Ο μύθος του πελεκάνου (Pelecani Rio)

Απόσπασμα από το βιβλίο: Η Κοιλάδα του Πελεκάνου ή Η Κοιλάδα με τις Πεταλούδες, Βασίλειος Ν. Παπανικολάου & Μαρία Καραγιάννη-Μαρμαροκόπου

Νεαρή κοπέλα, άκουσα από ηλικιωμένους και ηλικιωμένες κατοίκους του Θολού να μου απαντούν στην ερώτησή μου: Πώς πήρε το όνομά της αυτή η κοιλάδα και οι περισσότεροι ηλικιωμένοι την ονομάζουν «Πελεκάνο»; Η απάντηση που έπαιρνα από όλους κάθε φορά, ήταν σχετικά με ένα Βασιλόπουλο του Βυζαντίου, που η ιστορία του ήταν η παρακάτω:

«Κάποιο βασιλόπουλο ερωτεύτηκε μια γυναίκα, που κανένας από το Παλάτι του Βυζαντίου δεν την ενέκρινε για σύζυγό του. Το βασιλόπουλο, όμως, επέμενε στον έρωτά του   Τότε, αποφάσισαν να το στείλουν «σε μακρινό ταξίδι» (να το εξορίσουν δηλαδή) για να ξεχάσει τη γυναίκα που ερωτεύτηκε…

Έτσι, το βασιλόπουλο εξορίστηκε στη Ρόδο και μάλιστα, στο Μοναστήρι της Καλόπετρας, όπου οι τότε Καλόγεροι θα τον φρόντιζαν και θα τον βοηθούσαν με νηστείες» και προσευχές να ξεχάσει…       

Άδικα όμως…. Το βασιλόπουλο, συνήθιζε να κατεβαίνει από το μοναστήρι στην Κοιλάδα και να περνά αρκετές ώρες κλαίοντας και αναστενάζοντας, κρυφά από τους Καλόγερους, που, κατά κάποιο τρόπο, τους θεωρούσε και δεσμώτες του… Εκεί, μέσα στο δάσος, έκλαιγε και προσευχόταν στο Θεό να τον λυτρώσει από τον πόνο «του έρωτα».

Ο θεός φαίνεται πώς λυπήθηκε και συμπόνεσε τον ερωτευμένο νέο και τον μετέτρεψε σε ένα από τα επιβλητικά «πουλιά» (πτηνά) που ζούσαν μέσα στην κοιλάδα, δηλαδή σε «πελεκάνο». Έτσι εξηγούσαν οι παλαιότεροι την ονομασία της κοιλάδας, η οποία άλλωστε, παλαιότερα, ήταν γεμάτη από αυτά τα ωραία πτηνά.

Επειδή όλοι οι μύθοι και οι παραδόσεις της φυλής μας, όλο και κάτι θέλουν να μας πουν, ίσως αυτή η παράδοση – μύθος να θέλει να μας πει ότι:

«Το Ιερό Μοναστήρι της Παναγιάς Καλόπετρας Ρόδου» βρίσκεται σ’ αυτόν εδώ το χώρο από τα χρόνια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και ήταν, ιδιαίτερα, στενά συνδεδεμένο με το Ιερό Παλάτι των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων και στους δύσκολους καιρούς του τόπου μας οι κάτοικοι της γύρω περιοχής, ιδιαίτερα οι Θολοενοί, σαυτό κατέφευγαν και ζητούσαν παρηγοριά.