατά την ελληνιστική περίοδο, ενώ πολλά απ’ αυτά εμφανίζονται, όπως είναι φυσικό, στην αντίστοιχη οργάνωση των νέων ελληνιστικών βασιλείων της Ανατολής, αφού δημιουργοί τους ήταν οι Μακεδόνες με πρώτο το Μ. Αλέξανδρο.

 

Τα ερείπια του ανακτόρου της Βεργίνας. Ένα από τα σημαντικότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της ελληνιστικής εποχής.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αίθουσα 3 : Αιακίδες, οι βασιλείς των Μολοσσών

Η μικρή αυτή αίθουσα είναι αφιερωμένη στους Αιακίδες, τη βασιλική δυναστεία του έθνους της ενδοχώρας της Ηπείρου, των Μολοσσών. Υπογραμμίζεται ιδιαίτερα ο ρόλος του βασιλέα Πύρρου και η οικουμενική διάσταση της πολιτικής του.

Οι Αιακίδες  ήταν οι απόγονοι του Αιακού, ο οποίος ήταν γιος του Δία και της νύμφης Αίγινας.

Ο πρώτος Αιακίδης ήταν ο Πηλέας, γιος του Αιακού και της νύμφης Ενδηίδας. Αιακίδης ονομάζονταν και ο Τελαμών, αδελφός του Πηλέα, ο Αίαντας, γιος του Τελαμώνα και ήρωας του Τρωικού πολέμου. Η Δυναστεία των Αιακιδών ήταν σειρά βασιλέων της Ηπειρωτικής φυλής των Μολοσσών. Ήταν απόγονοι του Νεοπτόλεμου, γιου του Αχιλλέα και της Δειδάμειας και απόγονου του Αιακού. Βασίλεψαν από τον 5ο αι π.Χ. μέχρι το 231 π.Χ. Σημαντικότερος των Αιακίδων ήταν ο βασιλιάς Πύρρος της Ηπείρου που έκανε εκστρατεία κατά του ανερχόμενου Ρωμαϊκού κράτους. Επίσης σημαντική θυγατέρα των Αιακιδών ήταν η Ολυμπιάς, μητέρα του Αλέξανδρου. Για αυτό και ο Αλέξανδρος θεωρείται απόγονος του Αχιλλέα. Επίσης ο Περσέας είναι απόγονος των Αιακιδών. Τέλος ο οι κάτοικοι της Αίγινας ονομάζονταν Αιακοί και λάτρευαν τον Αιακό. Μετά τον θάνατο του Πτολεμαίου Β’ οι Ηπειρωτικές φυλές καταλύουν την μοναρχία και ιδρύουν την δημοκρατία με το όνομα Κοινό των Ηπειρωτών.

Oι πιο σημαντικοί βασιλείς των Αιακιδών:

Όνομα Περίοδος βασιλείας
Θαρύπας μέχρι το 390/85 π.Χ.
Πύρρος Α΄ 306 – 302 π.Χ.
και
297 – 272 π.Χ.
Νεοπτόλεμος Γ΄ 302 – 297/6 π.Χ.
Αλέξανδρος Β΄ 272 – 245/40 π.Χ.
Πύρρος Β΄ 245/40 – περ. 233 π.Χ.
Ολυμπιάδα της Ηπείρου (βασίλισσα) 245/40 – περ. 231 π.Χ.
Πτολεμαίος περ. 233 – περ. 231 π.Χ.

 

ΠΥΡΡΟΣ :

Ήταν ίσως και ο πιο γνωστός από τους βασιλείς των Αιακιδών , καθώς κι ένας από τους σπουδαιότερους ηγεμόνες της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου. Ήταν γιος του βασιλιά Αιακίδη, ο οποίος κυβέρνησε κατά την περίοδο 330 έως 313 π.Χ., και της Φθίας Β’. Θεωρείται κορυφαίος στρατηγικός νους, ένας από τους λαμπρότερους της παγκόσμιας στρατιωτικής ιστορίας. Υπήρξε δε συγγενικό πρόσωπο του έτερου περίφημου στρατηλάτη της αρχαιότητας, Αλεξάνδρου του Μεγάλου. Οι περίφημες εκστρατείες του στην ιταλική χερσόνησο εναντίον του ανερχόμενου εκείνη την εποχή ρωμαϊκού κράτους έμειναν στην ιστορία.  Το όνομά του έχει γίνει γνωστό κυρίως χάρη στις συγκεκριμένες επιχειρήσεις. Ο Πύρρος και ο μεγάλος Καρχηδόνιος στρατηλάτης, Αννίβας, συγκαταλέγονται στους σημαντικότερους εχθρούς που κλήθηκε ποτέ να αντιμετωπίσει η Ρωμαϊκή Δημοκρατία. Ο Ηπειρώτης βασιλιάς απείλησε τις ρωμαϊκές βλέψεις για επέκταση και κυριαρχία στο χώρο της νότιας Ιταλίας και της Σικελίας μέσα από μία σειρά νικηφόρων, αλλά αιματηρών συγκρούσεων. Οι πολύνεκρες μάχες της Ηράκλειας, του Άσκλου και του Βενεβέντου κατάφεραν ένα τρομακτικό πλήγμα στον στρατό του, στερώντας έτσι από τον αγέρωχο ηγεμόνα τις δυνατότητες για πραγμάτωση των μεγαλεπήβολων σχεδίων του.

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, η υπέρμετρη φιλοδοξία του τον οδήγησε σε μια δεύτερη κατάκτηση των μακεδονικών εδαφών, αλλά και σε μία εκστρατεία στη νότια Ελλάδα με αποκορύφωμα την πολιορκία της Σπάρτης το 272 π.Χ. Η προσπάθειά του στέφθηκε με αποτυχία, εξαιτίας κυρίως των υπεράνθρωπων προσπαθειών που κατέβαλλαν οι Λακεδαιμόνιοι για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους. Η ζωή του Πύρρου έλαβε τέλος στην πόλη του Άργους, όπου και αντιμετώπισε τα στρατεύματα του μεγαλύτερου εχθρού του κατά τα τελευταία εκείνα χρόνια, Αντίγονου Β’ Γονατά. Ο Πύρρος, άνδρας μεγάλης μόρφωσης και ονομαστής γενναιότητας, αναδείχθηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους στρατιωτικούς της εποχής του. Η στρατιωτική του κατάρτιση ήταν αξιολογότατη, όπως μαρτυρούν τα αποσπάσματα των «Υπομνημάτων» του, ενός έργου το οποίο αναφέρεται στην πολεμική τέχνη και μνημονεύτηκε από αρχαίους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και ο Κικέρων. Παρά το γεγονός ότι απέτυχε να εδραιώσει την εξουσία του στην Ιταλία, ο Πύρρος επέκτεινε και εδραίωσε το κράτος του στην Ελλάδα, καθιστώντας το υπολογίσιμη δύναμη της περιοχής για 35 περίπου χρόνια. Μετά το θάνατό του, ο σύντομος ρόλος της Ηπείρου στο προσκήνιο της ελληνικής ιστορίας τελείωσε.

Αίθουσα 4 : Ο καθημερινός βίος των Ηπειρωτών

Οι Ηπειρώτες αρχικά ήταν νομάδες και γι’ αυτό το λόγο αρχικά ασχολούνταν μόνο με την κτηνοτροφία. Η ενασχόληση τους και με άλλες δραστηριότητες ξεκίνησε κυρίως όταν άρχισαν να εγκαθίστανται σε μόνιμες κατοικίες. Από τα κοπάδια τους προμηθεύονταν γάλα, μαλλί και κρέας, τα οποία αξιοποιούσαν στις καθημερινές τους ανάγκες και αργότερα και σε άλλες δραστηριότητες (π.χ. υφαντική).

Συνήθη ευρήματα των αρχαίων σπιτιών ήταν σιδερένια γεωργικά εργαλεία, εργαλεία  κοπής ξύλων καθώς και μεγάλα αγγεία που είχαν ως σκοπό την αποθήκευση τροφίμων και διάφορων αγαθών. Επιπλέον, ο μεγάλος αριθμός υφαντικών βαρών υποδηλώνει ότι η υφαντική, κυρίως στους ορεινούς οικισμούς της Ηπείρου, αποτελούσε μία από τις σημαντικότερες ασχολίες. Επίσης, η πληθώρα των χάλκινων αγγείων που βρέθηκε σε ορεινούς οικισμούς μαρτυρεί την ενασχόληση των κατοίκων με την χαλκουργία και γενικότερα με την αγγειοπλαστική

ΥΦΑΝΤΙΚΗ: Το μαλλί ήταν ένα από τα σημαντικότερα κτηνοτροφικά προϊόντα της Ηπείρου και χρησίμευε  στην κατασκευή υφασμάτων. Σε ανασκαφές έχουν βρεθεί ποικίλα υφαντικά βάρη: αγνύθες , δηλαδή βαρίδια του όρθιου αργαλειού και σφοντύλια απαραίτητα  στο γνέσιμο με αδράχτι .Ο μεγάλος αριθμός  τους επιβεβαιώνει ότι η υφαντική ξεπερνούσε το επίπεδο της οικοτεχνίας  και αποτελούσε βιοτεχνική παραγωγή.

 

ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ  ΚΑΙ  ΧΡΗΣΗ  Η  ΚΕΡΑΜΙΚΗΣ: Οι κάτοικοι των ορεινών κωμών χρησιμοποιούσαν απλούς τύπους πήλινων αγγείων, χωρίς ποικιλία σχημάτων ή πρωτότυπα χαρακτηριστικά. Η εγχώρια κεραμική ήταν συνήθως ακόσμητη ή έφερε γεωμετρική διακόσμηση σε θαμπό μαύρο χρώμα(αμαυρόχρωμη) με  διαγραμμισμένα τρίγωνα, ρόμβους, ευθείες και τεθλασμένες γραμμές. Εκτός από την ντόπια κεραμική, έχουν βρεθεί και αγγεία εισηγμένα  από την Αττική, την Κόρινθο και την Κάτω Ιταλία. Τοποθετούνταν συνήθως σε τάφους για να αποδώσουν τη μέγιστη τιμή στους νεκρούς.

Aίθουσα 5 : Η Αρχαιολογία του Θανάτου

Τα νεκρομαντεία της αρχαιότητας ιδρύονταν συνήθως σε μέρη τα οποία θύμιζαν είσοδο προς τον κάτω κόσμο, τον Άδη, τον κόσμο των νεκρών. Έτσι, σπηλιές, χάσματα γης, ποτάμια ή λίμνες (Αχερουσία λίμνη) που θεωρούνταν πύλες εισόδου στον του Άδη αλλά και σημεία από τα οποία ο νεκρός ανέβαινε στον πάνω κόσμο για να απαντήσει στα ερωτήματα που του έθεταν, ήταν ιδανικοί χώροι για τα νεκρομαντεία. Η ύπαρξή τους στηρίζεται στην πίστη του αρχαίου ελληνικού κόσμου, ότι η ψυχή κατά την απελευθέρωσή της από το σώμα, αποκτούσε μαντικές ικανότητες.Στα νεκρομαντεία προσέρχονταν οι πιστοί για να συμβουλευτούν τις ψυχές των νεκρών μέσω της μαντικής (νεκρομάντεις) με σκοπό τη γνώση του μέλλοντος ή την αποκάλυψη κρυμμένων αντικειμένων (παραπλήσια μορφή: πνευματισμός). Η ψυχή του νεκρού ανέβαινε από τον κάτω κόσμο, κάτι που επιτυγχάνονταν με την τήρηση ενός συγκεκριμένου τελετουργικού. Το πιο διάσημο νεκρομαντείο της αρχαιότητας ήταν το Νεκρομαντείο του Αχέροντα.

Το αρχαίο Νεκρομαντείο του Αχέροντα βρίσκεται στο χωριό Μεσοποτάμος, του Νομού Πρεβέζης, στις βορειοδυτικές όχθες της Αχερουσίας Λίμνης, η οποία αποτελούσε την είσοδο του κόσμου των ψυχών. Το Νεκρομαντείο είναι χτισμένο στην κορυφή ενός λόφου, στον οποίο κατέληγαν οι επισκέπτες από το Ακρωτήρι Χειμέριο του χωριού Αμμουδιά, για να επικοινωνήσουν με τις ψυχές των αγαπημένων τους προσώπων. Ο Όμηρος στην Οδύσσεια περιγράφει αναλυτικά την περιοχή κατά την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη. Μετά την αποξήρανση της λίμνης Αχερουσίας τη δεκαετία του 50, η όλη γεωγραφία της περιοχής έχει αλλάξει και το μόνο που παραμένει είναι η ήρεμη συμβολή Αχέροντα και Βωβού ποταμού στην πεδιάδα, λίγα μέτρα κοντά στο λόφο του Νεκρομαντείου. Η πρώτη λειτουργία και κατασκευή του Νεκρομαντείου ανάγεται στους Μυκηναϊκούς χρόνους (1200 πΧ), όμως πολλά από τα σημερινά ερείπια φαίνεται να είναι Ελληνιστικής Εποχής (323 πΧ και μετά).

Οι τελευταίες στιγμές του νεκρομαντείου

Στην κεντρική αίθουσα του μουσείου νεκρομαντείου βρέθηκαν πολυάριθμα χάλκινα και σιδερένια εξαρτήματα που έπεσαν από τον άνω όροφο όταν κατέρρευσε στο δάπεδο κατά την καταστροφή του. Προερχόταν από επτά μικρούς καταπέλτες, πολεμικές μηχανές εξακόντιζαν μεγάλα βέλη σε μεγάλες αποστάσεις με τόση δύναμη και ακρίβεια ώστε ν διαπερνούν ακόμη μία ασπίδα. Χρησιμοποιούνταν σε πολιορκίες, τόσο από τους επιτιθέμενους όσο και από τους υπερασπιστές. Οι καταπέλτες του νεκρομαντείου είχαν χρησιμοποιηθεί για την άμυνα του συγκροτήματος . Αποτελούν το πληρέστερο σύνολο καταπελτών ελληνιστικής εποχής και κάποια εξαρτήματα τους είναι μοναδικά

Αίθουσα 6 : Η Ήπειρος στη ρωμαϊκή εποχή

Η ‘Ήπειρος υπαγόταν από το 167 π.χ. στην αχανή ρωμαϊκή επαρχία της Μακεδονίας ως το 27 π.χ., οπότε είχε υπαχθεί (για έναν περίπου αιώνα) στη νεοιδρυθείσα ρωμαϊκή επαρχία της Αχαΐας. Το 48-45 π.Χ. ιδρύθηκαν στο έδαφός της από τον Καίσαρα δυο ρωμαϊκές αποικίες, το Βουθρωτό και η Φωτική που η επικράτειά της εκτεινόταν σε ολόκληρη τη Θεσπρωτία. Μετά τη ναυμαχία του Ακτίου ο νικητής Οκταβιανός Αύγουστος ίδρυσε κοντά στη σημερινή Πρέβεζα μια από τις μεγαλύτερες πόλεις της Βαλκανικής, τη Νικόπολη, που η επικράτειά της («χώρα») είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της το έδαφος των σημερινών νομών Πρέβεζας και Άρτας, καθώς και ένα μέρος του σημερινού νομού Αιτωλοακαρνανίας. Την Ήπειρο διέσχιζαν παρακλάδια της ρωμαϊκής Εγνατίας οδού, που εξασφάλιζαν την επικοινωνία με την Κεντρική και Νότια Ελλάδα. Στις αρχές του 2ου μ.Χ. αιώνα η Ήπειρος γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της, όταν στο πλαίσιο αναδιοργάνωσης της επαρχιακής διοίκησης από τον αυτοκράτορα Τραϊανό (98-117 μ.Χ.), αποτέλεσε αυτόνομη επαρχία με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, όπου είχε την έδρα του ο Ρωμαίος επίτροπος-διοικητής της επαρχίας. Η ακμή της διάρκεσε ενάμιση περίπου αιώνα και συγκεκριμένα ως το 235 μ.Χ., οπότε με την κρίση της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και τις επακόλουθες βαρβαρικές επιδρομές δέχτηκε και αυτή όλες τις αρνητικές συνέπειες. Μετά από μισό αιώνα παρακμής, η Ήπειρος κατάφερε να ορθοποδήσει μόνο στα χρόνια του Διοκλητιανού με τις διοικητικές του μεταρρυθμίσεις που αποσκοπούσαν στην ίδρυση μικρότερων επαρχιών. Τότε η Ήπειρος διαιρέθηκε σε δυο επαρχίες, στην «Παλαιά Ήπειρο» και τη «Νέα Ήπειρο» που υπάγονταν στη «Διοίκηση» των Μοισιών. H «Παλαιά ΄Ηπειρος», με πρωτεύουσα τη Νικόπολη, που υπαγόταν από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη «Διοίκηση» της Μακεδονίας, είχε συμπεριλάβει μέσα στα όριά της, εκτός από την Ακαρνανία, ολόκληρη την Ήπειρο ως τα Κεραύνια όρη (προς βορρά), καθώς και τρία νησιά του Ιονίου, την Κέρκυρα, τη Λευκάδα και την Ιθάκη.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αίθουσα 7 : Το ιερό της Δωδώνης

Η Αρχαία Δωδώνη υπήρξε λατρευτικό κέντρο του Δία και της Διώνης. Υπήρξε, επίσης, γνωστό μαντείο του αρχαίου ελληνικού κόσμου. Το ιερό της Δωδώνης εκτός από θρησκευτικό υπήρξε και διοικητικό κέντρο πολιτικών ενώσεων των εθνών της Ηπείρου. Στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. , αποτέλεσε την έδρα του Κοινού των Μολοσσών, στη συνέχεια του ευρύτερου ομοσπονδιακού κράτους Άπειρος ή «Συμμαχία των Ηπειρωτών» και μετά την κατάλυση ης βασιλείας (233/231) π.Χ. του Κοινού των Ηπειρωτών. Επικεφαλής του Κοινού των Ηπειρωτών ήταν ένας ετήσιος στρατηγός και δύο προστάτες. Με τις λειτουργίες της «Συμμαχίας» και του Κοινού των Ηπειρωτών σχετίζονται το βουλευτήριο κα το πρυτανείο της Δωδώνης . Στους Ελληνιστικούς χρόνους στήθηκαν εμπρός από οικοδομήματα του ιερού πολλά αναθηματικά ή τιμητικά αγάλματα, όπως σε όλα τα μεγάλα ιερά. Έξω από το βουλευτήριο τοποθετήθηκαν βάθρα με χάλκινους ανδριάντες στρατηγών του Κοινού των Ηπειρωτών που διακρίθηκαν κατά τη θητεία τους. Εικονίζονταν όρθιοι ή έφιπποι να φορούν πανοπλίες, από τις οποίες διασώθηκαν θραύσματα θωράκων, ζωνών και λαβών από ξίφη. Ο «πτερωτός κεραυνός» έμβλημα οπλισμού των Μολοσσών της «Συμμαχίας» κα του Κοινού των Ηπειρωτών διακοσμούσε της ενδυμασίες τους.

Οι ερωτήσεις των προσκυνητών που ζητούσαν χρησμό από το μαντείο τη Δωδώνης χαράσσονταν επάνω σε ορθογώνια φύλλα (ελάσματα) από μολύβι. Εκατοντάδες από αυτά τα χρηστήρια πινάκια βρεθήκαν στις ανασκαφές του ιερού της Δωδώνης. Τα ερωτήματα υποβάλλονταν από άτομα ομάδες η και πόλεις . Είχαν σχέση με την καθημερινή ζωή τη οικογένεια την υγεία και την εργασία. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι  ερωτήσεις πόλεων για παράδειγμα εάν πρέπει να ιδρύσουν αποικίες η ποιους θεούς ν τιμήσουν με την ανέγερση ναών. Οι απαντήσεις θα πρέπει ν δίνονταν προφορικά. Ίσως εφαρμόζονταν η κληρομαντεία : ο ενδιαφερόμενος επέλεγε ανάμεσα σε δυο κλήρους ου αντιπροσώπευαν ο ένας  θετική και ο άλλος αρνητή απάντηση

 

 

Το Αρχαίο θέατρο Δωδώνης χτίστηκε τον 3ο αιώνα π.Χ. επί βασιλείας Πύρρου και ακολουθεί το σχέδιο που έχουν όλα τα ελληνικά θέατρα. Χωρούσε 18.000 θεατές και ήταν το μεγαλύτερο της εποχής του. Κατά την τέλεση των Ναΐων προς τιμήν του  Δία, εκτός από τους αγώνες στο στάδιο γίνονταν και θεατρικοί αγώνες. Το θέατρο καταστράφηκε και επισκευάστηκε δυο φορές. Την πρώτη φορά το κατέστρεψαν οι Αιτωλοί με τον βασιλιά Δωρίμαχο το 219 π.Χ., αλλά την επόμενη χρονιά ο βασιλιάς Φίλιππος Ε’ της Μακεδονίας άρχισε τις επισκευές. Το 167 π.Χ., ο Ρωμαίος στρατηγός Αιμίλιος Παύλος το κατέστρεψε ξανά ώσπου το 31 π.Χ. το επισκεύασε πάλι ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Οκταβιανός Αύγουστος για να χρησιμοποιηθεί ως αρένα για θηριομαχίες από τους Ρωμαίους. Ο τοίχος που υπάρχει μπροστά από τα πρώτα καθίσματα χτίστηκε αυτή την εποχή για την προστασία των θεατών από τα θηρία.

Οι πρώτες μαρτυρίες για την ύπαρξη του μαντείου της Δωδώνης ως λατρευτικού χώρου τοποθετείται περί το 2600 π.Χ.. Είναι το αρχαιότερο μαντείο που συναντάται στον Ελλαδικό χώρο. Το μαντείο στην αρχή ήταν υπαίθριο, με μια βελανιδιά που γύρω είχε έναν περίβολο από χάλκινους λέβητες οι οποίοι με τους ήχους που έκαναν όταν χτυπούσαν μεταξύ τους αλλά και σε συνδυασμό με το θρόισμα των φύλλων του δέντρου και άλλους ήχους έδιναν τους χρησμούς, τούς οποίους ερμήνευαν οι ιερείς και οι ιέρειες. Σύμφωνα με μια νέα ερμηνεία, ο μαντικός ήχος προερχόταν χάλκινα αντικείμενα που κρεμόντουσαν στην βελανιδιά και ηχούσαν με το φύσημα του ανέμου.  Στις ρίζες της βελανιδιάς, στην αρχή πιστευόταν ότι κατοικούσε η Γαία, αλλά με το Δωδεκάθεο αντικαταστάθηκε από το Δία και τη γυναίκα του Διώνη. Στο ναό και στις στοές φυλάγονταν τα αφιερώματα των πιστών. Ενώ μετά το θάνατο του Πύρρου και το γκρέμισμα του ιερού από τους Αιτωλούς το 219 π.Χ., επιδιορθώθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο Ε’ και επεκτάθηκε αποκτώντας και άλλους χώρους, τότε πήρε και την τελική του μορφή,