- αδιάκριτα: χωρίς διακριτικότητα
- αδιακρίτως: χωρίς εξαίρεση
Φέρεται τόσο αδιάκριτα που ενοχλεί τους πάντες.
Μπορούν όλοι να πάρουν μέρος στο διαγωνισμό χορού, αδιακρίτως ηλικίας.
- άμεσα: (τροπ.) χωρίς να μεσολαβεί κάποιος ή κάτι
- αμέσως: (χρον.) τώρα, γρήγορα
Δεν χρειάζεται να μεσολαβήσεις, γιατί μίλησα άμεσα με τον υπεύθυνο.
Ήρθε αμέσως μόλις του τηλεφώνησα.
- απλά: με απλότητα
- απλώς: μόνο
Μιλάει πολύ απλά, για να τον καταλαβαίνουν όλοι.
Δεν είμαι άρρωστος, απλώς κουρασμένος.
- έκτακτα: θαυμάσια
- εκτάκτως: ξαφνικά
Περάσαμε έκτακτα στην εκδρομή του συλλόγου.
Πληροφορηθήκαμε ότι συγκλήθηκε εκτάκτως το συμβούλιο.
- έξοχα: θαυμάσια
- εξόχως: υπερβολικά
Χορεύει έξοχα, παρά την ηλικία του.
Τα αποτελέσματα ήταν εξόχως σημαντικά.
- ιδιαίτερα: κυρίως
- ιδιαιτέρως: κατ’ιδίαν
Όλα ήταν πολύ ωραία στη γιορτή, ιδιαίτερα η μουσική και ο χορός.
Του ζήτησε να μιλήσουν ιδιαιτέρως.
- τέλεια: έξοχα, θαυμάσια
- τελείως: εντελώς
Περάσαμε τέλεια στο σπίτι της Μαρίας.
Είναι τελείως αδιάφορος για τα προβλήματα του σπιτιού.