Θ.Π.ΛΙΑΝΟΣ| Κυριακή 16 Αυγούστου 1998

Τα φανάρια που ρυθμίζουν την κυκλοφορία στους δρόμους της Αττικής έχουν μετατρέψει αυτά τα σημεία των δρόμων σε μια ιδιόμορφη αγορά. Οσο διαρκεί το κόκκινο, αρκετά νεαρά κυρίως άτομα προσφέρουν στους οδηγούς των σταματημένων αυτοκινήτων διάφορα αγαθά και υπηρεσίες. Αλλοι προσφέρουν λουλούδια σε χαμηλή τιμή, άλλοι προσφέρονται να σου καθαρίσουν το μπροστινό τζάμι για ό,τι ποσό έχεις την ευχαρίστηση να δώσεις, άλλοι επιδεικνύουν ακρωτηριασμένα μέλη του σώματός τους ζητώντας την βοήθεια των εποχουμένων. Μαζί με αυτούς, μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, με κατάλληλη για την περίπτωση εμφάνιση, δηλαδή βρώμικα, αχτένιστα και κακοντυμένα, ζητούν τον οβολό σας.

Η τελευταία αυτή περίπτωση, δηλαδή, των μικρών παιδιών έχει προκαλέσει ένα ερώτημα στο οποίο έχουν δοθεί δύο αντίθετες απαντήσεις. Το ερώτημα είναι: πρέπει κανείς να βοηθάει τα μικρά αυτά παιδιά δίδοντας ένα μικροποσόν, ή όχι; Η μια απάντηση είναι αρνητική και υποστηρίζει ότι η επαιτεία είναι κοινωνικό φαινόμενο και πρέπει να αντιμετωπισθεί από την πολιτεία, όχι ατομικά από τον κάθε πολίτη. Αν μια κοινωνία είναι συγκροτημένη με τρόπο που επιτρέπει, ή προκαλεί φαινόμενα επαιτείας, τότε η λύση δεν μπορεί να προέλθει παρά μόνο από την εξέταση και την εξαφάνιση των μηχανισμών που την προκαλούν, στον βαθμό που αυτό είναι εφικτό.

Η άλλη απάντηση είναι θετική, και υποστηρίζει ότι η κοινωνία ως σύνολο δεν θα μπορέσει ποτέ να εξαφανίσει την επαιτεία. Σε κάθε κοινωνία υπάρχουν δυνάμεις και μηχανισμοί που φέρνουν οικογένειες και άτομα σε κατάσταση απελπισίας, μια δε διέξοδος είναι η, προσωρινή έστω, αναζήτηση βοήθειας μέσω της επαιτείας. Επιπλέον, ανεξαρτήτως των λόγων που εξωθούν ένα άτομο στην επαιτεία, η απλή ανθρώπινη συμπόνια για τα πάθη ενός συνανθρώπου, και ιδιαίτερα ενός μικρού παιδιού, είναι αρκετή για να οδηγήσει κάποιον στην απόφαση να προσφέρει την ασήμαντη γι’ αυτόν βοήθεια.

Είναι φανερό ότι και οι δύο απαντήσεις έχουν ισχυρή βάση. Τα επιχειρήματα της μιας άποψης δεν αναιρούν τα επιχειρήματα της άλλης. Ο κάθε πολίτης μπορεί να κρίνει και να αποφασίσει, αν θα δώσει ή αν θα αρνηθεί τη μικρή του βοήθεια στην περίπτωση που ανέφερα, δηλαδή αυτής των παιδιών των φαναριών, όπως έχουν χαρακτηρισθεί.

Εχω όμως την εντύπωση ότι η επαιτεία που παρατηρούμε να λαβαίνει χώρα στις γωνιές των οδών, όπου υπάρχουν φανάρια κυκλοφορίας, αλλά και γενικά, δεν έχει καμιά σχέση με την επαιτεία για την οποία τα επιχειρήματα που διατυπώθηκαν πιο πάνω έχουν ισχύ. Η επαιτεία που παρατηρούμε δεν είναι αποτέλεσμα και έκφραση καταστάσεων, π.χ. ανεργίας, φτώχειας κ.ο.κ., που φέρνουν διάφορα άτομα σε κατάσταση απελπισίας. Αντίθετα, πιστεύω ότι είναι μια εξαιρετικά κερδοφόρος δραστηριότητα. Τα παιδιά των φαναριών δεν ζητιανεύουν επειδή πεινούν, αλλά επειδή αποτελούν ένα αποτελεσματικό σημείο επαφής ενός διεφθαρμένου επιχειρηματικού κυκλώματος με το καταναλωτικό του κοινό, δηλαδή, με εμάς.

Υπάρχουν διάφορα στοιχεία που βεβαιώνουν ότι η επαιτεία των παιδιών είναι οργανωμένη επιχείρηση. Πρώτον, έχουν συγκεκριμένα στέκια-φανάρια, στα οποία εναλλάσσονται. Δεύτερον, ζητούν το ίδιο ποσόν χρηματικής βοήθειας, ένα «πενηντάρι». Τρίτον, όσα δεν ζητούν βοήθεια προφορικά, κρατούν ταμπελίτσες γραμμένες με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα, κτλ. Η επιχείρηση πρέπει να είναι εξαιρετικά προσοδοφόρος, αν κρίνει κανείς από την απότομη αύξηση της επαιτείας, τα τελευταία χρόνια, πράγμα που δείχνει ταυτόχρονα ότι οι κάτοικοι της Αθήνας και των προαστίων είναι άνθρωποι του Θεού και πολύ ελεήμονες.

Η δομή των επιχειρήσεων επαιτείας παρουσιάζει ποικιλία και ενδιαφέρον. Αλλες είναι οικογενειακές επιχειρήσεις στενού κύκλου, δηλαδή γονείς και παιδιά. Αλλες οικογενειακές επιχειρήσεις, ευρύτερου κύκλου, δηλαδή συγγενικές οικογένειες με συμμετοχή γονέων, παιδιών, εξαδέλφων κ.ο.κ. Το ένα παιδί ζητιανεύει, π.χ. γωνία Πατησίων και Κοδριγκτώνος και το εξαδελφάκι του, στην Πλατεία Βικτωρίας. Οπως έχει φανεί από τα αστυνομικά δελτία, υπάρχουν και επιχειρήσεις με ευρύτατα κυκλώματα εκμετάλλευσης μικρών παιδιών, με τεράστια κέρδη και εγκληματική δραστηριότητα και σε άλλους «κλάδους».

Οι παραπάνω αναφορές έχουν σκοπό να πείσουν τον αναγνώστη ότι τα επιχειρήματα των δύο αντίθετων απόψεων που προανέφερα είναι άσχετα με την σημερινή πραγματικότητα. Οποιος δίνει «βοήθεια» στους ζητιάνους και στα ζητιανάκια γίνεται, χωρίς να το θέλει και χωρίς να το ξέρει, συνεργός σε μια εγκληματική δραστηριότητα, ενώ φυσικά οι προθέσεις του είναι εντελώς διαφορετικές.

Ο κ. Θ. Π. Λιανός είναι καθηγητής της Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.



Θα πρέπει να είστε συνδεδεμένος για να υποβάλλετε σχόλιο.

Αφήστε μια απάντηση