ΓΙΑΝΝΗΣ ΔΑΛΛΑΣ, { Σαν ιπποπόταμος)

ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΕΙ είναι από τη συλλογή Ανατομία (1971). Εδώ ο ποιητής αναφέρεται στην κατάλυση της δημοκρατίας από το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου 1967.

Καιρός να παραδώσω την κατάθεσή μου:

Όπως όταν ακούγεται από μακριά βροντή ή πυροβολισμός εφόδου

Και διαλύεται η παρέλαση σαν φίδι με φολιδωτήν ουρά στο ρίγος του

μεσημεριού

΄Αδειασε τότε η πολιτεία κι έμεινε η κεντρική πλατεία με τα δέντρα

της δεκατισμένα

Με τις σημαίες πατημένες τις κραυγές της στον αγέρα ασπρόρουχα

του πανικού

Κι έγινε η νύχτα ποταμός απ΄όπου στης αυγής τα ξέφτια αναδυόμενα

Τα τανκς με βήματα βαριά τεντώνοντας την προβοσκίδα τους

Σαν ιπποπόταμος της λεωφόρου.

Τ. Γκρίτση Μιλλιέξ: Μια ιστορία της Αντίστασης 

 Χρονικό
??????????????????????????????

Κόντευε μεσημέρι. Ένας ήλιος ανοιξιάτικος, χαρούμενος, έσπαζε πάνω στις πιπεριές κι οι νερατζιές ξετρελαμένες μαζί με τους δεμένους τους καρπούς σκορπούσανε μιαν έντονη μυρωδιά από τα δίφορα νερατζάκια που μας γαργαλούσανε και δίνανε στην περπατησιά μας έναν αέρα ξέγνοιαστο, προσκόπων που πάνε εκδρομή και όχι σκλάβων που πάνε να καταλύσουν τα δεσμά τους. Απ? όλους τους περιφερειακούς δρόμους της Αθήνας ξεμπουκάρανε κατά εκατοντάδες άνθρωποι και ξεχύνονταν προς το κέντρο. Από την Ομόνοια ακούγονταν τα πρώτα λόγια του Ύμνου και στο Σύνταγμα ηχούσε του ?σπαθιού την τρομερή?. Μερμήγκιαζαν οι δρόμοι, θορυβούσε η καρδιά μας, θαρρούσαμε όλη τη γη στα χέρια μας την ώρα εκείνη. Όλα αυτά σε λίγα λεπτά, κι άξαφνα.
– ΄Ερχονται, κατεβαίνουν με τανκς, προφυλαχτείτε!
Τα χέρια γρήγορα πασπατεύουν την τσάντα, πετάγονται οι πρώτες προκηρύξεις, γιομίζουν τα κεφάλια μας, τα πεζοδρόμια, άσπρα φύλλα χαρτιού, ο ενθουσιασμός ακόμα μας σπρώχνει προς το κέντρο.
Μια, δυο, τρεις ριπές πολυβόλου. Το κύμα σταματάει, αναδεύεται, γίνεται ένα δευτερόλεφτο σιωπής, κι ακούγεται καθαρό, βαθύ το μουγκανητό των σιδερένιων μηχανών που κατεβαίνουν. Μια μπρος, μια πίσω, το πλήθος πυκνώνει, αυτοί που είναι στο δρόμο σπρώχνουν για ν? ανεβούν στα πεζοδρόμια, εκείνοι που είναι στις γωνιές υποχωρούν προς τα στενά, η στιγμή είναι κρίσιμη, δεν πρέπει να οπισθοχωρήσουμε. Τα τανκς προχωρούν, φαίνονται αποφασισμένα να μη βρουν εμπόδια. Η διαταγή έρχεται ανώνυμη.
?Προχωρήστε!?. Δεν κινείται κανείς. ?Προχωρήστε!?. Οι δρόμοι κενώνονται, τα πεζοδρόμια πήζουν, πήζουνε και στα στήθη οι φωνές. Τα τανκς προχωρούν, όρθιοι με κάσκες, με πολυβόλα τεταμένα προς όλες τις κατευθύνσεις οι στρατιώτες του Γ΄ Ράιχ, θαρρείς, παρελαύνουν.
Από μακριά τα πρώτα λόγια του Ύμνου, από μακριά κι οι πυροβολισμοί. Αρχίζει ν? αραιώνει κι ο κόσμος στα πεζοδρόμια, τον καταπίνουν οι εσωτερικοί δρόμοι.
– Μη φεύγετε, σταματήστε τους, ζήτω το Έθνος.
Πάντα ανώνυμη η κραυγή.
Κι άξαφνα, εκεί Ομήρου κι Ακαδημίας, καθώς σαν τεράστιες χελώνες κατεβαίνουν οι μηχανές, ένα τρελό κοριτσίστικο κεφάλι με ανεμισμένα στον ήλιο τα μαλλιά, βγάζει το μαύρο της γοβάκι, το σφεντονίζει πάνω στην κάσκα του οδηγού και φωνάζει:
– Ακολουθήστε όσοι έχετε καρδιά!

??????????????????????????????

Ποιες ομοιότητες και ποιες διαφορές μπορείτε να εντοπίσετε στο ύφος και το περιεχόμενο του ποιήματος του Γιάννη Δάλλα και του  κειμένου (Μια ιστορία της Αντίστασης);



Θα πρέπει να είστε συνδεδεμένος για να υποβάλλετε σχόλιο.

Αφήστε μια απάντηση