Τον αποκαλούσαν, φιλόλογοι και φιλολογίζοντες με το άγχος να κατατάξουν τα πάντα, «ποιητή της ήττας», χαρακτηρισμό που ο ίδιος απέρριπτε κατηγορηματικά. Όχι γιατί απέρριπτε τα ιστορικά γεγονότα και τις συνέπειές τους, που τις είχε βιώσει από πρώτο χέρι, αλλά γιατί απέρριπτε τη μεμψιμοιρία, τη μιζέρια, την αναζήτηση παρηγοριάς. «Και προπαντός μην ξεπέσεις στο αχ εμείς οι καημένοι». Ζητούσε με τη διαρκή στάση ζωής του τη συνέχεια, την επόμενη μέρα, τη δικαίωση πράξεων και ιδεών. «Όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα / έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω / πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες».
Γι’ αυτό άλλωστε κι ο Μανόλης Αναγνωστάκης έγραψε κι έζησε ως αριστερός ποιητής κι όχι ως Ποιητής της Αριστεράς. Γιατί είχε πάρει τις αποστάσεις του, με μάτι κριτικό, από τα κεφαλαία γράμματα, από τους επίσημους τίτλους και τα λιβανίσματα. Έμενε πάντοτε ενεργός στην αντιδογματική πλευρά της αριστεράς, υπερασπίζοντας την ελεύθερη σκέψη, το κριτικό πνεύμα, την αμφισβήτηση και την αμφιβολία που υποσκάπτει τις βεβαιότητες και ανοίγει, ακόμα και μέσα από την οδύνη, δρόμους για το μέλλον. Εκείνο που δεν μπορούσε ήταν η αυτάρεσκη αριστερά, που έπρεπε σώνει και καλά, να είναι πάντα θριαμβεύουσα, και να ακκίζεται κοιτώντας το πρόσωπό της στον καθρέφτη. Πάντα με τρυφερότητα, αλλά και ευθυκρισία «και πώς να τον βρίσεις κάθαρμα, όταν έχει κάτσει είκοσι χρόνια φυλακή».
Έτσι ποτέ δεν έγινε ο Μανόλης Αναγνωστάκης από εκείνους τους δημιουργούς, που δοξάζονται σε τελετές θριάμβου σε στάδια και διαδηλώσεις. Γιατί ποτέ δεν το θέλησε, κι απέφυγε με σταθερότητα να το επιδιώξει. Μπόρεσε όμως να επικοινωνήσει με το κριτικό πνεύμα, την ανήσυχη οπτική αλλά και την ευαισθησία, ολόκληρων γενιών που ξενύχτησαν διαβάζοντας τους στίχους του, εκεί που, όπως έλεγε κι ο ίδιος, προσπαθούσε «να συμπυκνώσει το νόημα των πραγμάτων».
Αγαπώντας αδιαπραγμάτευτα τους νέους, έχοντας εμπιστοσύνη στη συνέχεια των πραγμάτων, αρθρογραφούσε στην αρχή της δεκαετίας του 1980 στο περιοδικό του Ρήγα Φεραίου, το «Θούριο», στη στήλη «Ο θείος Λένον που σε όλα απαντά», διαπραγματευόμενος πολιτική και πολιτισμό, πάντα με χιούμορ και παιχνιδιάρικη διάθεση. « από τα Καλάβρυτα ήταν ένα κορίτσι που μου είπε κάποτε ‘για σένα ζω, για το Ρήγα πεθαίνω’, αλλά δεν μου διευκρίνισε ποιον εννοούσε, έναν ξάδερφό μου ή την οργάνωση;».
Πιστός σε μια εικονοκλαστική στάση απέναντι ακόμα και στην ίδια του την τέχνη, τάραζε στα μέσα της δεκαετίας του 80 την ορθοδοξία των κομμάτων και το φιλολογικό κατεστημένο, όταν έφερε στο φως τα ποιήματα του alter ego του, τού ποιητή Μανούσου Φάσση με στίχους όπως «αντίκρισα μια ρήγισσα / κι από τον πόθο ρίγησα» ή «να γίνουμε ένα εγώ κι εσύ / δόγμα και ανανέωση». Γιατί απεχθανόταν τη σοβαροφάνεια και την τήβεννο του αποστειρωμένου πνευματικού ανθρώπου, ή του ξερόλα που έχει άποψη και βεβαιότητες για τα πάντα, λέγοντας «βαριά λέξη το «πιστεύω», προτιμώ το ‘νομίζω’ ή το υποπτεύομαι’».
Μέσα στο βραχύ έργο του, που ο ίδιος αναγνώριζε τη συντομία του, μπόρεσε να εκφράσει και να μεταφέρει, με επιμονή και διεισδυτικότητα όχι μόνο την κιβωτό της μνήμης, αλλά κυρίως μια βαθύτερη ηθική στάση και μιαν αγωνία αναζήτησης, χαμηλόφωνης αλλά το ίδιο σπαραχτικής, για να πάρουμε θέση στα πράγματα. «Καλά φάγαμε καλά ήπιαμε / καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ/ μικροζημιές και μικροκέρδη συμβιβάζοντας / το θέμα είναι τώρα τι λες.».
Έπειτα, ο ποιητής επέλεξε για 20 χρόνια τη σιωπή. Και το έκανε σεμνά και χαμηλόφωνα, λέγοντας ότι αισθανόταν «φίλαθλος στην κερκίδα και όχι αθλητής στο στίβο». Λέγοντας ότι «και η σιωπή είναι μια έκφραση, μια πράξη…». Άλλωστε η σιωπή, αυτή η εύγλωττη σιωπή ήταν και ένα αίτημα που είχε τεθεί από τον ίδιο χρόνια πριν: «Τεντώσου / απορρίπτοντας την πανοπλία των λόγων».
Σήμερα, σε μια εποχή που αποθεώνει την ανέξοδη μεγαλοστομία και τη φλυαρία, όπως είχε διαγνώσει ο ποιητής («μέσα σ’ ένα στίχο πόση φλυαρία / γιατί να μιλήσω;»), μπορεί να έχει ιδιαίτερο νόημα, να βρούμε ξανά την ουσιώδη σχέση με τα πράγματα, με τη ζωή, την ιστορία και τον κόσμο, που υπόγεια ρέει στην ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη. Αποδεχόμενοι ίσως ότι «η ποίηση δεν είναι ο καλύτερος τρόπος να μιλήσουμε, αλλά ο καλύτερος τοίχος να κρύψουμε το πρόσωπό μας».
Ακόμα κι αν σε κάποιες περιπτώσεις χρειάζεται να σταθούμε «έρημοι και μόνοι στη φοβερή ερημία του πλήθους».

Τα παραθέματα είναι από τα «Ποιήματα 1941-1971», « Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης», την «Κυριακάτικη Αυγή» 26/6/2005, και την εκπομπή της ΕΡΤ «Παρασκήνιο».

Πηγή:Η Αλήθεια



Θα πρέπει να είστε συνδεδεμένος για να υποβάλλετε σχόλιο.

Αφήστε μια απάντηση