Θρησκευτικά …εν δράσει!!!

Kασσιανή Πουλιάνου – 2ο Γυμνάσιο Καλλιθέας

Εργασία στην Θ.Ε.4 Πού είναι ο Θεός;

Νοέ 201721

Η μαθήτρια Λίζα Λ. του Γ1 στην εργασία της προσπαθεί να μεταφέρει το δίλημμα του ανθρώπου μπροστά στο,να παραβεί ή όχι τη θεία εντολή (προπατορικό) στα σημερινά δεδομένα.Διαβάστε την εργασία της εδώ :

Έχω κάνει πολλά λάθη στη ζωή μου και έχω μετανιώσει για το καθένα. Από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο… Μετά από χρόνια επιτέλους κατάλαβα πως πάντα υπάρχουν δυο επιλογές. Η μοίρα, ο Θεός δεν ξέρω, σε τοποθετεί σε ένα σημείο. Σου δίνει την ελευθερία της επιλογής. Η συνέχεια είναι δικό σου πρόβλημα. Αν θα επιλέξεις την σωστή ή τη λάθος επιλογή. Αλλά μετά την επιλογή σου πρέπει να υποστείς και τις συνέπειες… Όσο και να μην σου αρέσουν.Εγώ το μάθημα μου το έμαθα με τον πιο δύσκολο τρόπο. Ήμουν πολύ νέος. Χωρίς γονεις,χωρίς τίποτα. Ήμουν εγώ και η αδελφή μου. Όσο ακόμα πήγαινα σχολείο, η αδελφή μου αρρώστησε πολύ σοβαρά. Δεν ήξερα τι να κάνω τότε,ήμουν χαμένος στον μικρό μου κόσμο. Η αδελφή μου ήταν το μόνο που μου είχε απομείνει και δεν θα άντεχα να την χάσω και αυτή.

 

Δεν άντεχε ούτε αυτή, ούτε και εγώ. Δεν ήξερα τι είχε,δεν μπορούσα να καταλάβω και ήταν ένα παιδί, μόνο δεκατεσσάρων χρονών. Μια μέρα επικοινώνησα με το θείο μου. Τον αδελφό της μητέρας μου. Μπορεί να μην ήταν εκεί πάντα,αλλά κάθε φορά που τον χρειαζόμασταν ήταν εκεί για μας…Με συμβούλεψε να την πάω σε κάποιον γιατρό. Αλλά δεν ήξερα αν μπορούσα. Δεν ήμουν ο κηδεμόνας της. Ήμουν απλά ο ενήλικος αδελφός της. Γιαυτό του ζήτησα να έρθει και αυτός, αφού είχε πάρει την κηδεμονία της.

 

Την πήγαμε σε ένα γιατρό. Ήταν μέσα στην αίθουσα με τον θειο μου για αρκετή ώρα. Φοβόμουν πολύ. Αν είχε κάτι, δεν  ήξερα τι θα μπορούσα να κάνω! Έψαχνα τόσο καιρό για δουλειά ενώ σπούδαζα και όλας.

 

Ίσως να μην ήταν τίποτα σκεφτόμουν. Ίσως όμως να ήταν και κάτι πολύ σοβαρό. Η μητέρα μου σε τέτοιες περιπτώσεις προσευχόταν στον Θεό. Εγώ είχα χάσει την πίστη μου. Σκεφτόμουν πως αν υπήρχε όντως, δεν θα είχε επιτρέψει να γίνουν όλα αυτά στη ζωή μου. Σωστά; Όμως έκανα ένα τεράστιο λάθος .Καθόμουν εκεί, έξω από την αίθουσα του γιατρού και περίμενα με όλο το άγχος να με περιτριγυρίζει. Όταν επιτέλους βγήκαν, το πρόσωπο του θείου μου ήταν πολύ σοβαρό,αλλά της αδελφής μου αστραφτερό και χαρούμενο όπως πάντα. Αυτό το χαμόγελο, κάθε μέρα μου έδινε  ένα κίνητρο  για να πάω να ψάξω για δουλειά και να πάω στην σχολή μου…

 

Ρώτησα  το θείο μου τι έγινε. Δεν μου απάντησε. Το μόνο που μου είπε ήταν ότι έπρεπε να κάνουμε μια εξέταση για να είμαστε σίγουροι. Αλλά γιατί; δεν καταλάβαινα. Τόσο σοβαρά ήταν τα πράγματα; Η αδελφή μου τότε με κοίταξε στα μάτια και μου χαμογέλασε,προσπάθησα να της το ανταποδώσω  κι εγώ. Δεν ήθελα να καταλάβει πως κάτι δεν πάει καλά. Η μεγαλύτερη μου ευχή εκείνη τη στιγμή ήταν να μην σβήσει ποτέ αυτό το χαμόγελο από το πανέμορφο πρόσωπο της.Όταν επιστρέψαμε σπίτι, όλα ήταν μια χαρά. Μέχρι να έρθει το βράδυ. Θυμάμαι που ξάπλωσα στο κρεβάτι μου με όλα τα βάρη του κόσμου πάνω μου. Πίστευα πως ο ύπνος θα έπαιρνε όλο τον πόνο που ένιωθα μέσα μου και το πρωι θα ήμουν μια χαρά. Αλλά ούτε που μπόρεσα να κοιμηθώ καθόλου. Δεν με έπαιρνε ο ύπνος. Δεν μπορούσα. Ξάπλωνα με τις ώρες στο κρεβάτι και αναπολούσα την παιδική μας ηλικία. Τότε που οι γονείς μας ζούσαν. Η αδελφή μου ήταν ένα μικρό παιδί χωρίς κανένα πρόβλημα. Όλα ήταν τέλεια στην ζωή μου. Μέχρι εκείνο το δυστύχημα…

 

Το επόμενο πρωι ήμουν  πτώμα. Η αδελφή μου τρόμαξε όταν με είδε έτσι. Αλλά την καταλάβαινα. Μπορεί να μην έχω περάσει τίποτε από όσα πέρναγε αυτή αλλά κατά κάποιον τρόπο την καταλάβαινα. Ήταν πολύ δύσκολη η ζωή της. Χωριστήκαμε και πήγαμε ο καθένας στη δουλειά του. Αυτή πήγε σχολείο και εγώ πήγα να ψάξω για δουλειά. Για έκτη φορά εκείνη την εβδομάδα. Το οτι ήμουν και φοιτητής δεν βοηθούσε καθόλου.Η μια απόρριψη μετά την άλλη. Ήμουν εντελώς απελπισμένος. Μετά ήρθε η μοιραία στιγμή. Χτύπησε το τηλέφωνο, ήταν από το σχολείο της αδελφής μου και μου ανακοίνωσαν πως δεν ένιωθε καθόλου καλά και λιποθύμησε. Την έστειλαν σε ενα γιατρό και στην τελική κατέλειξε στα επείγοντα.

 

Όταν έφτασα ο θείος μου ήταν ήδη εκεί. Ούτε αυτός φαινόταν καλά. Μου έλεγε κάτι, αλλά δεν άκουγα τίποτα. Δεν του έδινα σημασία. Ήθελα απλα να μπω μέσα στην αίθουσα και να δω την αδελφή μου!

 

Μετά βγήκε ο γιατρός. Μας είπε πως η κατάσταση της σταθεροποιήθηκε αλλά δεν μπορούσαν να βγάλουν μια σωστή διάγνωση για αυτό που είχε. Μας έκανε μερικές ερωτήσεις για την καθημερινότητα της και ίσως κάποια συμπτώματα που είχε. Του απάντησα όσο πιο σωστά μπορούσα. Μην μας έβγαζαν και λάθος διάγνωση… Τελικά μας επέτρεψαν να μπούμε μέσα στον θάλαμο που την είχαν. Η εικόνα ηταν πολύ θλιβερή. Μια μικρόσωμη κοπέλα να ξαπλωμένη σε ενα τεράστιο κρεβάτι και πάνω της να έχει παντού διάφορα σωληνάκια. Το χαμόγελο της όμως δεν έσβησε καθόλου από το χλωμό της πρόσωπο. Ηταν εκεί και χαμογελούσε.

 

Μείναμε εκεί όλο το βράδυ. Το πρωι είπαν πως θα της κάνουν μια μαγνητική.Αφού τελειωσε η εξέταση έβαλαν την αδελφή μου παλι σε ένα θάλαμο και εγώ έμεινα μαζί της καθώς ο θείος μου ήταν με τα αποτελέσματα στον γιατρό της. Έμεινε αρκετή ώρα με το γιατρό. Αναρωτιόμουν τι έκαναν τόση ώρα…  Μετά απο λίγο με φώναξαν και εμένα μέσα. Ο θείος μου ηταν πολύ απογοητευμένος και λυπημένος. Δεν ήταν καλό σημάδι αυτό. Το λόγο τον πήρε πρώτος ο γιατρός,ο οποίος επίσης φαινόταν δυσαρεστημένος.

 

“Λοιπόν. Στις εξετάσεις που κάναμε διακρίνονται διάφορα σημεία κακοήθων όγκων.”αρχισε να λέει

 

αλλά ήδη είχα καταλάβει τι εννοούσε. “Αυτά με λίγα λόγια είναι μια ομάδα ασθενειών,γνωστή και ως καρκίνος.”πρόσθεσε. “Πριν πω κάτι άλλο, θέλω να σας κάνω μια ερώτηση.”μας είπε. Ήμουν έτοιμος να απαντήσω σε οποιαδήποτε ερώτηση… Τουλάχιστον έτσι πίστευα. “Υπήρχε κάποιος στο οικογενειακό περιβάλλον που είχε ποτέ παρόμοιο πρόβλημα;”μας ρώτησε. Προσπαθούσα να θυμηθώ. Δεν μου ερχόταν τίποτα στο μυαλό, μέχρι πουμου ήρθε στο νου μια ιστορία που μας είχε πει η μητέρα μας.

 

“Ναι… Η μητέρα μας είχε καρκίνο του μαστού όταν ήταν πολύ νέα… Αλλά το είχε ξεπεράσει. Δεν είχε κανένα πρόβλημα απ’ όσο θυμάμαι.”είχα πει πολύ δειλά.

 

“Μάλιστα… Αυτός μπορεί να είναι ένας λόγος. Αφού δεν πιστεύω το κοριτσάκι να έχει εκτεθεί σε νικοτίνη ή σε αλκοόλ…”μας ανακοίνωσε.

 

“Και τι μπορούμε να κάνουνε για να αποτρέψουμε τα αποτελέσματα;”ρώτησε τότε ο θείος μου.

 

“Υπάρχουν πολύ τρόποι αλλά ο αποτελεσματικότερος είναι μια χειρουργική επέμβαση.”πρότεινε ο γιατρός. “Επίσης πολλά είδη καρκίνου μπορούν να προληφθούν εάν δεν καπνίζει,δεν καταναλώνει αλκοόλ,τρώει πολλά λαχανικά και γενικά αν έχει μια σωστή διατροφή.”μας είπε.

 

“Και δηλαδή με την επέμβαση πως θα γίνει καλύτερα;”Ρώτησα εγώ ανήσυχος.

 

“Ηρεμήστε. Αν πάρετε αυτήν την απόφαση θα σας τα εξηγήσω όλα αναλυτικά. Πάντως δικαιούστε να ξέρετε πως ο τύπος καρκίνου που έχει η μικρή μας ασθενής είναι αντιμετωπίσιμος. Είναι πολύ συνηθισμένο. Είναι η οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία.”μας εξήγησε και ένιωσα τόσο απελπισμένος. Μπορούσα να φανταστώ πόσο θα κόστιζε αυτή η επέμβαση… Ήμουν σίγουρος πως ο θείος μου θα έδινε ένα ποσό, αλλά δεν μπορούσα να υπολογίσω πόσο και δεν ήξερα τι θα γινόταν με τα υπόλοιπα. Θα έπρεπε να βρω μια δουλειά πολύ σύντομα. Όμως δεν ήταν καθόλου εύκολο.Από την άλλη δεν ήξερα αν είχαν πει στην αδελφή μου την αλήθεια. Όμως θα έπρεπε να τη μάθει πολύ σύντομα δυστυχώς… Και ήμουν σίγουρος πως αν μάθαινε τι πραγματικά είχε,δεν θα ξανά έβλεπα το χαμόγελο της. Όμως ήξερα πως ήταν πολύ δυνατή. Δεν θα το άφηνε να την πάρει απο κάτω. Το χειρότερο που θα μπορούσε να  πάθει θα ηταν να χασει την ελπίδα της. Αν έχανε την ελπίδα όλα θα ηταν χαμένα. Δεν θα προσπαθούσε για τίποτα.

 

Έφυγα αμέσως εκείνη τη στιγμή απο το νοσοκομείο. Δεν άντεχα να την κοιτάζω στα μάτια. Δεν μπορούσα. Πήγα σπίτι μας και μάζεψα μερικά από τα πράγματα της. Ανάμεσα τους και το αγαπημένο της αρκουδάκι. Μπορεί να ήταν δεκατεσσάρων χρόνων αλλά για τα δικά μου τα μάτια ήταν ακόμα η μικρή μου αδελφή. Γύρισα στο νοσοκομείο. Δεν είχε γίνει τίποτα καινούριο. Κάθισα μαζί της όλο το βράδυ. Μου ήταν τόσο δύσκολο να την βλέπω στο νοσοκομειακό κρεβάτι.

 

Το πρωί ήρθε ο θείος μου και με έπεισε να βγω για λίγο έξω. Δεν ήθελα, αλλά δέχτηκα γιατί έπρεπε να ψάξω για δουλειά. Βγήκα στους δρόμους με μια εφημερίδα στο χέρι. Από την μια απόρριψη στην άλλη,για ακόμη μια φορά. Δεν ήξερα τι άλλο μπορούσα να κάνω. Μετά από πολύ καιρό και προς έκπληξη μου, προσευχήθηκα να πάνε όλα καλά και να βρω μια δουλειά. Περιπλανιόμουν σαν χαμένος στους δρόμους…Προχωρούσα με το κεφάλι σκυμμένο…

Μέχρι που έπεσα πάνω σε έναν άντρα. Του ζήτησα συγγνώμη αλλά δεν φαινόταν και τόσο καλός άνθρωπος. Το ύφος του ήταν πολύ σοβαρό και σφιγμένο. Με έπιασε απο το γιλέκο με το χέρι του και με κόλλησε στον τοίχο. Αυτό ήταν,σκέφτομαι,τώρα θα πεθάνω.Όμως πάλι καλά ,την τελευταία στιγμή πριν με χτυπήσει, μια φωνή τον σταμάτησε. Ένας μεγάλος άντρας τώρα πια βρισκόταν απέναντί μου. Φορούσε μαύρα ρούχα και ήταν πολύ περιποιημένος. Μου θύμιζε αυτούς τους ανθρώπους στις ταινίες, που δουλεύουν για τη μαφία. Αλλά δεν πίστευα πως υπήρχε στην πραγματικότητα και η μαφία. Νόμιζα πως ήταν ψέματα όλα αυτά που έλεγαν. Ο τύπος με κοίταξε καλύτερα και στη συνέχεια με άφησε. Ο άλλος άντρας με πλησίασε και με ρώτησε ποιος ήμουν και τι έκανα σε εκείνη την περιοχή . Του είπα το όνομα μου και του εξήγησα τον λόγο για τον οποίο βρισκόμουν εκεί. Με κοίταξε αποδοκιμαστικά και χαμογέλασε.

 

“Μας κάνεις…”είπε με ενα διαβολικό χαμόγελο. Δεν ήξερα τι ετοίμαζε και ούτε ήθελα να μάθω. Τι αγγαρεία θα με έβαζε να κάνω άραγε,σκέφτηκα εκείνη την στιγμή.Ο μεγαλόσωμος τύπος με  έσυρε μέσα σε ένα έρημο κτήριο που ήταν εκεί διπλα. Ενα πολύ παλιό και σχεδόν κατεστραμμένο κτήριο και εγκαταλελειμμένο. Φοβόμουν να περπατήσω. Πίστευα πως απο στιγμή σε στιγμή όλο το κτήριο θα κατεδαφιζόταν. Σε κάθε βήμα που έκανα ακουγόταν και ένα τρίξιμο.

 

“Λοιπόν νεαρέ… Δεν μου λες πόσο χρονών είσαι;”με ρώτησε και του  απάντησα αμέσως. Μετά απο αυτό άρχισε να μιλάει για τα νιάτα του. Πως η ηλικία στην οποία βρισκόμουν εγώ ήταν η καλύτερη  στη ζωή ενός ανθρώπου. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι ήθελε να πει, γιατί εγώ δεν περνούσα καθόλου καλά. Ήταν η χειρότερη περίοδος στη ζωή μου! Μου έκανε διάφορες ερωτήσεις για την προσωπική μου ζωή και προσπάθησα να απαντήσω τις περισσότερες με ψέματα. Το μόνο που ήξερε για μένα στ’αλήθεια ήταν η ηλικία μου,το μικρο μου όνομα και ότι ήμουν άνεργος. Όλα τα άλλα ήταν ψέματα.

 

“Τι λες, να σου προσφέρω μια δουλειά, με πολύ καλά λεφτά;”είχε πει με ένα δελεαστικό τρόπο. Χρειαζόμουν όπωσδήποτε μια δουλειά, οπότε μετά απο λίγη σκέψη συμφώνησα.

“Θέλω να μεταφέρεις κάτι.”είχε πει πολύ απλά και αδιάφορα. Δεν θα είναι δύσκολο, είχα σκέφτηκα.

“Τι θα είναι αυτό όμως;”τον είχα ρωτήσει. Μου είπε πως δεν χρειαζόταν να ξέρω. Μετά πρόσθεσε πως θα μου ηταν πιο εύκολο να κάνω αυτήν την δουλειά αν δεν ήξερα. Δεν ήταν καλό αυτό πίστευα, και όντως δεν ήταν.

 

Μου έδωσαν ένα μαύρο χαρτοφύλακα. Είχε κωδικό κιόλας. Μου έδωσαν μια διεύθυνση στην οποία θα έπρεπε να βρίσκομαι την επόμενη μέρα το βράδυ. Μου ξεκαθάρισαν, πως αν πήγαινα στην αστυνομία, η ιστορία δεν θα είχε καλή κατάληξη, ούτε για εμένα αλλά ούτε και για τους ανθρώπους που αγαπώ. Είχα καταλάβει πως δεν υπήρχε κάτι καλό μέσα σε αυτόν τον χαρτοφύλακα. Γύρισα σπίτι. Ένιωθα τόσο νευρικός. Δεν ήθελα να το κάνω αυτό. Όμως αν δεν το έκανα θα με σκότωναν. Δεν ήξερα τι να κάνω. Για άλλη μια φορά ήμουν απελπισμένος. Ήθελα τόσο πολύ να μάθω τι υπήρχε εκεί μέσα. Μέχρι που το πήρα απόφαση! Είχα αρχίσει με μανία να βάζω διάφορους συνδυασμούς αριθμών για να βρω τον κωδικό του χαρτοφύλακα. Όλο το απόγευμα καθόμουν εκεί και προσπαθούσα να ανοίξω αυτό τον αναθεματισμένο χαρτοφύλακα! Είχα βάλει όλους του δυνατούς συνδυασμούς εκτός από έναν. Ήταν ο τελευταίος που μου είχε μείνει. Τον έβαλα αλλά δεν έγινε πάλι τίποτα. Σκέφτηκα να το παρατήσω. Αλλά δεν με είχαν μάθει οι γονείς μου να τα παρατάω τόσο εύκολα. Αμέσως μετά από αυτό πήρα ένα μαχαίρι και προσπάθησα να το ανοίξω. Ευτυχώς αυτή τη φορά, η οποία ήταν και η τελευταία ευκαιρία μου, τα κατάφερα. Ο χαρτοφύλακας άνοιξε ελάχιστα. Τότε ήταν δικιά μου επιλογή τι θα κάνω στην τελική. Αποφάσισα χωρίς δεύτερη σκέψη να τον ανοίξω. Μόλις άνοιξε ο χαρτοφύλακας, έμεινα άφωνος. Υπήρχαν μικρά και πάρα πολλά σακουλάκια με κάτι μικρά άσπρα  χαπάκια μέσα… Είχα στο μυαλό μου τι ήταν και ήδη ήξερα πως θα το μετανιώσω. Δεν ήξερα τι να κάνω. Το καλό και το κακό μονομαχούσαν μέσα μου… Σκεφτόμουν πως αν δεν έκανα ότι μου είχαν πει,μπορεί να μην έβρισκα ποτέ λεφτά για το χειρουργείο της αδελφής μου. Όμως δεν ήμουν και δεν είμαι τέτοιος άνθρωπος. Δεν μπορούσα να το κάνω. Δεν θα άντεχα να ξέρω πως ένας άνθρωπος μπορεί να πεθάνει εξαιτίας μου. Κάποιος μπορεί να  έλεγε πως δεν  έφταιγα εγώ, αλλά ο ίδιος ο άνθρωπος που παράγγειλε αυτά τα χαπάκια. Αλλά αν δεν ήταν η δουλειά μου να του τα παρέχω μπορεί να μην τα είχε ανάγκη καν.

 

Μετά από πολλές ώρες σκέψεις αποφάσισα να πάω στην αστυνομία. Μπορεί να μου είχαν πει πως αν το έκανα αυτό θα σκότωναν και εμένα αλλά και αυτούς που αγαπώ αλλά σκέφτηκα πως αν δεν με έπαιρναν είδηση δεν θα μου έκαναν τίποτα! Το βράδυ εκείνο πήγα στο αστυνομικό τμήμα της πόλης μου. Τους εξήγησα όλα όσα έγιναν. Στην αρχή δεν μου είπαν τίποτα. Με έβγαλαν από το δωμάτιο και μετά από ένα τέταρτο με φώναξαν πάλι μέσα. Όλοι οι αστυνομικοί φαινόντουσαν πιο σοβαροί. Μου είπαν πως αυτό που έκανα ήταν σωστό και πως έκανα σωστή επιλογή. Αλλά εγώ σκεφτόμουν: Την έκανα όντως;. Μου ζήτησαν  να τους κάνω και μια μικρή επαγγελματική χάρη. Δεν καταλάβαινα τι ήθελαν να πουν. Τι εννοούσαν «χάρη»; Μου εξήγησαν τι ήθελαν και συμφώνησα. Δεν ήταν κάτι το σπουδαίο αλλά ήταν  επικίνδυνο. Πρώτον

 

επειδή έπρεπε να σιγουρευτούν πως δεν λέω ψέματα και δεν τους κοροϊδεύω θέλησαν να δουν τον χαρτοφύλακα με τα λαθραία μέσα. Ήρθαν δυο αστυνόμοι μαζί μου και αφού τους το έδειξα έφυγαν. Και έμεινα πάλι μόνος… Αυτό που μου ζήτησαν ήταν να κάνω το δόλωμα. Να πάω εγώ κανονικά εκεί που πρέπει να είμαι και αφού έρθει και αυτός που ήμασταν μαζί το πρωί,γιατί ξεκαθάρισε πως θα ερθει, θα έρθουν και οι αστυνομικοί.

 

Λίγο πριν φύγω για την αποστολή επισκέφτηκα την αδελφή μου στο νοσοκομείο. Κοιμόταν όταν έφτασα εκεί. Την είδα μια τελευταία φορά και της ψιθύρισα πως το κάνω για αυτήν . Μετά έφυγα, πήγα σπίτι, πήρα τον χαρτοφύλακα και έφυγα για τον τόπο ανταλλαγής.

Αφού έφτασα εκεί, ο άντρας από το πρωί ήταν ήδη εκεί. Όπως και ο άλλος τύπος. Δεν μου είπαν το όνομα τους και το έβρισκα και λογικό με τέτοια “δουλειά” που κάνουν. Ήρθαν μετά από λίγο και οι πελάτες. Στην αρχή ο άντρας του πρωινού, μιλούσε με τον πελάτη του και μετά ήρθε η ώρα της ανταλλαγής… Περπατούσα όσο πιο αργά μπορούσα. Προσπαθούσα να μακρύνω τον χρόνο όσο περισσότερο μπορούσα. Είχα φτάσει απέναντι από τον πελάτη. Τον κοιτούσα αμήχανα. Αυτός περίμενε. Το ίδιο έκανα και εγώ… Ο άντρας του πρωινού μου είπε να δώσω τον χαρτοφύλακα στον αγοραστή… Δεν μπορούσα… Δεν έπρεπε. Άπλα περίμενα. Διακινδύνευα την ζωή μου εκείνη την στιγμή. Φοβόμουν.. Ήμουν ένας δειλός. Έτρεμα από τον φόβο μου. Όχι μήπως πάθαινα κάτι. Αλλά μήπως δεν καταφέρναμε το σχέδιο μας…Εκείνη την στιγμή που σκεφτόμουν αυτά  ακούστηκε ένας πυροβολισμός και η βαριά φωνή του “αφεντικού” μου να φωνάζει “υποχώρησε” τότε κατάλαβα πως είχαν έρθει. Γύρισα πίσω για να δω τι γινόταν. Το πιο έντονο συναίσθημα που είχα ποτέ ήταν τότε. Όταν με κοίταξε ο άντρας με τόσο μίσος πριν σηκώσει το όπλο του,στοχεύσει εμένα και τραβήξει την σκανδάλη. Είχα πέσει κάτω… Είδα το πόδι μου και ήταν γεμάτο με αίματα… Δεν θέλω να πεθάνω,σκέφτηκα τότε και όλα μαύρισαν.

 

Ξύπνησα μετά από λίγες μέρες  στο νοσοκομείο. Με είχαν χειρουργήσει και ήμουν υγιέστατος. Τι είχε γίνει άραγε ποτέ δεν έμαθα.. Και ποτέ δεν θέλησα να μάθω.Η αδελφή μου τελικά μετά από λίγους μήνες απεβίωσε και έμεινα μόνος. Επισκέπτομαι τον τάφο της κάθε βδομάδα. Δεν μπορώ αλλιώς .Επιτέλους βρήκα μια αξιοπρεπή δουλειά. Το περίεργο είναι πως πριν λίγες μέρες .. με επισκέφτηκε… Καθόμουν εκεί που κάθομαι και τώρα. Μπροστά από τον τάφο της. Όλα ήταν τόσο ήσυχα και ψυχρά. Μέχρι που όλα έγιναν τόσο θερμά. Φύσηξε ένα θερμό αεράκι και δίπλα από τον τάφο καθόταν η ίδια η αδελφή μου. Η μικρή μου αδελφή. Δεν πίστευα στα ματιά μου. Δεν ήταν αληθινό, το ήξερα.”Ευχαριστώ. Είμαι πολύ περήφανη για αυτό που έκανες. Με κάνεις ευτυχισμένη που δεν δέχτηκες  να κάνεις κάτι για το οποίο θα μετάνιωνες για όλη σου την ζωή. «Σε συγχωρώ.”είπε καθώς χαμογελούσε συνέχεια. Αχ,αυτό το χαμόγελο. Δεν μπορούσα να το αποχωριστώ. Και ακόμα δεν μπορώ. Η αδελφή μου ήταν ό,τι σημαντικότερο είχα στην ζωή μου. Το χαμόγελο της,τα ματιά της,τα μεταξένια μαλλιά της… Τα θυμάμαι πάντα. Ώρες ώρες πιστεύω πως θα καταρρεύσω,θέλω να τα παρατήσω, αλλά θυμάμαι αυτήν και δεν το κάνω. Δεν τα παρατάω, για αυτήν. Θα ζήσω εγώ, την ζωή που αυτή δεν κατάφερε να ζήσει και θα την έχω πάντα στο πιο θερμό σημείο της καρδιάς μου… Αφού ήταν η μικρή μου αδελφή.

 

Είμαι ο Στούαρτ Χάθαγουεϊ και αυτή ήταν η ιστορία της ζωής μου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Πρόσφατα σχόλια

Ιστορικό



Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων