Ετυμολογία της λέξης: Χημεία

Χημεία Ετυμολογία: [<μτγν. χημεία < ίσως χυμεία < χύμα < χέω, ανεξάρτητο του ελληνοαραβικού αλχημεία]

 

Μέρος Σημασία
Φρ. (τύπος: χημεία) χρησιμοποίηση ενός συνόλου αρχών με στόχο να μειωθεί ή να εξαλειφθεί η χρήση ή η δημιουργία επικίνδυνων ουσιών στις διεργασίες σχεδιασμού, παραγωγής και εφαρμογής των χημικών προϊόντων
Φρ. (τύπος: χημεία) κλάδος της χημείας που μελετά τη σύσταση, δομή, ταξινόμηση και ονοματολογία των οργανικών ενώσεων
Φρ. (τύπος: χημεία) κλάδος της χημείας που μελετά τη σύσταση, δομή, ταξινόμηση και ονοματολογία των ανόργανων ενώσεων
Φρ. (τύπος: χημεία) κλάδος με αντικείμενό του την εφαρμογή των γνώσεων της χημείας στους επιστημονικούς τομείς που σχετίζονται με την ιατρική
Φρ. (τύπος: χημεία) κλάδος της θεωρητικής χημείας που εξηγεί τα χημικά φαινόμενα μέσω της κβαντομηχανικής
Φρ. (τύπος: χημεία) κλάδος της χημείας που ασχολείται με τις χημικές αντιδράσεις που συμβαίνουν στους ζωντανούς οργανισμούς
Φρ. (τύπος: χημεία) κλάδος της χημείας που έχει ως αντικείμενο την εφαρμογή μεθόδων ανάλυσης για τον καθορισμό της σύστασης μιας ουσίας ή ενός μείγματος
Φρ. (τύπος: χημεία) κλάδος που μελετά τις χημικές διαδικασίες και αλληλεπιδράσεις των συστατικών των τροφίμων κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας τους και ύστερα από αυτήν
Φρ. (τύπος: χημείο) κρατική υπηρεσία αρμόδια για τους όρους που πρέπει να πληρούν τα διάφορα καταναλωτικά προϊόντα, για τη διενέργεια εργαστηριακών ελέγχων για εξακρίβωση της καταλληλότητάς τους και για την επιθεώρηση των χώρων παρασκευής και διάθεσής τους