Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 19ο ΚΑΙ 20ο ΑΙΩΝΑ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΉ ΕΩΣ ΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ.
ΕΙΣΑΓΩΓΗ – Η ΜΟΥΣΙΚΗ ΩΣ ΤΕΧΝΗ
Ξεκινάμε αυτήν την ερευνητική εργασία ανιχνεύοντας αρχικά τους εαυτούς μας και την σκέψη μας σχετικά με τη μουσική. Τα μέλη της ομάδας μας διατύπωσαν τις απόψεις τους αναφορικά με το τι είναι και τι σημαίνει η μουσική για τον καθένα ή καθεμία από εμάς.
«Η μουσική είναι ένα είδος τέχνης, ανήκει στις Καλές Τέχνες. Είναι ένα ταξίδι… ένα όνειρο… Είναι οι αναμνήσεις που έχει ο καθένας και ένας τρόπος έκφρασης της διαφορετικότητας και της προσωπικότητας μας. Ακόμα αποτελεί εξωτερίκευση συναισθημάτων, μάς καθιστά κοινωνούς ιδεολογίας, αντλώντας στοιχεία της καθημερινότητας, ενώ συγχρόνως μπορεί να λειτουργήσει και σαν όχημα διαφυγής απ’ την καθημερινότητα. Ο τρόπος ζωής και τα βιώματά μας καθορίζουν απόλυτα τη σχέση μας με τη μουσική.»
Επειδή λοιπόν η μουσική είναι μία από τις καλές τέχνες, τα μέλη της ομάδας εξέφρασαν την άποψή τους για το τι είναι η ίδια η τέχνη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον είχαν οι απόψεις μας, καθώς ερευνώντας στο διαδίκτυο και σε διάφορα έντυπα, αποτυπώσαμε την έννοια της τέχνης.
Τέχνη είναι ένα αναπόσπαστο κομμάτι του πολιτισμού μας, ένας τρόπος αναγνώρισης της ιστορίας και ανίχνευσης του εαυτού μας. Δημιουργεί συναισθήματα και εκπληρώνει την ανάγκη για δημιουργία και ικανοποίηση των κρυφών επιθυμιών ενός ατόμου. Επίσης προσφέρει ανάταση και αγωγή ψυχής (ψυχαγωγία). Εξυπηρετεί, τελικά, την πανάρχαια ανάγκη του ανθρώπου για το «ωραίο».
Τέχνη είναι:
Πολιτισμός
Αναγνώριση της Ιστορίας
Ανίχνευση του εαυτού μας
Δημιουργία και έκφραση συναισθημάτων
Ανάγκη για δημιουργικότητα
Ανάγκη για ικανοποίηση κρυφών μας επιθυμιών
Ανάγκη για ψυχαγωγία
Ανάγκη του ανθρώπου για το ωραίο
Επιπλέον, εξίσου σημαντικό είναι να μάθουμε τις διαφορετικές απόψεις, που έχουν εκφράσει για την τέχνη σπουδαίοι άνθρωποι των γραμμάτων και του πολιτισμού:
«Δεν υπάρχει μεγάλη τέχνη, παρά μόνο μεγάλοι καλλιτέχνες» Άγγελος Τερζάκης
«Η ζωγραφική είναι η σιωπηλή ποίηση και η ποίηση είναι η ομιλούσα ζωγραφική» Σιμωνίδης ο Κείος
«Όπου υπάρχει ο θάνατος, εκεί δεν υπάρχει καθόλου Τέχνη» «Τέχνη είναι η ζωή» Ρομέν Ρολάν
«Ποτέ η φύση δεν είναι κατώτερη από την τέχνη» Μάρκος Αυρήλιος
«Η τέχνη και η ποίηση για αντικείμενό τους έχουν τη συγκίνηση, ενώ η επιστήμη τη γνώση» Μαξ Νορυτάου
«Η τέχνη είναι μία μορφή εξέγερσης» Πάμπλο Πικάσο
Η Τέχνη κατά τον Πλάτωνα: Ο Πλάτωνας υπήρξε ο πρώτος φιλόσοφος που ασχολήθηκε με την αξία της τέχνης και ειδικότερα της ποίησης , υπερασπιζόμενος την άποψη ότι αυτή είναι άχρηστη και επικίνδυνη για την κοινωνική ζωή.
Για τον Πλάτωνα ο όρος τέχνη συνάδει με τον όρο χειροτεχνία, δηλαδή η έννοια τέχνη είναι η ικανότητα να κάνουμε κάτι που απαιτεί επιδεξιότητα, εξειδίκευση, γνώση για τον τρόπο με τον οποίο θα πραγματοποιήσουμε έναν σκοπό.
Σύμφωνα με τον Λέοντα Τολστόι, η τέχνη είναι ένα μέσον επικοινωνίας των ανθρώπων: Ο δημιουργός, μέσω αυτής, εκφράζει συνειδητά ορισμένα αισθήματα και ιδέες επιζητώντας να κάνει κοινωνούς και τους άλλους ανθρώπους και να ασκήσει πάνω τους κάποια ψυχική επιρροή.
Αντίθετα, η θεολογική άποψη για την Τέχνη μάς υπαγορεύει ότι οι ανώτερες ιδέες είναι εκείνες που εμψυχώνουν τον άνθρωπο και μπορούν να τον κάνουν να νιώσει πως είναι αδελφός με τους συνανθρώπους του και γιος του Θεού.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Δημοτική ή παραδοσιακή μουσική είναι η μουσική του λαού, δηλαδή, η μουσική που δημιουργείται από αυτόν, για να εκφράσει σε ομαδικό και ατομικό επίπεδο τον ψυχισμό των μελών του, να τονίσει την χαρά, τη λύπη και το ηθικό τους, να μετατρέψει σε ήχο το μυστήριο των τελετών του και να κρατήσει στη συλλογική μνήμη τον μύθο και την ιστορία.
Η παραδοσιακή μουσική μεταφέρεται μέσω της προφορικής παράδοσης, είναι ανώνυμη και ο χρόνος δημιουργίας των τραγουδιών της, σχετίζεται συχνά με τον παραδοσιακό πολιτισμό καθώς και με το λόγο, την πολιτισμική ταυτότητα και με το χορό.
Τα μουσικά όργανα που συνήθως συνεργάζονται για να αποδώσουν την παραδοσιακή μουσική είναι το κλαρίνο, το βιολί, το ντέφι, το λαούτο, το σαντούρι και πολλά ακόμη.
Σαντούρι
Βιολί
Λύρα
Η ελληνική παραδοσιακή μουσική δεν απαρτίζεται από ένα μόνο είδος, αλλά πολλά που χαρακτηρίζονται συνήθως από την περιοχή στην οποία ακούγονται ή από την οποία κατάγονται. Συχνά συγγενεύουν με τη μουσική των όμορων λαών. Εκτός από τις περιοχές, τα παραδοσιακά τραγούδια μπορούν να ταξινομηθούν με βάση το περιεχόμενό τους και την περίσταση στην οποία εκτελούνται.
ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Το παραδοσιακό τραγούδι ως λογοτεχνικό είδος αποτελεί το υλικό που πηγάζει από την προφορική λογοτεχνική παράδοση, αυτή που αναπτύσσεται από την ανάγκη που έχει κάθε άτομο και γενικότερα κάθε λαός να εκφράσει τον συναισθηματικό και ψυχικό του κόσμο, τα ιδανικά του, τους πόνους και τις χαρές του, ακόμα τις ιδέες του και τις σκέψεις του μέσα από την ευκολομνημόνευτη δημοτική ποίηση.
Μέσα σε αυτά τα τραγούδια αποτυπώνονται οι αγώνες του, οι ανησυχίες του για τη ζωή και το θάνατο, τα οράματά του, η θεώρησή του για την ανθρώπινη ύπαρξη και υπόσταση και εν γένει η ιστορική του παρουσία. Είναι το ξέσπασμα της ψυχής του λαού σαν συγχρονίζεται στη χαρά, στη λύπη ή σε άλλα συναισθήματα τα οποία νιώθει την ανάγκη να εκφράσει σε στιγμές ψυχικής έξαρσης. Πάνω από όλα, με το τραγούδι καλλιεργείται ο κοινός γλωσσικός κώδικας και μέσω αυτού η ιστορική μνήμη και ενισχύονται οι εσωτερικές αντιστάσεις σε κάθε προσπάθεια αλλοίωσης και αφομοίωσης αυτών.
Στην Ελλάδα το παραδοσιακό τραγούδι είναι η ποιητική και μουσική έκφραση της λαϊκής ψυχής των Ελλήνων μέσα στους αιώνες.
Ο Ελληνικός λαός έζησε στο διάβα της ιστορίας του έντονη ζωή και τα βιώματά του ήταν πλούσια. Αγωνίστηκε, υποδουλώθηκε, απελευθερώθηκε, προσπάθησε να κρατήσει ζωντανή την ιστορική του συνέχεια και την ιδιαίτερη ταυτότητά του, τα ιδεώδη και τα ιδανικά του. Χάρηκε, έκλαψε, πόνεσε όσο λίγοι λαοί πάνω στη γη. Είναι λοιπόν, το παραδοσιακό τραγούδι, το καταστάλαγμα της λαϊκής ευαισθησίας που μέσα από τον ποιητικό και μουσικό λόγο εκφράζει μεγάλα και μικρά συναισθήματα, είναι το αναπόσπαστο κομμάτι της λαϊκής μας παράδοσης που ζυμώθηκε με τη νεώτερη Ελληνική ιστορία.
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Το δημοτικό τραγούδι είναι προγενέστερη μορφή της δημοτικής ποίησης την οποία ανέπτυξαν όλοι οι λαοί κυρίως στα Βαλκάνια. Καθοριστικός παράγοντας στη διαμόρφωση του χαρακτήρα της δημοτικής ποίησης αποτελεί αναμφισβήτητα η σύνδεση της με προγενέστερα είδη. Ωστόσο αυτή η διαδικασία εκσυγχρονισμού έχει ως αποτέλεσμα τον βαθμιαίο εκτοπισμό των στοιχείων.
Οι φανταστικές επινοήσεις αλληλοσυμπλέκονται με ιστορικά ή προϊστορικά τραγούδια της προφορικής παράδοσης και τη μελωδία. Οι αναφορές σε ορισμένο τόπο, χρόνο και πρόσωπο αποτελούν το ρεαλιστικό χαρακτήρα της παράδοσης, όπως άλλωστε συμβαίνει και στο δημοτικό τραγούδι. Έτσι, τα θέματα και τα μοτίβα των δημοτικών τραγουδιών συνδέονται άμεσα με τη δημοτική ποίηση, όπου προγενέστερα δημιούργησε τα δημοτικά τραγούδια.
Τα βασικά χαρακτηρίστηκα του δημοτικού τραγουδιού είναι τα παρακάτω:
● η ανωνυμία του δημιουργού
● η απροσδιοριστία του ακριβούς τόπου προέλευσης
● η απροσδιοριστία του ακριβούς χρόνου σύνθεσης
● η λαϊκή έκφραση ακολουθώντας τοπικά ιδιώματα
● ο λαϊκός ψυχισμός
● διάφορες παραλλαγές
● η απόδοση σε τραγούδι και όχι σε ποίημα
● το ζωντανό ύφος και η ρεαλιστική περιγραφή
● το μέτρο (ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος)
Ιστορική αναδρομή :
Είναι γεγονός ότι μετά την οθωμανική κατάκτηση οι έλληνες υπόδουλοι ευρισκόμενοι ως κοινωνική ομάδα στο περιθώριο ενός αρνητικού, απέναντί τους, κράτους, του Οθωμανικού, στήριξαν την ομαδική τους λειτουργία στην παράδοσή τους. Στο πλαίσιο αυτό, ο λαογράφος Ζαμπέλιος θεωρούσε ότι τα Δημοτικά τραγούδια γεννήθηκαν μόλις χάθηκε η πολιτική ελευθερία και σκοπός τους ήταν να διαμείνουν την ανάκτησή της.
Ειδικότερα, στον ελληνικό χώρο, το δημοτικό τραγούδι, χρησιμοποιήθηκε αντισταθμιστικά ως αποδεικτική ζεύξη της ιστορικής συνέχειας του έθνους ανά τους αιώνες και ιδιαίτερα από το αποκαλούμενο ένδοξο ηρωικό παρελθόν της αρχαιότητας.
Τα δημοτικά τραγούδια στο πέρασμα του χρόνου υπέστησαν αρκετές αλλοιώσεις και σώζονται σε πολλές παραλλαγές. Πολλά παλιά δημοτικά τραγούδια που συγκεντρώθηκαν και ταξινομήθηκαν τον 19ο αιώνα έως τις αρχές του 20ο αιώνα, ακόμα και τη στιγμή της καταγραφής τους από τους Έλληνες και ξένους μελετητές και λαογράφους, είτε καταγράφηκαν σε κάποια ήδη υπάρχουσα παραλλαγή, είτε υπέστησαν παραποιήσεις και γλωσσικές αλλοιώσεις κατά την καταγραφή, αλλοιώσεις που υπαγορεύτηκαν από τις επικρατούσες απόψεις των λογίων της εποχής και τις προσωπικές γλωσσολογικές επιλογές των γραφέων.
Τέλος, όπως συνέβη, με όλα τα είδη σχεδόν του δημοτικού τραγουδιού, παραποιήθηκαν αλλά ωστόσο έμειναν αθάνατα και χαραγμένα στις μνήμες όλων, δίνοντας βαρυσήμαντα μηνύματα, αλλά και δίνοντας χαρά και ρυθμό στον πολιτισμό του ελληνικού χώρου.
Στο Ελληνικό δημοτικό τραγούδι, σε όλα σχεδόν τα είδη του (παραλογές, της αγάπης, εργατικά, λατρευτικά, ακριτικά, κλέφτικα, ιστορικά, τραπεζίτικα, μαντινάδες, παιδικά, μοιρολόγια και πολλά ακόμη), κυριαρχεί αυθεντική απλότητα και χάρη, όπως και ένας απαράμιλλος λυρισμός. Σήμερα είναι πλέον ευρέως αποδεκτό ότι αποτελεί τον πρώτο μεγάλο σταθμό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας και ένα σημαντικό μνημείο του νεοελληνικού λυρισμού.
Παράλληλα, σημαντική είναι και η ιστορική και η τεχνική του αξία από πλευράς μουσικής και ρυθμού. Οι ξένοι και οι Έλληνες ειδικοί εντυπωσιάζονται στη διαπίστωση της πλούσιας μουσικής βάσης, της ποιητικής φαντασίας και της ρυθμικής ποικιλίας που χαρακτηρίζουν τα δημοτικά μας τραγούδια. Ο πλούτος των ιδιωματισμών, η εύκολη εναλλαγή ρυθμών στο ίδιο τραγούδι, η αφθονία των επωδών, ο πλούτος και η ιδιομορφία των χρησιμοποιούμενων κλιμάκων, η χρήση ρυθμών άγνωστων στην ευρωπαϊκή μουσική, η αποκοπή και η επανάληψη συλλαβών του κειμένου, η χαλαρή εξάρτηση των φθογγικών συμπλεγμάτων κατά την ερμηνεία από εκείνα της αρχικής μουσικής βάσης, ο στενός τύπος της φωνής και του ήχου , συνθέτουν ένα τέτοιο πολύπτυχο ιδιαιτεροτήτων, που καθιστούν το δημοτικό μας τραγούδι μοναδικό στο είδος του σε παγκόσμια κλίμακα.
Για τον απλό λαό που τραγουδά και βιώνει το δημοτικό τραγούδι, η αξία του είναι πρώτιστα αισθητική ( από ποιητική και μουσική άποψη ). Δεν πρέπει όμως να παραγνωρίζεται και η γλωσσική, ιστορική και λαογραφική αξία, που αποτελούν άλλωστε, μαζί με την αισθητική, κριτήρια για τη συστηματική του μελέτη.
Ιδιαίτερη άνθηση και διάδοση γνώρισε το δημοτικό τραγούδι στις αγροτικές, ορεινές και απομονωμένες περιοχές της Ελλάδας.Ήταν λοιπόν φυσικό να ριζώσει βαθιά στην Πελοπόννησο και στην Αρκαδία, όπου ως τις μέρες μας γνωρίζει πλατεία απήχηση, αν και δυστυχώς τα τελευταία χρόνια έχει υποστεί αρκετές αλλοιώσεις από πλευράς ερμηνείας. Τα δημοτικά τραγούδια του Μοριά (μοραΐτικα) αποτελούν ένα ξεχωριστώ και σημαντικό είδος δημοτικού τραγουδιού. Παρ’ όλες τις διαφοροποιήσεις και αλλοιώσεις, διακρίνονται για το ύφος τους (πάθος, ένταση, έξαρση, τραχύτητα) τη γλώσσα (ντοπιολαλιά), τον ιδιαίτερο τρόπο και χρώμα στην απόδοση, τις συνήθως ψηλές μουσικές τους κλίμακες και τα μουσικά όργανα.
Τα δημοτικά τραγούδια στο πέρασμα του χρόνου υπέστησαν αρκετές αλλοιώσεις και σώζονται σε πολλές παραλλαγές. Πολλά παλιά δημοτικά τραγούδια που συγκεντρώθηκαν και ταξινομήθηκαν τον 19ο αιώνα έως τις αρχές του 20ου, ακόμα και τη στιγμή της καταγραφής τους από τους Έλληνες και ξένους μελετητές και λαογράφους, είτε καταγράφτηκαν σε κάποια ήδη υπάρχουσα παραλλαγή, είτε υπέστησαν παραποιήσεις και γλωσσικές αλλοιώσεις κατά την καταγραφή, αλλοιώσεις που υπαγορεύτηκαν από τις επικρατούσες απόψεις των λογίων της εποχής και τις προσωπικές γλωσσολογικές επιλογές των καταγραφέων.
Επιπλέον, είναι διαπιστωμένο ότι τα ακόμη «νωπά» δημοφιλή κλέφτικα και ιστορικά τραγούδια της επανάστασης, περιβεβλημένα με τους θρύλους και τα κατορθώματα της κλεφτουριάς και του αγώνα, υπέστησαν με τη διάδοσή τους τα αμέσως μετέπειτα χρόνια πολλές τροποποιήσεις και παραλλαγές στο στόμα του λαού. Και αυτό συνεχίστηκε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, εποχή που σύμφωνα με τους μελετητές αποτελεί ορόσημο για τον κύκλο του αυθεντικού δημοτικού τραγουδιού. Φαίνεται πως το ποιητικό περιεχόμενο μετουσιώνεται σε ιδεολόγημα, καθώς προσαρτώνται στην ιστορική διαδρομή ένδοξα κατορθώματα. Σε αυτά οι αρματολοί δεν έχουν θέση, ενώ οι κλέφτες έγιναν «πολέμιοι των Μουσουλμάνων και προστάτες των Χριστιανών». Ταυτόχρονα αποσιωπήθηκε και η αλληλεπίδραση της ελληνικής και της τουρκικής μουσικής.
Το δημοτικό τραγούδι εκφράζεται με ποιητική και μουσική αρτιότητα ανώνυμης διεργασίας, προφορικής λαϊκής παράδοσης και αυτοσχεδιαστικής αρχής.
ΕΙΔΗ ΤΟΥ ΔΗΜΟΤΙΚΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ
Το ελληνικό δημοτικό τραγούδι διακρίνεται
στις ακόλουθες κατηγορίες:
Ακριτικό (π.χ. Ο Θάνατος του Διγενή), Κλέφτικο, Ιστορικό, Θρησκευτικό, Παραλογή (π.χ. το Γιοφύρι της Άρτας), Νανούρισμα, Ταχτάρισμα, Λάχνισμα (μικρό, παιδικό τραγουδάκι), Ερωτικό, Γαμήλιο, Ξενιτιάς, Γιορταστικό, Μοιρολόγι, Γνωμικό, Σατιρικό.
ΚΛΕΦΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Τα κλέφτικα τραγούδια ως διακριτό είδος των επικών δημοτικών τραγουδιών πήρε το όνομά του από το περιεχόμενο των στίχων του. Όσον αφορά στον Ελλαδικό χώρο, τα κλέφτικα τραγούδια είναι δημιουργήματα της περιόδου της Τουρκοκρατίας μετά τον 16ο αιώνα. Στους στίχους εγκωμιάζεται η ζωή, τα κατορθώματα, η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατος. Σε όλα σχεδόν απαντάται ο ζωντανός διάλογος μεταξύ προσώπων, ενώ, μερικές φορές όταν δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο, ο δημιουργός εισάγει μία συμβατική εικόνα, ένα πουλί με ανθρώπινη λαλιά, μία κόρη, προκειμένου να παραχθεί ο διάλογος.
Η προστασία ενός αριθμού γειτονικών κοινοτήτων παραχωρούνταν από τις Οθωμανικές αρχές σε μία ομάδα τοπικών ενόπλων, των αρματολών. Αυτοί επιφορτίζονταν με το έργο της αντιμετώπισης των κλεφτών, που με την παράνομη ένοπλη δράση τους (λεηλασίες, καταστροφές σοδειάς, ζωοκλοπές και τα λοιπά) έθεταν σε κίνδυνο την περιουσία των κατοίκων. Επίσης οι κλέφτες και οι αρματολοί αποτελούσαν τις σημαντικότερες ομάδες που έφεραν οπλισμό και ικανή στρατιωτική προπαίδευση, ώστε να επωμιστούν το βάρος της επανάστασης κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Στα κλέφτικα τραγούδια αποτυπώνονται στιγμές από τη δράση των ομάδων αυτών. Επιπλέον, σε αυτό εκβάλλουν συστήματα αξιών, στάση ζωής και πολιτισμικές πρακτικές που αναπτύσσονται ιδιαίτερα στον αγροτικό χώρο και στους ορεσίβιους.
Η ονομασία κλέφτικα χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και για τους αρματολούς. Πρόκειται κυρίως για ένοπλες αντιπαραθέσεις κλέφτικων ομάδων με ομάδες αρματολών, αλλά και για στιγμιότυπα από τη ζωή τους γενικότερα. Οι ένοπλες ομάδες ανυψώθηκαν σε εθνικούς ήρωες για τη διαρκή αντίστασή τους ενάντια στους Οθωμανούς.
Συνεπώς, οι λαογραφικές αναλύσεις για το κλέφτικο τραγούδι και την εξέχουσα θέση του στο οικοδόμημα της Ελληνικής λαογραφίας, δεν αντλούν τεκμήρια ούτε από την ανάλυση κειμένων, ούτε από άλλες συναφείς ιστορικές μαρτυρίες. Οι δεσπόζουσες αντιθέσεις που αναπτύσσονται στους διαλόγους των κλέφτικων τραγουδιών είναι μεταξύ πλούσιων και φτωχών, κυρίων κατά δούλων, γαιοκτημόνων κατά μικροκαλλιεργητών, αρχόντων κατά ραγιάδων, δηλαδή της κοινότητας κατά του ατόμου. Από τη μελέτη της ιστορικοκοινωνικής πραγματικότητας του 18ου αιώνα, στις γεωγραφικές περιοχές του κλέφτικου τραγουδιού προκύπτει ότι προβάλλονται δύο διαφορετικά πολιτισμικά πρότυπα εν είδει πολιτισμικού δυισμού. Στις παρυφές αυτού του κυρίαρχου λόγου αναπτύσσεται μία μορφή κοινωνικής αντίδρασης όχι μόνο στον Ελλαδικό, αλλά γενικότερα στο βαλκανικό χώρο, από τους κλέφτες και τις ορεινές ομαδικές και αγροτικές κοινότητες που στήριξαν την ύπαρξή τους. Επιπλέον, μπορεί να αναφέρονται σε συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα και επώνυμους κλέφτες.
Ο κλέφτης αποτελεί αιτιολογημένο σύμβολο της ατομικής αντιπαράθεσης με τους φορείς της εξουσίας. Το ιδεολογικό του μήνυμα είχε μία διαταξική πρόσληψη και λειτουργία. Τέλος, μεταφέρθηκε κωδικοποιημένο στα μπαϊράκια των επαναστατικών σωμάτων, ως απόλυτο αίτημα ελευθερίας.
Δημήτριος Μακρής (Αρματολός του 19ου αι.)
Αρματολός. Υδατογραφία του Carl Haag.
Μουσείο Μπενάκη, Αθήνα
Γεώργιος Καραϊσκάκης
Λιθογραφία του Karl Krazeisen (1831)
Το στρατόπεδο του Γεωργίου Καραϊσκάκη
του Θεοδώρου Βρυζάκη (1855)
Αθανάσιος Διάκος Πίνακας του Διονυσίου Τσόκου. (1861)
Εθνικό Ιστορικό Μουσείο Αθηνών
Ευγένιος Ντελακρουά: Η Σφαγή της Χίου (1824)
Μουσείο Λούβρου- Παρίσι
Μανιάτης αρματολός τοποθετεί την Ελληνική Σημαία
σε κατεχόμενη από τους Τούρκους επικράτεια.
(Αγνώστου ζωγράφου)
Το Δημοτικό και ειδικότερα το κλέφτικο τραγούδι, μάς έχουν κληροδοτήσει μερικά αριστουργηματικά δημιουργήματα, τα οποία εκφράζουν τα ιδεώδη και τις αξίες των υπόδουλων Ελλήνων και την σθεναρή αντίστασή τους κατά του Οθωμανού κατακτητή. Η δύναμη ψυχής και η αυτοθυσία είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά αυτών των δημωδών ασμάτων. Ας παραθέσουμε κάποια από αυτά, τα οποία, ακόμα και σήμερα, μάς συγκινούν και μάς δημιουργούν συναισθήματα θαυμασμού, περηφάνιας, χαράς και αισιοδοξίας για ένα καλύτερο μέλλον:
Κλέφτικη Ζωή
Μαύρη μωρέ πικρή ειν’ η ζωή που κάνουμε (2)Εμείς οι μαύροι κλέφτες, εμείς οι μαύροι κλέφτες (2) Ολη μωρέ, όλη μερούλα πόλεμο (2) όλη μερούλα πόλεμο το βράδι καραούλι (2) με φό- μωρέ με φόβο τρώμε το ψωμί(2) Με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο περπατάμε (2) Ποτέ μωρέ, ποτέ μας δεν αλλάζουμε (2) ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε.
Σαράντα παλληκάρια
Σαράντα παλληκάρια από την Λιβαδιά Καλά κι’ αρματωμένα πάνε για τον Μοριά. Στον δρόμο που πηγαίνουν και στη δημοσιά απάντησαν ένα γέρο, γεροντόκλεφτα. Πού πάτε παλληκάρια, λεβέντικα παιδιά; Πάμε να πολεμήσουμε στην Τριπολιτσά. Αχ, δεν μπορώ παιδιά μου, να ‘ρχόμουνα κι΄εγώ Σας δίνω τον υγιό μου τον μικρότερο. Τρέχουνε σαν ελάφια κάμπους και βουνά Και μπήκαν με τους πρώτους στην Τριπολιτσά.
Του Κίτσου η μάνα
Του Κίτσου η μάνα κάθονταν στην άκρη στο ποτάμι,
με το ποτάμι μάλωνε και το πετροβολούσε.
“Ποτάμι μ’ για λιγόστεψε, ποτάμι μ’ γύρνα πίσω,
για να περάσω αντίπερα, πέρα στα κλεφτοχώρια,
πόχουν οι κλέφτες σύναξη κι όλοι οι καπεταναίοι,
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα,
πόχουν κι ένα γλυκό κρασί οπού γλεντούν και πίνουν”.
Τον Κίτσο τον επιάσανε, πάνε να τον κρεμάσουν.
Χίλιοι τον παν από μπροστά και δυο χιλιάδες πίσω
κι ολοξοπίσω πήγαινε η μαύρη του η μανούλα.
Μοιρολογούσε κι έλεγε, μοιρολογεί και λέει:
-Κίτσο, πού είναι τ’ άρματα, τα έρημα τσαπράζια;
-Μάνα λωλή, μάνα τρελή, μάνα ξεμυαλισμένη
δεν κλαις τα μαύρα νιάτα μου και την παλικαριά μου,
μον’ κλαις τα ‘ρημα τ’ άρματα, τα έρημα τσαπράζια.
Της Δέσπως
Αχός βαρύς ακούγεται, πολλά τουφέκια πέφτουν.
Μήνα σε γάμο ρίχνονται; Μήνα σε χαροκόπι;
Ουδέ σε γάμο ρίχνονται, ουδέ σε χαροκόπι.
Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφες και μ’ αγγόνια.
Η Αρβανιτιά την πλάκωσε στου Δήμουλα τον πύργο.
Δαυλί στο χέρι άρπαξε, κόρες και νύφες κράζει.
-Σκλάβες Τουρκών μη ζήσουμε, παιδιά μου αγκαλιαστείτε!
Χίλια φουσέκια ήταν εκεί, κι αυτή φωτιά τους βάνει,
και τα φουσέκια ανάψανε κι όλες φωτιά γενήκαν.
Του Όλυμπου και του Κίσαβου
Ο Όλυμπος κι’ ο Κίσαβος, τα δυο βουνά μαλώνουν,
το ποιο να ρήξη τη βροχή, το ποιο να ρήξη χιόνι.
Ο Κίσαβος ρήχνει βροχή κι’ ο Όλυμπος το χιόνι.
Γυρίζει τότ’ ο Όλυμπος και λέγει του Κισάβου.
“Μη με μαλώνης, Κίσαβε, μπρε τουρκοπατημένε,
που σε πατάει η Κονιαριά κ’ οι Λαρσινοί αγάδες.
Εγώ ειμ’ ο γέρος Όλυμπος ‘ς τον κόσμο ξακουσμένος,
έχω σαράντα δυο κορφαίς κ’ εξήντα δυο βρυσούλαις,
κάθε κορφή και φλάμπουρο κάθε κλαδί και κλέφτης.
Κι’ όταν το παίρν’ η άνοιξη κι’ ανοίγουν τα κλαδάκια,
γεμίζουν τα βουνά κλεφτιά και τα λαγκάδια σκλάβους.
Έχω και το χρυσόν αϊτό, το χρυσοπλουμισμένο,
πάνω ‘ς την πέτρα κάθεται και με τον ήλιο λέγει:
-“Ήλιε μ’, δεν κρους ταποταχύ, μόν’ κρους το μεσημέρι,
να ζεσταθούν τα νύχια μου, τα νυχοπόδαρά μου;”.
Του Δράμαλη
Φύσα μαΐστρο δροσερέ κι’ αέρα του πελάγου
να πας τα χαιρετίσματα ‘ς του Δράμαλη τη μάννα.
Της ‘Ρούμελης οι μπέηδες, του Δράμαλη οι αγάδες
‘ς το Δερβενάκι κείτονται, ‘ς το χώμα ξαπλωμένοι.
Στρώμά χουνε τη μαύρη γης, προσκέφαλο λιθάρια
και γι’ απανωσκεπάσματα του φεγγαριού τη λάμψη.
Κ’ ένα πουλάκι πέρασε και το συχνορωτάνε.
“Πουλί, πώς πάει ο πόλεμος, το κλέφτικο ντουφέκι;
-Μπροστά πάει ο Νικηταράς, πίσω ο Κολοκοτρώνης,
και παραπίσω οι Έλληνες με τα σπαθιά ‘ς τα χέρια”.
Γράμματα πάνε κ’ έρχονται ‘ς των μπέηδων τα σπίτια.
Κλαίνε ταχούρια γι’ άλογα και τα τζαμιά για Τούρκους,
κλαίνε μαννούλαις για παιδιά, γυναίκες για τους άντρες.
Του Διάκου
Τρία πουλάκια κάθουνταν ψηλά ‘ς τη Χαλκουμάτα,
το να τηράει τη Λιβαδιά και τάλλο το Ζιτούνι,
το τρίτο το καλύτερο μοιριολογάει και λέει.
“Πολλή μαυρίλα πλάκωσε, μαύρη σαν καλιακούδα.
Μην ο Καλύβας έρχεται, μην ο Λεβεντογιάννης;
-Νούδ’ ο Καλύβας έρχεται, νούδ’ ο Λεβεντογιάννης,
Ομέρ Βρυόνης πλάκωσε με δεκοχτώ χιλιάδες”.
Ο Διάκος σαν τ’ αγροίκησε, πολύ του κακοφάνη.
Ψιλή φωνή νεσήκωσε, τον πρώτο του φωνάζει.
“Τον ταϊφά μου σύναξε, μάσε τα παλληκάρια,
δώσ’ τους μπαρούτη περισσή και βόλια με τοις χούφταις
γλήγορα και να πιάσουμε κάτω ‘ς την Αλαμάνα,
που ναι ταμπούρια δυνατά κι’ όμορφα μετερίζια”.
Παίρνουνε τ’ αλαφρά σπαθιά και τα βαριά τουφέκια,
‘ς την Αλαμάνα φτάνουνε και πιάνουν τα ταμπούρια.
“Καρδιά, παιδιά μου, φώναξε, παιδιά, μη φοβηθήτε,
σταθήτε αντρεία σαν Έλληνες και σα Γραικοί σταθήτε”.
Ψιλή βροχούλα νέπιασε κ’ ένα κομμάτι αντάρα,
τρία γιουρούσια νέκαμαν τα τρία αράδα αράδα,
Έμεινε ο Διάκος ‘ς τη φωτιά με δεκοχτώ λεβένταις.
Τρεις ώραις επολέμαε με δεκοχτώ χιλιάδες.
Βουλώσαν τα κουμπούρια του κι’ ανάψαν τα τουφέκια,
κι’ ο Διάκος εξεσπάθωσε και ‘ς τη φωτιά χουμάει,
ξήντα ταμπούρια χάλασε κ’ εφτά μπουλουκμπασίδες.
Και το σπαθί του κόπηκε ανάμεσα απ’ τη χούφτα
και ζωντανό τον έπιασαν και ‘ς τον πασά τον πάνουν,
χίλιοι τον παν από μπροστά και χίλιοι από κατόπι.
Κι’ ο Ομέρ Βρυόνης μυστικά ‘ς το δρόμο τον ερώτα.
“Γίνεσαι Τούρκος, Διάκο μου, την πίστη σου ν’ άλλαξης,
να προσκυνήσης ‘ς το τζαμί, την εκκλησιά ν’ αφήσης;”
Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι.
“Πάτε και σεις κ’ η πίστη σας, μουρτάταις, να χαθήτε!
Εγώ Γραικός γεννήθηκα, Γραικός θε ν’ αποθάνω.
Α θέλετε χίλια φλωριά και χίλιους μαχμουτιέδες,
μόνον εφτά μερών ζωή θέλω να μου χαρίστε,
όσο να φτάση ο Οδυσσεύς και ό Θανάσης Βάγιας”.
Σαν τ’ άκουσε ο Χαλίλ μπέης αφρίζει και φωνάζει.
“Χίλια πουγγιά σας δίνω γω κι’ ακόμα πεντακόσια,
το Διάκο να χαλάσετε, το φοβερό τον κλέφτη,
γιατί θα σβήση την Τουρκιά κι’ όλο μας το ντοβλέτι”.
Το Διάκο τότε παίρνουνε και ‘ς το σουβλίι τον βάζουν,
ολόρτο τον εστήσανε κι’ αυτός χαμογελούσε,
την πίστη τους τους ύβριζε, τους έλεγε μουρτάταις.
“Σκυλιά κι’ α με σουβλίσετε, ένας Γραικός εχάθη.
Ας είν’ ο Όδυσσεύς καλά κι’ ο καπετάν Νικήτας,
που θα σας σβήσουν την Τουρκιά κι’ όλο σας το ντοβλέτι”.
Κάποια δημοτικά τραγούδια υποδηλώνουν, ότι ακόμα και η φύση συμμερίζεται τους καημούς, τις πίκρες και τους αγώνες των Ελλήνων. Εξαιρετικά δείγματα είναι τα ακόλουθα:
Ανάθεμά τα τα βουνά με το ζακόνι πόχουν,
το καλοκαίρι κίτρινα και το χειμώνα μαύρα,
και την πικρή την άνοιξη πολύ ροδαμισμένα.
Κανένας δεν τα χάρηκε μεσ’ ‘ς τον απάνω κόσμο,
η κλεφτουριά τα χαίρεται και τα μικρά κλεφτόπλα.
Πηδάνε, παίζουν και γλεντάν και ρήνουν ‘ς το σημάδι,
γυρίζουν και ‘ς τη σούγλα τους τα παχουλά τα κριάρια,
ποκεί οι Τούρκοι δεν πατάν, φοβούνται τα κλεφτόπλα
Κλαίνε τα μαύρα τα βουνά, παρηγοριά δεν έχουν.
Δεν κλαίνε για το ψήλωμα, δεν κλαίνε για τα χιόνια,
η κλεφτουριά τ’ αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους.
Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας κ’ η Λιάκουρα της Γκιώνας:
Βουνό μ’, που ‘σαι ψηλότερο και πιο ψηλά αγναντεύεις,
πού να ‘αι, τι να γίνηκαν οι κλέφτες Ανδρουτσαίοι;
Σαν πού να ψένουν τα σφαχτά, να ρίχνουν στο σημάδι,
σαν ποια βουνά στολίζουνε με τούρκικα κεφάλια;
Της νύχτας οι αρματολοί και της αυγής οι κλέφτες
ολονυχτίς κουρσεύουνε και την αυγή κοιμώνται,
κοιμώνται στα ψηλά βουνά και στους παχιούς τους ίσκιους.
Καλώς αναταμωθήκαμε ν’ εμείς οι ντερτιλήδες,
να κλάψουμε τα ντέρτια μας και τα παράπονά μας.
Πάλε καλές αντάμωσες, πάλε ν’ ανταμωθούμε,
στον ‘η-Λια, στον πλάτανο, ψηλά στο κρυονέρι,
πούχουν οι κλέφτες σύνοδο κ’ οι καπιταναραίοι
πόχουν αρνιά και ψένουνε, κριάρια σουβλισμένα,
όπ’ έχουν και γλυκό κρασί από το μοναστήρι,
κ’ έχουν τη Γκόλφω στο πλευρό και τους κερνάει και πίνουν.
Δεροπολίτισσα ( Βόρεια Ήπειρος )
Άιντε μωρ’ Δεροπολίτισσα μωρ’ καημένη,
άιντε μωρ’ Δεροπολίτισσα ζη-μωρ’-ζηλεμένη.
Σύ σαν πας στην εκκλησιά μωρ’ καημένη,
σύ σαν πας στην εκκλησιά ζη-μωρ’-ζηλεμένη.
Άιντε με λαμπάδες με κεριά μωρ’ καημένη,
άιντε με λαμπάδες με κεριά ζη-μωρ’-ζηλεμένη.
Ωρε για προσκύνα και για μας μωρ’ καημένη,
ωρε για προσκύνα και για μας ζη-μωρ’-ζηλεμένη.
Άιντε και για μας τους Χριστιανους μωρ’ καημενη,
άιντε και για μας τους Χριστιανους ζη-μωρ’-ζηλεμενη
Μην μας σφάξει η Τουρκιά μωρ’ καημένη,
μην μας σφάξει η Τουρκιά ζη-μωρ’-ζηλεμένη.
Σαν τ’ αρνια της Πασχαλιάς μωρ’ καημένη,
σαν τ’ αρνιά της Πασχαλιάς ζη-μωρ’-ζηλεμένη.
Σουλιώτικο
Τρία μπαϊράκια φαίνονται ποκάτω από το Σούλι.
Το ‘να ναι του Μουχτάρ πασά, τ’ άλλο του Σελιχτάρη,
το τρίτο το καλύτερο είναι του Μιτσομπόνου.
Μια παπαδιά τ’ αγνάντεψε ναπό ψήλη ραχούλα.
“Πού στε του Λάμπρου τα παιδιά, πού ‘στε νοι Μποτσαραίοι;
Αρβανιτιά μας πλάκωσε, θέλει να μας σκλαβώση.
– Ας έρτουν οι παλιότουρκοι, τίποτε δε μας κάνουν
Ας έρτουν πόλεμο να ιδούν και Σουλιωτών τουφέκια,
να μάθουν Λάμπρου το σπαθί, Μπότσαρη το τουφέκι,
τ’ άρματα των Σουλιώτισσων, της ξακουσμένης Χάιδως”.
Κι’ ο Κουτσονίκας φώναξεν από το μετερίζι,
“Παιδιά, σταθήτε στέρεα, σταθήτε αντροειωμένα,
γιατ’ έρχεται ο Μουχτάρ πασάς με δώδεκα χιλιάδες”.
Ο πόλεμος αρχίνησε κι’ άναψαν τα τουφέκια.
Τον Ζέρβα και τον Μπότσαρη εφώναξε ο Τζαβέλας.
“Παιδιά μ’, ήρθ’ ώρα του σπαθιού κι’ ας πάψη το τουφέκι”.
Κι’ όλοι έπιασαν και σπάσανε τοις θήκαις τω σπαθιώ τους,
τους Τούρκους βάνουνε μπροστά, τους βάνουν σαν κριάρια.
Άλλοι έφευγαν κι’ άλλοι έλεγαν “Πασά μου, ανάθεμα σε!
Μέγα κακό μας έφερες τούτο το καλοκαίρι,
εχάλασε τόση Τουρκιά, σπαΐδες κι’ Αρβανίταις.
Δεν είν’ εδώ το Χόρμοβο, δεν είν’ η Λαμποβίτσα,
εδώ είν’ το Σούλι το κακό, εδώ είν’ το Κακοσούλι,
που πολεμούν μικρά παιδιά, γυναίκες σαν τους άνδρες,
που πολεμάει η Τζαβέλαινα σαν άξιο παλληκάρι”.
Κι’ ο Μπότσαρης εφώναξε με το σπαθί ‘ς το χέρι.
“Έλα, πασά, τι κάκιωσες και φεύγεις με μενζίλι;
Γύρισ’ εδώ ‘ς τον τόπο μας ‘ς την έρημη την Κιάφα,
εδώ να στήσης το θρονί, να γένης και σουλτάνος”.
Της Κυρά-Φροσύνης
Τ’ ακούσατε τι γίνηκε ‘ς τα Γιάννενα, τη λίμνη,
που πνίξανε τοις δεκαφτά με την κυρά Φροσύνη;
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
τι κακό παθες, καϊμένη!
Άλλη καμιά δεν τό βαλε το λιαχουρί φουστάνι,
πρώτ’ η Φροσύνη το βαλε και βγήκε ‘ς το σιργιάνι
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
και ‘ς τον κόσμο ξακουσμένη!
Δε σ’ τό ‘λεγα, Φροσύνη μου, κρύψε το δαχτυλίδι,
γιατί αν το μάθη ο Αλήπασας θε να σε φάη το φίδι;
Αχ, Φροσύνη μου καϊμένη,
τι πολύ κακό θα γένη!
Αν είστε Τούρκοι αφήστε με, χίλια φλωριά σας δίνω,
σύρτε με ‘ς το Μουχτάρπασα, δυο λόγια να του κρίνω”
Αχ, Φροσύνη μου καϊμένη,
τι κακό πολύ θα γένη!
«Πασά μου, πού είσαι, πρόβαλε, τρέξε να με γλυτώσης,
μέρωσε τον Αλή πασά, και δώσε ό τι να δώσης».
Αχ, Φροσύνη πέρδικά μου,
τι κακό ‘παθες, κυρά μου!
Εις το Βεζίρη τα φλωριά, τα δάκρυα δεν περνάνε,
και σένα μ’ άλλαις δεκαφτά τα ψάρια θα σας φάνε.
Αχ, Φροσύνη πέρδικα μου,
μόκαψες τα σωθικά μου!
Νά ταν οι πέτραις ζάχαρη, να ρήχνανε ‘ς τη λίμνη,
για να γλυκάνη το νερό για την κυρά Φροσύνη.
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
μέσ ‘ς τη λίμνη ξαπλωμένη!
Φύσα, βοριά, φύσα, θρακιά, για ν’ αγρίεψη η λίμνη,
να βγάλη ταις αρχόντισσαις και την κυρά Φροσύνη.
Αχ, Φροσύνη παινεμένη,
μεσ ‘ς τη λίμνη ξαπλωμένη!
Φροσύν’, σε κλαίει το σπίτι σου, σε κλαίνε τα παιδιά σου
σε κλαίν όλα τα Γιάννενα, κλαίνε την ομορφιά σου.
Αχ, Φροσύνη πέρδικα μου,
μόκαψες τα σωθικά μου!
Δημοτικά τραγούδια (θρήνοι) για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης:
«Πήραν την Πόλη μωρέ πήραν την, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την Αγιό Σοφιά το μέγα μαναστήρι
Πώ ΄χει σαρανταδυό ΄κλησιές κι εξήντα δυο καμπάνες
Κάθε καμπάνα και παπάς κάθε παπάς και ψάλτης» (Ηπείρου)
«Εσείς πουλιά πετούμενα, πετάτε στον αέρα
Στείλτε χαμπέρια στη Φραγκιά στη Μοσχοβιά μαντάτα
Πήραν την πόλη πήρανε, πήραν τη Σαλλονίκη
Πήραν και την Αγια Σοφιά, το Μέγα Μοναστήρι
Και η κυράτσα Παναγιά στην πόρτα ακουμπισμένη
Χρυσό μαντήλιν εκρατεί, τα δάκρυα της σφουγγούσε
Και τους μαστόρους έλεγε και τους μαστόρους λέγει
Πάψτε μαστόροι τη δουλειά, μη χάνετε καιρό σας
Εδώ τζαμί δε γίνεται, για να λαλούν χοτζάδες,
εδώ θα μένει η Αγια Σοφιά…» (Δυτ. Μακεδονίας)
Το δημοτικό τραγούδι είναι ο πλούτος μας, η παράδοσή μας, η ψυχή της Ελλάδας. Οφείλουμε να το διαφυλάξουμε και να το κληροδοτήσουμε στις μελλοντικές γενιές, με την ίδια αγάπη και φροντίδα, όπως το κληροδότησαν και σ’ εμάς οι προηγούμενες γενιές.
ΡΕΜΠΕΤΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΗ
Η ρεμπέτικη μουσική, το ρεμπέτικο τραγούδι και οι εκπρόσωποί του, καταλαμβάνουν ένα πολύ σπουδαίο κομμάτι της μουσικής μας ιστορίας, καθώς και του κοινωνικο-πολιτικού γίγνεσθαι της χώρας μας. Το ρεμπέτικο μάς έχει δώσει σπουδαία δείγματα λαϊκής ποίησης και άνοιξε νέους μουσικούς δρόμους. Στην ουσία υπήρξε η έκφραση των περιθωριοποιημένων κοινωνικών στρωμάτων, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Γερμανούς, στον 2ο παγκόσμιο πόλεμο. Η μεταπολεμική Ελλάδα υποφέρει από πείνα, ανέχεια, και εμφυλιακές αντιπαραθέσεις. Μέσα σε αυτό το ζοφερό κλίμα, ακμάζει ένα νέο είδος μουσικής και τραγουδιού και ένα νέο κοινωνικό υπόστρωμα, οι ρεμπέτες. Όμως ποια είναι η προέλευση του όρου “ρεμπέτικο” και ρεμπέτης”? Πολλές ερμηνείες έχουν δοθεί κατά καιρούς, με πιθανότερη εκείνη η οποία θέλει την ετυμολογία και την ρίζα της λέξης να προέρχεται από τον τούρκικο όρο “ρεμπέτ” , που σημαίνει υπόκοσμος. Χαρακτηριστική είναι η τούρκικη έκφραση “ρεμπέτ ασκέρ”, που ερμηνεύεται ως άτακτο στράτευμα, ή άναρχο πλήθος. Άλλη μια ερμηνεία, που δίνεται για την προέλευση της λέξης “ρεμπέτης” προέρχεται από την σερβική λέξη “ρεμπενόκ”, που σημαίνει “επαναστάτης”.
Το ρεμπέτικο τραγούδι αποτελεί ένα αναφαίρετο κομμάτι της Ελληνικής μουσικής ιστορίας καταλαμβάνοντας μεγάλο μέρος της και στηρίζοντας την Ελληνική μας παράδοση και μουσική κληρονομιά από τη δημιουργία της έως και σήμερα.
Ρεμπέτικο ονομάζεται το Ελληνικό αστικό λαϊκό τραγούδι που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου αιώνα και απέκτησε τη γνώριμη μορφή του, περίπου μέχρι την 3η δεκαετία του 20ου αιώνα. Η μουσική αυτή εξελίχθηκε κυρίως στα λιμάνια Ελληνικών πόλεων όπου ζούσε η εργατική τάξη (Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Βόλο) και στη συνέχεια πέρασε και σε άλλα αστικά κέντρα.
Το ρεμπέτικο λόγω της μεγάλης χρονικά ιστορικής έκτασής του τόσο στη γέννηση όσο και στην πορεία του, χωρίζεται σε τρεις περιόδους:
1η περίοδος:
1922-1932: κυριαρχούν τα στοιχεία από η μουσική της Σμύρνης
2η περίοδος:
1932-1942: κλασική περίοδος
3η περίοδος:
1942-1952: εποχή της ευρείας διάδοσης και αποδοχής
Προϊστορία του ρεμπέτικου τραγουδιού θεωρείται το αστικό τραγούδι στην απαρχή του, έτσι όπως εξελίχθηκε μέσα από την Ελληνική μουσική παράδοση του δημοτικού τραγουδιού και των κλέφτικων, από τους κατοίκους των Ελληνικών πόλεων. Τα πρώτα ρεμπέτικα ακούσματα σημειώνονται στην Αθήνα στις φυλακές του Μεντρεσέ(1834), τα λεγόμενα «μουρμούρικα». Στις αρχές του 1900 τα ρεμπέτικα αποτελούσαν το λαϊκό τραγούδι των φτωχών συνοικιών των κυριότερων πόλεων. Την ίδια εποχή εμφανίζονται στον Πειραιά και τα λεγόμενα «γιαλάδικα». Μετά το 1922 έγινε μίξη των τραγουδιών με εκείνα της Μικράς Ασίας και του Βοσπόρου, με έντονη την εμφάνιση του αμανετζίδικου λαϊκού τραγουδιού. Τότε εμφανίζονται και τα τραγούδια του είδους «Καφέ Αμάν» που ευρύτατα κυκλοφόρησαν μέχρι το 1936, οπότε και απαγορεύτηκαν ως τουρκοειδή.
Κατά την περίοδο της Μικρασιατικής καταστροφής το ρεμπέτικο περιλαμβάνει ερωτικά αλλά και μάγκικα τραγούδια.
ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Κατά το 1932 κυκλοφορούν οι πρώτες ηχογραφήσεις τραγουδιών από το Μάρκο Βαμβακάρη. Μέχρι το 1941 εμφανίζονται οι περισσότεροι από τους κλασικούς συνθέτες και τραγουδιστές του ρεμπέτικου τραγουδιού στη δισκογραφία, όπως ο Δημήτρης Μπαγιαντέρας, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Βασίλης Τσιτσάνης και ο Μανώλης Χιώτης.
Το 1936 ξεκινά η δικτατορία του Μεταξά και επιβάλλεται λογοκρισία. Έτσι η δισκογραφία προσαρμόζεται και λείπουν από τις ηχογραφήσεις οι αναφορές σε ουσίες και κακόφημα κέντρα. Με την κήρυξη του πολέμου το 1940 έγραψαν αρκετά αξιόλογα τραγούδια για τη νίκη(‘’Στης Πίνδου τα βουνά’’, ‘’Θα πάρω το τουφέκι μου’’, ‘’Αν φύγουμε στον πόλεμο μικρό μου Χαρικλάκι’’), αλλά κατά τη διάρκεια της κατοχής(1941-1946) οι ηχογραφήσεις σταματούν.
ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΜΑΖΙΚΗΣ ΑΠΟΔΟΧΗΣ
Κορυφαία προσωπικότητα αναδεικνύεται ο Βασίλης Τσιτσάνης. Μετά την απελευθέρωση το ρεμπέτικο καταξιώνεται σαν λαϊκή μουσική ευρείας αποδοχής, ενώ μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 50 δίνει τη θέση του σε μια νέα μορφή, στο λεγόμενο αρχοντορεμπέτικο. Στη δεκαετία του 1960 αρχίζει η πρώτη αναβίωση του ρεμπέτικου, οπότε και επανηχογραφούνται παλαιότερες επιτυχίες, εκδίδονται μελέτες πάνω στο θέμα, ενώ γίνονται και νέες ηχογραφήσεις. Από το 1944 ο Νίκος Σκαλκώτας εισάγει τη ρεμπέτικη μουσική στην Ελληνική συμφωνική δημιουργία.
Για να αντιληφθούμε εξάλλου τη σημαντικότητα του ρεμπέτικου τραγουδιού φτάνει να δούμε και το πόσο εξαπλώθηκε και στους Έλληνες του εξωτερικού, κάνοντας αθάνατους συνθέτες-στιχουργούς-μουσικούς και τραγουδιστές που έμειναν αξεπέραστοι στην ιστορία του Ελληνικού μουσικού στερεώματος.
Ο Μάνος Χατζιδάκις για το Ρεμπέτικο:
Ο Μάνος Χατζιδάκις (23 Οκτωβρίου 1925 – 15 Ιουνίου 1994), υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες και συγχρόνως μια εμβληματική μορφή των γραμμάτων και της Τέχνης στον τόπο μας. Επηρέασε πλήθος καλλιτεχνών και συνέβαλε τα μέγιστα στην ανάπτυξη του πολιτισμού και της μουσικής, τόσο σε επίπεδο σύνθεσης και δημιουργίας, όσο και σε επίπεδο ανάδειξης των πολιτισμικών μας αξιών.
Μάνος Χατζιδάκις
Ο μεγάλος αυτός δημιουργός, σε μια εμπνευσμένη ομιλία του για το ρεμπέτικο τραγούδι είπε τα εξής:
«Θα ήθελα προκαταβολικά να σας πληροφορήσω πως με όλη μου την καλή διάθεση, δεν είμαι σε θέση να πω, ούτε καινούργια πράγματα, ούτε και για όσα θα μιλήσω να τα δώσω με σοφία. Θα προσπαθήσω όμως και όσο μπορώ πιο καλά να σας μεταδώσω αυτό που με κάνει να ζω και να βλέπω την αξία του μέχρι σήμερα περιφερόμενου λαϊκού σκοπού της πόλης. Πρέπει να αγαπήσουμε την αλήθεια και τη δύναμη που περιέχει. Οι λαϊκοί αυτοί ρυθμοί έχουν κάτι πολύ περισσότερο από ό,τι χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές διασκεδαστικές μας ώρες. Είναι τόσο κοντινοί μας που δεν έχουμε τίποτε άλλο σήμερα για να ισχυριστούμε το ίδιο γι’ αυτό.
Μία από τις πιο βασικές κατηγορίες που προβάλλουν οι «υγιείς ηθικολόγοι» είναι πως το ρεμπέτικο είναι «αρρωστημένο», ενώ το δημοτικό τραγούδι είναι «γεμάτο υγεία και λεβεντιά». Κινούν μάλιστα το κεφάλι με σημασία, ενώ είμαι βέβαιος πως το δημοτικό τραγούδι τους είναι το ίδιο οχληρό με το ρεμπέτικο, με τη διαφορά πως δεν τολμούν να το ομολογήσουν.
Ποια από τις καλές τέχνες στον τόπο μας σήμερα μπορεί να υπερηφανευτεί ότι κράτησε τη βασική αυτή Ελληνικότητα-τι μοναδική άξια κληρονομιά που έχουμε στα χέρια μας- για τη σύνθεσή της? Ποια μουσική μας μπορεί να ισχυριστεί σήμερα ότι βρίσκεται πέρα από το βυζαντινό μέλος, πέρα από το δημοτικό τραγούδι, πέρα από τις σπασμένες αρχαίες κολώνες του Παρθενώνος και του Ερεχθείου, εκεί που όλα αυτά βρεθήκανε στην εποχή τους; Το ρεμπέτικο τραγούδι είναι γνήσια Ελληνικό, μοναδικά Ελληνικό.
Ο τόπος μας επιπλέον εξακολουθεί, σχεδόν δίχως διακοπή, ένα πόλεμο με επιμονή και με πίστη για την τελική νίκη, μα πάντα και ιδιαίτερα σήμερα, κοπιαστικό και οδυνηρό. Σκεφθείτε τώρα κάτω απ΄ αυτές τις αδυσώπητες συνθήκες την παρθενική ψυχικότητα του λαού μας – παρθενική, γιατί τα εκατό χρόνια μόνον ελεύθερης ζωής δεν ήσαν ικανά ούτε να την ωριμάσουν ούτε και ν΄ αφήσουν περιθώριο για να ριζωθούν τα τελευταία ευρωπαϊκά ρεύματα. Φανταστείτε λοιπόν αυτή τη στοιβαγμένη ζωτικότητα και ωραιότητα συνάμα ενός λαού σαν του δικού μας, να ζητά διέξοδο, έκφραση, επαφή με τον έξω κόσμο και να αντιμετωπίζει όλα αυτά που αναφέραμε πιο πάνω σαν κύρια γνωρίσματα της εποχής, κι ακόμη τις ιδιαίτερα σκληρές συνθήκες του τόπου μας. Η ζωτικότητα καίγεται, η ψυχικότητα αρρωσταίνει, η ωραιότητα παραμένει. Αυτό είναι το ρεμπέτικο. Κι από ΄δω πηγάζει η θεματολογία του. Eπαναλαμβάνω – ένας ανικανοποίητος μα έντονος ερωτισμός που ακριβώς η ένταση του αυτή του προσδίδει έναν πανανθρώπινο χαρακτήρα και μια επιτακτική διάθεση φυγής από την πραγματικότητα με οιονδήποτε τεχνικόν μέσον, όπως είναι το χασίσι και τ΄ άλλα ναρκωτικά, που η χρησιμοποίησή του δείχνει την παθητικότητα της τάξης που το μεταχειρίζεται. Καταλαβαίνετε βέβαια τώρα πως το αρρωστημένο στοιχείο του σημερινού μας λαϊκού τραγουδιού, δεν έχει σαν αιτία ένα υπερβολικό ωρίμασμα ζωής – καθώς η μεσοπολεμική ντεκαντέντσα με κέντρο τη Γαλλία -και γι ΄αυτό δεν αποτελεί κάτι το σάπιο, μα προέρχεται καθαρά από μια στοιβαγμένη ζωική δύναμη που ασφυκτιά δίχως διέξοδο, δίχως επαφή, από μιαν υπερβολική υγεία- θά λεγε κανείς. Πάντως το αποτέλεσμα και στις δύο περιπτώσεις είναι μια παρακμή. Σημαντική όμως η διαφορά ανάμεσά τους. Η μια κινά απ’ τη ζωή, η άλλη από το θάνατο. Το να θέλει λοιπόν κανείς ν΄ αγνοήσει την πραγματικότητα και μάλιστα του τόπου του, μόνον κακό του κεφαλιού του μπορεί να κάμει. Τα χρόνια μας είναι δύσκολα και το λαϊκό μας τραγούδι, που δεν φτιάχνεται από ανθρώπους της φούγκας και του κοντραπούντο ώστε να νοιάζεται για εξυγιάνσεις και για πρόχειρα φτιασιδώματα υγείας τραγουδάει την αλήθεια και μόνον την αλήθεια.»
ΟΙ ΣΠΟΥΔΑΙΟΤΕΡΟΙ ΕΚΠΡΟΣΩΠΟΙ ΤΟΥ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟΥ:
Μερικοί από τους σπουδαιότερους δημιουργούς της ρεμπέτικης μουσικής είναι ο Μάρκος Βαμβακάρης, οΒασίλης Τσιτσάνης, ο Μπαγιαντέρας (Δημήτρης Γκόγκος), ο Γιώργος Μπάτης,ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Κωνσταντινίδης ή Μακαρόνας, ο Στέλιος Καζαντζίδης ή Στελάρας, η Σωτηρία Μπέλλου, ο Μανώλης Χιώτης.
Βασίλης Τσιτσάνης
Μπαγιαντέρας(Δημήτρης Γκόγκος)
Μάρκος Βαμβακάρης
Ρεμπέτικη κομπανία
Ρεμπέτικο κουαρτέτο στον Πειραιά
Ρεμπέτες στον Πειραιά (Καραϊσκάκη)
Για τους ρεμπέτες χαρακτηριστικοί υπήρξαν οι αισιόδοξοι στίχοι δύο κλασικών τραγουδιών:
‘’Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά εμένα μ’ αγαπούνε,
Μόλις θα μ’ αντικρίσουνε, θυσία θα γενούνε.’’
‘’Εβίβα ρεμπέτες, εβίβα παιδιά, μεσ’ τη ρεμπέτικη τούτη βραδιά,
Παίξε μπουζούκι μου και όχι πολλά, λίγα χρόνια και καλά.’’
Τα μουσικά όργανα του ρεμπέτικου:
Τα βασικά όργανα του ρεμπέτικου τραγουδιού της κλασικής περιόδου είναι το τρίχορδομπουζούκι, ηκιθάρα, οτζουράςαλλά και ο μπαγλαμάς. Χρησιμοποιούνται επίσης το ακορντεόν, το βιολί, το πιάνο, και ως κρουστά τα κουτάλια, τα ζίλια. Στις παλαιότερες ηχογραφήσεις, πιο κοντά στη δημοτική ή στην ανατολική παράδοση, ακούγονται σαντουροβιόλια (σαντούρι και βιολί), κανονάκι και ούτι. Ορισμένες φορές ακούγεται κάτι σαν ήχος γυαλιού. Πρόκειται για τον ήχο που παράγεται από το χτύπημα ενός κομπολογιού σε ένα ποτήρι, γνωστό και ως ποτηροκομπολόγι. Στις παρέες και στις ταβέρνες συνήθιζαν να συνοδεύουν τους μουσικούς με αυτόν τον τρόπο, συνήθεια που πέρασε και σε κάποιες ηχογραφήσεις. Σημειώνεται ότι στις ταβέρνες του Γυθείου μέχρι τη δεκαετία του 1980 προς ενίσχυση του ήχου ενός μπουζουκιού οι θαμώνες χρησιμοποιούσαν μεταλλικές ή γυάλινες κανάτες που έβαζαν μέσα μαχαιροπήρουνα, τις οποίες και ανακινούσαν ρυθμικά.
Μπαγλαμάς
Μπουζούκι
Μαντολίνο
ΜΕΡΙΚΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ:
Τσιτσάνης Βασίλης
Γιατί με ξύπνησες πρωί μέσα στον ύπνο το βαρύ;
Γιατί την πόρτα μου χτυπάς,
Τι θέλεις τώρα, τι ζητάς;
Δεν θέλω πια να μ’ αγαπάς!
Να με γελάς κουράστηκα,
βαριά σε καταράστηκα.
Απ΄ τη ζωή μου πέρασες,
με τσάκισες, με γέρασες.
Στον ύπνο είχα βυθιστεί
και όλα είχαν ξεχαστεί.
Γιατί την πόρτα μου χτυπάς,
πρωί πρωί και με ξυπνάς;
Δεν θέλω πια να μ’ αγαπάς!
Μπαγιαντέρας
Όμορφη Πειραιώτισσα
και Χατζηκυριακιώτισσα
με τρέλαναν τα κάλλη σου
και τ’ όμορφο κεφάλι σου
Στα μάτια μου σ’ τ’ ορκίζομαι
στα δύο πως χωρίζομαι
στα κοφτερά λεπίδια σου
στα μάτια και στα φρύδια σου
Όμορφη Πειραιώτισσα
και Χατζηκυριακώτισσα
θα πάρω στράτες να σε βρω
να δεις το πόσο σ’ αγαπώ
Ένα από τα πιο τραγουδισμένα και αγαπητά ρεμπέτικα είναι η “Φραγκοσυριανή” του Μάρκου Βαμβακάρη, που γράφτηκε το 1937.
Μια φούντωση μια φλόγα
έχω μέσα στην καρδιά,
λες και μάγια μού ‘χεις κάνει,
Φραγκοσυριανή γλυκιά.
Θα ‘ρθω να σε ανταμώσω
πάλι στην ακρογιαλιά,
θα ‘θελα να με χορτάσεις
όλο χάδια και φιλιά.
Θα σε πάρω να γυρίσω
φοίνικα, Παρακοπή.
Γαλισά και Ντελαγκράτσια,
και ας μού ‘ρθει συγκοπή.
Στο Πατέλι, στο Νιοχώρι,
φίνα στην Αληθινή,
και στο Πισκοπιό ρομάντζα,
γλυκιά μου Φραγκοσυριανή.
Μάρκος Βαμβακάρης
Η ομάδα μας έκανε μία εκτεταμένη ανάλυση, διότι μας κέντρισε το ενδιαφέρον η αισθαντικότητα του στίχου και η ατμόσφαιρα που δημιουργεί το συγκεκριμένο κομμάτι.
Έχει ερμηνευτεί από πολλούς καλλιτέχνες, όπως ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και ο Γιώργος Νταλάρας. Κάνει λόγο για τον έρωτα και το πάθος ενός άντρα για μία κοπέλα από τη Σύρο, ένα νησί του Αιγαίου με πολλούς κατοίκους Ιταλικής και Γαλλικής καταγωγής (Φράγκους). Εξ αιτίας αυτής της ιδιότυπης συμβίωσης Χριστιανών και Ρωμαιοκαθολικών η κοπέλα των ονείρων του αποκαλείται “Φραγκοσυριανή”.
Μέσα στο τραγούδι εμφανίζονται πολλά σημεία που τονίζουν τον παθιασμένο έρωτα που εκδηλώνεται σ’ αυτό το ειδύλλιο, κυρίως στους δύο πρώτους στίχους, όπου η φλόγα και η φούντωση αναφέρονται για να δηλώσουν το διακαή πόθο και τα έντονα συναισθήματα που προκαλεί ο έρωτας. Στον τρίτο στίχο τα «μάγια», που ο ερωτευμένος νέος θεωρεί ότι τού έχει κάνει η κοπέλα, προδίδουν τον έντονο θαυμασμό εκείνου γι’ αυτήν (δηλαδή σαν να τον έχουν τυφλώσει τα μάγια, τον έχουν ξελογιάσει, έχει χάσει κάθε λογική και αντίσταση απέναντί της και τον έχουν κάνει να την ερωτευτεί παράφορα). Εξάλλου η προσφώνηση «γλυκιά» δηλώνει και πάλι την έλξη που αισθάνεται ο άντρας για τη Φραγκοσυριανή.
Στο τραγούδι επίσης διακρίνουμε τοποθεσίες της Σύρου όπως το Φοίνικα, την Παρακοπή, τον Γαλισά και τη Ντελαγκράτσια, καθώς και το Πατέλι , το Νιοχώρι, την Αληθινή και το Πισκοπιό. Στους Στίχους αυτούς βλέπουμε και πάλι στοιχεία ερωτικά, όπως οι υποσχέσεις του άντρα προς τη γυναίκα για περιπάτους στις όμορφες τοποθεσίες της Σύρου. Έτσι θέλει να εξωτερικεύσει τα αισθήματά του και να γίνει αρεστός, να την προσελκύσει και να την φέρει κοντά του. Στη μελωδική γλώσσα των Φράγκων τα ονόματα αυτών των περιοχών είναι η ιδανική επιλογή για να δώσει ο στιχουργός μελωδικότητα στο τραγούδι. Τέλος, το «ρομάντζο» των τελευταίων στίχων τονίζει για μία ακόμη φορά το ρομαντισμό και την ερωτική ατμόσφαιρα του τραγουδιού.
Μερικά ακόμα χαρακτηριστικά ρεμπέτικα τραγούδια,
ιδιαίτερα αγαπητά, ακόμα και σήμερα:
Μπαμπης Γκολες – Μου ‘φαγες Ολα Τα Δαχτυλιδια
Τα ματόκλαδά σου λάμπουν-Μαρκος Βαμβακαρης
Όλοι οι ρεμπέτες του ντουνιά – Μάρκος Βαμβακάρης
Μπαγιαντέρας – Σα μαγεμένο το μυαλό μου
Σωτηρία Μπέλλου – Αλήτη μ’ είπες μια βραδιά
Μπάμπης Τσέρτος – Πίνω και μεθώ
Σπύρος Ζαγοραίος – Έντε λα μαγκέτε Bοτανίκ
Βασίλη Τσιτσάνη – Συννεφιασμένη Κυριακή
(Σωτηρία Μπέλλου)
Βασίλης Τσιτσάνης – ΑΡΧΟΝΤΙΣΣΑ
Βασίλης Τσιτσάνης – ΑΧΑΡΙΣΤΗ
Βασίλης Τσιτσάνης – Χωρίσαμε ένα δειλινό
Βασίλης Τσιτσάνης – ΤΟ ΒΑΠΟΡΙ ΑΠ’ ΤΗ ΠΕΡΣΙΑ
Βασίλης Τσιτσάνης – ΜΕ ΠΑΡΕΣΥΡΕ ΤΟ ΡΕΜΑ
Βασίλης Τσιτσάνης – Ακρογιαλιές Δειλινά
Βασίλης Τσιτσάνης – Της Γερακίνας Γιος
Βασίλης Τσιτσάνης – Τα Λερωμένα τ’ άπλυτα
Βασίλης Τσιτσάνης – Δηλητήριο στη φλέβα
Βασίλης Τσιτσάνης – Γιατί με ξύπνησες πρωί
Γρηγόρης Μπιθικότσης – Βεργούλες
Δεν ξανακάνω φυλακή – Αγνώστου
ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ – ΧΑΡΙΚΛΑΚΙ
ΡΟΖΑ ΕΣΚΕΝΑΖΥ – ΤΑ ΚΕΡΙΑ ΤΑ ΣΠΑΡΜΑΤΣΕΤΑ
Το ρεμπέτικο τραγούδι είχε και εξακολουθεί να έχει πολλούς θιασώτες ανάμεσα σε όλες τις ηλικίες, τις κοινωνικές τάξεις και τις διαβαθμίσεις του μορφωτικού επιπέδου των Ελλήνων. Μέσα από επανεκτελέσεις, αναβιώσεις και ρετροσπεκτίβες, (μια τέτοια είναι η ταινία του Κώστα Φέρρη “Ρεμπέτικο” ), θεωρείται το είδος εκείνο της ελληνικής μουσικής, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως “αθάνατο”. Είναι, τελικά, το απόσταγμα πολυετούς ιστορικής πραγματικότητας και κοινωνικοπολιτικών αλλαγών, που σημάδεψαν τον τόπο μας και σηματοδότησαν μια νέα εποχή και μια διαφορετική γενιά ανθρώπων, απαλλαγμένων, ίσως, από στείρες προκαταλήψεις και αγκυλώσεις του παρελθόντος. Γι αυτόν ακριβώς το λόγο, το ρεμπέτικο θεωρείται πλέον ως πολιτιστική μας κληρονομιά.
Η ομάδα μας, στα πλαίσια της ερευνητικής μας εργασίας, ήλθε σε επαφή και πήρε συνέντευξη από ένα συγκρότημα, που ασχολείται με τη μουσική και την αγαπά με πάθος. Είναι τα νέα παιδιά του Group GrooveTherapist, τα οποία, θεωρούμε, έχουν πολλά να προσφέρουν στον χώρο της μουσικής.
1.Πότε και πώς δημιουργήθηκαν οι Groovetherapist?
Δημιουργήθηκαν το 2010 Μάιος μετά της 17.Δημιουργηθήκαμε για έναν και μόνο λόγο, επειδή βαρεθήκαμε να παίζουμε διασκευές και κομμάτια που δεν μας εκφράζουν, απλά για να βγαίνει ένα μεροκάματο, και έτσι είπαμε να κάνουμε την δικιά μας μουσική και κάτι που και ποιοτικά θα είναι καλό και θα εκφράζει αυτά που θέλουμε αλλά και θα περνάει μηνύματα που θέλουμε να περάσουμε σε όποιον θα τύχει να ακούσει την μουσική μας.
2.Από ποιους καλλιτέχνες έχετε επηρεαστεί?
Οι καλλιτέχνες που μας έχουν επηρεάσει είναι σίγουρα αμέτρητοι, ακόμα και καλλιτέχνες που δεν θυμάμαι το όνομά τους. Όλα περνούν στο υποσυνείδητο μας ακόμα και αν νομίζουμε ότι δεν τα ακούσαμε καλά! Αυτοί από όπου πήραμε το στυλ ας πούμε θα έλεγα : Dreamtheater, Muse, Towerofpower, Redhot και Παπακωσταντίνου, Σιδηρόπουλος, Μαχαιρίτσας.
3.Ποια ήταν η καλύτερη και η χειρότερη στιγμή του συγκροτήματος μέχρι τώρα?
Η χειρότερη στιγμή του συγκροτήματος μέχρι τώρα ήταν όταν κλείσαμε ένα liveσε ένα μαγαζί και όταν πήγαμε εκεί δεν βρήκαμε τίποτα στημένο…ούτε τύμπανα ούτε
Καλώδια, είχε γίνει προφανώς λάθος συνεννόηση με αποτέλεσμα να τρέχουμε σαν τρελοί να δούμε πως θα φέρουμε όλα αυτά που μας έλειπαν, ενώ ο κόσμος είχε αρχίσει να μπαίνει…αυτό μόνο μου έρχετε γιατί όπως σου είπα είμαστε πολύ καινούρια σύσταση ακόμα…την καλύτερη ελπίζω να μην την έχω ζήσει ακόμα.
4.Πιστεύτε πως έχετε βρει ένα δικό σας ξεχωριστώ style?
Έχουμε βρει ένα ξεχωριστό ύφος είμαι σίγουρος για αυτό, αλλά όχι και ξεχωριστό ήχο μην ξεχνάς δεν υπάρχει πουθενά παρθενογένεση. Τώρα για το styleδεν μας έχει απασχολήσει, είμαστε της άποψης ότι πρέπει να γράφεις αυτό που έχεις ανάγκη να γράψεις και το styleθα το αποφασίσουν οι κρητικοί και οι μουσικολόγοι δεν μπορείς να κάνεις εκπτώσεις στο έργο σου, απλά για να εκπροσωπήσει κάποιο συγκεκριμένο style αν θες να έχεις μια εικόνα σκέψου κάτι σε funkrockfusionmusicalτο λες άρα;; (γέλια)… θα δείξει.
5.Θα θέλατε να λάβ
ετε μέρος σε ένα reality τραγουδιού και γιατί?
Δεν θα θέλαμε να λάβουμε μέρος σε κανένα realityδιότι δεν υπάρχει λόγος, δεν υπάρχεις πρόκληση αν θες, δεν βρίσκω κάτι δημιουργικό μέσα από αυτό για την μουσική μου πάντα. Και όπως σου ανέφερα και παραπάνω αυτό που θέλουμε να περάσουμε στον κόσμο είναι η μουσική μας πέρα από όλα αυτά εμείς είμαστε δημιουργοί, και τα realityαπευθύνονται συνήθως σε ερμηνευτές και εκτελεστές. Δεν νομίζω ότι έχει καμία σχέση το ένα με το άλλο.
6.Με ποιόν καλλιτέχνη θα θέλατε να συνεργαστείτε και γιατί?
Δεν θέλει και πολύ σκέψη αυτό (γέλια) λίγο πολύ όλοι θα θέλαμε να παίξουμε δίπλα στους museστους theaterδίπλα στους καλύτερους τέλος πάντων και αυτό γιατί έχεις να πάρεις σίγουρα πολλά.
7.Τέλος, έχετε κανονίσει κάποιες live εμφανίσεις?
Δεν έχουμε κανονίσει φέτος liveεμφανίσεις διότι βρισκόμαστε
στην εξέλιξη του δίσκου μας οπότε είμαστε πολύ συχνά σε ένα στούντιο και γράφουμε. Δεν θα υπάρχει χρόνος για πρόβες και live.
Ερευνητική ομάδα της Α’ τάξης του 5ου Γενικού Λυκείου Κορυδαλλού:
Όλες οι αναρτήσεις σε αυτό το ιστολόγιο, είναι πνευματική ιδιοκτησία της γράφουσας.
Απαγορεύεται η αναδημοσίευση, χωρίς άδεια και χωρίς να αναγράφεται η πηγή.
Ευχαριστώ για την κατανόηση
Κatia A.X 2008
English Literature ΠE06