Το θερμό φως των κεριών

Εργασία των

Περικλή Κωνσταντίνου-Νικόλαου Ρεμπή

Καίτη Γκόλια και Σαββίνα Γκοβίλα

Τα κεριά είναι πραγματικά ζεστά, προσθέτοντας έναν αέρα οικειότητας και ρομαντισμού σε ένα χαλαρό δείπνο. Αλλά αρχικά ήταν πρακτικές πηγές φωτός, πολύ πιο εύχρηστες από τις λάμπες πετρελαίου. Μάλιστα, σε σύγκριση με μια λάμπα πετρελαίου, το κερί δίνει πολύ φως, και μερικοί λένε ότι είναι ενεργειακά υπεραποδοτική πηγή φωτός. Είναι αλήθεια αυτό; Πόση ενέργεια χρησιμοποιεί ένα αναμμένο κερί;
Σε ένα αναμμένο κερί αισθάνεστε τη θερμότητα που παράγεται, που είναι σημαντική. Μια λογική εικασία είναι ότι ένα κερί παράγει το ίδιο ποσό θερμότητα με ένα λαμπτήρα πυρακτώσεως 100 watt, αφού και οι δύο μπορούν να κάψουν το χέρι σου.
Ωστόσο, δεν χρειάζεται να μαντέψετε: μπορείτε εύκολα να μετρήσετε την ενέργεια που δαπανάται από το κερί υποδεικνύοντας πόσο κερί καίει σε ορισμένο χρόνο. Συνδυάστε αυτή με τη θερμότητα της καύσης του κεριού (βλ. πλαίσιο Θερμότητα κεριών), και θα διαπιστώσετε ότι ο ρυθμός παραγωγής θερμότητας είναι περίπου 100 τζάουλ ανά δευτερόλεπτο, που είναι 100W. Ωστόσο, το φως που παράγεται είναι πολύ μικρότερο από αυτό ενός λαμπτήρα πυρακτώσεως 100W, πόσο μάλλον από ένα λαμπτήρα οικονομίας-φθορισμού ή λαμπτήρα LED (δίοδος εκπομπής φωτός) των οποίων η ισχύς ανέρχεται στα 100 W.
keriaΗ ισχύς ενός αντικειμένου είναι ένα μέτρο της ενέργειας που απαιτείται για να λειτουργήσει, όχι της ενέργειας που εκπέμπει με τη μορφή φωτός: ένα ηλεκτρικό καλοριφέρ καταναλώνει 1.000W, αλλά κανείς δεν θα το αποκαλούσε καλή πηγή φωτός. Ακτινοβολεί κυρίως στο υπέρυθρο που τα μάτια σας δεν μπορούν να δουν. Όταν όμως μιλάμε για «φως», εννοούμε ακτινοβολία που μπορεί να ανιχνευθεί από τα μάτια σας, συγκεκριμένα από τους φωτοϋποδοχείς ραβδία και κωνία του αμφιβληστροειδή σας. Αυτός ο τύπος ορατής ακτινοβολίας δεν μετριέται σε watt, αλλά σε lumens. Η απόδοση μιας φωτεινής πηγής καθορίζεται από τη ποσότητα φωτός που δίνει (σε ​​lumens) ανά μονάδα ενέργειας που καταναλώνεται (σε watt), επομένως η απόδοση εκφράζεται ως “lumens ανά watt”.
Από αυτή την άποψη, ένα κερί έχει κακή απόδοση, αφού παράγει περίπου 0,15 lm/W, ενώ ένας λαμπτήρας πυρακτώσεως δίνει περίπου 12 lm/W – 80 φορές περισσότερο. Οι λαμπτήρες LED λειτουργούν ακόμα καλύτερα: στα 80lm/W είναι πάνω από 500 φορές πιο αποτελεσματικοί από το κερί!
Ωστόσο, αυτό δεν είναι ακριβές, γιατί η ηλεκτρική ενέργεια παράγεται σε έναν σταθμό παραγωγής ενέργειας, ο οποίος δεν είναι πολύ αποδοτικός. Η ηλεκτρική ενέργεια που χρησιμοποιείτε στο σπίτι σας αντιπροσωπεύει μόνο το 1/3 της ενέργειας που χρειάζεται ο σταθμός παραγωγής ενέργειας για να την παράγει, έτσι ίσως η λυχνία LED είναι μόνο 500/3 = 167 φορές καλύτερη από το κερί, αλλά είναι ακόμα πολύ αποδοτικότερη. Έτσι, ενώ τα κεριά μπορεί να δημιουργήσουν μια ρομαντική ατμόσφαιρα ή ακόμη να σας βοηθήσουν να θερμάνετε το σπίτι σας με 100 Watt το καθένα, αν θέλετε να παράγουν πολύ φως, ίσως είναι καλύτερα να τα πετάξετε στο φούρνο ενός θερμοηλεκτρικού σταθμού και μετά να πάτε σπίτι σας και να χρησιμοποιήστε ηλεκτρική ενέργεια για να τροφοδοτήσετε μια λάμπα LED
 
Θερμότητα κεριών
Για να μάθετε πόσο κερί λιώνει όταν χρησιμοποιείται ένα αναμμένο κερί, ζυγίστε το πριν και μετά την καύση του για μια ώρα (βεβαιωθείτε ότι μετράτε προσεκτικά το χρονικό διάστημα). Δεν είναι όλα τα κεριά ίδια και δεν είναι όλες οι φλόγες ίδιες, αλλά σ’ ένα τυπικό κερί καίγονται περίπου 8 γραμμάρια κεριού ανά ώρα. Αναζητήστε τη θερμότητα καύσης του κεριού: είναι περίπου 48 kJ ανά γραμμάριο, οπότε 8 γραμμάρια αντιπροσωπεύουν 8 × 48 kJ = περίπου 380 kJ θερμότητας, που παράγεται σε 1 ώρα, ή 380.000 J σε 3.600 δευτερόλεπτα = 105 J σε ένα δευτερόλεπτο, το οποίο εξ ορισμού είναι 105 W. Όπως είδαμε, τα 105 W αφορούν την ενέργεια που χρησιμοποιεί ένα άτομο όταν δεν κάνει βαριά άσκηση. Μπορείς να το ελέγξεις αυτό. Χρησιμοποιώντας 100 W για μία ημέρα, δηλαδή για 24 ώρες × 3.600 δευτερόλεπτα /ώρα, έχουμε 100 × 24 × 3.600 J – ή 8.640 kJ. Η ποσότητα αυτή αντιστοιχεί σε θερμίδες μιας απόλυτα φυσιολογικής διατροφής για έναν ενήλικα.

Everyday Physics:Unusual insights into familiar things,  Jo Hermans

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο

Γιατί Δεν Πεθαίνεις Από Την Ζέστη Στην Σάουνα

Εργασία των
Ντερμάρη Χρήστο, Ρίζο Αναστάσιο, Παπαγιάννη Ορφέα

Ο αέρας σε μια σάουνα είναι εξαιρετικά ξηρός, λόγω της ζέστης. Εάν ο εξωτερικός αέρας είναι στους 0°C, υπάρχουν τόσο λίγοι υδρατμοί στον αέρα που όταν αυτός ο αέρας εισέρχεται στη σάουνα και αυξάνεται στους 90°C, η σχετική υγρασία (RH) είναι μόνο περίπου 1%. Ακόμα κι αν μπαίνει ο αέρας που τροφοδοτεί τη σάουνα στους 20°C, η RH στη σάουνα δύσκολα θα φτάσει το 3% – εκτός αν κάποιος κάνει κάτι επίτηδες για να ανεβάσει την υγρασία.

rizos1

Το πόσο ζεστή είναι πραγματικά η σάουνα γίνεται σαφές αν κουνήσετε τα χέρια σας μπρος-πίσω. Κανονικά αυτό θα σας δρόσιζε αλλά τώρα σας ζεσταίνει, ειδικά αν είναι ακόμα στεγνά. Αν και οι ξύλινοι πάγκοι είναι στους 90°C, μπορείτε να καθίσετε πάνω τους άνετα λόγω της κακής θερμικής αγωγιμότητας του ξύλου. Η μικρή θερμική αγωγιμότητα του ξύλου έχει ως αποτέλεσμα η θερμότητα που ρέει από τους πάγκους στο σώμα σας να είναι πολύ μικρή. Επιπλέον η αργή ροή θερμότητας σημαίνει ότι το σώμα σας μπορεί εύκολα να απορροφήσει τη μικρή ποσότητα θερμότητας που δέχεται.
Αντίθετα, αν οι πάγκοι ήταν από μέταλλο, θα καιγόσασταν, σχεδόν τόσο άσχημα όσο από μια κατσαρόλα με βραστό νερό. Αν αγγίξεις το τζάμι της πόρτας, είναι τόσο ζεστό που σχεδόν πονάει, αν και η θερμοκρασία του είναι πολύ μικρότερη από 90°C

Όταν κάποιος ρίχνει νερό στα κάρβουνα στη σάουνα, αισθάνεστε ένα σύντομο κύμα θερμότητας. Που οφείλεται αυτό; Πρώτον, παράγεται ζεστός ατμός στους 100°C, θερμοκρασία υψηλότερη από τη συνηθισμένη κανονική θερμοκρασία της σάουνας. Στη συνέχεια, αυτός ο ατμός κινεί τον αέρα γύρω, σκουπίζοντας το μονωτικό στρώμα και φέρνοντας τη θερμότητα πιο κοντά το δέρμα σου. Αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο όταν το δέρμα είναι ακόμη ξηρό οπότε η όποια εξάτμιση να μην σας δροσίζει. Επιπλέον, ο ατμός αυτός υγραίνει τον αέρα και μειώνει την ψυκτική επίδραση της εξάτμισης.

Βιβλιογραφία : Everyday Physics : Unsusual insights into familiar things. By Jo Hermans
Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο

Γιατί δεν υπάρχει περισσότερη ηχητική ρύπανση;

ΦΛΩΡΑΣ-ΚΑΧΡΙΜΑΝΗΣ Ν.,   ΤΣΕΛΑ Ρ.

Το τελευταίο πράγμα που θα ‘θελε κάποιος είναι να υπάρχει περισσότερος θόρυβος. Όμως όπως φαίνεται στην εικόνα 1 τα αυτιά μας μπορούν να διαχειριστούν ένα τεράστιο εύρος της έντασης ήχου, άρα ένα ερώτημα όπως αυτό του τίτλου είναι εύλογο. Όπως βλέπουμε στον δεξί κατακόρυφο άξονα του σχήματος, υπάρχει μια διακύμανση από το 1 μέχρι περίπου 1012 (ένα εκατομμύριο εκατομμύρια) για τη μεσαία κατηγορία γύρω στα 1.000 hertz. Κατά κάποιο τρόπο αυτό δεν θα έπρεπε να μας floras1προκαλεί έκπληξη: ενώ μια χορωδία 100 τραγουδιστών είναι πολύ πιο δυνατή από έναν μόνο τραγουδιστή, εμείς δεν αντιλαμβανόμαστε στα αυτιά μας αυτή τη τεράστια διαφορά. Στην πραγματικότητα αντί να αντιλαμβανόμαστε τους 100 τραγουδιστές 100 φορές πιο δυνατά από ένα σολίστα, το αυτί μας τους αντιλαμβάνεται περίπου 4 φορές πιο δυνατά. Γιατί άραγε το αυτί μας μπορεί να διαχειριστεί τόσο μεγάλο εύρος έντασης; Κατ’ αρχήν, η ένταση του ήχου είναι αντιστρόφως ανάλογη του τετραγώνου της απόστασης από την πηγή. Τα αυτιά σας μπορούν να διαχειρισθούν μια διαφορά έντασης 1 εκατομμυρίου στο τετράγωνο. Αν λοιπόν είμαστε πολύ κοντά σε μια πηγή θορύβου, τα αυτιά μας αρχίζουν να πονάνε – όπως κατά την απογείωση ενός αεροσκάφους ή ένα μεγάφωνο νυχτερινού μαγαζιού – ενώ θα έπρεπε να απομακρυνθούμε ένα εκατομμύριο φορές πιο μακριά από την πηγή για να μην τη ακούμε πια. Αυτό θα έκανε τη ζωή μας τρομερά θορυβώδη: θα μας ενοχλούσε ακόμη, το βουητό από το Λούρο και ο θόρυβος από τη Νικόπολη. Στην πραγματική ζωή, ωστόσο, υπάρχει πολύ μικρότερο πρόβλημα, εξαιτίας της απορρόφησης του ήχου από τον αέρα. Σε κάθε συμπίεση και εκτόνωση, χάνεται ένα τμήμα της ηχητικής ενέργειας. Η μεγαλύτερη απώλεια ενέργειας συμβαίνει στους υψηλούς τόνους. Το φαινόμενο αυτό το παρατηρούμε στις βροντές: σε κοντινές αποστάσεις από τη βροντή, ακούμε πολλούς έντονους υψηλούς τόνους, αλλά σε μεγάλες αποστάσεις αντιλαμβανόμαστε την ίδια βροντή σαν “θαμπό” βουητό. Ευτυχώς όμως ακόμη και οι χαμηλοί τόνοι απορροφούνται από την ατμόσφαιρα. Επιπλέον, ο ήχος εξασθενεί και με την παρέμβαση από διάφορα “εμπόδια”. Τέλος, η Γη δεν είναι επίπεδη, και σε μεγάλες αποστάσεις η καμπυλότητα της Γης βοηθά στη μείωση της έντασης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Everyday Physics: Unusual insights into familiar things
Jo Hermans
Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | Γράψτε σχόλιο

Bιβλίο μια συσκευή που θα εξαφανίσει τα tablet

 

 

Κατηγορίες: Χωρίς κατηγορία | 1 σχόλιο