Η Ειδική Αγωγή

Η ειδική αγωγή είναι η πρακτική της εκπαίδευσης μαθητών με τρόπο ο οποίος απευθύνεται στις ατομικές διαφορές και ανάγκες τους. Στην ιδανική περίπτωση, η διαδικασία αυτή περιλαμβάνει μια εξατομικευμένη έκδοση των διδακτικών διαδικασιών, προσαρμοσμένο εξοπλισμό και υλικό, καθώς και ρυθμίσεις προσβασιμότητας. Οι παρεμβάσεις έχουν σχεδιαστεί για να βοηθήσουν τα άτομα με ειδικές ανάγκες να επιτύχουν υψηλότερο επίπεδο αυτάρκειας και επιτυχίας στο σχολείο και την κοινότητα, βοήθεια η οποία μπορεί να μην ήταν διαθέσιμη αν ο μαθητής συμμετείχε μόνο σε μια τυπική τάξη.

Στην ειδική αγωγή υπάγονται τα άτομα που έχουν διαγνωσθεί με μαθησιακές δυσκολίες (όπως δυσλεξία), διαταραχές επικοινωνίαςσυναισθηματικές και συμπεριφορικές διαταραχές (όπως η ΔΕΠΥ), σωματικές διαταραχές (όπως ατελής οστεογένεσηεγκεφαλική παράλυσημυϊκή δυστροφίαδισχιδή ράχη, και αταξία του Φρίντραϊχ), αναπτυξιακές διαταραχές (διαταραχές του αυτιστικού φάσματος, όπως αυτισμόςσύνδρομο Άσπεργκερ και πνευματικές διαταραχές) και πολλές άλλες διαταραχές.[1] Οι μαθητές με αυτά τα είδη διαταραχών πιθανώς θα ωφεληθούν από πρόσθετες εκπαιδευτικές υπηρεσίες, όπως: διαφορετικές προσεγγίσεις μάθησης, χρήση τεχνολογίας, ειδικά διαμορφωμένη περιοχή διδασκαλίας, δωμάτιο πόρων.

Η νοητική χαρισματικότητα είναι διαφορά στην μάθηση και μπορεί επίσης να ωφεληθεί από ειδικές μεθόδους διδασκαλίας και διαφορετικά προγράμματα εκπαίδευσης, αλλά ο όρος “ειδική αγωγή” χρησιμοποιείται γενικά ως όρος για την ειδική διδασκαλία των μαθητών με ειδικές ανάγκες. Η χαρισματική εκπαίδευση αντιμετωπίζεται ξεχωριστά.

Λαμβάνοντας υπόψη ότι η ειδική αγωγή έχει διαμορφωθεί για μαθητές με μαθησιακές δυσκολίες, η αντισταθμιστική εκπαίδευση μπορεί να σχεδιαστεί για οποιονδήποτε μαθητή, με ή χωρίς ειδικές ανάγκες. Το καθοριστικό στοιχείο είναι ότι οι μαθητές της επανορθωτικής εκπαίδευσης έχουν φτάσει σε σημείο μη ετοιμότητας, ανεξάρτητα από το γιατί. Για παράδειγμα, ακόμη και οι άνθρωποι με υψηλή νοημοσύνη μπορεί να είναι μην είναι επαρκώς προετοιμασμένοι αν η εκπαίδευση είχε τους διακοπεί, για παράδειγμα, λόγω εσωτερικού εκτοπισμού κατά την διάρκεια πολιτικής αναταραχής ή πολέμου.

Στις περισσότερες ανεπτυγμένες χώρες οι εκπαιδευτές τροποποιούν τις μεθόδους και περιβάλλοντα διδασκαλίας για να μεγιστοποιήσουν τον μέγιστο αριθμό μαθητών που θα παρακολουθήσουν προγράμματα γενικής εκπαίδευσης. Ως εκ τούτου, στις ανεπτυγμένες χώρες η ειδική αγωγή θεωρείται συχνά ως υπηρεσία και όχι ως μέρος.[2][3][4][5][6] Η ολοκλήρωση και ενσωμάτωση μπορεί να μειώσει το κοινωνικό στίγμα και να βελτιώσει τις επιδόσεις πολλών μαθητών.[7]

Το αντίθετο της ειδικής αγωγής είναι η γενική εκπαίδευση. Η γενική εκπαίδευση είναι το επίσημο πρόγραμμα σπουδών το οποίο παρουσιάζεται χωρίς ειδικές μεθόδους ή στήριξη. Μερικές φορές οι μαθητές που εξυπηρετούνται από υπηρεσίες ειδικής αγωγής εγγράφονται σε σχολεία γενικής εκπαίδευσης για να μάθουν μαζί με μαθητές χωρίς διαταραχές ή αναπηρίες.

Πηγή: https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%95%CE%B9%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CE%AE_%CE%B1%CE%B3%CF%89%CE%B3%CE%AE