19 Μαρ 2011

Μερικές σκέψεις με αφορμή τις συνενώσεις – καταργήσεις σχολικών μονάδων

Συντάκτης: Μαρία Κρομμύδα | Κάτω από: εκπαίδευση

Πολύς λόγος γίνεται αναφορικά με τη σκοπιμότητα, τα κριτήρια και τις συνέπειες από τη διαδικασία των συνενώσεων – καταργήσεων σχολικών μονάδων που έχει δρομολογηθεί για την καινούρια χρονιά. Οι αριθμοί πιστοποιούν ότι ο σχολικός χάρτης αλλάζει άρδην: Συνενώνονται 1933 σχολεία και προκύπτουν 877 σε σύνολο 16.000 σχολικών μονάδων πανελληνίως.

Προφανώς η ανάγκη να εξοικονομηθούν οικονομικοί πόροι είναι αδήριτη. Άλλωστε, οι όροι του μνημονίου σφραγίζουν κάθε πτυχή της κυβερνητικής πολιτικής. Το ζήτημα, βεβαίως, είναι αν ευσταθεί το επιχείρημα των παιδαγωγικών κριτηρίων, σύμφωνα με το οποίο η ύπαρξη εύρωστων σχολικών μονάδων με την κατάλληλη υλικοτεχνική υποδομή αρκεί για να βελτιωθεί η ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης.

Θα προσπαθήσω να μιλήσω με ειλικρίνεια και ν’ απεκδυθώ το ατομικό μου συμφέρον ως μιας εκπαιδευτικού που δεν έχει οργανική θέση και ούτε πρόκειται μάλλον στο εγγύς μέλλον ν’ αποκτήσει. Και το λέω αυτό γιατί η συγχώνευση σχολείων θα σημάνει τη συρρίκνωση των θέσεων και τη συνακόλουθη αβεβαιότητα για το πού θα προσφέρει τις υπηρεσίες του κάθε εκπαιδευτικός. Θα χρησιμοποιήσω τη μικρή μου εμπειρία από την υπηρεσία σε μεγάλες και μικρότερες σχολικές μονάδες της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και το συναίσθημα.

Ας μου επιτραπεί, εν πρώτοις, να κάνω τη διαπίστωση ότι ανεξαρτήτως μεγέθους, το σχολείο διέρχεται μια φάση απαξίωσης. Σημαντικός αριθμός καθηγητών το βλέπει σαν πάρεργο σε σύγκριση με τα ιδιαίτερα μαθήματα που συμπληρώνουν το εισόδημά του ή και το αντίστροφο καμιά φορά. Η παραμονή στο σχολείο διαρκεί τόσο όσο απαιτείται για την εκπλήρωση του υποχρεωτικού ωραρίου και ούτε λεπτό πέραν τούτου. Οι περισσότεροι μαθητές από την πλευρά τους πιστεύουν πως το σχολείο δεν τους παρέχει τα απαραίτητα γνωστικά εφόδια και επομένως, είναι απαξιωμένο στη συνείδησή τους. Δείχνουν χλιαρό ή ελάχιστο ενδιαφέρον για τα μαθήματα και η παρουσία τους θυμίζει αιχμάλωτο σε καταναγκαστικά έργα. Οι εναπομείναντες εκπαιδευτικοί που έχουν ειλικρινή αγάπη στους μαθητές και κατανόηση στις ανάγκες τους είναι δυστυχώς σταγόνα στον ωκεανό. Συν τοις άλλοις, οι αδιάφοροι εκπαιδευτικοί παραμένουν ανέλεγκτοι, ενώ όσοι επενδύουν χρόνο και προσπάθεια στο έργο τους, δεν αμοίβονται ούτε καν ηθικώς. Αποτέλεσμα; Οι μεν ν’ αποθρασύνονται, οι δε ν’ απογοητεύονται.

Ας περάσω τώρα στο θέμα των συγχωνεύσεων ξεκινώντας από το επιχείρημα ότι τα μικρά σχολεία υπολείπονται σε υλικοτεχνική υποδομή. Κατά τη γνώμη μου, αυτό δεν ευσταθεί. Και τα μικρά σχολεία διαθέτουν μέσα και εξοπλισμό, ο οποίος όμως μπορεί να μην αξιοποιείται όσο θα έπρεπε. Ως εκ τούτου, δε θεωρώ ότι τα μεγάλα σχολεία θα έχουν a priori καλύτερη τύχη ως προς την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης, καθώς αυτή συναρτάται άμεσα με το μεράκι, την έμπνευση και τη δημιουργικότητα του εκπαιδευτικού, που – υπό προϋποθέσεις – μπορούν να “ζωντανέψουν” το ενδιαφέρον των μαθητών. Πρέπει να παραδεχτώ ότι κανένα απ’ αυτά τα χαρακτηριστικά του εκπαιδευτικού δεν εξαρτάται από την μισθολογική του αναβάθμιση. Αν ξαφνικά τα οικονομικά της πατρίδας επέτρεπαν το διπλασιασμό του μισθού μου, δε νομίζω πως θα έβρισκα το χαμένο μου μεράκι να αντιπροσφέρω αντάξιες των χρημάτων που θα εισέπραττα, εκπαιδευτικές υπηρεσίες.

Ένα σοβαρό επιχείρημα υπέρ των συγχωνεύσεων είναι ότι από τα σχολεία με λίγους μαθητές απουσιάζει η ευγενής άμιλλα και δυσχεραίνεται η κοινωνικοποίηση. Και είναι όντως πολύ κακό να στερείς τέτοιες κομβικής σημασίας διαδικασίες για την εξέλιξη των παιδιών.

Από την άλλη μεριά, το πρόβλημα της καθημερινής μετακίνησης των μαθητών σε άλλο σχολείο, από εκείνο που μέχρι πρότινος φοιτούσαν, είναι εύλογο να δημιουργεί αντιδράσεις, ειδικά όταν η χιλιομετρική απόσταση είναι μεγάλη και το οδικό δίκτυο σε κακή κατάσταση.

Είναι αλήθεια ότι η αποκέντρωση του πληθυσμού αποδείχθηκε μια ευχή χωρίς αντίκρυσμα, καθώς ο συνδυασμός με το δημογραφικό πρόβλημα οδηγεί στη μη αναστρέψιμη πλέον ερημοποίηση της υπαίθρου. Με το σφράγισμα των σχολείων που διατηρούσαν παιδικές φωνές σε χωριά γερόντων, εκλείπουν και τα τελευταία ψήγματα ελπίδας για ανατροπή της υφιστάμενης κατάστασης.

Ας σημειώσω όμως εδώ ότι το όμορφο φυσικό περιβάλλον του σχολείου, που κατεξοχήν υπάρχει στην επαρχία και το οποίο στερούνται τα παιδιά των μεγάλων πόλεων, δεν είναι ήσσονος σημασίας. Υπάρχουν σχολικά κτίρια μέσα σε καταπράσινα, ονειρεμένα τοπία. Ανοίγεις το παράθυρο της σχολικής αίθουσας κι έχεις το προνόμιο να βρίσκεσαι μπροστά σ’ έναν μοναδικό κόσμο χρωμάτων, αρωμάτων και ακουσμάτων, που αποτελεί μια εξαιρετική μαθησιακή εμπειρία από μόνο του. Στις μεγαλουπόλεις, αντίθετα, η αποξένωση των πολυπληθών μαθητικών τμημάτων, τα περιστατικά βίας και η εύκολη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών είναι αποθαρρυντικές πραγματικότητες.

Από όσα προανέφερα το συμπέρασμα είναι ότι το θέμα της συγχώνευσης είναι εξαιρετικά δύσκολο και πολυπαραγοντικό. Όσοι ανέλαβαν να το διεκπεραιώσουν ασφαλώς θα συνάντησαν πολλές δυσχέρειες επιχειρώντας να ισορροπήσουν ανάμεσα σε αντικρουόμενες ευαισθησίες, κριτήρια και στατιστικά στοιχεία.

Τελειώνοντας, θα έλεγα ότι λειτουργώντας συναισθηματικά λυπάμαι πολύ που μικρά σχολεία που αγάπησα, όπως αυτό του Γοργομύλου και της Παναγιάς (αμφότερα ανήκουν στο νομό Πρεβέζης), οδηγούνται στο κλείσιμο. Με βάση τη λογική όμως ήταν βέβαιο ότι κάποτε θα συνέβαινε αυτό, καθώς ο μαθητικός πληθυσμός είχε μια σταθερή μειωτική τάση. Για τις περιπτώσεις που συγχωνεύονται συστεγαζόμενα στον ίδιο χώρο σχολεία με ίδιο ωράριο, θεωρώ πως η διαδικασία θα πρέπει να προχωρήσει, με την προϋπόθεση να μην δημιουργηθούν σχολεία – μεγαθήρια. Οι συγχωνεύσεις, ωστόσο, δεν αποτελούν το μαγικό ραβδάκι, που θα επιφέρει αυτόματα την αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Μακάρι να υπήρχαν τέτοιες εύκολες λύσεις σε τόσο ακανθώδη θέματα.

Αφήστε μια απάντηση