Ο Άνθρωπος που έχασε τα Χριστούγεννα.

Από τον J. Edgar Park

            Ήταν παραμονή Χριστουγέννων, και όπως συνήθως, ο Τζορτζ Μέισον  ήταν ο τελευταίος που άφηνε το γραφείο. Προχώρησε προς το τεράστιο χρηματοκιβώτιο, γύρισε το συνδυασμό και έσπρωξε τη βαριά πόρτα για ν’ ανοίξει. Αφού βεβαιώθηκε  ότι  πόρτα δε θα έκλεινε πίσω του μπήκε μέσα.

            Μια τετράγωνη λευκή καρτέλα ήταν κολλημένη λίγο πιο επάνω από την τελευταία σειρά των θυρίδων. Πάνω στην καρτέλα ήταν γραμμένες μερικές λέξεις. Ο Τζορτζ Μέισον κοίταξε εκείνες τις λέξεις και θυμήθηκε…

            Ακριβώς ένα χρόνο πριν είχε μπει στο ίδιο ακριβώς χρηματοκιβώτιο. Και έπειτα, πίσω από την πλάτη του, σιγανά, αθόρυβα, η ογκώδης πόρτα έκλεισε!

            Ήταν παγιδευμένος — ενταφιασμένος μέσα σ’ ένα ξαφνικό και τρομακτικό σκοτάδι. Η βραχνή του κραυγή ακούστηκε σαν μια έκρηξη. Κανένας ωρολογιακός μηχανισμός δεν έλεγχε αυτό το Χρηματοκιβώτιο. Θα παρέμενε κλειδωμένο μέχρι που να το ανοίξουν από έξω. Αύριο το πρωί.

            Τότε η ιδέα τον χτύπησε σαν κεραυνός. Κανένας δε θα ερχόταν αύριο—αύριο ήταν Χριστούγεννα!

            Έριξε μια ακόμα φορά το σώμα του με δύναμη πάνω στην πόρτα, φωνάζοντας άγρια και μετά βούλιαξε στα γόνατά του εξαντλημένος. Στ’ αυτιά του ήρθε μια σιωπή, μια τσιριχτή, μουσική σιωπή που φαινόταν να ‘ναι εκκωφαντική. Πάνω από τριάντα έξη ώρες θα περνούσαν πριν να έρθει κάποιος—τριάντα έξη ώρες σ’ ένα ατσάλινο κουτί ένα μέτρο πλάτος, δύο μέτρα μήκος και δυο μέτρα ύψος. Θα ήταν αρκετό το οξυγόνο;

            Ιδρώνοντας και αναπνέοντας βαθιά, ψηλάφισε τριγύρω στο πάτωμα. Τότε, στην πίσω δεξιά γωνία πάνω από το πάτωμα, βρήκε ένα μικρό κυκλικό άνοιγμα. Γρήγορα έσπρωξε το δάχτυλό του μέσα του και αισθάνθηκε, αμυδρά αλλά χωρίς αμφιβολία ένα δροσερό ρεύμα αέρα.

            Η εκτόνωση της έντασης ήταν τόσο ξαφνική που ξέσπασε σε δάκρυα. Τελικά κάθισε. Σίγουρα δε θα χρειαζόταν να μείνει παγιδευμένος για τριάντα έξη ολόκληρες ώρες. Κάποιος θα αντιλαμβανόταν την απουσία του. Όμως ποιος; Ήταν ανύπαντρος και ζούσε μόνος. Η υπηρέτρια που καθάριζε το διαμέρισμα ήταν μόνο μια υπηρέτρια, που πάντα της φερότανε έτσι. Τον είχαν προσκαλέσει να περάσει την παραμονή των Χριστουγέννων με την οικογένεια του  αδερφού του, αλλά τα παιδιά τού την έδιναν στα νεύρα και περίμεναν δώρα, κι έτσι είχε πει όχι στην πρόσκληση.

            Ένας φίλος του είχε ζητήσει να πάει σ’ ένα σπίτι για ηλικιωμένους την ημέρα των Χριστουγέννων και να παίξει πιάνο —ήταν καλός μουσικός. Όμως είχε αρνηθεί με τη μια ή με την άλλη δικαιολογία. Σκόπευε να καθίσει στο σπίτι του μ’ ένα καλό πούρο, ακούγοντας μερικές καινούργιες μαγνητοφωνήσεις που  είχε κάνει ο ίδιος.

            Κανένας δε θα ερχόταν να τον βγάλει έξω. Κανένας, κανένας….

            Η νύχτα κύλησε απαίσια & πέρασε ολόκληρη η μέρα των Χριστουγέννων και η επόμενη νύχτα.

            Το πρωί μετά τα Χριστούγεννα ο προϊστάμενος υπάλληλος ήρθε στο γραφείο τη συνηθισμένη ώρα, άνοιξε το χρηματοκιβώτιο, κι έπειτα πήγε στο ιδιαίτερο γραφείο του.

            Κανείς δεν είδε τον Τζορτζ Μέισον που βγήκε τρεκλίζοντας στο διάδρομο, έτρεξε στο ψυκτικό του νερού κι ήπιε νερό καταπίνοντάς το λαίμαργα. Κανείς δεν έδωσε προσοχή σ’ αυτόν καθώς έφευγε παίρνοντας ένα ταξί για το σπίτι. Εκεί ξυρίστηκε, έφαγε πρωινό, άλλαξε τα τσαλακωμένα ρούχα του και ξαναγύρισε στο γραφείο του, όπου οι υπάλληλοί του τον χαιρέτισαν τυπικά.

            Εκείνη τη μέρα συνάντησε αρκετούς γνωστούς και μίλησε με τον αδερφό του. Βλοσυρή η αλήθεια πλανιόταν στις σκέψεις του. Είχε εξαφανιστεί από την ανθρώπινη κοινωνία στο μεγάλο πανηγύρι της συντροφικότητας κι ακόμα δεν είχε λείψει σε κανέναν.

            Δισταχτικά, άρχισε να σκέφτεται για το αληθινό νόημα των Χριστουγέννων. Μήπως ήταν δυνατόν ότι ήταν τυφλωμένος όλ’ αυτά τα χρόνια από την εγωιστικότητα, την αδιαφορία, την περηφάνια; Δεν  ήταν το να δίνεις την αγάπη σου, εξάλλου, η ουσία της γιορτής των Χριστουγέννων αφού σηματοδοτούσε το χρόνο που ο Θεός έδωσε τη δική Του αγάπη στον κόσμο μέσα σ’ένα μικρό βρέφος;

            Και μέσα από το χρόνο που κύλησε μετά, με μικρές πράξεις καλοσύνης, με μικρές, απαρατήρητες πράξεις ανιδιοτέλειας, ο Τζωρτζ Μέϊσον προσπάθησε να προετοιμάσει τον εαυτό του … Τώρα, μια ακόμη φορά, ήταν παραμονή Χριστουγέννων.

            Αργά, αργά οπισθοχώρησε βγαίνοντας από το χρηματοκιβώτιο, το έκλεισε. Άγγιξε το βλοσυρό ατσάλινο πρόσωπό του ελαφρά, σχεδόν με στοργή και έφυγε από το γραφείο.

            Να ‘τος τώρα  με το μαύρο παλτό του και το καπέλο του, ο ίδιος ο Τζορτζ Μέισον όπως ένα χρόνο πριν. Ή όχι; Περπατάει μερικά τετράγωνα, έπειτα φωνάζει ένα ταξί, ανησυχώντας μήπως αργήσει. Τα ανίψια του τον περιμένουν να τα βοηθήσει να κλαδέψουν το δέντρο. Μετά, θα πάρει τον αδερφό του και τη νύφη του σε μια Χριστουγεννιάτικη παράσταση. Γιατί είναι τόσο ευτυχισμένος; Γιατί το σπρώξιμο μέσα στον κόσμο, φορτωμένος όπως είναι με δέματα, τον συναρπάζει και τον γεμίζει με χαρά; Ίσως ή καρτέλα να έχει κάτι να κάνει μ’ αυτό, η καρτέλα που  κόλλησε στο χρηματοκιβώτιο του γραφείου του την περασμένη Πρωτοχρονιά. Στην καρτέλα είναι γραμμένο με το ίδιο το χέρι του Τζορτζ Μέισον: Το να αγαπάς τους ανθρώπους, το να είσαι απαραίτητος κάπου, αυτός είναι ο σκοπός της ζωής. Αυτό είναι το μυστικό της ευτυχίας.

Αφήστε μια απάντηση