ΡΑΨΩΔΙΑ Α στ. 307-493

Στίχοι για ανάγνωση-περίληψη- βασικά σημεία 

ΡΑΨΩΔΙΑ Α

στ. 307-493

 

Ο Αχιλλέας έφυγε και γύρισε στα καράβια του μαζί με τους συντρόφους του.

Ο Αγαμέμνονας από την άλλη, διέταξε να ετοιμαστεί το πλοίο που θα πήγαινε τη Χρυσηίδα πίσω στον πατέρα της, τον Χρύση. Με αυτό το καράβι εκτός από τη Χρυσηίδα, ο Αγαμέμνονας έστελνε στον Χρύση και μία εκατόμβη για θυσία στον θεό.  Αρχηγός του καραβιού θα ήταν ο συνετός Οδυσσέας.

Κι όταν έφυγε το καράβι, ο Αγαμέμνονας διέταξε τους Αχαιούς να κάνουν και στο στρατόπεδο θυσίες προς τον θεό Απόλλωνα, προκειμένου να ηρεμήσει ο θεός και να σταματήσει πια την αρρώστια που τους έστειλε. Έτσι κι έγινε.

 

Στη συνέχεια, ο Αγαμέμνονας διέταξε δύο κήρυκες να πάνε στη σκηνή του Αχιλλέα και να του πάρουν την Βρισηίδα. Κι αν δεν την έδινε, είπε ότι θα πήγαινε ο ίδιος με άλλους πολλούς να την πάρει.

 

Πήγαν λοιπόν οι κήρυκες στη σκηνή του Αχιλλέα, χωρίς όμως να το θέλουν. Εκεί τον είδαν να κάθεται κοντά στο καράβι του και επειδή ντρέπονταν και φοβούνταν γι΄αυτό που θα ζητούσαν, έμεναν σιωπηλοί μπροστά στον Αχιλλέα. Ο Αχιλλέας μόλις τους είδε, κατάλαβε ότι τους έστειλε ο Αγαμέμνονας, για να του πάρουν τη Βρισηίδα. Αμέσως λοιπόν, ειπε στον φίλο του, τον Πάτροκλο, να τους τη δώσει και ορκίστηκε πως δε θα βοηθήσει πια τους Αχαιούς. Ο Πάτροκλος έδωσε στους κήρυκές την Βρισηίδα και αυτή λυπημένη τους ακολούθησε.

 

Στίχοι για ανάγνωση-περίληψη- βασικά σημεία 

ΡΑΨΩΔΙΑ Α

στ. 350-431α

Ο Αχιλλέας ήταν πολύ λυπημένος και θυμωμένος που του πήραν τη Βρισηίδα και που του φέρθηκε έτσι ο Αγαμέμνονας. Πήγε στο ακρογιάλι κι άρχισε να κλαίει. Κοίταζε το πέλαγος, άπλωσε τα χέρια του και παρακάλεσε τη μητέρα του, τη Θέτιδα:

”Μητέρα, αφού δε θα ζήσω πολλά χρόνια, θα έπρεπε τουλάχιστον ο Δίας να μην αφήνει τον Αγαμέμνονα να με προσβάλει έτσι. Δεν το κάνει όμως! Κι έτσι ο Αγαμέμνονας μου πήρε την Βρισηίδα!”

Μόλις τον άκουσε η μάνα του να κλαίει, βγήκε μέσα από τα βάθη της θάλασσας. Εκεί μέσα ζούσε η θεά Θέτιδα μαζί με τον πατέρα της. Βγήκε λοιπόν μέσα από το άσπρο κύμα και κάθισε στο πλάι του γιου της, του Αχιλλέα. Τον χάιδεψε και τον ρώτησε:

”Τί έχεις παιδί μου; Γιατί είσαι λυπημένος;”

 

Ο Αχιλλέας της εξήγησε τι έγινε και της ζήτησε μια χάρη. Της είπε να πάει στον Δία και να τον παρακαλέσει να βοηθήσει τους Τρώες να νικούν τους Αχαιούς μέχρι να καταλάβει ο Αγαμέμνονας το λάθος του.

”Μητέρα, πήγαινε στον Διά και αγκάλιασε του τα γόνατα. Πες του να βοηθήσει τους Τρώες να νικούν στον πόλεμο, μέχρι να καταλάβει ο Αγαμέμνονας, ότι χωρίς έμενα δε μπορεί να νικήσει τους Τρώες. Έτσι, θα μετανιώσει που με προσέβαλε και μου πήρε τη Βρισηίδα. Θύμισε του πως σου χρωστά αυτή τη χάρη, γιατί κάποτε που κινδύνευε, μόνο εσύ τον είχες βοηθήσει, όταν οι άλλοι θεοί πήγαν να τον δέσουν”

 

Κι η Θέτιδα, η μητέρα του Αχιλλέα, του απάντησε πως θα το κάνει.

”Μείνε εσύ γιε μου, μακρυά από τον πόλεμο. Έτσι, θα δείξεις στους Αχαιούς πως έχεις θυμώσει. Κι εγώ σε δώδεκα μέρες που θα γυρίσει ο Δίας από τους Αιθίοπες, θα τρέξω αμέσως κοντά του να τον παρακαλέσω”

 

 

 

Στίχοι για ανάγνωση-περίληψη- βασικά σημεία 

ΡΑΨΩΔΙΑ Α

στ. 431β-493

Ωστόσο, ο Οδυσσέας έφτασε με το καράβι στον Χρύση και του έδωσε πίσω την κόρη του, την Χρυσηίδα.

”Χρύση,” του είπε, ”με έστειλε ο Αγαμέμνονας να σου φέρω πίσω τη Χρυσηίδα και να σου δώσω και αυτά τα ζώα να τα θυσιάσεις στον θεό Απόλλωνα, για να σταματήσει πια το κακό που μας έχει βρει”.

Ο Χρύσης είδε την κόρη του και χάρηκε. Αμέσως, σήκωσε τα χέρια του στον ουρανό και παρακάλεσε τον θεό Απόλλωνα να σταματήσει να τιμωρεί τους Αχαιούς. Κι ο Απόλλωνας τον άκουσε.