
Τα παιδιά δεν αποδέχονται εύκολα το διαζύγιο. Δεν είναι σε θέση να κατανοήσουν γιατί οι γονείς τους δεν μπορούν πλέον να είναι μαζί και γιατί πρέπει να ζήσουν χωριστά. Λόγω αυτής της κατάστασης, λοιπόν, αισθάνονται πληγωμένα, φοβισμένα, απογοητευμένα.
Συνήθως, τα παιδιά αυτής της ηλικίας έχουν την εντύπωση ότι οι ενήλικες έχουν τον απόλυτο έλεγχο για τα πάντα. Όταν το παιδί πονά θεωρεί ότι οι γονείς του μπορούν να του καταπραΰνουν τον πόνο με ένα φιλί. Η αίσθηση του παιδιού πως ο κόσμος είναι ένα ασφαλές μέρος όπου όλες οι ανάγκες του καλύπτονται, αποσυντίθεται εξαιτίας του διαζυγίου. Με αυτό τον τρόπο, η πρώτη αντίδρασή του είναι ο τρόμος. Τι θα μου συμβεί; Ποιος θα με ταΐζει; Ποιος θα με φροντίζει; Λόγω του ότι τα παιδιά δεν έχουν την αίσθηση του χρόνου, δεν κατανοούν την έννοια της ημέρας ή της εβδομάδας, και δεν έχουν επίσης αίσθηση της απόστασης. Είναι απόλυτα αποδεκτό, λοιπόν, πώς νιώθουν όταν δε βλέπουν έναν από τους γονείς τους για μία εβδομάδα, πόσο μάλλον για ένα μήνα. Πιστεύουν ότι οι γονείς τους έφυγαν και τα εγκατέλειψαν. Θα χρειαστούν αρκετό χρόνο ώστε τα παιδιά να καταλάβουν ότι όταν κάποιος λείπει δε σημαίνει ότι δε θα ξαναγυρίσει ποτέ.

Επίσης, όταν οι γονείς παίρνουν διαζύγιο τα παιδιά δεν κατανοούν τις απότομες αλλαγές στη διάθεση των γονέων τους, την έλλειψη υπομονής τους, την ξαφνική τους αδιαφορία για την ώρα του ύπνου ή το παιχνίδι και τις υπόλοιπες δραστηριότητές που όμως είναι ότι πιο πολύτιμο στη ζωή τους. Με αυτή την συμπεριφορά των γονέων, τα παιδιά νιώθουν ότι βρίσκονται στο περιθώριο της ζωής των γονιών τους.
Επιπλέον, σε πολλές οικογένειες η μητέρα, η οποία πρέπει να δουλέψει, να φροντίσει το σπίτι και φυσικά να ξαναβρεί την κοινωνική της ζωή, δύσκολα επιστρέφει ξανά στο πρόγραμμα που της επέτρεπε να αφιερώνει όλο της το χρόνο στο παιδί της. Δεν είναι περίεργο που τα παιδιά θυμούνται αυτή την απώλεια με θλίψη μέχρι την ενηλικίωσή τους. Από την άλλη ,όμως, η θλίψη του μικρού παιδιού μπορεί να ανακουφιστεί μέσω της φροντίδας των γονιών.
Μέσα από το παιχνίδι, οπού τα περισσότερα παιδιά εξαντλούν την περισσότερη ενέργειά τους, πολλά από αυτά την περίοδο του διαζυγίου κάθονται μελαγχολικά, αγνοώντας τελείως παιχνίδια. Λόγω του ότι τα περισσότερα παιδιά δεν ενημερώνονται από πριν για το διαζύγιο και ανακαλύπτουν ένα πρωί ότι ο ένας γονιός λείπει, πιστεύουν ότι το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και με τον δεύτερο γονιό και ότι θα μείνουν μόνα τους χωρίς φροντίδα γύρω τους. Για αυτό είναι σημαντικό, οι γονείς να ενημερώνουν εκ των προτέρων τα παιδιά τους και να τα καθησυχάζουν συνεχώς για την αγάπη τους.
Επίσης, τα μικρά παιδιά νιώθουν μεγαλύτερο πόνο από τα μεγαλύτερα, γιατί δεν έχουν τρόπους να παρηγορηθούν. Είναι πολύ μικρά για να το πετύχουν. Για αυτό πιπιλάνε το δάχτυλο, κουνιούνται πέρα δώθε, παριστάνουν το μωρό ή ξεσπούν σε ουρλιαχτά. Κάνουν οποιαδήποτε ενέργεια που μπορεί να τραβήξει την προσοχή της μαμάς ή του μπαμπά. Τα παιδιά συχνά ξεχνούν τα όσα έχουν καταφέρει στην ανάπτυξη. Το παιδί μπορεί να προσκολληθεί στους γονείς του, να μην τους αφήνει από τα μάτια του και να μην θέλει το σχολείο που λίγο καιρό πριν λάτρευε. Ακόμα και αν δεν έχει μεταβληθεί κάτι στις καθημερινές του συνήθειες κάθε αποχωρισμός του δημιουργεί άγχος.

Συνοψίζοντας, τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας, στο διάστημα της διαδικασίας του διαζυγίου, δεν μπορούν να εκτιμήσουν σωστά το διαζύγιο, τα κίνητρα, τα συναισθήματα των γονέων τους, ποιος ήταν ο δικός τους ρόλος στο διαζύγιο και τι θα ακολουθήσει στο μέλλον. Μπορεί να αισθάνονται ένοχα, να κατηγορούν τους εαυτούς τους, να φοβούνται ότι θα τα εγκαταλείψουν και οι δυο γονείς, να μην ερμηνεύουν σωστά τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές των γονέων τους, και να ελπίζουν ότι οι γονείς τους θα ξανασμίξουν. Επιπροσθέτως, το παιδί κυριεύεται από άγχος και λόγω της νοητικής ανωριμότητας του κρατάει λιγότερες αναμνήσεις για την οδυνηρή αυτή περίοδο και τελικά φτιάχνει καλή σχέση με τον γονέα που έχει την επιμέλεια. Παρόλο, που μπορεί να συνεχίσουν να νιώθουν θυμό τα περισσότερα έχουν καλή προσαρμογή μετά από πέντε με δέκα χρόνια. Η αποχώρηση του ενός γονέα δημιουργεί φόβο εγκατάλειψης στο παιδί. Φοβάται ότι θα το εγκαταλείψει και ο άλλος γονέας, και εξαιτίας της αδυναμίας του να καταλάβει τους λόγους αποχώρηση μεγαλώνουν τα επίπεδα άγχους του. Είναι πιθανόν, μάλιστα, να έχει έντονες φαντασιώσεις εγκατάλειψης, θανάτου ή τραυματισμού των γονέων του. Το κλάμα, η προσκόλληση στον γονέα ή τον εκπαιδευτικό τις ώρες του νηπιαγωγείου, η άρνηση να συνεχίσει τις δραστηριότητες της καθημερινότητας του, αποτελούν χαρακτηριστικές αντιδράσεις του.
Η αίσθηση ότι δεν αξίζει την αγάπη των άλλων, οι ενοχές, οι εφιάλτες, οι κρίσεις θυμού, οι φοβίες, οι διαταραχές του ύπνου, η παλινδρόμηση και η ενούρηση υποδηλώνουν τη δυσκολία του παιδιού να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα. Η διατάραξη της ομαλής δραστηριοποίησης του στο παιχνίδι αποτελεί ένδειξη αδυναμίας να χειριστεί τις συγκρούσεις μέσω του παιχνιδιού και της φαντασίας. Η υπερκινητικότητα, η θορυβώδης ή εριστική συμπεριφορά, αλλά και η παραίτηση από το παιχνίδι εκφράζουν τη θλίψη του παιδιού.