Πώς η τέχνη σώθηκε από την λαίλαπα του ναζισμού/Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος: 

Κατά τη διάρκεια της σκοτεινότερης και τραγικότερης ιστορικής περιόδου του 20ου αιώνα, επίσημοι φορείς και ομάδες ατόμων διεξήγαγαν μια παράπλευρη εκστρατεία διάσωσης της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. 1940-1941. Απόκρυψη του αγάλματος κούρου, κάτω από το δάπεδο της αίθουσας όπου ήταν τοποθετημένος. | Φώτο: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. 1940-1941. Απόκρυψη του αγάλματος κούρου, κάτω από το δάπεδο της αίθουσας όπου ήταν τοποθετημένος. | Φώτο: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, πέρα από το ανυπολόγιστο κόστος σε ανθρώπινες ζωές, επέφερε την απώλεια και την καταστροφή αναρίθμητων έργων τέχνης και μνημείων. Βομβαρδισμοί, οδομαχίες, λεηλασίες και πλιάτσικο προκάλεσαν ένα τεράστιο πλήγμα στην πολιτιστική κληρονομία της Ευρώπης.

Φωτεινές εξαιρέσεις, σε αυτό το ζοφερό πολιτιστικό τοπίο, υπήρξαν μεμονωμένα άτομα, ομάδες, αλλά και επίσημοι φορείς, οι οποία κατά τη διάρκεια του πολέμου έθεσαν ως στόχο να επαναπατρίσουν και να προστατέψουν έργα τέχνης, και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, καθώς και να διαφυλάξουν ιστορικά κτίρια και μνημεία από τους Ναζί και τις καταστροφικές συνέπειες του πολέμου.

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας

svg%3E

Απόκρυψη μαρμάρινων γλυπτών σε λάκκο σε αίθουσα του Μουσείου. | Φώτο: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Δύο μέρες μετά την είσοδο της Ελλάδας στον Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο τέθηκε σε εφαρμογή το σχέδιο για τη φύλαξη και την προστασία των αρχαίων θησαυρών του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου από το ενδεχόμενο αεροπορικών επιδρομών και οδομαχιών. Στις εργασίες, οι οποίες διήρκησαν έξι μήνες, συμμετείχαν αρχαιολόγοι, ερευνητές, εργατοτεχνικό προσωπικό, έφοροι και διάφοροι άλλοι αρμόδιοι, καθώς και εθελοντές.

Σύμφωνα με τις οδηγίες για την προστασία και φύλαξη των αρχαίων αντικειμένων που στεγάζονταν σε μουσεία ανά την ελληνική επικράτεια, η οποία εκδόθηκε από το Τμήμα Αρχαιολογίας, μαρμάρινα γλυπτά, κεραμικά, αγαλματίδια και αντικείμενα από χαλκό (τα τρία τελευταία μέσα σε ξύλινα κιβώτια) θάφτηκαν κάτω από τα δάπεδα των αιθουσών του παλιού κτιρίου και στα υπόγεια της νέας πτέρυγας, όπου και σκεπάστηκαν με άμμο ύψους 3 – 4 μέτρων.

svg%3E

Απόκρυψη του μαρμάρινου αγάλματος Ποσειδώνα | Φώτο: Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο

Αρχαία κειμήλια του μουσείου, όπως αντικείμενα από χρυσό, μικρότερα τεχνουργήματα και θησαυροί από τις Μυκήνες, θάφτηκαν, επίσης, στις αυλές και στα υπόγεια άλλων μουσείων και δημόσιων κτιρίων. Ενώ οι αρμόδιοι, οι οποίοι εργάζονταν νυχθημερόν, προνόησαν ώστε να φυλάξουν σε ασφαλές μέρος τους καταλόγους απογραφής εκθεμάτων του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας.

Με την εισβολή των ναζί στην Αθήνα, 27 Απριλίου 1941, οι αξιωματικοί των κατοχικών δυνάμεων, μπαίνοντας στους χώρους του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, αντίκρισαν ένα εντελώς άδειο κτίριο. Ως συνέπεια, διασώθηκαν αναρίθμητα αντικείμενα ιστορικής και πολιτισμικής αξίας, τα οποία μετά το τέλος του πολέμου είδαν ξανά το φως του ήλιου αλώβητα.

Μουσείο του Λούβρου (Γαλλία)

Η Grande Galérie του Λούβρου άδεια μετά την εκκένωση | Φώτο: Μουσείο Λούβρου

Καθώς η απειλή ενός πολέμου ήταν ορατή, στη Γαλλία, ήδη από το 1938 ξεκίνησε μιας μεγάλης κλίμακας φυγάδευση των μεγαλύτερων δημόσιων συλλογών τέχνης, σε châteaux και άλλες τοποθεσίες στη γαλλική ύπαιθρο, μακριά από στρατηγικής σημασίας σημεία και τον κίνδυνο καταστροφής από τους βομβαρδισμούς. Επιβλέπων του έργου μετακίνησης, ο Jacques Jaujard, ανώτατος δημόσιος αξιωματούχος της υπηρεσίας των Γαλλικών Καλών Τεχνών.

Με την κήρυξη του πολέμου, στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939, αποφασίστηκε τα πολυτιμότερα έργα τέχνης του Λούβρου να μεταφερθούν μέχρι το τέλος της ημέρας. Υπολογίζεται ότι εκατοντάδες κιβώτια με 3,690 πίνακες, γλυπτά και διακοσμητικά αντικείμενα «ξεκίνησαν» το ταξίδι διάσωσής τους, ακολουθώντας το πλήθος που εγκατέλειπε την πόλη του Παρισιού.

τέχνης

Μεταφορά της «Νίκης της Σαμοθράκης» | Φώτο: Pierre Jahan

Η «Μόνα Λίζα» απομακρύνθηκε από το Λούβρο στις 28 Αυγούστου 1939 (πριν αποφασιστεί η τύχη των υπόλοιπων εκθεμάτων) αλλάζοντας, για την ασφάλεια της, αρκετές φορές κρυψώνα, πριν καταλήξει στο Montal, μαζί με τους υπόλοιπους πίνακες του Λούβρου. Η «Νίκη της Σαμοθράκης» στάλθηκε στο Château de Valençay, ενώ η «Αφροδίτης της Μήλου» είχε την ίδια κατάληξη με αυτή της «Μόνα Λίζα».

Οι γερμανικές αρχές, με την κατάληψη του Παρισιού, τον Σεπτέμβριο του 1940, άνοιξαν ξανά τις πόρτες του μουσείου, αν και πλέον αυτό αποτελούσε έναν λαβύρινθο από άδειες αίθουσες. Ωστόσο, το χρησιμοποίησαν, δυστυχώς, για προσωρινή αποθήκευση των έργων τέχνης που έκλεψαν από τις ιδιωτικές συλλογές επιφανών εβραϊκών οικογενειών και εμπόρων τέχνης της Γαλλίας. Μετά τον πόλεμο, το Λούβρο άνοιξε σταδιακά για το κοινό την περίοδο 1945-1947, με τα εμβληματικά αριστουργήματα του Μουσείου να επιστρέφουν πίσω άθικτα.

Βρετανικό Μουσείο και Εθνική Πινακοθήκη Λονδίνου

svg%3E

Τα ελγίνεια μάρμαρα μεταφέρονται στον σταθμό Aldwych

Στη Βρετανία, κατόπιν εντολής του πρωθυπουργού, Ουίνστον Τσώρτσιλ, τα εκθέματα των δύο μεγάλων μουσείων αποθηκεύτηκαν, σε βρετανικό έδαφος, για την προστασία τους από τις αεροπορικές επιθέσεις των Ναζί, αλλά και την εξύψωση του πατριωτικού αισθήματος των Βρετανών, καθώς ως αρχικό σχέδιο υπήρξε η μεταφορά τους στον Καναδά. Επιλογή που δεν κρίθηκε ασφαλής.

Από τα εκθέματα του Βρετανικού Μουσείου, τα ελγίνεια μάρμαρα φυγαδεύτηκαν στον σταθμό του υπόγειου σιδηρόδρομου Aldwych, αν και αργότερα αποκαλύφθηκε ότι, ο συγκεκριμένος σταθμος, δεν θα άντεχε ένα απευθείας χτύπημα. Η Magna Carta, έργα των Μιχαήλ ΑγγέλουΛεονάρντο ντα Βίντσι και Ραφαήλ, καθώς και σπάνια βιβλία, συμπεριλαμβανομένων πολύτιμων σαιξπηρικών εκδόσεων μεταφέρθηκαν αρχικά στην Εθνική Βιβλιοθήκη της Ουαλίας και αργότερα σε υπόγειο σπήλαιο.

<img class=”lazyload size-full wp-image-425046 c006″ src=”data:;base64,” alt=”svg%3E” aria-describedby=”caption-attachment-425046″ />

Ο ιστορικός τέχνης και έφορος της Εθνικής Πινακοθήκης του Λονδίνου, Kenneth Clark, εξετάζει τον πίνακα του Lucas Cranach «Απόλλωνας και Άρτεμις», στο ορυχείο του Manod, στη Νότια Ουαλία.

Η Εθνική Πινακοθήκη του Λονδίνου αποθήκευσε σχεδόν 1,800 πίνακες από την πολύτιμη συλλογή της, κάτω από το έδαφος, σε ένα παλιό ορυχείο σχιστόλιθου, στο Manod της Νοτίου Ουαλίας. Έγινε πλάτυνση της εισόδου του ορυχείου ώστε να χωρέσουν τα τεράστια σε μέγεθος έργα τέχνης, ενώ δημιουργήθηκε και ένα σιδηροδρομικό σύστημα για την μετακίνηση τους μέσα στο ορυχείο. Επιπλέον, κατασκευάστηκαν αποθηκευτικά δωμάτια από τούβλο ώστε να ελέγχεται, αποτελεσματικά, η θερμοκρασία και οι συνθήκες υγρασίας.

Οι εργασίες συντήρησης και φύλαξης των πινάκων, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο Manod, πραγματοποιούταν από υπαλλήλους του μουσείου, αλλά και ντόπιους, οι οποίοι προσλήφθηκαν γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Ο Αρχιέφορος της Εθνικής Πινακοθήκης, Martin Davies, ζώντας, πλέον, πολύ κοντά στη συλλογή, άδραξε την ευκαιρία και δημιούργησε ολοκαίνουριους καταλόγους της μόνιμης συλλογής. Επίσης, η περιπέτεια αυτή άνοιξε το δρόμο για συζητήσεις και έρευνες γύρω από τις σωστότερες συνθήκες αποθήκευσης των έργων τέχνης.

The «Monuments Men»

Κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς οι Συμμαχικές Δυνάμεις πολεμούσαν τους Ναζί στην ευρωπαϊκή ήπειρο, σε μια μονάδα Βρετανών και Αμερικανών αξιωματικών, την Monuments, Fine Arts and Archives (MFAA) ανατέθηκε η φύλαξη και διάσωση σημαντικών μνημείων, ιστορικών κτιρίων και θησαυρών τέχνης από τις επιπτώσεις του πολέμου, καθώς και η αποκατάσταση τους όποτε αυτό καθίσταται δυνατό.

Η συγκεκριμένη μονάδα, η οποία στελεχωνόταν από άνδρες και γυναίκες ιστορικούς, καθηγητές, εφόρους μουσείων, αρχιτέκτονες, αρχειονόμους και κάθε είδους ειδικούς στην τέχνη, κατάφερε να ανακτήσει αναρίθμητους θησαυρούς του ευρωπαϊκού πολιτισμού, κλεμμένους από τους Ναζί κατά τη διάρκεια της εισβολής τους σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, όπως η Αυστρία, η Πολωνία, η Ιταλία, η Ουκρανία κ.α.

Η MFAA διέσχιζε την Ευρώπη σε ολιγομελείς ομάδες, με ελάχιστα μέσα στη διάθεσή τους και δουλεύοντας κάτω από αντίξοες και επικίνδυνες συνθήκες, στην προσπάθειά τους να προστατέψουν την ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομία. Η συμβολή τους σε αυτόν τον τομέα υπήρξε πολύτιμη και ανεκτίμητη.

Η περίπτωση του Αλτάουσε, στην Αυστρία

Ξεχωριστή περίπτωση αποτελεί η συλλογή κλεμμένων έργων τέχνης και άλλων πολύτιμων αντικειμένων, η οποία φυλασσόταν από τους Ναζί σε αλατωρυχείο στο Αλτάουσε της Αυστρίας. Οι θησαυροί αυτής της συλλογής προορίζονταν για το μελλοντικό υπερ-μουσείο του Linz, γενέτειρας του Χίτλερ, το οποίο θα φιλοξενούσε, σύμφωνα με το σχέδιο, τα μεγαλύτερα αριστουργήματα στον κόσμο.

Καθώς, όμως, η Γερμανία έχανε τον πόλεμο, είχε δοθεί εντολή να ανατιναχθεί το ορυχείο, καταστρέφοντας με αυτόν τον τόπο τα έργα τέχνης, ώστε να μην πέσουν στα χέρια των αντιπάλων. Με την παράδοση της Γερμανίας το σχέδιο θα έμπαινε σε εφαρμογή, αλλά ορισμένοι ναζί αξιωματούχοι και ντόπιοι εργάτες του ορυχείου δεν υπάκουσαν στις οδηγίες. Τα εκρηκτικά που χρησιμοποιήθηκαν, στις 3 Μαΐου 1945, προκάλεσαν ίσα – ίσα το «σφράγισμα» της εισόδου του αλατωρυχείου, κλείνοντας τα έργα τέχνης, με ασφάλεια, μέσα.

Σύμφωνα με τα αρχεία των Ναζί, υπολογίζεται ότι μέσα στο ορυχείο βρίσκονταν περισσότεροι από 6,500 πίνακες, στους οποίους περιλαμβάνονταν αριστουργήματα των Μιχαήλ ΑγγέλουΡούμπενς, Ρέμπραντ και Βερμέερ, 2,300 σκίτσα, 954 χαρακτικά, 137 γλυπτά, 484 αρχεία, 122 ταπισερί, πάνω από 1,200 βαλίτσες βιβλία και άλλα πολύτιμα αντικείμενα.

Λίγες μέρες αργότερα από την έκρηξη, ο λοχαγός Robert Posey και ο καθηγητής Lincoln Kirstein της MFAA κατάφεραν να μπουν στο ορυχείο. Τότε, η μονάδα διατάχθηκε να μεταφέρει άμεσα τα ανεκτημένα έργα τέχνης στο πρώην αρχηγείο των Ναζί στο Μόναχο. Αν και δεν είχαν αρκετά οχήματα για τη μεταφορά, και αυτά που είχαν στη διάθεσή τους έβγαζαν συνέχεια προβλήματα. Αν και δεν είχαν αρκετό υλικό για να τα αμπαλάρουν. Αν και οι καιρικές συνθήκες ήταν άθλιες, ενώ η εξεύρεση καταλυμάτων και φαγητού για τους άντρες αποδείχθηκε άθλος.

Τα μέλη αυτή της τόσο πολύτιμης μονάδας των Συμμαχικών Δυνάμεων, ωστόσο, ανταποκρίθηκαν στην πρόκληση, οδηγώντας τα κλεμμένα από τους ναζί κειμήλια, πίσω σε ασφαλή χέρια. Στις 19 Ιουλίου 1945, ο επικεφαλής της μεταφοράς George Stout ανέφερε ότι είχαν φορτωθεί ογδόντα φορτηγά, τα οποία περιείχαν περισσότερες από 1,441 κούτες με πίνακες ζωγραφικής και γλυπτά, καθώς και έπιπλα και άλλα πολύτιμα αντικείμενα, όλα άθικτα.