>

της Αγγελικής ΚΩΣΤΑΒΑΡΑ*

“Να κατορθώσει να θυμηθεί -γιατί είναι αφάνταστα επώδυνο- την ιστορία του προσώπου της, ως Μάσκα της Γραφής”. Με αυτά τα σημαίνοντα λόγια σχολίαζε η Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ την |Κάδμω| της Μέλπως Αξιώτη, στο σχετικό αφιέρωμα του περιοδικού |Διαβάζω| (τεύχος 311/12.5.93).
Και είναι πράγματι επώδυνο να θέλει να γράψει κανείς για την απούσα πλέον από τη ζωή Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ, όπως εκείνη θα ήθελε να τη θυμόμαστε, ως “Μάσκα της Γραφής”. Γιατί μέσα στη γραφή της η Τατιάνα έβαζε όλη τη δημιουργικότητα και τη θερμότητα της ψυχής της, επιθυμώντας όσο τίποτε άλλο την επικοινωνία με τον αναγνώστη. Και δεν είναι ώρα να αναφερθεί κανείς διεξοδικά, για το πόσο η Τατιάνα Μιλλιέξ, αφότου αρρώστησε, κρατήθηκε από τα μέσα ενημέρωσης και τα λογοτεχνικά περιοδικά, σε μια ζώνη απόλυτης σιωπής.
Η Τατιάνα, ως συγγραφέας, είχε το σπάνιο προσόν να μην επαναλαμβάνεται, αλλά να επαναξιολογεί τη θέση και τη σχέση της με τον κόσμο, προωθώντας την επιθυμία για μεταμόρφωση που προσφέρει η τέχνη και ταυτόχρονα τη λαχτάρα για κάθοδο στον πυρήνα της ύπαρξης. Πολύ περισσότερο που είχε ασχοληθεί σχεδόν με όλα τα είδη του λόγου: μυθιστόρημα, διήγημα, κριτική, βιογραφία, χρονικό, ταξιδιωτικό, μετάφραση. 
Ο προσεκτικός αναγνώστης εύκολα θα μπορούσε να εντοπίσει τις ανθρωποκεντρικές εμμονές, τα ανοιχτά τραύματα της κατοχής, του εμφυλίου και της δικτατορίας, με τα οδυνηρά συλλογικά, πολιτικά και ατομικά βιώματα. Και οπωσδήποτε την αυθεντική εκείνη αγάπη της για τον λαϊκό άνθρωπο και τον λαϊκό πολιτισμό. Όλα αυτά είναι μοτίβα που έρχονται και επανέρχονται στα βιβλία της, προσδίδοντας το πολύτιμο στοιχείο της λογοτεχνικότητας. Και εδώ θα πρέπει να εντοπισθεί και να αξιολογηθεί, από την άποψη της ποιότητας, η σχέση βιώματος και γραφής. Γιατί μπορεί η ηρωίδα πολλών βιβλίων της να λέγεται Τίνα, Τιτίκα ή Τατιώ – υποκοριστικά της Τατιάνας, ώστε να δίνεται η εντύπωση ότι η συγγραφέας αυτοβιογραφείται, όμως στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μια τεχνική αισθητικής υποβολής του αναγνώστη. Αφού η Τατιάνα Γκρίτση – Μιλλιέξ, με την έντονη μυθοπλαστική ικανότητα που τη διακρίνει, ανακατασκευάζει την πραγματικότητα, αναδιατάσσοντας ριζικά τα στοιχεία της. Έτσι οι ήρωες και κυρίως οι ηρωίδες της αναμοχλεύουν ένα δυσπρόσιτο βυθό, διερευνώντας σκοτεινές πλευρές της ανθρώπινης κατάστασης, πολύ πέραν των αυτοβιογραφικών στοιχείων.
Ακόμη όμως κι αν υπάρχει κάποια βιωματική πληροφόρηση, έχει υποστεί τέτοιες αλλοιώσεις, αποκτώντας αφηγηματική και ευρύτερα κοινωνική σημαντικότητα.
Ένα άλλο στοιχείο που εκφράζει την πλουσιότητα του έργου της Μιλλιέξ, είναι ο τρόπος που αδιάκοπα συν-λειτουργούν και οι άλλες τέχνες στη γραφή της: το θέατρο, η ποίηση, η μουσική, η ζωγραφική, η γλυπτική, με συνεχείς αναφορές, απαρτίζουν έναν σημασιολογικό τάπητα ζωτικής εμβέλειας, αποτελώντας τον σκηνικό, οπτικό, ακουστικό χώρο, μέσα στον οποίο υποστασιώνονται οι ήρωές της. Έτσι, το ατομικό, το κοινωνικό και το ιστορικό βίωμα, πολιορκούνται αδιάκοπα από τη συναλληλία των τεχνών, σε έναν υψηλής μορφής αισθητικό διάλογο.
Ακόμη παρατηρεί κανείς πως οι ήρωες της Μιλλιέξ δοκιμάζονται σε ακραίες πράξεις, καθώς αναδύεται η αγωνία και η επιμονή της να διερευνά συνεχώς τις κοινωνικές και τις εσώτερες ψυχικές καταστάσεις, ώσπου να διανοιχτεί η οδός προς την κάθαρση, περνώντας από τον δημιουργό στον ήρωα και τον αναγνώστη. Η τέχνη άλλωστε είναι ιδανικός χώρος για να αναπτυχθεί αυτή η μεταβίβαση από το ένα πρόσωπο στο άλλο, από το πραγματικό στο πλασματικό, από το παρελθόν στο παρόν, από το βίωμα στη γραφή, αρκεί να αλληλοσυμπληρωθούν τα κενά ανάμεσά τους. Η Τατιάνα Μιλλιέξ το διατυπώνει έξοχα: “Το μελίσσι που μεταφέρω για να γεμίσω τα κενά, βουίζει, μπαινοβγαίνει από τις τρύπες, χλευάζει τη μάταιη προσπάθεια”. Επειδή εκείνο που διακυβεύεται μέσω της γραφής της είναι το δυσαναπλήρωτο κενό, ανάμεσα στην ομορφιά, στον αγώνα και στην αποτυχία της ζωής. Αν και πρέπει να τονιστεί ότι η Μιλλιέξ δεν επηρεάζεται στις απόψεις της από θεωρίες, παρότι μαθήτευσε σε συγγραφείς επιρρεπείς σε αυτές, όπως ο Προυστ. Έχει όμως διαύγεια ιδεών και επίγνωση ότι στο παιχνίδι που επιχειρείται εντεύθεν και εκείθεν της γραφής της είναι εξίσου παγιδευμένοι ο δημιουργός και ο αναγνώστης: Ο δημιουργός, αντιμετωπίζοντας απεγνωσμένα την αντίσταση της γλώσσας, υποσκάπτοντας τον χρόνο, για να φωτίσει και να υποδεχθεί το φορτίο της ψυχής. Και ο αναγνώστης ενδίδοντας επίμονα στο παιχνίδι της πλασματικότητας της τέχνης.
Στο έργο της Τατιάνας Μιλλιέξ η λογοτεχνική γλώσσα, άλλοτε αποσπασματική ή στέρεη, άλλοτε παραληρηματική και ανυπότακτη, δεν ευστοχεί μόνο χάρη στη γοητευτική ροή της, αλλά κυρίως αποκαλύπτει στον αναγνώστη τις ζωντανές συσπάσεις του προσώπου των ηρώων της, αποτυπωμένες ανεξίτηλα στη “Μάσκα της Γραφής”, μέσω της οποίας και θα επιβιώσει στον χρόνο.
ΠΗΓΗ: ΠΟΙΕΙΝ



Θα πρέπει να είστε συνδεδεμένος για να υποβάλλετε σχόλιο.

Αφήστε μια απάντηση