Αγάπη είναι…

Ένα ημερολόγιο του πολιτιστικού προγράμματος των μαθητών του Α2 της Α΄Λυκείου του 1ου Λυκείου Σερρών με θέμα : "Πρόσωπα και προσωπεία αγάπης".

Τα αγαπημένα ποιήματα για την αγάπη


Σόνια

Μαρ 201124

EPWTOS AKOUSMA

Στου δυνατού έρωτος το άκουσμα τρέμε και συγκινήσου

σαν αισθητής.

Όμως,ευτυχισμένος,θυμήσου πόσα η φαντασία σου σ’έπλασεν·

αυτά πρώτα κ’έπειτα τ’άλλα -πιο μικρά-που στη ζωή σου

επέρσασες κι απόλαυσες,τ’αληθινότερα κι απτά.

Από τους τέτοιους έρωτας δεν ήσουν στερημένος.

Κωσταντίνος Π. Καβάφης

κάτω από: Τα αγαπημένα ποιήματα για την αγάπη | | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Σόνια

ΟΛΓΑ

Μαρ 201121

ΑΓΑΠΗ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΟΛΥ ΟΜΟΡΦΟ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ ΠΟΥ Ο ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΠΟΦΥΓΕΙ. Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΑΓΑΠΑ ΔΕΝ ΔΙΣΤΑΖΕΙ ΝΑ ΚΑΝΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ!

κάτω από: Τα αγαπημένα ποιήματα για την αγάπη | | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο ΟΛΓΑ

Ευαγγελία

Μαρ 201119

 

ΕΑΡΙΝΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑ

 

vi

Αγαπημένη 

δεν έχω παρά μόνο μιας στιγμής

τη ζωή και το φτερούγισμα.

Δε βλέπεις… πάνω στο δέρμα μου

το πρωτάνοιχτο θάμβος;

Δεν ακούς… μες στις ίνες μου

μύρια φτερά μικρών κορυδαλλών

που μόλις τ’ άγγιξε 

 η πρώτη ακτίνα της αυγής;

Πόσο είμαι νέος.

Πόσο είμαι νέος

κάτω απ’ τα βλέφαρα σου.

Τα πολυτρίχια  των αρχαίων πηγών

που συναθροίζουν τ’ αργυρά τους δάκρυα

σε γαλανούς καθρέφτες ουρανού

κοιμούνται πίσω απ’ τα μάτια μου

που σε βλέπουν.

Καμιά διάσπαση.

Η μνήμη των αποχαιρετισμών

δε ρυτιδώνει τα χέρια μου

που όρθρισαν μέσα στα χέρια σου.

Γεύομαι στα χείλη σου

την πρασινάδα της εξοχής

και τους θρύλους της θάλασσας.

Η ζέστα του κορμιού σου με ντύνει τον ήλιο.

Σφράγισε τις χαραματιές των παραθύρων…

Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου

σκεπάζει τους ώμους της νύχτας….

ΙΙ

Είχα κλείσει τα μάτια
για ν’ ατενίζω το φως.

Τυφλός.
Είχα κάψει τη φλόγα
για ν’ αναπνέω.

Τις νύχτες
αφουγκραζόμουν τους θρόους τής σιγής
κ’ η ανάσα του χαμόγελου
δε γνώριζε τη μετάνοια.

Να δακρύζω
πάνω στα διάφανα χέρια μου
από μια διάφανη χαρά
που δεν επιθυμεί.

Όχι θωπεία. Όχι όνειρο.
Πιο πέρα.
Εκεί που καταλύεται τ’ όνειρο
κι η φθορά έχει φθαρεί.

Κ’ ήρθες εσύ.

ΙΙΙ

Κοίταξε αγαπημένη
πώς σε κοιτάζουν
τα λυπημένα χέρια μου.

Σα δυο παιδιά ορφανά
που κλαίγαν μες στο βράδυ
χωρίς ψωμί
και κοιμηθήκαν τρέμοντας
πάνω στο χιόνι.
Κρύωναν μα δεν επαιτούσαν.

Κρατούσαν
ένα λουλούδι σιωπηλό
και παίζαν τρυφερά κι αδέξια
στους ραγισμένους δρόμους.

Αγαπημένη
κοίταξε πώς διστάζουν
τα νυχτωμένα χέρια μου.

Πώς μπορεί ν’ ανοιχτεί
αυτή η θύρα του φωτός
για μένα που δε γνώρισα
μήτε τον ίσκιο μιας μαρμαρυγής;

Στέκω απ’ έξω στο ψύχος δειλός
και κοιτώ τα μεγάλα παράθυρα
τα φωτισμένα ρόδα
και τα κρύσταλλα
κι όλο λέω να κινήσω να φύγω
προς τη γνώριμη νύχτα
κι όλο λέω να’ ρθώ
κι όλο στέκω
έξω απ’ τη θύρα σου.

Μη με καλέσεις ακόμη.
Ας παρατείνουμε
αυτές τις ώρες τις θαμπές
τις υπερπληρωμένες
που δυο κόσμοι
ανταμώνονται
που δυο βαθιές φωνές
ζυγιάζονται
πάνω σε μια χορδή αργυρή
και μια σταγόνα δρόσου
σκιρτά και ταλαντεύεται
στ’ άνθος της νύχτας.

Εδώ θα μείνει
εκεί θα πέσει.

Αγαπημένη
τι προετοιμάζεται για μάς
μέσα στο βλέμμα των θεών
πίσω απ’ αυτή τη φωταψία;
 

VI

Οι στοχασμοί και οι στίχοι
μακραίνουν μες τη νύχτα
κ’ εμείς απ’ την κλίνη μας
μόλις ακούμε τις φωνές τους
σαν ομιλίες μεθυσμένων
που αποτείνονται στη σκιά τους
και στη λυμφατική σελήνη.

Το φως των ηγεμονικών μαλλιών σου
σκεπάζει τους ώμους της νύχτας.

Βυθίζονται τ’ άστρα
στους βυθούς των ματιών σου
κι ανθίζουμε εμείς
έμπιστοι κι ωραίοι
καθώς τα πλάσματα
την πρώτη μέρα του Θεού
που δεν είχαν ρωτήσει κι’ απορήσει.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α’ Τόμος] (1978)

X
Αγάπη, Αγάπη,
δε μούχες φέρει εμένα
μήτ’ ένα ψίχουλο φωτός για να δειπνήσω.

Νήστης γυμνός και αδάκρυτος
περιφερόμουν στα όρη
και τ’ ανένδοτα μάτια μου στύλωνα
στους ουρανούς
γυρεύοντας την αμοιβή μου
απ’ τη σιωπή και το τραγούδι.

Τα τρυφερά λυκόφωτα
οι πράες καμπύλες των βουνών
και τα λαμπρά βράδια του θέρους
με ρωτούσανε που είσαι ω Αγάπη.

Μα εγώ δεν είχα τι ν’ αποκριθώ
κι έφευγα σιωπηλός
ρίχνοντας χάμω τη μορφή μου
για να καλύψω την ταπείνωσή μου.

Οι ωχρές αυγές
ακουμπούσαν στο περβάζι μου
το διάφανο πηγούνι τους
κάρφωναν στο πλατύ μου μέτωπο
τα μεγάλα γαλάζια τους μάτια
και με κοιτούσαν με πικρία
ζητώντας ν’ απολογηθώ.

Τι ν’ απαντήσω, Αγάπη;
Και δρασκελούσα το κατώφλι
τίναζα τα κατάμαυρα μαλλιά μου μες στο φως
και τραγουδούσα πλατιά στους ανέμους
το τραγούδι του «αδέσμευτου».

Πεισμωμένος χλωμός κι ακατάδεχτος
κοιτούσα τον κόσμο και κραύγαζα:
«Δεν έχω τίποτα
δικά μου είναι τα πάντα».

Κι όμως μια παιδική φωνή
επίμονα έκλαιγε βαθιά μου
γιατί δεν είχες έλθει, Αγάπη.

Τις νύχτες του έαρος
που η γύρη των άστρων
και των λουλουδιών
αγρυπνούσε στο δέρμα μου
μια λυπημένη ανταύγεια
σερνόταν στην απέραντη ψυχή μου
γιατί αργούσες να ‘ρθεις, Αγάπη.

Γι’ αυτό κ’ οι πιο λαμπροί μου στίχοι
είχαν κρυμμένο στην καρδιά τους
ενός λυγμού το τρεμοσάλεμα
γιατί έλειπες απ’ την καρδιά μου, Αγάπη.

Όταν περιπλανιόμουν
στην ερημία του φθινοπώρου
στα γυμνά δάση
ζητώντας με σφιγμένα δάχτυλα
τον ήλιο που έφευγε χλωμός
πάνω απ’ τις παγωμένες λίμνες
εσένα ζητούσα, ω Αγάπη.

Κι όταν ακόμη επέστρεφα
την όψη μου απ’ τη γη
και τρυπούσα με πύρινα βλέμματα
τα τείχη της νύχτας
ήταν γιατί δεν ήθελα να κλάψω
που δε με συλλογίστηκες, Αγάπη.

Ζητώντας το θεό
ζητούσα εσένα.

Εσένα περιμένοντας
γέμισα τους κήπους μου
με λευκούς κρίνους
για να βυθίζεις τις κνήμες σου
αυτά τα βράδια τ’ αργυρά
που η σελήνη ραντίζει με δρόσο
τη φιλντισένια υψωμένη μορφή σου.

Για σένα, Αγάπη, ετοίμασα τα πάντα
κι αν έμαθα να τραγουδώ τόσο γλυκά
ήταν γιατί στην ίδια τη φωνή μου
ζητούσα να ‘βρω τα ίχνη των βημάτων σου
ζητούσα να φιλήσω
μονάχα και τη σκόνη του ίσκιου σου
ω Αγάπη.

Από τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήματα [Α’ Τόμος] (1978) http://www.blogger.com/profile/13275527017038783167

XVI

Χαρά χαρά.
Δε μας νοιάζει
τι θ’ αφήσει το φιλί μας
μέσα στο χρόνο και στο τραγούδι.

Αγγίξαμε
το μέγα άσκοπο
που δε ζητά το σκοπό του.

Ο Θεός
πραγματοποιεί τον εαυτό του
στο φιλί μας.
Περήφανοι εκτελούμε
την εντολή τού απείρου.

Ένα μικρό παράθυρο
βλέπει τον κόσμο.
Ένα σπουργίτι λέει
τον ουρανό.
Σώπα.

Στην κόγχη των χειλιών μας
εδρεύει το απόλυτο.

Σωπαίνουμε κι ακούμε
μες στο γαλάζιο βράδυ
την ανάσα τής θάλασσας
καθώς το στήθος κοριτσιού ευτυχισμένου
που δε μπορεί να χωρέσει
την ευτυχία του.

Ένα άστρο έπεσε.
Είδες;
Σιωπή.

Κλείσε τα μάτια.

κάτω από: Τα αγαπημένα ποιήματα για την αγάπη | | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Ευαγγελία

Σοφία & Μαρία

Μαρ 201117

ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ

Το μονόγραμμα

Θά πενθώ πάντα — μ’ακούς; — για σένα,
μόνος,στόν Παράδεισο


Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης,η Μοίρα,σάν κλειδούχος
Μιά στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς,αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.

ΙΙ.

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’άλλα πού πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες πού έκρουσαν γλυκά
Οι κιθάρες πού αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα “πίστεψέ με” και τα “μη”
Μια στον αέρα , μια στη μουσική

Τα δυό μικρά ζώα,τά χέρια μας
Πού γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες πού ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τίς ξερολιθιές,πίσω άπ’τούς φράχτες
Την ανεμώνα πού κάθισε στο χέρι σού
Κι έτρεμες τρείς φορές το μώβ τρείς μέρες πάνω από
τούς καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο , τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα πού μάς κοίταξε μέσα στα σκοτεινά

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα πού βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο πού άγγιξα και μού ήρθε ο κόσμος.

ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού,γιά το μικρό το πόδι σού μες στ’αχανή σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά –κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη,νά φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγαρά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες πού ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις,πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το “τί” και το “έ”
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φώς κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα,καί το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά πού μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ,ο αέρας πού το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ και σ’αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία πού το εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα,τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα,τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Πού πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους,τό ταβάνι,τό πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’αλλού φερμένο
Δεν τ’αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς,μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ακούς
Το χαμένο μου το αίμα και το μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι πού τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σού φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς και ποιός,μ’ακούς

Σού κρατεί το χέρι πάνω απ’τούς κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θά’ρθει μέρα,μ’ακούς
Να μάς θάψουν , κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μάς κάνουν περώματα,μ’ακούς
Να γυαλίσει επάνω τούς η απονιά,μ’ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μάς ρίξει

Στα νερά ένα ένα , μ’ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ,μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία,μ’ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό,μ’ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά,μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω ,μ’ακους
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί,μ’ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δεν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα , δεν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Να τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μες στη μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα της αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στα νερά και ποιός κλαίει — ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

V.

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ’αντάρτες απόμαχους
Από τί νά’ναι πού έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί,λέει,νά μέλει κοντά σου νά’ρθω
Πού δέν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω,πιό κεί,προσεχτικά σ’όλα το γύρο
Του γιαλού του προσώπου,τούς κόλπους,τά μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας και του διάφανου
Βυθού,μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στό δώμα ή πίσω στίς πλάκες της αυλής
Μέ τ’άλογο του Αγίου καί τό αυγό της Ανάστασης

Σάν από μιά τοιχογραφία καταστραμμένη
Μεγάλη όσο σέ θέλησε η μικρή ζωή
Νά χωράς στό κεράκι τή στεντόρεια λάμψη τήν ηφαιστειακή

Πού κανείς νά μήν έχει δεί καί ακούσει
Τίποτα μές στίς ερημιές τά ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στόν αυλόγυρο
Γιά σένα,ούτε η γερόντισσα ν’όλα της τά βοτάνια

Γιά σένα μόνο εγώ,μπορεί,καί η μουσική
Πού διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Γιά σένα τό ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Τό στραμμένο στό μέλλον με τόν κρατήρα κόκκινο
Γιά σένα σάν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Πού βρίσκει μές στό σώμα καί πού τρυπάει τή θύμηση
Καί νά τό χώμα,νά τά περιστέρια,νά η αρχαία μας γή.

VI.

Έχω δεί πολλά καί η γή μές’απ’τό νού μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μές στούς χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή,ωραιότερα
Τά μπλάβα των ισθμών καί οί στέγες μές στά κύματα
Ωραιότερες οί αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τά βουνά
τής θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει πού μου αρκεί
Νά’χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μές στό αυλάκι που τό πέρασμα σου αφήνει
Σάν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Καί νά παίζει μέ τ’άσπρο καί τό κυανό η ψυχή μου !

Νίκη,νίκη όπου έχω νικηθεί
Πρίν από τήν αγάπη καί μαζί
Γιά τή ρολογιά καί τό γκιούλ-μπιρσίμι
Πήγαινε,πήγαινε καί ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος καί άς είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος,καί ας είμ’εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα νά σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος,ο αέρας δυνατός καί μόνος τ’ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στό βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στούς καιρούς τόν Παράδεισο !

VII.

Στόν Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στή θάλασσα

Μέ κρεβάτι μεγάλο καί πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μές στ’άπατα μιάν ηχώ
Νά κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Νά σέ βλέπω μισή να περνάς στό νερό
και μισή να σε κλαίω μές στόν Παράδειο.

Οδυσσέας Ελύτης <<ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ>>

κάτω από: Τα αγαπημένα ποιήματα για την αγάπη | | Δεν επιτρέπεται σχολιασμός στο Σοφία & Μαρία
Πιο πρόσφατα άρθρα »

Αρχείο

Κατηγορίες

Ημερολόγιο

Οκτώβριος 2024
Δ Τ Τ Π Π Σ Κ
 123456
78910111213
14151617181920
21222324252627
28293031  


Αλλαγή μεγέθους γραμματοσειράς
Αντίθεση
Μετάβαση σε γραμμή εργαλείων