kantonopou’s blog

ΘΕΟΛΟΓΙΚΟ ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ

Αρχεία για 'ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ'

ΔΙΨΑΣΜΕΝΟΙ ΓΙΑ ΛΙΓΗ ΛΑΜΨΗ ΟΡΟΥΣ ΘΑΒΩΡ

Συγγραφέας: kantonopou στις 8 Αυγούστου 2013

 
Άπλες αμάλαγες του Ιουνίου νομάδες άνεμοι
Χαρακωμένα καστανά χώματα που ανεβήκαμε
Διψασμένοι για λίγη λάμψη όρους Θαβώρ
(Οδ. Ελύτης, «Παλίντροπον», Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά)
                 Λιγοστοί θυμόμαστε τη γιορτή της Μεταμόρφωσης. Το γεγονός, ίσως. Την λάμψη του Θαβώρ όμως ακόμη πιο λίγοι τη διψούμε.  «Καθώς ηδύναντο», μας λέει το απολυτίκιο. Κι επειδή εμείς «δεν», μένουμε  στην αφήγηση. Χωρίς να μπορούμε να συλλάβουμε το σκοπό της λάμψης.  Την πρόσκληση για σχέση τόσο εν ζωή όσο και μετά θάνατον. Με γνώμονα το νόμο και την έξοδο εκ γης Αιγύπτου, όπως έκανε ο Μωυσής. Με γνώμονα την προφητεία και την άνοδο στον ουρανό, όπως ο Ηλίας.
                Ολοένα και περισσότερο παραμένουμε κολλημένοι στη γη. Στο έδαφος. Δυσκολευόμαστε να ανεβούμε. Λες και η άνοδος δεν μας αφορά. Δυσκολευόμαστε να σκεφτούμε τι σημαίνει ακολουθώ το Χριστό, γιατί διψώ για τη λάμψη Του. Διψώ για Φως. Να μη μείνουν τα ιμάτιά μου στο χρώμα του κόσμου, στο χρώμα του σκοταδιού είτε αυτό λέγεται αμαρτία, είτε απόγνωση, είτε κρίση, είτε απουσία αγάπης και κοινωνίας, αλλά να γίνουν «λευκά ως το φως», να βγάλουν χαρά, θερμότητα, κάθαρση, ματιά αιωνιότητας.
                Ολοένα και περισσότερο λησμονούμε ότι κληθήκαμε να ανεβαίνουμε καστανά χώματα. Να αφήνουμε την άσφαλτο και τους τροχούς που μικραίνουν τις αποστάσεις και μας κάνουν να μην κουραζόμαστε και να χρησιμοποιήσουμε τα πόδια, τις αισθήσεις μας, του σώματος και της ψυχής, για να δούμε την λάμψη Του. Να αφήσουμε κατά μέρος τις μέριμνες.  Να ανοιχτεί η καρδιά μας. Προς Εκείνον. Προς την Αγάπη. Προς τη Ζωή που μας δίνει. Να ανοιχτεί  η ψυχή μας στο θαύμα. Αυτό που νικά τον θάνατο αιώνια. Και μας χαρίζει μίαν άλλη θέαση.
                Λίγη λάμψη όρους Θαβώρ. Τούτες τις μέρες καταλαβαίνουμε πόσο διαφορετικοί είμαστε οι χριστιανοί από το πνεύμα του κόσμου. Και πόσο αυτό το πνεύμα μάς κρατά  καρφωμένους στο δήθεν. Ας πάρουμε τα βήματά μας. Μπορούμε. Κι Εκείνος θα μας χαρίσει και θα μας χαριστεί. Όπως στους Αποστόλους και τους Αγίους. Μέσα στη νεφέλη που δεν φέρνει βροχή, αλλά Φως. Κι εδώ το θαύμα. Ξεδιψάμε πίνοντας Φως. Πίνοντας λίγη από τη λάμψη. Που δεν θα πάψει να μας μεταμορφώνει. Αρκεί…
Κέρκυρα, 7 Αυγούστου 2013
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός 

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (6 ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ)

Συγγραφέας: kantonopou στις 5 Αυγούστου 2013

Μία από τις μεγάλες Δεσποτικές λεγόμενες εορτές είναι η Μεταμόρφωση του Κυρίου: εκεί που στο όρος Θαβώρ ο Κύριος, έχοντας πάρει μαζί Του τους «προκρίτους των μαθητών», τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών», δηλαδή το πρόσωπό Του έλαμψε σαν τον ήλιο, τα ενδύματά Του έγιναν λευκά σαν το φως, δίπλα Του φάνηκαν οι προφήτες Μωϋσής και Ηλίας, ενώ ακούστηκε άνωθεν, από τον ουρανό, η φωνή του Θεού Πατέρα, η οποία έλεγε «Ούτός εστιν ο Υιός μου ο αγαπητός, αυτού ακούετε». Όλη αυτή η θεοφάνεια, η οποία βεβαίως θυμίζει και το «σκηνικό» της Βάπτισης του Κυρίου, πραγματοποιήθηκε μέσα σε ένα νέφος το οποίο περιέλαμψε τους μαθητές, οι οποίοι μη αντέχοντας το θέαμα έπεσαν πρηνείς, ενώ κάποια στιγμή ο Πέτρος, «μη ειδώς ο ελάλει», βλέποντας και τους Μωϋσή και Ηλία να συνομιλούν με τον Κύριο, είπε σ’ Αυτόν: «Κύριε, καλόν εστιν ημάς ώδε είναι». Μετά από λίγο, το συγκλονιστικό αυτό θέαμα και άκουσμα τελείωσε, κι ο Κύριος παίρνοντας τους έκθαμβους μαθητές τούς είπε να μην ειπούν τίποτε, έως ότου αναστηθεί εκ των νεκρών, προλέγοντας ταυτοχρόνως και τα γεγονότα του Πάθους Του.

Θα έλεγε κανείς ότι σ’ αυτό το γεγονός έχουμε συμπυκνωμένη τη θεολογία της Εκκλησίας μας, περί της φύσεως του Ιησού Χριστού, περί του σκοπού της ενανθρωπήσεώς Του, περί της ανακαινίσεως του σύμπαντος κόσμου, περί της σχέσεώς Του με την Παλαιά Διαθήκη, θέματα με τα οποία ασχολήθηκαν οι Πατέρες μας ιδίως του 14ου αι., και μάλιστα ο μεγάλος Πατέρας και Διδάσκαλος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, όταν δόθηκε η αφορμή από αιρετικούς, οι οποίοι αναφάνηκαν και αλλοίωσαν τη θεολογία της Εκκλησίας, και τα οποία η Εκκλησία μας πάντοτε τα ζει και τα προβάλλει στην πνευματική της ζωή. Ορισμένα από αυτά θα σχολιάσουμε στη συνέχεια:
1. Καταρχάς θα πρέπει να διευκρινίσουμε αυτό που τονίζει η Πατερική μας παράδοση: Η Μεταμόρφωση του Χριστού στην πραγματικότητα είναι Μεταμόρφωση των ίδιων των μαθητών: ο Χριστός, ων πάντοτε Θεός και άνθρωπος, έχοντας ενωμένες τις δύο Του φύσεις «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως, αχωρίστως» στη μία Του θεϊκή υπόσταση-προσωπικότητα, δεν αλλάζει ποτέ: παραμένει πάντοτε ο Ίδιος. Στο γεγονός της Μεταμορφώσεως λοιπόν δεν προσλαμβάνει κάτι που δεν το είχε, αλλά αυτό που ήταν, το δίνει «κατά μέρος», να το δουν και να το νιώσουν και οι τρεις μαθητές Του. Κι αυτό που τους αποκαλύπτει είναι η θεϊκή Του δόξα. Μέχρι τότε οι μαθητές ζούσαν τον Κύριο ως άνθρωπο, ενώ ελάχιστα διαισθάνονταν τη θεϊκή Του προέλευση. Στο όρος Θαβώρ ικανώνονται από το Πνεύμα του Θεού, το Οποίο ως νέφος τους περιέλαμψε και τους άνοιξε τους πνευματικούς οφθαλμούς – έχουμε και πνευματικές αισθήσεις που λειτουργούν ή όχι ανάλογα με τη σχέση που έχουμε με τον Θεό – να δουν με «μετασκευασμένους» οφθαλμούς τη θεϊκή λάμψη, το «άκτιστον φως» του Χριστού. Η Μεταμόρφωση λοιπόν είναι Μεταμόρφωση των μαθητών, που με άλλα μάτια είδαν τα συγκλονιστικά του όρους Θαβώρ, δηλαδή τον Χριστό, αλλά και στη θεϊκή Του διάσταση. Την πραγματικότητα αυτή η Εκκλησία μας διαρκώς τη διαλαλεί, καθημερινά, όταν μεταξύ των άλλων μας επισημαίνει: «Εν τω φωτί Σου, Κύριε, οψόμεθα φως». Μόνον όταν ο άνθρωπος λάβει το φως του Θεού, μπορεί τότε να δει το φως του Θεού. Ο άνθρωπος «βλέπει» ανάλογα με ό,τι έχει μέσα του.
2. Όπως είπαμε, αυτά που είδαν οι μαθητές για τον Χριστό ήταν ό,τι μπορούσαν να αντέξουν. Κατά το κοντάκιο της εορτής, «Επί του όρους μετεμορφώθης, και ως εχώρουν οι μαθητές Σου, την δόξαν Σου, Χριστέ ο Θεός, εθεάσαντο». Κι είναι ευνόητο: Ο άνθρωπος είναι πεπερασμένος και ο Θεός είναι άπειρος. Επομένως ο άνθρωπος, όπως και όλη η δημιουργία, ακόμη και οι άγγελοι, όχι μόνον δεν μπορεί να δει και να μετάσχει στην ουσία του Θεού – αυτό είναι μόνο για την αγία Τριάδα – αλλά μπορεί να δει και να μετάσχει σ’ αυτό που λέμε ενέργεια του Θεού, αλλιώς στη χάρη ή τη δόξα ή το φως Του, μόνον εκ μέρους, όσο αντέχει. Αυτό που λαμβάνει όμως από τον Θεό ως παροχή της χάρης Του είναι ό,τι ανώτερο για εκείνον. Κάτι παραπάνω θα τον «διέλυε» και θα τον «σκότωνε». «Κανείς δεν μπορεί να δει τον Θεό και να ζήσει».
3. Γιατί ο Κύριος θέλησε να τους δώσει αυτήν τη χάρη, να δουν τη θεϊκή Του δόξα; Διότι μετά από λίγο ακολουθούν τα γεγονότα του Πάθους, άρα έπρεπε οι μαθητές να κατανοήσουν ότι το Πάθος ήταν εκούσιο, ότι ήταν η επιλογή του ενανθρωπήσαντος Θεού, για να σώσει το ανθρώπινο γένος, αίροντας την αμαρτία του επί του Σταυρού. Όπως το επισημαίνει το κοντάκιο και πάλι: «ίνα όταν Σε ίδωσι σταυρούμενον, το μεν πάθος νοήσωσιν εκούσιον, τω δε κόσμω κηρύξωσιν ότι συ υπάρχεις αληθώς του Πατρός το απαύγασμα». Ο Χριστός «έδει παθείν», διότι η αμαρτία του ανθρωπίνου γένους ήταν τέτοια, που μόνον ο λόγος, το κήρυγμα δεν ήταν ικανό να σώσει τους ανθρώπους. Έπρεπε να πάθει ο Ίδιος ο Θεός εν σαρκί, γεγονός που φανερώνει την τραγικότητα στην οποία είχε περιέλθει η ανθρωπότητα, αλλά και το άπειρο μέγεθος της αγάπης του Θεού απέναντι σ’ αυτήν.
4. Στη μέσα στο φως της λάμψης του Θεού θέα του προσώπου του Χριστού, οι μαθητές συνειδητοποιούν και την προοπτική του ανθρώπου, μετά τον ερχομό Εκείνου. Όπως φανερώθηκε ο Χριστός, σαν ήλιος πρωϊνός, έτσι θα φανερωθούμε κι εμείς κατά τη Δευτέρα Του Παρουσία, όταν ακολουθούμε τον Χριστό. Μη ξεχνάμε ότι ο Χριστός ενσωμάτωσε τον άνθρωπο στον ίδιο Του τον εαυτό, κάτι που ενεργοποιείται έκτοτε δια του αγίου βαπτίσματος και βιώνεται αυξητικά μέσα στην Εκκλησία διά των μυστηρίων και της εφαρμογής των εντολών Του, κι αυτή η ενσωμάτωση τον έκανε μέλος Του, δηλαδή δική Του προέκταση, επομένως ό,τι Εκείνος ζει, αυτό αποτελεί και θα αποτελέσει ζωή και των πιστών ανθρώπων. Όταν ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και οι Πατέρες των Συνόδων του 14ου αι. τόνιζαν την πραγματικότητα μετοχής στο άκτιστο φως του Θεού, κατά αναλογία με ό,τι συνέβη στο όρος Θαβώρ με τους τρεις μαθητές, ήδη από τη ζωή αυτή, ας φανταστούμε την ασύλληπτη μέθεξη του πιστού σ’ αυτό το φως μετά τον ερχομό Του για δεύτερη φορά, όταν ο άνθρωπος όχι μόνον ως ψυχή, αλλά και με το σώμα του θα μετέχει σ’ Εκείνον. Τότε θα λάμψουν οι άγιοι ως ήλιος, όπως έλαμψε κι ο Χριστός. Με τη Μεταμόρφωση λοιπόν αποκαλύπτεται και το μεγαλείο της προοπτικής του ανθρώπου, αυτό που οι άγιοί μας το ονομάζουν «θέωση».
5. Σ’ αυτήν την ένθεη κατάσταση μετοχής στο φως του Χριστού βλέπουμε ότι ανακαινίζεται μαζί με τον άνθρωπο και η ίδια η φύση. Πώς το βλέπουμε αυτό; Μέσα από τα ενδύματα του Χριστού. Και αυτά έλαμψαν και έγιναν λευκά σαν το χιόνι. Δηλαδή, η χάρη του Χριστού μεταγγίστηκε κατά κάποιο τρόπο και στα υλικά πράγματα, σημείο μετοχής και της φύσεως, όπως είπαμε, στη δόξα του Θεού. Και τούτο γιατί η φύση δεν είναι κάτι κακό ή κατώτερο και συνεπώς αποβλητέο, αλλά στη χριστιανική πίστη αναβαθμίζεται και αυτή, βρίσκοντας την πραγματική της θέση: να είναι βοηθός του ανθρώπου στη σωτηρία του. Η φύση ανήκει στον Θεό και την έδωσε στον άνθρωπο για να είναι ο χώρος κατοικίας του, που σημαίνει ότι η φύση προσέβλεπε στον άνθρωπο ως τον βασιλιά της. Ξέπεσε στην αμαρτία ο άνθρωπος λοιπόν, ξέπεσε και η φύση. Και με την αποκατάσταση του ανθρώπου εν Χριστώ, αποκαθίσταται και αυτή. «Η προσμονή της φύσεως, μας λέει ο απόστολος Παύλος, είναι να σωθεί ο άνθρωπος, ώστε με τη σωτηρία αυτού να σωθεί και εκείνη». Έτσι η Μεταμόρφωση είναι μία ισχυρή απάντηση σ’ όλους εκείνους που ήθελαν και θέλουν να βλέπουν τον χριστιανισμό ως μία πνευματοκρατία ή ως ένα ιδεαλισμό, με υποτίμηση και άρνηση της φύσεως.
6. Φάνηκαν όμως ο Μωϋσής και ο Ηλίας στο όρος Θαβώρ, πρόσωπα της Παλαιάς Διαθήκης, που έζησαν αιώνες πολλούς προ Χριστού. Τι σημαίνει τούτο; Πρώτον, ότι ο Κύριος είναι Κύριος της ζωής και του θανάτου. Το γεγονός ότι οι μαθητές βλέπουν αυτούς τους αγίους, κεκοιμημένους  ή απόντες από τον κόσμο αυτό από τόσο παλιά, είναι μία ισχυρότατη απόδειξη ότι αυτοί ζουν εν Θεώ. Ο θάνατος δεν είναι το τέλος της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο άνθρωπος εναποθέτει το σώμα του, αλλά η ψυχή του, με τη χάρη του Θεού, συνεχίζει να ζει. Κι αυτό το σώμα, όπως η δυναμική της αναστάσεως του Κυρίου έφερε, θα αναστηθεί για να ενωθεί με την ψυχή και πάλι. Ο θάνατος λοιπόν με τον Χριστό έγινε μία απλή δίοδος, που μας οδηγεί μέσα στην αγκαλιά του Χριστού, πολύ πιο έντονα και άμεσα όμως: «πρόσωπον προς πρόσωπον». Μία προεικόνιση αυτού του γεγονότος είναι και η παρουσία των προφητών αυτών στο Θαβώρ. Κι από την άλλη: ο Κύριος φανερώνεται ότι αποτελεί το κέντρο και της Παλαιάς Διαθήκης. Η Παλαιά Διαθήκη, που συγκεφαλαιώνεται στον Νόμο και τους Προφήτες – τον Μωϋσή και τον Ηλία – συνιστά την πρώτη αποκάλυψη του Χριστού, με αποκορύφωση τον ερχομό Του στην Καινή. Παλαιά και Καινή αποτελούν ένα ενιαίο γεγονός, που δεν μπορεί κανείς να ξεχωρίσει, χωρίς να διαστρεβλώσει και τα δύο. Η Μεταμόρφωση λοιπόν δίνει απάντηση και στο θέμα αυτό. Η Παλαιά Διαθήκη έχει χριστοκεντρικό χαρακτήρα. Ο Κύριος συνιστά το νόημα και εκείνης.
Η θεολογία της Μεταμορφώσεως του Κυρίου είπαμε από την αρχή ότι συγκεφαλαιώνει όλη την πνευματική ζωή της Εκκλησίας. Αποκαλύπτει εκτός από τον Χριστό και τον άνθρωπο στην προοπτική του. Αλλά προϋποθέτει αυτό που προϋποθέτουν όλα τα πνευματικά γεγονότα στην Εκκλησία: την ετοιμότητα του ανθρώπου αποδοχής του πλούτου που περιέχει. Ποτέ δηλαδή κανένα πνευματικό γεγονός δεν προσφέρεται στον άνθρωπο, χωρίς αυτός να μπορεί πνευματικά να το αντέξει. Όπως ένα πλουσιότατο γεύμα δεν μπορεί να προσφερθεί σε ένα βρέφος, κατά τον ίδιο τρόπο ο πλούτος της χάριτος του Θεού, που τονίζεται στη Μεταμόρφωση απαιτεί τον «ενηλικιωμένο» χριστιανό. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας «τρέμει» μπροστά σε φαινόμενα νεανικού ενθουσιασμού, δηλαδή όταν νεαροί που ακούνε για «άκτιστον φως», νομίζουν ότι μπορούν χωρίς κόπο, εύκολα, να το αποκτήσουν. Και δυστυχώς τα αποτελέσματα είναι τραγικά. Τα λεγόμενα «νεανικά ναυάγια» δεν είναι μόνο σε θέματα ηθικής, αλλά δυστυχώς και σε θέματα πνευματικά. Κι εκείνο που πολύ καθαρά μας δίνει τις προϋποθέσεις βιώσεως της χορηγίας χάρης της Μεταμορφώσεως είναι ο ύμνος που λέει: «κα μες στράψωμεν, τας θείαις λλοιώσεσιν, ατν κατασπαζόμενοι (την θείαν Μεταμόρφωσιν). ρος ψηλότατον τν καρδίαν, κεκαθαρμένην κ παθν, χοντες ψόμεθα, Χριστο τν Μεταμόρφωσιν, φωτίζουσαν τν νον μν». Δηλαδή: Ας αστράψουμε κι εμείς από τις θείες αλλοιώσεις (της Μεταμορφώσεως), καταφιλώντας την (μέσα στην αγκαλιά μας). Έχοντας την καρδιά μας ως υψηλότατο όρος, καθαρισμένη από τα πάθη, θα δούμε τη Μεταμόρφωση του Χριστού να φωτίζει τον νου μας. Η κάθαρση της καρδιάς μας, δια της μετανοίας και της τηρήσεως των εντολών του Χριστού, είναι η προϋπόθεση για να δούμε κι εμείς το φως του Χριστού να λάμπει μέσα μας. Γένοιτο.
 παπα Γιώργης Δορμπαράκης 

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η μεταμόρφωση του Χριστού και η σημασία της για μας

Συγγραφέας: kantonopou στις 5 Αυγούστου 2013

Η Μεταμόρφωση δεν είναι από τις εορτές που το περιεχόμενό τους μπορεί να εξαντληθεί στην ανάμνηση ενός γεγονότος. Η ευρύτητα του εορτασμού είναι ανάλογη και με το θεολογικό και σωτηριολογικό περιεχόμενο της εορτής. Η Εκκλησία έθεσε τη Μεταμόρφωση του Χριστού εορτολογικά στο κέντρο του διαστήματος από το Πάσχα μέχρι τα Χριστούγεννα. Χονδρικά μεσολαβεί περίπου το ίδιο διάστημα -τέσσερις μήνες- ανάμεσα στις τρεις μεγάλες Δεσποτικές εορτές. Η Μεταμόρφωση, μαζί με την Ενανθρώπιση και το Πάσχα, είναι ένας από τους πνευματικούς σταθμούς της ανθρώπινης πορείας μέσα στο χρόνο. Κι αυτό δείχνει πως η Εκκλησία δεν θεώρησε ποτέ τη Μεταμόρφωση ως ένα απλό θαύμα, αλλά ως μία πράξη του Χριστού τής ίδιας σημασίας για την σωτηρία μας με την Ενσάρκωση και την Ανάσταση. Γι’ αυτό πρόταξε την νηστεία, γι’ αυτό περικύκλωσε την κυρία ημέρα της εορτής με προεόρτια και μεθέορτα.
Μια και τόσο μεγάλη είναι η εορτή, καλό θα είναι να μιλήσουμε λίγο για το νόημά της, έτσι που ο εορτασμός μας να έχει μια σωστή θεμελίωση και να μην εξαντλείται στην τήρηση των πατροπαράδοτων εθίμων.
Η Μεταμόρφωση του Χριστού είναι ένα επεισόδιο από την επίγεια δράση του, που έλαβε χώρα λίγο πριν από την πορεία του προς την Ιερουσαλήμ, πορεία που απέληξε στο Πάθος και την Ανάσταση. Μαζί με την Βάπτιση έχει κοινή την αποκάλυψη της αγίας Τριάδος. Μαζί με την Ανάσταση έχει κοινή την αποκάλυψη της δόξας του Θεού. Μαζί με την Πεντηκοστή έχει κοινή την δημιουργική επενέργεια του Παρακλήτου.
Είναι αποκάλυψη του Θεού προς τον άνθρωπο η Μεταμόρφωση, που βοηθά στη σωτηρία μας με τη σωστή θεογνωσία και ανθρωπογνωσία που παρέχει. Αποκαλύπτεται σ’ αυτήν ποιός είναι ο Χριστός, αλλά συγχρόνως και ποιός είναι ο άνθρωπος και που βαδίζει η ιστορία μας. Αυτά τα τρία σημεία θα δούμε στη συνέχεια -χωρίς φυσικά και να εξαντλούμε το νόημά της.
Μας δείχνει η Μεταμόρφωση ποιός είναι ο Χριστός. Πολλοί σύγχρονοί μας έχουν για τον Χριστό την πλανεμένη αντίληψη πως είναι ένας μεγάλος δάσκαλος ή ένας ηθικολόγος. Η Μεταμόρφωσή του όμως αποκαλύπτει ότι είναι Υιός του Θεού. Η αλλαγή της μορφής του, το θεϊκό άκτιστο φως που το περιτριγύρισε, η ουράνια φωνή του Πατρός που μαρτύρησε για τη θεϊκή του φύση, όλα δείχνουν ότι είναι Θεός. Μπορεί να έζησε ανάμεσά μας με την μορφή δούλου, μπορεί από αγάπη για μας να υπέμεινε το σταυρικό θάνατο, δεν παύει όμως ούτε στιγμή να είναι ο Λόγος του Θεού που ενανθρώπησε, δίδαξε, έπαθε και αναστήθηκε από απέραντη αγάπη για το πλάσμα του, τον άνθρωπο. Επειδή είναι Θεός, γι’ αυτό είναι και σωτήρας μας. Επειδή είναι Θεός, γι’ αυτό τα λόγια του και η ζωή του είναι δεσμευτικά για τους πιστούς. Επειδή είναι Θεός, γι’ αυτό η ζωή και το έργο του είναι το κέντρο της πίστεώς μας.
Δεν είναι μόνο Θεός όμως ο Χριστός. Είναι και άνθρωπος, τέλειος άνθρωπος, ο πρώτος αληθινός άνθρωπος στην ιστορία του γένους μας. Είναι ο νέος Αδάμ, που συνομιλεί και πάλι με τον Θεό και Πατέρα, όπως ο παλαιός Αδάμ στον Παράδεισο. Είναι όμως πολύ παραπάνω από τον παλαιό, τον πρώτο Αδάμ ο Χριστός. Γιατί έχει ένα καινούριο γνώρισμα, που δεν μπόρεσε να αποκτήσει εκείνος, την ομοίωση με τον Θεό. Και ως άνθρωπος ο Χριστός είναι όμοιος με τον Θεό. Γιατί με την απόλυτη υπακοή του έγινε όμοιος με τον Λόγο, με τη θεϊκή φύση του. Η θέλησή του η ανθρώπινη ακολούθησε από την πρώτη στιγμή και μέχρι την ώρα του θανάτου τη θεϊκή του θέληση. Η επιθυμία του η ανθρώπινη ήταν ταυτισμένη με τη θεϊκή επιθυμία του. Έτσι έγινε και ως άνθρωπος αυτό που ήταν ως Θεός: Υιός του Θεού. Αυτό ακριβώς είναι που μας δίνει τη δυνατότητα της σωτηρίας, ότι δηλ. ο Χριστός θέωσε την ανθρώπινη φύση μας.
Ανέλαβε να κάνει ό,τι δεν κατόρθωσε ο παλαιός Αδάμ, να κάνει τον άνθρωπο υιό του Θεού με τη θέωση της φύσεώς του. Θεός αληθινός και άνθρωπος αληθινός αποκαλύπτεται κατά τη Μεταμόρφωσή του ο Χριστός. Θεός αληθινός, γιατί το μαρτυρεί η ουράνια φωνή και ο ερχομός του Μωυσή και του Ηλία. Θεός αληθινός, όπως το δείχνει η στάση των μαθητών του και η έκπληξή τους. Άνθρωπος αληθινός όπως το δείχνει η αλλαγή της μορφής του, όταν αποκαλύφθηκε στη θεωμένη μορφή της. Άνθρωπος αληθινός, όπως ήταν και πριν και μετά από τη Μεταμόρφωση ανάμεσά μας.
Μας αποκαλύπτει έτσι η Μεταμόρφωση του Χριστού και την αληθινή φύση του ανθρώπου. Γνωρίζοντας από κοντά την θεωμένη φύση του Χριστού, όπως αποκαλύφθηκε κατά την ένδοξη εμφάνισή του στο όρος Θαβώρ, μαθαίνομε συγχρόνως και τη δική μας αληθινή φύση. Δεν ήμαστε αυτό που με τόση ευκολία και ευπιστία νομίζομε. Δεν είναι η αληθινή φύση μας αυτή που θεωρούμε πραγματικότητα με βάση την καθημερινή εμπειρία. Αυτά όλα φαίνονται, μα δεν είναι αληθινά, γιατί δεν εκφράζουν την βούληση του Θεού για το γένος μας, όταν το έπλασε. Ίσως μιλήσει κάποιος για πραγματικότητα. Είναι όμως, αληθινά πραγματικότητα το μίσος, το άγχος, ο φόβος του θανάτου, τα κόμπλεξ, η αποξένωση από τον συνάνθρωπο; Είναι στ’ αλήθεια πραγματικότητα οι καυγάδες, η ζήλεια, ο πόλεμος και η διαμάχη ανάμεσα στους ανθρώπους, που ο Θεός έπλασε για να ‘ναι αδελφοί; Η απάντηση της Μεταμορφώσεως είναι μονοσήμαντη: όχι, δεν είναι αυτή η ανθρώπινη φύση, όπως την θέλει και την έπλασε ο Θεός. Η πραγματικότητα είναι η αλήθεια που παρουσιάστηκε ζωντανή στον κόσμο με τον Χριστό. Είναι η πραγματικότητα του Χριστού. Αυτός έδειξε ποιός είναι ο αληθινός άνθρωπος.
Η αληθινή ανθρώπινη ύπαρξη είναι όμως δυνατή μέσα στο κοινωνικό σύνολο, μέσα στα πλαίσια της ανθρώπινης ιστορίας. Κι αυτό μας το θυμίζουν τα πρόσωπα που παρίστανται στη Μεταμόρφωση. Την μέχρι τότε πορεία του ανθρώπου τη θυμίζουν ο Μωϋσής και ο Ηλίας. Ο μεγάλος νομοθέτης και ο Προφήτης που μετατέθηκε ζωντανός κοντά στο Θεό μέσα στο πύρινο άρμα της θεϊκής δόξας. Αυτοί είναι όσοι βάδισαν συνειδητά προς τον Χριστό, όσοι έζησαν προσμένοντας τη δόξα του. Και κοντά σ’ αυτούς οι τρεις Απόστολοι, οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας. Αυτοί προγεύονται την τελική δόξα. Ζουν από τώρα κιόλας, από το παρόν την αλλαγή που προσμένει όλους τους πιστούς στο μέλλον. Παίρνουν από τώρα μια γεύση της θαυμαστής αλλαγής. Για να μπορούν να μαρτυρήσουν μέσα στον κόσμο για τη θεϊκή δωρεά. Για να έχουν καθαρή την αίσθηση και να μη ξεγελιούνται από τα ψεύτικα φώτα του παρόντος. Για να φωτίσουν τους άλλους με το άκτιστο φως που την ομορφιά του πρώτοι οι ίδιοι δοκίμασαν. Βλέπουν οι Απόστολοι τον Χριστό «εν ετέρα μορφή», για να πάρουν μια ιδέα πώς θα γίνουν και οι ίδιοι, αλλά και όλοι οι πιστοί στο τέλος των καιρών, όταν το φως της παρουσίας του Θεού θα φωτίζει τον κόσμο. Για τον Μωϋσή και τον Ηλία η Μεταμόρφωση είναι η ώρα που εκπληρώνεται η προσδοκία τους. Για τους τρεις Αποστόλους και για μας είναι η στιγμή που ανοίγει ένα παράθυρο στον μελλούμενο κόσμο.
Αυτό το τελευταίο σημείο αξίζει να το δούμε από πιο κοντά. Ζούμε καθημερινά τις κραυγαλέες επαγγελίες διαφόρων ιδεολογιών για το μέλλον. Τη δική μας άποψη, τη χριστιανική τη δίνει η Μεταμόρφωση. Όχι με θεωρίες και λόγια, αλλά με μια αποκαλυπτική πράξη του Θεού.
Το τέλος του δρόμου μας δεν απολήγει σε μια υλική άνεση, όπως υποστηρίζουν παλαιοί και νέοι, θρησκευόμενοι ή άθεοι, χιλιαστές. Δεν βρίσκονται σ’ ένα συμπόσιο με υλικά αγαθά οι τρεις Απόστολοι. Δεν είναι η υλική ευημερία που τους θαμπώνει ούτε η τεχνολογική ανάπτυξη που τους εμπνέει αυτή τη στιγμή. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν σκέπτονται τί θα φάνε ή τί θα ντυθούν ή πού θα μείνουν. Τους αρκεί να κάνουν μια σκηνή -κι αυτήν όχι για τον εαυτό τους! Η ευτυχία τους δεν βρίσκεται στην ύλη, αλλά στην πνευματική αγαλλίαση, στη θέα του ακτίστου θεϊκού φωτός που τους περιβάλλει. Κι εδώ φαίνεται πόσο είχαν καταλάβει σωστά το νόημα της αποκαλύψεως του Θεού εν Χριστώ. Ο άνθρωπος ζητεί στην Κυριακή προσευχή να έλθει η βασιλεία του Θεού, να γίνει το θέλημά Του, να αγιαστεί το όνομά Του πάνω στη γη. Αυτά όλα μπορούν να συνοψισθούν στην αποκάλυψη της δόξας του Θεού. Κι αυτή τη δόξα την είχαν μπροστά στα μάτια τους οι μαθητές, όταν είδαν το φως της να λάμπει γύρω στον μεταμορφωμένο Χριστό. Τί άλλο ήθελαν; Είχαν κιόλας το πλήρωμα κάθε ανθρώπινης επιθυμίας…
Στο τέλος του δρόμου μας δεν βρίσκεται ούτε η ηθική πληρότητα ούτε η ολοκλήρωση της προσωπικότητας του ανθρώπου, με την έννοια που τους δίνομε συνήθως. Κάτι τέτοιο είναι καθαρά ανθρώπινο όνειρο, που βασίζεται στην ψευδαίσθηση του ανθρώπου, ότι μπορεί τάχα από μόνος του να φτάσει σ’ ένα τέλος. Η Μεταμόρφωση όμως δείχνει ότι ένας παρόμοιος δρόμος δεν οδηγεί πουθενά. Δεν αποκαλύπτεται το άκτιστο φως σε ηθικά τέλειους ανθρώπους σαν αμοιβή ούτε είναι το επιστέγασμα της ολοκληρώσεως της προσωπικότητάς των. Οι μαθητές του Χριστού δεν είναι τέλειοι με τα μέτρα των ηθικολόγων, παλαιών και συγχρόνων. Είναι απλά άνθρωποι, που ο Θεός τους δέχεται όπως είναι, με μόνο κριτήριο την απλότητα της καρδίας των που φλέγεται από αγάπη για τον Χριστό. Αυτό είναι το μοναδικό προσόν του ανθρώπου, που στη συνέχεια μεταμορφώνει και αλλάζει ριζικά το άγιο Πνεύμα.
Αυτό σημαίνει όμως ευθύνη και ελπίδα συνάμα για τον καθένα μας. Ελπίδα, γιατί πάντα μας προσμένει ο Θεός, για να μας αποκαλύψει με τη δύναμη του ακτίστου φωτός του τον καινούριο κόσμο και να μας μεταμορφώσει σε πολίτες της βασιλείας του. Ευθύνη, γιατί από τη δική μας αγάπη για τον Θεό και τον Κύριο Ιησού εξαρτάται η σωτηρία μας και η μετοχή μας στην δόξα του Θεού.
Το φως του Θαβώρ δεν περιορίστηκε στους τρεις Αποστόλους. Από την ημέρα της Πεντηκοστής καταυγάζει την Εκκλησία του Χριστού και σκορπίζεται στον κόσμο με την παρουσία των αγίων του. Δικό μας καθήκον και δική μας χαρά και ελπίδα είναι να δοκιμάσουμε την αγαλλίαση της δόξας του Θεού με τη δική μας προσωπική μετοχή σ’ αυτή την θεϊκή αποκάλυψη.

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Λόγοι Αγίων Πατέρων για το Άγιο Πνεύμα

Συγγραφέας: kantonopou στις 25 Ιουνίου 2013

Το Άγιο Πνεύμα είναι Πνεύμα Θεού, Πνεύμα Χριστού, νους Χριστού, Πνεύμα Κυρίου, Κύριος, Πνεύμα Υιοθεσίας, αληθείας, ελευθερίας, Πνεύμα σοφίας, συνέσεως, βουλής, ισχύος, γνώσεως, ευσεβείας, φόβος Θεού.
Το Άγιο Πνεύμα είναι Πνεύμα δημιουργό που αναγεννά δια του βαπτίσματος και δια της Αναστάσεως. Είναι Πνεύμα που γνωρίζει τα πάντα, διδάσκει, πνέει όπου και όσο θέλει, οδηγεί, λαλεί και αποστέλλει.
Το Άγιο Πνεύμα αποκαλύπτει, φωτίζει, ζωοποιεί, μάλλον δε είναι το ίδιο φως και ζωή. Καθιστά τους ανθρώπους ναούς, τους θεοποιεί και τους τελειοποιεί.
Το Άγιο Πνεύμα είναι η πηγή της σοφίας και μπορεί να εξηγεί και να διασαφηνίζει τα πάντα, είναι αυτεξούσιο και αναλλοίωτο, είναι παντοδύναμο, επιβλέπει τα πάντα και διεισδύει σ’ όλα τα πνεύματα. Το Άγιο Πνεύμα είναι αυτό που μοιράζει τα χαρίσματα, είναι νοερό, πολυμερές, σαφές, ευκρινές, ανεμπόδιστο και αμόλυντο.
 Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Το σώμα του Χριστού υπήρξε καρπός του Αγίου Πνεύματος, διότι το Άγιο Πνεύμα και δύναμη προερχομένη από τον Ύψιστο επισκέφθηκε την αγία Παρθένο, η οποία δι’ αυτού του τρόπου συνέλαβε τον Σωτήρα.
Μέγας Αθανάσιος
Όπως το σώμα μας, είτε ασθενεί είτε όχι, είναι αδύνατο να κινείται ή γενικά να ζει χωρίς ψυχή, έτσι και η ψυχή, είτε αμαρτήσει είτε όχι, χωρίς το Άγιο Πνεύμα είναι νεκρή και δεν μπορεί να ζήσει την αιώνια ζωή.
Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος
ΠΗΓΗ-Εκκλησία Παναγίας Αγίας Νάπας

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Κυριακή της Πεντηκοστής -Το Άγιο Πνεύμα και η δόξα

Συγγραφέας: kantonopou στις 23 Ιουνίου 2013

«Ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η Γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος. Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν . ούπω γαρ ην Πνεύμα Άγιον, ότι Ιησούς ουδέπω εδοξάσθη» (Ιωάν. 7, 38-39). Με τη φράση αυτή ο ευαγγελιστής Ιωάννης μας δείχνει τις ευλογίες και τον τρόπο ζωής που αποκτά όποιος είναι μέλος του σώματος του Χριστού, της Εκκλησίας δηλαδή. Και αυτό γίνεται την στιγμή που λαμβάνουμε, στο μυστήριο του Βαπτίσματος, το Χρίσμα, δηλαδή το Άγιο Πνεύμα μας καθιστά τέλεια μέλη του σώματος του Χριστού, δίδοντάς μας την χάρη και το δικαίωμα να συμμετέχουμε όχι μόνο στα μυστήρια, αλλά και στην αιώνια δόξα την οποία ο Χριστός πρώτος προσέδωσε στην ανθρώπινη φύση, συνεργεία του Αγίου Πνεύματος. Και είναι τρία τα χαρακτηριστικά αυτής της δόξας, η οποία ξεκινά από τον παρόντα χρόνο και κόσμο και τελειούται στην αιώνια ζωή: είναι ο κορεσμός της δίψας για νόημα, αιωνιότητα και όντως ζωή. Είναι η έκλυση αυτού του ζώντος ύδατος από τα εσώτερα της ύπαρξης προς όλο τον κόσμο. Και είναι η διατήρηση του Αγίου Πνεύματος  στην πίστη και τη ζωή της Εκκλησίας.  Αυτά τα τρία στοιχεία οδηγούν τον άνθρωπο από δόξης εις δόξαν.
                Η παρουσία του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Αγίου Πνεύματος, στην ζωή μας λύνει το μεγάλο ερώτημα που ταλαιπωρεί κάθε άνθρωπο: «γιατί υπάρχουμε; ποιος είναι ο προορισμός μας; τι συμβαίνει όταν πεθαίνουμε;». Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος μάς δείχνει ότι υπάρχουμε γιατί ο Θεός το θέλησε. Είμαστε παιδιά Του. Και σκοπός της ζωής μας είναι να ανακαλύπτουμε την υιότητά μας. Να βρίσκουμε σε κάθε περίσταση της ζωής μας, ευχάριστη και δυσάρεστη, ακόμη και στο βιολογικό μας τέλος, τα σημάδια της αγάπης του Θεού και τελικά τον Ίδιο.  Δεν είμαστε αυτόφωτοι και αυθύπαρκτοι. Έχουμε αρχή και τέλος στο χρόνο, όχι όμως και σε ό,τι αφορά στη σχέση μας με το Θεό που υπερβαίνει το χρόνο. Και σκοπός της ζωής μας είναι να πράττουμε κατά τις εντολές του Θεού, για να αναβαπτιζόμαστε στη χάρη που η σχέση μας μαζί Του μας προσφέρει. Και αυτή η σχέση γίνεται αιώνια. Δεν αφήνει ο Θεός την ψυχή μας στον Άδη (Ψαλμ. 15). Δεν εκμηδενιζόμαστε στην κόλαση της ανυπαρξίας ή της μοναξιάς, αλλά ζούμε την υιότητα για πάντα.
                Το βίωμα της υιότητας γίνεται κατάσταση που αγκαλιάζει όλη την ύπαρξή μας. Η παρουσία του Αγίου Πνεύματος ξεχειλίζει. Είναι γενναιόδωρη. Και ό,τι πλημμυρίζει, δεν κρύβεται. Πληροί και αυτόν που το ζει και γίνεται πηγή που ξεδιψά και τους άλλους. Αυτός είναι ο δρόμος και ο τρόπος της αγιότητας. Ο άνθρωπος που πιστεύει στο Χριστό και λαμβάνει το Άγιο Πνεύμα στη ζωή της Εκκλησίας αποκτά την αγιότητα. Και άγιος είναι εκείνος που αυθόρμητα αναλαμβάνει την αποστολή να δώσει αυτό που έχει και ζει, ανεξαρτήτως αν οι άλλοι οι άνθρωποι καταλάβουν τη χαρά που ζει. Καταλάβουν το φως που έχει στην καρδιά του. Καταλάβουν  γι’Αυτόν που τους μιλά και γι’ αυτό που ζει. Για την ανακαίνιση της ύπαρξης χάρις στην πίστη. Για την επιλογή της θυσίας και της αγάπης. Για την άσκηση και την μετάνοια. Για τον αγώνα εναντίον του πολυποίκιλου κακού. Για την συγχώρεση και την συνύπαρξη.   Για το μαρτύριο του αίματος και της συνείδησης. Για την επιλογή της διαφορετικότητας που όμως δεν αποκόπτει, αλλά περιλαμβάνει τους πάντες. Κι αν κόμη εκείνοι δεν θέλουν, δε λησμονεί την προσευχή για όλους. Τον κόσμο και την δημιουργία. Ο άγιος είναι αυτός που νιώθει να ξεχειλίζει η ύπαρξή του από τη χάρη του Πνεύματος και την παρουσία του Θεού. Και γίνεται η πηγή που ξεδιψά όσους το επιθυμούν. Ακόμη κι αν  αμφισβητούν και την πηγή και το ζων ύδωρ.
                Η υιότητα και η αγιότητα γίνονται φως τοις πάσι. Γίνονται ζωή στον κόσμο αυτό και στην αιωνιότητα. Και είναι η δόξα του ανθρώπου που φωτίζεται από το Άγιο Πνεύμα εντελώς διαφορετική από αυτήν που τα ανθρώπινα μέτρα προσφέρουν. Δεν έχει να κάνει με τις τιμές των ανθρώπων ούτε την υστεροφημία. Δεν έχει να κάνει με τα οικονομικά κίνητρα, ούτε με την ενασχόληση των άλλων με αυτόν που εν Αγίω Πνεύματι δοξάζεται.   Ούτε με πρωτοσέλιδα ή επαίνους. Η εν Αγίω Πνεύματι δόξα αποδίδει στον άνθρωπο το αρχαίον κάλλος. Του δίδει την ελευθερία από κάθε ανάγκη. Του δίδει την χάρη της Αληθείας. Τον καθιστά δυνατό στην καρδιά. Και αίρει κάθε φόβο από την ύπαρξη. Την ίδια στιγμή κάνει τον άνθρωπο να χαίρεται την οδό της πνευματικότητας.  Σκέπτεται το Θεό και ζει κατά Θεόν. Δεν επιδιώκει τα του κόσμου, αλλά υπερβαίνει τον κόσμο. Και αγαπώντας το Θεό και το συνάνθρωπο, ο δεδοξασμένος παρά του Αγίου Πνεύματος, ζει την ανάσταση από τον θάνατο της εκκοσμίκευσης και της κακότητας, όπως επίσης υπερβαίνει και την ανάγκη προσαρμογής στα δεδομένα του κόσμου, γιατί ξέρει ποια είναι η αληθινή του πατρίδα. Και δεν παραδίδεται στο θέλημα και τον τρόπο των πολλών, αλλά αναζητεί το Θεό σε κάθε στιγμή και σε κάθε πρόσωπο, ενώ σε κάθε πρόκληση έχει μέσα του αυτόματο ως φυσική του κατάσταση το τι θέλει ο Θεός.  
                Καθώς εορτάζουμε την Πεντηκοστή, καλούμαστε να ξαναβρούμε στη ζωή μας αυτά τα τρία στοιχεία: την υιότητα, την αγιότητα και την πνευματικότητα. Και τα τρία μας δίνουν τη δόξα που ξεπερνά τα μέτρα του κόσμου. Για να τα βρούμε και να τα σπουδάσουμε προϋπόθεση είναι η ζωή της Εκκλησίας, η οποία μας αγιάζει και μας δείχνει το Άγιο Πνεύμα. Η δόξα της πίστης, όσο κι αν δεν φαίνεται να  συγκινεί τον κόσμο μας, είναι μία πρόκληση να την αναζητήσουμε, υπερβαίνοντας έτσι  τα στίγματα των πταισμάτων και ζώντας την Αλήθεια του Τριαδικού Θεού. Φώτιση και επιφοίτηση, αγώνας και ελπίδα η πρόταση ζωής της Εκκλησίας. Ας την αναζητήσουμε εν Πνεύματι και αληθεία.
 Κέρκυρα, 23 Ιουνίου 2013
 π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Γιατί δεν απεικονίζεται η Θεοτόκος στην Ορθόδοξη εικόνα της Πεντηκοστής.(Λ. Οὐσπένσκυ)

Συγγραφέας: kantonopou στις 22 Ιουνίου 2013

Πεντηκοστή 1

Η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος αντιστοιχεί πλήρως προς τα λειτουργικά κείμενα της Πεντηκοστής μεταφέροντας ολοκληρωμένα την σημασία της· το δογματικό περιεχόμενο της εικόνας δεν επιδέχεται κανένα είδος επέμβασης, όπως αυτή της Παρθένου. Η εισαγωγή της Θεοτόκου στον αποστολικό κύκλο θα έθετε το ερώτημα: τι σημαίνει η παρουσία Της; Ποιά τροποποίηση φέρνει στην σημασία της εικονογραφίας της Πεντηκοστής; Υπάρχουν πολλές εξηγήσεις για την παρουσία Της· ας την δούμε καλύτερα.

Στο έργο που ήδη αναφέραμε, ο L. Reau εκφράζει την παρακάτω σκέψη: «Μπορούμε να ισχυριστούμε ότι η Παρθένος σημαίνει, εδώ, ο,τι και στην Ανάληψη· συμβολίζει την Εκκλησία. Οι απόστολοι σχηματίζουν κύκλο γύρω από την Παρθένο που προεδρεύει της σύναξης χωρίς να μετέχει στο θαύμα».

Αυτό όμως δεν είναι ακριβές από ορθόδοξη άποψη: η Θεοτόκος μετέχει του θαύματος. Δεν συμμετέχει στα άμεσα αποτελέσματα και δεν παίζει κάποιο ενεργό ρόλο στο κήρυγμα και στα μυστήρια. Γιά ο,τι αφορά στον συμβολισμό της Εκκλησίας μέσα από το Πρόσωπο της Παρθένου μία ανάλογη εκτίμηση διατυπώθηκε από τους ορθοδόξους στην διάρκεια της συζήτησης: «Η Θεοτόκος είναι μία εικόνα της Εκκλησίας, πράγμα που σημαίνει ότι η χάρη του Αγίου Πνεύματος αναπαύεται όχι μόνο στους δώδεκα αλλά σ᾿ ολόκληρη την Εκκλησία»).

Αυτός ο συλλογισμός, όπως και του L.Reau, συγκροτείται βάσει αναλογίας με την εικόνα της Αναλήψεως. Δεν είναι δυνατόν όμως να χαράζεται με τέτοιο μηχανικό τρόπο μία αναλογία ανάμεσα σε δυό εικόνες των οποίων η σημασία είναι πολύ διαφορετική. Αν κατανοήσουμε με τον ίδιο τρόπο την παρουσία της Παρθένου, η Εκκλησία εικονίζεται δυό φορές: απ᾿ αυτήν την ίδια την Θεοτόκο και από τους δώδεκα αποστόλους, εκτός κι αν βλέπει κανείς τους αποστόλους ως αντιπροσώπους της εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Είναι σωστό ότι η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος συντελέσθηκε για όλη την Εκκλησία. Οι πύρινες γλώσσες όμως τοποθετήθηκαν πάνω σε κάθε πρόσωπο που ήταν παρόν κατέβηκαν χωριστά για καθένα μέλος της Εκκλησίας, όπως και για την Θεοτόκο ως ανθρώπινο πρόσωπο. Ο αγιασμός του Αγίου Πνεύματος δεν δόθηκε σ᾿ ένα πρόσωπο μέσω άλλου, αλλά άμεσα στο καθένα ως μέλος της Εκκλησίας. Γι᾿ αυτό και η κάθοδός Του στην Θεοτόκο δεν μπορεί να ερμηνευθεί ως μια κάθοδος στο σύνολο της Εκκλησίας μέσω του προσώπου Της. Μιά προσωποποίηση δεν θα είχε κανένα νόημα εδώ. Η Θεοτόκος μπορεί να προσωποποιήσει την Εκκλησία ως δοχείον περιέχον την θεότητα αλλά όχι ως το σύνολο των ανθρώπων που συνιστούν το σώμα της Εκκλησίας. Κανένα συγκεκριμένο πρόσωπο δεν μπορεί να προσωποποιήσει ένα άλλο, η ένα σύνολο ανθρώπων. Γενικά μπορούμε να προσωποποιήσουμε ο,τι τα πρόσωπα εκείνα έχουν κοινό, όπως την ανθρώπινη φύση, πεπτωκυία πριν από την Σάρκωση, καθαγιασμένη μετά απ᾿ αυτήν.

Η Πεντηκοστή είναι το δώρο της αγιότητας πάντα μοναδικό και προσωπικό και που δεν αντικαθίσταται από κανέναν άλλον· η αγιότητα του προσώπου της Θεοτόκου είναι μία ιδιαίτερη περίπτωση και δεν μπορεί να συγκριθεί με άλλη περίπτωση. Είναι αλήθεια ότι κατά την Πεντηκοστή, κατά την θέωση δηλαδή του ανθρώπου, η Παναγία βρίσκεται πρώτη και υψηλότερα από κάθε άλλο αγιασμένο πιστό. Γιά τον λόγο αυτό μερικοί βλέπουν στην απεικόνισή Της στην Πεντηκοστή. Ας μην ξεχνάμε, όμως, ότι η Εκκλησία εξαίρεσε από την ακολουθία της Πεντηκοστής το θέμα της θέωσης μεταφέροντας το σε μία άλλη ημέρα: την πρώτη Κυριακή μετά την Πεντηκοστή. Η ημέρα αυτή αφιερώθηκε στον εορτασμό των αποτελεσμάτων της Πεντηκοστής· μετά Πάντων των Αγίων η Θεοτόκος τιμάται ιδιαίτερα: «Προ δε πάντων και εν πάσι και μετά πάντων την των Αγίων Αγίαν, την υπεραγίαν και αυτών υπερσυγκρίτως κρείττονα των αγγελικών ταγμάτων, την Κυρίαν ημών και Δέσποιναν Θεοτόκον, Μαρίαν την αειπάρθενον» (Συναξάριον της Κυριακής των Αγίων Πάντων).

Δεν υπάρχουν, όπως είπαμε, θεολογικές μελέτες της εικονογραφίας της Πεντηκοστής. Βρίσκουμε όμως αναφορές, όπως αυτή του επισκόπου Κασσιανού και του M. Spassky. Ο π. Σέργιος Μπουλγκάκωφ δεν αναφέρεται στην εικονογραφία της Πεντηκοστής αλλά εξηγεί την παρουσία της Θεοτόκου στην αποστολική σύναξη. Κατ᾿ αυτόν «η Θεοτόκος είχε δεχθεί την προσωπική της Πεντηκοστή κατά τον Ευαγγελισμό όταν το Άγιο Πνεύμα κατήλθε επ᾿ Αυτήν (κατά την μαρτυρίαν της εικονογραφίας πήρε μορφή περιστεράς όπως και κατά την Βάπτιση) και είχε ήδη προσωπικά τέλεια καθαγιασθεί και χαριτωθεί…», όμως «όφειλε μ᾿ ολόκληρη την ανθρωπότητα και την κτίση να δεχθεί το Άγιο Πνεύμα την Πεντηκοστή, που θα σήμαινε για Εκείνην την «σωτηρία», δηλαδή την κατάργηση της δύναμης του προπατορικού αμαρτήματος σ᾿ ολόκληρη την κτίση κι Εκείνην προσωπικά. την εικόνα του πρώτου ανθρώπου που ενώθηκε με τον Θεό.

Η Θεοτόκος ΗΤΑΝ ΠΑΡΟΥΣΑ στην σύναξη της Πεντηκοστής και εδέχθη πύρινη φλόγα για Εκείνην προσωπικά και για ολόκληρη την δημιουργία».

Βλέπουμε εδώ μια αναλογία ανάμεσα σε δυό γεγονότα θεμελιωδώς διαφορετικά: τον Ευαγγελισμό – την συγκατάθεση και την υποδοχή του Θεού από την Παρθένο Μαρία εκ μέρους ολόκληρης της κτίσης (όρος της σωτηρίας μας, διαφορετικά ο Ευαγγελισμός θα σήμαινε μία εξατομικευμένη υπόθεση) και την Πεντηκοστή, δηλαδή την κάθοδο του Τρίτου Προσώπου του Θεού πάνω σε κάθε άνθρωπο, σε κάθε μέλος της Εκκλησίας.

Αν η Θεοτόκος συγκεφαλαιώνει εδώ, όπως και στον Ευαγγελισμό, ολόκληρη την κτίση, για την οποία θα λάβαινε το Άγιο Πνεύμα, η κάθοδος του Παρακλήτου στ᾿ άλλα μέλη της Εκκλησίας γίνεται ακατανόητη.

…Αν παραμείνουμε στην παραδοσιακή σύνθεση της εικόνας της Πεντηκοστής και εισαγάγουμε μόνο την Παρθένο δημιουργείται διαφωνία ανάμεσα στην εικόνα και την ακολουθία της εορτής. Επί πλέον, όποια κι αν είναι η εξήγηση της παρουσίας της Θεοτόκου μέσα στην εικόνα διπλασιάζει, κάτι η κάποιον: αν πούμε ότι προσωποποιεί την κτίση η την αντιπροσωπεύει, τότε σε τι χρησιμεύει η απεικόνιση του «Κόσμου»;

Αν πούμε ότι δηλώνει την «καινή κτίση», την Εκκλησία, τότε γιατί να υπάρχουν οι απόστολοι; Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος συγχρόνως σ᾿ Εκείνη που εκπροσωπεί τα μέλη της Εκκλησίας και στα μέλη που εκπροσωπούνται διά της παρουσίας Της δεν είναι το ίδιο ακατανόητο;

Γεγονός είναι ότι η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος και της Θεοτόκου είναι τόσο πλούσιες η καθεμιά από το δικό της περιεχόμενο, που δεν μπορούν να συζευχθούν. Μπορούμε να πούμε ότι η εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος με την παρουσία της Θεοτόκου είναι όχι μόνο λανθασμένη, αλλά παύει να είναι εικόνα της Πεντηκοστής.

Δεν είναι ζήτημα συνύπαρξης δυό εικονογραφιών της Πεντηκοστής με η χωρίς την Παρθένο.

Την περίοδο παρακμής της εικονογραφίας, στα τέλη του ΙΣΤ´ και κατά τον ΙΖ´ αιώνα, άρχισαν στην Ρωσία να εικονίζουν την Παρθένο στις εικόνες της Πεντηκοστής.

Δεν έμειναν όμως εκεί. Από την εποχή αυτή, κατά την βαθυστόχαστη παρατήρηση ενός σύγχρονου ιστορικού της τέχνης, οι εικονογράφοι «αρχίζουν να σκέφτονται». Αρχίζοντας λοιπόν να σκέφτονται, θυμήθηκαν ότι ο απόστολος Παύλος ήταν απών από την σύναξη. Τον καταργούν λοιπόν. Στην συνέχεια περιβάλλουν την Θεοτόκο με τις μυροφόρες γυναίκες, αφού ήταν παρούσες, και προσθέτουν μερικούς πιστούς. Ο «Κόσμος» καταργείται. Σύμφωνα με την περιγραφή των Πράξεων η σύνθεση γεμίζει αταξία και ποικιλία. Μ᾿ άλλα λόγια αναπαρέστησαν ο,τι έβλεπαν άνθρωποι ξένοι προς την Εκκλησία κι όχι αυτό που βλέπει η Εκκλησία, αυτό από το οποίο ζεί, αυτό στο οποίο μας καλεί. Ολόκληρη η σύνθεση της εικόνας αποσυντέθηκε στην κυριολεξία, χάνοντας την αρμονία και τον ρυθμό της, με τρόπο που το εκκλησιολογικό της νόημα και το περιεχόμενό της εξαφανίσθηκαν. Έτσι η εικόνα της Πεντηκοστής μεταμορφώθηκε σ᾿ ένα πίνακα ιστορικού θέματος φθάνοντας, στην καλύτερη περίπτωση, να χρησιμεύει ως εικονογράφηση του χωρίου των Πράξεων, αλλά αδυνατώντας πλέον να μεταδώσει το νόημα της εορτής.

Αν παρατηρήσουμε τους σύγχρονους εικονογράφους, θα δούμε ότι αυτοί που εισάγουν την Θεοτόκο στην εικόνα της Πεντηκοστής ακολουθούν τον ίδιο δρόμο σε γενικές γραμμές. Είναι αδύνατο να μη διακρίνουμε μία λογική συνέπεια.

Η εισαγωγή της Θεοτόκου οδηγεί στην τροποποίηση ολόκληρης της σύνθεσης της εορτής και στην εξαφάνιση του δογματικού της χαρακτήρα καθώς και του πλούτου του περιεχομένου της. Λογική αναγκαιότητα απαιτεί την κατάργηση του «Κόσμου» κι η εικόνα από τριαδολογική γίνεται εικόνα της Θεοτόκου, της παράστασής Της ανάμεσα στους αποστόλους παρόμοια μ᾿ εκείνη του Χριστού ανάμεσα στους αποστόλους.

…Γιατί λοιπόν μία εικόνα της καθόδου του Αγίου Πνεύματος παύει να είναι εικόνα της Πεντηκοστής όταν εισαγάγουμε την Παρθένο; Το ερώτημα επανέρχεται και για την ακολουθία της Πεντηκοστής, όπου η Θεοτόκος δεν αναφέρεται ανάμεσα στα πρόσωπα και τιμάται μόνο μέσα στα χριστολογικά πλαίσια.

Στην Ανάληψη, είδαμε ότι η Παρθένος εικονίζεται γιατί η εικόνα της εορτής αυτής είναι εικόνα της Εκκλησίας και η πληρότητά της βρίσκεται στον εικονισμό της Κεφαλής της, του Ιησού Χριστού, της Μητρός Του, των αποστόλων και των αγγέλων.

Αντίθετα, στην εικόνα της Πεντηκοστής, που είναι επίσης μια εικόνα της Εκκλησίας, η πληρότητα βρίσκεται ακριβώς στην παρουσία μόνο των αποστόλων χωρίς κάποιο πρόσωπο στην κεφαλή του κύκλου τους. Η Θεοτόκος είναι απούσα όχι γιατί, επαναλαμβάνουμε, δεν ήταν στην σύναξη, αλλά γιατί η παρουσία Της δεν ταιριάζει σε ο,τι η Εκκλησία θέλει να μας αποκαλύψει διά της εικόνος και της Λειτουργίας της Πεντηκοστής.

Μέσα στην σειρά των μεγάλων εορτών η Πεντηκοστή έχει μία ιδιαίτερη σημασία, γιατί πανηγυρίζει την αρχή της οικονομίας του Τρίτου Προσώπου, του Αγίου Πνεύματος.

Στην Ανάληψη ολοκληρώθηκαν τα σωματικά έργα του Χριστού, «τα σωματικά του Χριστού πέρας έχει, μάλλον δε τα της σωματικής ενδημίας». Τι αναφέρεται στον Χριστό; ρωτάει.

«Η Παρθένος, η γέννηση, η φάτνη…» δηλαδή ο,τι συνδέεται άμεσα με την Μητέρα Του, πρόσωπο που πραγμάτωσε την Σάρκωση μεταδίδοντας στον Χριστό τον χαρακτήρα της ανθρώπινης φύσης μας. Με την Πεντηκοστή «αρχίζουν τα έργα του Πνεύματος» συνεχίζει ο άγιος Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, η επίγεια οδός της Εκκλησίας μέσα στην πληρότητα της ζωής της, μέσα στην Χάρη.

1893

Η Πεντηκοστή είναι πάνω απ᾿ όλα πνευματική γέννηση του ανθρώπου εν Αγίω Πνεύματι. «Ο Θεός έγινε άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος Θεός». Κατά την ενανθρώπηση ο Θεός γεννάται μέσα στην σάρκα, γίνεται άνθρωπος. Από την Πεντηκοστή κι ύστερα ο άνθρωπος διά της Χάριτος του Αγίου Πνεύματος μπορεί να θεωθεί. Διά του Αγίου Πνεύματος «ο Θεός Λόγος του Πατρός εμβαίνει και εις ημάς», λέει ο άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, «καθώς και εις την κοιλίαν της Αειπαρθένου, τον οποίον τον δεχόμεθα διδασκόμενοι την ευσέβειαν και ευρίσκεται μέσα εις ημάς, ωσάν σπόρος… και ημείς συλλαμβάνομεν αυτόν όχι σωματικώς, καθώς συνέλαβεν αυτόν η Παρθένος και Θεοτόκος Μαρία, αλλά πνευματικώς μεν, ουσιωδώς δε».

Μιλώντας στην συνέχεια για την πνευματική γέννηση του ανθρώπου ο άγιος Συμεών υπογραμμίζει την διαφορά από την εν σαρκί γέννηση του Χριστού:

«Ότι άλλη είναι η ένσαρκος γέννησις του Θεού Λόγου οπού έγινεν από την Θεοτόκον και άλλη εκείνη όπου γίνεται πνευματικώς από ημάς. Διατί η σαρκική γέννησις, όπου εγέννησε τον Υιόν και Λόγον του Θεού όπου εσαρκώθη, εγέννησε το μυστήριον της αναπλάσεως του ανθρωπίνου γένους, και την σωτηρίαν όλου του κόσμου, όπου είναι ο Κύριος ημών και Θεός Ιησούς Χριστός, όπου ένωσε με τον εαυτόν του τα χωρισμένα, ήγουν τον Θεόν και τον άνθρωπον, και εβάστασε την αμαρτίαν του κόσμου. Αυτή δε η πνευματική γέννησις όπου γεννά πάντοτε με την χάριν του Αγίου Πνεύματος τον Λόγον της γνώσεως του Θεού εις τας καρδίας μας, τελειώνει το μυστήριον της ανακαινουργώσεως των ανθρωπίνων ψυχών και κάμνει την κοινωνίαν και ένωσιν ημών με τον Υιόν και Λόγον του Θεού και Θεόν».

Η κατά χάριν «μητρότης» είναι επομένως ένα καθήκον προορισμένο για κάθε άνθρωπο. Μέσα σ᾿ αυτά τα πλαίσια η Θεοτόκος είναι ένα ανθρώπινο ον μοναδικό και ξεχωριστό. Κατά την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα δίδεται σ᾿ Εκείνην, στο Πρόσωπό Της, για να καταστεί το μέσον της θεώσεως Της· ο δρόμος όμως της ένωσής Της με τον Χριστό είναι δρόμος μοναδικός, γιατί, θα πεί ο άγιος Συμεών «ότι ανίσως εκείνη τον εγέννησε σωματικώς, όμως βεβαιότατα τον είχεν όλον και πνευματικώς μέσα της, και τον έχει και τώρα και πάντοτε ομοίως αχώριστον». Γιά τον λόγο αυτό κανένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα δεν μπορεί να τοποθετηθεί στην ίδια θέση, όποια κι αν είναι η αγιότητά του, ακόμα και η αποστολική του αγιότητα. Επομένως η εικόνα της Πεντηκοστής είναι μία εικόνα της Εκκλησίας με τα μυστήρια της, την διδασκαλία της, τους θεσμούς της, την αγιότητά της, δηλαδή τις δομές που η Εκκλησία μας προτείνει.

Η Εκκλησία θεμελιώθηκε στην διπλή έλευση του Λόγου και του Πνεύματος μέσα στον κόσμο. Όπως γνωρίζουμε, η οικονομία του Δευτέρου Προσώπου του Θεού, καθώς και του Τρίτου Προσώπου, έχει καθεμιά τον δικό της χαρακτήρα και νόημα. Είναι αδιαίρετες μεταξύ τους και γι᾿ αυτό στον κανόνα του όρθρου την Δευτέρα του Αγίου Πνεύματος επαναλαμβάνουμε τον ειρμό της Γέννησης του Χριστού. Πράγματι στο φως του Αγίου Πνεύματος μας αποκαλύπτεται η Θεότητα του Χριστού και η Γέννησή Του ως γέννηση του Θεανθρώπου. Οι δυό αυτές οικονομίες δεν μπορούν, κατά τον ίδιο τρόπο, να αναμειχθούν. Τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Ναζιανζηνού και του αγίου Συμεώνος του Νέου Θεολόγου δείχνουν ξεκάθαρα ότι η Εκκλησία χαράζει ανάμεσά τους ένα όριο αρκετά καθαρό. Μήπως δεν είναι γι᾿ αυτό που στην Πεντηκοστή εξαιρείται από την εικόνα ο χαρακτήρας της εν σαρκί οικονομίας του Χριστού, δηλαδή η Παρθένος, και δεν παρουσιάζεται ανάμεσα στα πρόσωπα που έλαβαν το Άγιο Πνεύμα;

 Η Θεοτόκος δεν συνδέθηκε με την οικονομία του Τρίτου Προσώπου του Θεού, με τα «έργα του Πνεύματος», το ίδιο άμεσα, όπως έγινε με την ενανθρώπηση του Υιού του Θεού. Κατά την οικονομία της σωτηρίας μας ο κυρίαρχος ρόλος Της, δηλαδή ως συμμετεχούσης στην απολύτρωση, είναι πέραν της Πεντηκοστής. Όσον αφορά στην οικονομία του Αγίου Πνεύματος, ο πλήρης αγιασμός της Παρθένου αποτελεί έναν από τους σκοπούς του, αναμφίβολα τον πρώτο, ωστόσο η Παναγία δεν αποτελεί ένα μέσον της σωτηρίας μας, όπως συνέβαινε κατά την οικονομία του Λόγου. Δεχόμενη η Θεοτόκος το Άγιο Πνεύμα, όπως και οι άλλοι, δεν το μεταδίδει σε κανέναν, γιατί αποτελεί την προσωπική δωρεά της θέωσής της. Η παρουσία της μέσα στην εικόνα παριστά μία ειδική περίπτωση προσωπικής θέωσης. Καμμία εικόνα, όμως, λειτουργική δεν μπορεί να περιορίζεται σε μία ειδική περίπτωση. Γι᾿ αυτό μόνο οι απόστολοι εικονίζονται, και δεν πρόκειται στο σημείο αυτό περί ενός αριθμητικού συμβολισμού· επειδή οι απόστολοι δεν είναι μόνο άνθρωποι που έλαβαν την θέωση αλλά και συνεχιστές του έργου του Χριστού.

Η παρουσία της Θεοτόκου απαλείφει τα όρια ανάμεσα στην οικονομία του Υιού και του Πνεύματος.Συγχέει ο,τι χαρακτηρίζει το μυστήριο «της αναπλάσεως του ανθρωπίνου γένους» με το μυστήριο της «ανακαινίσεως των ανθρωπίνων ψυχών διά της χάριτος του Αγίου Πνεύματος»· συγχέει δηλαδή ο,τι αφορά στην φύση με ο,τι αναφέρεται στα πρόσωπα. Η Πεντηκοστή γίνεται μ᾿ άλλα λόγια μία απλή συνέχεια της σάρκωσης.

Η Θεοτόκος παίρνει την κεντρική θέση σε μία τριαδική εικόνα. Βρισκόμαστε μπροστά σε μια αντινομία: η εικόνα της Πεντηκοστής είναι μία καθαρά τριαδική εικόνα και κατ᾿ αυτήν την έννοια ξεπερνά την εικόνα της Θεοτόκου.

Η παρουσία Της καλύπτει το ουσιαστικό στοιχείο της εικόνας – την Αγία Τριάδα. Όσο βαθιά και αν είναι η προσκύνηση της Θεοτόκου μέσα στην Ορθοδοξία δεν μπορεί να επικαλύψει την προσκύνηση των Τριών Προσώπων του Θεού. Η εικόνα της Πεντηκοστής, όπως είδαμε, είναι και εικόνα της Εκκλησίας· μας δίνει τους κανόνες της θέωσης του ανθρώπου. Υπ᾿ αυτή την έννοια είναι υποδεέστερη της εικόνας της Θεοτόκου γιατί η Θεοτόκος ξεπερνά κάθε κανόνα και η παρουσία της εδώ θα ελαχιστοποιούσε την μοναδική της αξία. Θέλοντας να τιμήσουμε την Παναγία θα καταλήγαμε στο αντίθετο αποτέλεσμα.

Απόσπασμα από το άρθρο “Η  εικόνα στο φως της Ορθόδοξης ερμηνείας¨”

Επιμέλεια κειμένου.π.Δημ.Αθανασίου.

fdathanasiou.wordpress.com/

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ, ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Πεντηκοστή -Το σημείο που ξεκινά η Αποστολική Διαδοχή και Διδαχή

Συγγραφέας: kantonopou στις 22 Ιουνίου 2013

Γράφει ο Ἀρχ. Ἰωήλ Κωνστάνταρος Ἱεροκήρυκας – Γενικός Ἀρχιερατικός Ἐπίτροπος Ἱερᾶς Μητροπόλεως Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καί Κονίτσης

Στὴ ζωὴ καὶ στὴ συνείδηση τῆς Ὀρθοδοξίας μας, ἡ Πεντηκοστὴ εἶναι μία ἀπὸ τὶς σημαντικότερες ἑορτές, ἀφοῦ αὐτὴ εἶναι ἡ Γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας. Καὶ ὅπως ὅλα τὰ μεγάλα γεγονότα ποὺ ἔχουν καθοριστικὴ σημασία γιὰ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν ὅλη δημιουργία, εἶχαν προφητευθεῖ, τὸ ἴδιο καὶ στὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον «τὸ λαλῆσαν διὰ τῶν Προφητῶν», μέσω τοῦ Προφήτου Ἰωήλ, αἰῶνες ὁλόκληρους πρίν, εἶχε ἀποκαλύψει καὶ τὸ σωτήριο γεγονὸς τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Στὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἑορτῆς, θὰ πρέπει νὰ προσέξουμε πῶς ἀκριβῶς ὁ Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς, περιγράφει τὸ μοναδικὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀλλὰ καὶ μόνοι μας εἶναι ἀνάγκη νὰ μελετήσουμε τὴ συνέχεια τοῦ Β΄ κεφαλαίου τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων, γιὰ νὰ δοῦμε τὸν Ἄπ. Πέτρο στὴν πρώτη του ὁμιλία πρὸς τὰ πλήθη, νὰ ἑρμηνεύει τὴν καταπληκτικὴ προφητεία τοῦ Πρ. Ἰωήλ, ἡ ὁποία πραγματοποιεῖται τὴν ἡμέρα αὐτὴ τῆς καθόδου τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ θέμα τῆς Πεντηκοστῆς εἶναι ἀνεξάντλητο, ἀρκεῖ καὶ μόνο κανείς, νὰ ρίξει μίαματιὰ στὸν θησαυρὸ τῶν πατερικῶν κειμένων ποὺ…. κατέχουμε ὡς εὐλογημένη κληρονομιὰ στὰ χέρια μας…
Ἐμεῖς τώρα σ’ ἕνα σημαντικὸ καὶ καθοριστικὸ σημεῖο θὰ σταθοῦμε, τὸ ὁποῖο ἔχει νὰ κάνει μὲ τὴν ὀρθόδοξή μας συνείδηση ἀλλὰ καὶ τὸν ὀρθὸ τρόπο ζωῆς στὸ χῶρο τῆς Ἐκκλησίας.
Τὸ ὅτι ἡ ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, θεωρεῖται, καὶ εἶναι βέβαια ἡ γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦτο ἔχει Ἐκκλησιολογικὲς καὶ ὑπαρξιακὲς προεκτάσεις γιὰ ἐμᾶς ἀφοῦ ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο ξεκινᾶ ἡ χρονικὴ Ἀποστολικὴ Διαδοχὴ ἀλλὰ καὶ Διδαχή. 
Καθορίζει ἡ ἀλήθεια αὐτὴ μία ἀπὸ τὶς πλέον σημαντικές μας θέσεις ποὺ θέλοντας καὶ μὴ δέχεται κανείς, ἀφοῦ τὸ γεγονὸς τῆς Πεντηκοστῆς δὲν εἶναι κάτι τὸ ὑποκειμενικό, ἀλλὰ ἕνα ἱστορικῶς ἀποδεδειγμένο γεγονός.
Ὅσο κι ἂν φαίνεται ἁπλὸ ἢ συνηθισμένο γιὰ ἐμᾶς ποὺ τὸ ζοῦμε, γιὰ τὰ ἐκτὸς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας σχήματα, ἡ Πεντηκοστὴ ἀποτελεῖ τὴν «Λυδία λίθο», ποὺ βοηθᾶ, τοὺς καλοπροαίρετους τουλάχιστον, μὴ ὀρθοδόξους, νὰ συνειδητοποιήσουν ὅτι πλὴν τῆς Ὀρθοδοξίας, οὐδεμία ἄλλη «Ἐκκλησία» δὲν διαθέτει τὴν ἀδιάσπαστη, μέσω τῶν αἰώνων, παρακαταθήκη ποὺ μᾶς παρέδωκαν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι.
Γι’ αὐτὸ καὶ δὲν εἶναι καθόλου τυχαῖο τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ «χριστιανικὲς ὁμολογίες», δὲν βλέπου μὲ τόσο «καλὸ μάτι» τὴν ἱστορικὴ ἀνασκόπηση τοῦ παρελθόντος, μέσω τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας. Καὶ γιατί τοῦτο; Μὰ διότι φαίνεται ξεκάθαρα ποιά χρονικὴ στιγμὴ ξεκινᾶ κανεὶς τὴν ἱστορική του πορεία καὶ ἀκόμα τί ἔχει προσθέσει ἢ τί ἔχει ἀφαιρέσει στὴν παρακαταθήκη τῆς Ἀποστολικῆς Διδαχῆς.
Εἶναι, νομίζετε, μικρὸ πράγμα νὰ διαθέτουμε ὡς Ὀρθόδοξοι, ἐπακριβῶς τὸν θησαυρὸ τῶν Ἐπισκοπικῶν καὶ Πατριαρχικῶν καταλόγων, ἀπ’ ἀρχῆς μέχρι καὶ τῶν ἡμερῶν μας, χωρὶς νὰ ὑφίσταται ἀπολύτως καμμία διάσπαση στὴ χρυσὴ αὐτὴ Ἀποστολικὴ ἁλυσίδα;
Βέβαια στὸ σημεῖο αὐτό, εἶναι ἀνάγκη νὰ τονιστεῖ ὅτι μαζὶ μὲ τὸ προηγούμενο, τὴν ἀδιάσπαστη δήλ. Ἀποστολικὴ Διαδοχή, θὰ πρέπει νὰ ὑφίσταται καὶ ἡ Ἀποστολικὴ Διδαχή. Πιὸ ἁπλά; Νὰ κηρύττονται καὶ νὰ ἐφαρμόζονται τόσο τὸ δόγμα ὅσο καὶ τὸ ἦθος. Νὰ κατέχουμε καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε ἐπακριβῶς, ὅλα ὅσα οἱ θεῖοι Ἀπόστολοι παρέλαβαν ἀπὸ τὸν Κύριο Ἰησοῦ Χριστὸ καὶ μᾶς παρέδωσαν.
Καὶ ἐδῶ ἀκριβῶς βρίσκεται ἡ μεγάλη μας εὐθύνη. Εὐθύνη κλήρου καὶ λαοῦ.
Ἔχουμε, ἀλήθεια, συνειδητοποιήσει τὴν παρακαταθήκη ποὺ φέρνουμε στοὺς ἀσθενικούς μας ὤμους ἢ βλέπουμε τὴν Ὀρθοδοξία ὡς ἕνα folklore ποὺ «χαλαρώνει» ἁπλῶς τὶς κουρασμένες μᾶς ὑπάρξεις καὶ ποὺ μὲ τὸ πέρασμα τῶν καιρῶν, ὅπως ὅλα ἀλλάζουν θέλοντας καὶ μή, θὰ ἀλλάξει καὶ ἡ οὐσία τοῦ σωτήριου μηνύματος;
Ἔχουμε σταθεῖ, ἔστω καὶ γιὰ λίγες στιγμές, νὰ ἐμβαθύνουμε στὴν ἀξία ὅλων αὐτῶν τῶν καταστάσεων; Ἀλλὰ μελετοῦμε καὶ τὶς εἰδικὲς ὑποχρεώσεις τὶς ὁποῖες ἔχουμε ἀναλάβει ὡς βαπτισμένοι Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί; Συνειδητοποιοῦμε ὅλα αὐτὰ ἢ μία κρούστα συνειδησιακῆς ἀναισθησίας, ἐμποδίζει τὴν χάρη τῆς Πεντηκοστῆς νὰ πνεύσει καὶ νὰ ἀνάψει μέσα στὴν ὕπαρξη τὴ φλόγα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος;
Καὶ κάτι ἀκόμα. Μήπως ὁρισμένα καινὰ (κενὰ) κηρύγματα, οἰκουμενιστικὴς χροιᾶς ποὺ τελευταίως ἀκούγονται καὶ προβάλλονται κατὰ κόρον ἀπὸ τὰ Μ.Μ.Ε., ὅτι δῆθεν ὅλες οἱ θρησκεῖες εἶναι παράλληλοι δρόμοι ποῦ ὁδηγοῦν στὸν Θεό, μήπως μᾶς ἔχουν ἀμβλύνει τὴν δογματική μας συνείδηση; Καὶ μήπως μαζὶ μὲ τὴν δογματικὴ παρέκκλιση ἔχουμε προχωρήσει καὶ σὲ συνειδησιακὲς ἀλλοιώσεις μὲ ἀποτέλεσμα, πράγματα ἀπαράδεκτα γιὰ συνειδητοὺς πιστούς, τώρα νὰ φαντάζουν στὰ μάτια μᾶς «φυσιολογικά», διότι δῆθεν ἄλλαξαν οἱ ἐποχές.
Ὁπωσδήποτε θὰ πρέπει νὰ γινόμαστε πάρα πολὺ προσεκτικοί, ἀφοῦ εἶναι ἐπιταγὴ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος «…μετὰ φόβου καὶ τρόμου τὴν ἑαυτῶν σωτηρίαν κατεργάζεσθε» (Φιλίπ. Β΄ 12).
Εἴθε τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον, τὸ «σοφώτατον καὶ φιλανθρωπότατον» (Γρηγόριος Θεολόγος), ποὺ μᾶς ἀγαπᾶ μὲ ἄπειρη ἀγάπη καὶ ποθεῖ τὴν σωτηρία καὶ εὐτυχία μας, νὰ ἐφευρίσκει μὲ τὴν ἀγάπη του καὶ τὴ σοφία τοῦ μύριους τρόπους γιὰ νὰ μᾶς εὐεργετεῖ. Καὶ γίνεται φυσικὰ αὐτό, ἐὰν ἐμεῖς καταφεύγουμε μὲ πίστη στὴ Χάρη του καὶ προσέχουμε ὥστε νὰ μὴ Τὸ λυποῦμε μὲ θεληματικὲς ἁμαρτίες. Νὰ προσέχουμε καὶ νὰ φροντίζουμε ὁλοένα καὶ περισσότερο, νὰ μελετοῦμε καὶ νὰ ἐφαρμόζουμε τὴν πίστη μας, ὅπως ἀκριβῶς παραλάβαμε τὸ δόγμα καὶ τὸ ἦθος, καὶ τέλος νὰ γευόμαστε τὰ δῶρα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ὥστε ἡ ζωή μας νὰ γίνεται ζωὴ χαρᾶς καὶ εὐλογίας.
Ἀμήν. 

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Γιατί γονατίζουμε τρεις φορές στον Εσπερινό της Πεντηκοστής;

Συγγραφέας: kantonopou στις 22 Ιουνίου 2013

Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ

«Θεέ μου…Είμαι πεσμένος… Σήκωσέ με. Ανάστησέ με. Σώσε με!…»
Κατά την «έσχατη» και «μεγάλη» και «σωτήρια» ημέρα της Πεντηκοστής, κατά την οποία μας αποκαλύφθηκε και προσκυνούμε και δοξάζουμε το μέγα μυστήριο της Αγίας και Ομοουσίου και Ζωοποιού και Αδιαιρέτου και Ασυγχύτου Τριάδας, του Ενός και Μοναδικού Θεού. του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμέσως μετά την πανηγυρική Θεία Λειτουργία, τελούμε τον «Εσπερινό της Γονυκλισίας», κατά τον οποίο ψάλλουμε ύμνους αφιερωμένους κατ’ εξοχήν στο Πανάγιο Πνεύμα, το τρίτο Πρόσωπο της Τρισηλίου Θεότητας, που είναι «φως και ζωή και ζώσα πηγή νοερά. Πνεύμα σοφίας, Πνεύμα συνέσεως, αγαθόν, ευθές, νοερόν, ηγεμονεύον, καθαίρον τα πταίσματα, Θεός και θεοποιούν, πυρ εκ πυρός προϊόν, λαλούν, ενεργούν, διαιρούν τα χαρίσματα».
Αμέσως μετά την «Είσοδο» του Εσπερινού, κι αφού ψαλεί το «Φως ιλαρόν» και το πανηγυρικό Μέγα Προκείμενο «Τίς Θεός Μέγας ως ο Θεός ημών; Συ ει ο Θεός, ο ποιών θαυμάσια μόνος!» σε ήχο βαρύ, μεγαλόπρεπο, αντάξιο του νοήματος και του μηνύματός του, ο Διάκονος μας καλεί, κλήρο και λαό, να γονατίσουμε και ν’ απευθύνουμε στο Θεό γονυπετείς λόγο ικεσίας: «Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν».
Από τη λαμπροχαρμόσυνη αγία ημέρα του Πάσχα μέχρι και σήμερα, η γονυκλισία ήταν απαγορευμένη. Σύμφωνα με τους Ιερούς Κανόνες, και για να υπογραμμίζεται το χαρούμενο και σωτήριο μήνυμα των αναστάσιμων βιωμάτων της Εκκλησίας, η προσευχή των Ορθοδόξων γίνεται «ορθοστάδην». Σε όρθια δηλαδή στάση, και όχι με γονυκλισία. Όμως την ώρα τούτη το «ορθοστάδην» παραμερίζεται, όχι μόνο για να χαιρετίσουμε θεοπρεπώς το Πανάγιο Πνεύμα, «δι’ ου Πατήρ γνωρίζεται και Υιός δοξάζεται, και παρά πάντων γινώσκεται μία δύναμις, μία σύνταξις, μία προσκύνησις τής Αγίας Τριάδος», μα και για να πούμε κατά πως ταιριάζει σε παραστρατημένους, όπως είμαστε όλοι μας, χωρίς εξαίρεση, το «ημάρτομεν!», και να ζητήσουμε το έλεος του Θεού, την άφεση, την κάθαρση, τη συγγνώμη.
Τη γονυκλισία την ονομάζει ο λαός μας και «μετάνοια». Γιατί η στάση του μετανοούντος είναι το «κλίνειν τα γόνατα». Κάτω τα γόνατα, κάτω και το πρόσωπο,σημαίνει απλούστατα: «Θεέ μου, βρίσκομαι κάτω. Είμαι πεσμένος. Έχω καταντήσει “γη και σποδός”. Σήκωσέ με. Ανάστησέ με. Σώσε με!…». Έτσι, σήμερα που ήρθε στον κόσμο ο Παράκλητος, το Πνεύμα της Αληθείας το «καθαίρον(που καθαρίζει)  τα πταίσματα», καλούμαστε να πάρουμε στάση (όχι μόνο σώματος, μα και ζωής!) μετανοούντος:
«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεη­θώμεν».
Στην Κρήτη λένε οι παλαιότεροι: «Και στην κορυφή του βουνού να βρεθείς τούτη την ημέρα ολομόναχος, θα πρέπει να γονατίσεις και να κάμεις το σταυρό σου». Και κρύβουν τα λόγια τούτα την αίσθηση της πραγματικής μετοχής στη ζωή του Ενός Σώματος της Εκκλησίας, ανεξάρτητα από εξωτερικές συνθήκες. Την αίσθηση της εν Θεώ τω εν Τριάδι οργανικής ενότητας των πιστών, όπου κι αν οι συγκυρίες της ζωής τους θέλουν να βρίσκονται… Και γονατίζει ο πιστός όπου κι αν είναι: Στην εκκλησιά του· στο σπίτι του ή στο νοσοκομείο, αν είναι άρρωστος·· στο πλοίο του, αν θαλασσοπορεί· στο βουνό στον κάμπο· στη στάνη· στο δάσος· στην ξενιτιά· στο κάτεργο· στη φυλακή… Όπου βρίσκεται!
«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεη­θώμεν».
Η πρώτη Ευχή της Γονυκλισίας απευθύνεται στον «Άχραντο, αμίαντο, άναρχο, αόρατο, ακατάληπτο, ανεξιχνίαστο, αναλλοίωτο, ανυπέρβλητο, αμέτρητο, ανεξίκακο Κύριο», τον «Πατέρα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» και Τον παρακαλεί, με μόνο συνήγορό μας τη δική Του «συμπάθεια», να μας δεχθεί καθώς προσπέφτουμε ενώπιον Του μετανοημένοι και φωνάζοντας το «ημάρτομεν!». Του θυμίζει πως από τη μήτρα της μητέρας μας ήδη, Αυτόν μονάχα είχαμε για Θεό μας, αλλά, επειδή τη ζωή μας τη χαραμίσαμε στη ματαιότητα, μείναμε γυμνοί από τη βοήθειά Του και δεν έχουμε λόγια για ν’ απολογηθούμε. Όμως παίρνουμε Θάρρος από τους οικτιρμούς Του και κράζουμε: «Αμαρτίας νεότητος ημών και αγνοίας μη μνησθής, και εκ των κρυφίων ημών καθάρισον ημάς».(Μη θυμηθείς τις αμαρτίες που κάναμε στα νιάτα μας, όταν είχαμε άγνοια των εντολών Σου, και από τα κρυφά και ανομολόγητα κρίματα της καρδιάς μας καθάρισέ μας).  Του ζητά, πριν βρεθούμε πίσω στο χώμα, σ’ Αυτόν να μας αξιώσει να επιστρέψουμε! Να ζυγομετρήσει τις αμαρτίες μας με τους οικτιρμούς Του και ν’ αντιπαραθέσει την άβυσσο των οικτιρμών και του ελέους Του στο πλήθος των πλημμελημάτων μας! Να μας ρύσει, να μας γλυτώσει από την αβάσταχτη τυραννία του διαβόλου! Ν’ ασφαλίσει τη ζωή μας μέσα στους άγιους και ιερούς Του νόμους και να μας συνάξει όλους στη Βασιλεία Του. Και καταλήγει ικετευτικά: «Δος συγγνώμη σε όσους ελπίζουν σε Σένα… καθάρισέ μας με την ενέργεια του Αγίου Σου Πνεύματος».
Πρόκειται για προσευχή «αντρίκια»! Εξομολογητική, χωρίς προσπάθειες άσκοπης δικαιολογίας ή αποποιήσεως ευθυνών. «Ημάρτομεν!» «Αμαρτίας νεότητος ημών και αγνοίας μη μνησθής!» «Εκ των κρύφιων ημών καθάρισον ημάς!» «Δος συγγνώμην τοις ελπίζουσιν επί Σε!» Δεν είναι λόγια αυτά! Είναι βέλη που σαϊτεύουν την πατρική καρδιά του Ανεξίκακου και Πολυέλεου και Φιλάνθρωπου Θεού!…
«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν».
Η δεύτερη Ευχή απευθύνεται στο Κύριο ημών Ιησού Χριστό, το «απαύγασμα του Πατρός»( που πηγάζει από τον πατέρα), τον «της ουσίας και της φύσεως Αυτού απαράλλακτον και αμετακίνητον χαρακτήρα», την «πηγή της σωτηρίας και της χάριτος» και Του ζητά να μας ανοίξει Αυτός, ο «διδούς ευχήν τω εύχομένω»(αυτός που δίνει προσευχή στον προσευχόμενο), τα αμαρτωλά μας χείλη και να μας διδάξει «πώς δει και υπέρ ων χρή προσεύχεσθαι» – ρεαλιστική παραδοχή πως χωρίς Αυτόν, ούτε να Τον ζητήσουμε μπορούμε, ούτε να Του ζητήσουμε τα συμφέροντα ξέρουμε. Κι αφού Του δηλώσει με ταπείνωση πως περιμένουμε η ευσπλαχνία Του να νικήσει το άμετρο πλήθος των αμαρτιών μας. Του λέει πως με φόβο θείο στεκόμαστε μπροστά Του, έχοντας ρίξει την απελπισία της ψυχής μας μέσα στου ελέους Του το πέλαγος, και Του ζητάει για λογαριασμό μας: «Κυβέρνησε μου την ζωήν… και γνώρισέ μου το δρόμο που θα  πορευτώ». «Το Πνεύμα της Σοφίας Σου, χάρισε στη σκέψη μου. Πνεύμα συνέσεως δώρισε στην «αφροσύνη» μου. Τα έργα μου ας τα κατευθύνει πνεύμα θεοφοβίας. Πνεύμα ευθές και ηγεμονικό μη μου στερήσεις, για ν’ αξιωθώ, με του Αγίου Πνεύματος την καθοδήγηση, να εργάζομαι τις εντολές Σου και πάντοτε να νιώθω την παρουσία Σου». Και κορυφώνει: «Την Σην ικετεύω αγα­θότητα. Όσα ηυξάμην απόδος μοι εις σωτηρίαν»(την καλοσύνη Σου ικετεύω: Όσα σχετικά με τη σωτηρία μου Σου ζήτησα προσευχόμενος, χάρισέ μου), για να Του υπογραμμίσει πιο κάτω πως Αυτός είναι η μοναδική μας ελπίδα, παρά τις αμαρτίες μας: «Σε Σένα μόνο αμαρτάνουμε, αλλά και Σένα μόνο λατρεύουμε. Δεν ξέρουμε να προσκυνούμε άλλο  Θεό, ούτε να υψώνουμε ικετευτικά τα χέρια μας σε κάποιο άλλο Θεό ». Κι αυτός ο τονισμός ότι Αυτός είναι ο μοναδικός μας Θεός, το μοναδικό μας, δηλαδή, και έσχατο καταφύγιο, θέλει -αν μπορούμε να το πούμε έτσι (χωρίς, πάντως, άσεβη διάθεση)- να κινήσει το φιλότιμο του Θεανθρώπου να μας δώσει χέρι βοηθείας, να μας χαρίσει την άφεση και τα προς σωτηρία αιτήματα, δεχόμενος τη γονυκλισία και την προσευχή μας, «ως θυμίαμα δεκτό, αναλαμβανόμενο ενώπιον της υπεράγαθης Βασιλείας Του».
Είναι και τούτη η ευχή μια προσευχή τολμηρή. «Σοι μόνω αμαρτάνομεν, αλλά και Σοι μόνω λατρεύομεν». Δεν ξέρουμε να προσκυνούμε ξένο θεό, ούτε να υψώνουμε χέρια ικετευτικά σ’ άλλο θεό έξω από Σένα! Ομολογία πτώσεως, φθοράς, εξαχρειώσεως, έσχατου κινδύνου! Αλλά ταυτόχρονα και ομολογία πίστεως, θεοφοβίας, ζωντανής ελπίδας σ’ Αυτόν που είναι «η ελπίς πάντων των περά­των της γης» (Ψαλμ. 64: 6), και αγάπης λατρευτικής γι’ Αυτόν που «πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α’ Ίωάν. 4: 19). Προσευχή δίχως φαρισαϊσμούς και υποκρισίες. Σωστό ξέσπασμα αληθινά ορθόδοξης καρδιάς!…
«Έτι και έτι κλίναντες τα γόνατα, του Κυρίου δεηθώμεν».
Ακολουθεί η τρίτη Ευχή, που απευθύνεται κι αύτη στο δεύτερο Πρόσωπο της Υπερουσίου Τριάδος, που είναι «η πηγή που πάντοτε και ασταμάτητα αναβλύζει ζωή και φως, η δημιουργική Δύναμη που είναι αιώνια όπως ο Πατέρας, Εσύ που εκπλήρωσες κατά τον καλύτερο τρόπο, πανέμορφα, ό,τι χρειαζόταν για τη σωτηρία των ανθρώπων», Ιησούς Χριστός, που έλυσε τους άλυτους δεσμούς του θανάτου και έσπασε του άδη τα κλειδιά και καταπάτησε τα πλήθη των πονηρών πνευμάτων, και πρόσφερε τον Εαυτό Του για χατίρι μας «άμωμον ιερείον»(αψεγάδιαστη θυσία) και θυσία άχραντη, και με θεόσοφο δόλωμα αγκίστρωσε τον «αρχέκακο και βύθιο δράκοντα» και τον δέσμευσε για πάντα, και τον κατέστησε αδύναμο κι ανίσχυρο, να περιμένει το «πυρ το άσβεστο» (Μάρκ. 9: 45) και το «σκότος το εξώτερο» (Ματθ. 25: 30). Απευθύνεται στον Υιό που είναι «η μεγαλώνυμος Σοφία του Πατρός», «αΐδιον φως εξ αϊδίου φωτός. Ήλιος δικαιοσύνης» και Τον καθικετεύει:. Συ που μας αξίωσες να φτάσουμε σ’ αυτή τη μεγάλη ήμερα της Πεντηκοστής, δέξου ακόμα μια ικεσία μας. Όχι για μας τους ίδιους τούτη τη φορά, μα γι’ αυτούς που έφυγαν πριν από μας. Για τους κεκοιμημένους συγγενείς μας κατά σάρκα και όλους τους «οικείους της πίστεως». Συ που και κατ’ αυτή τήν «παντέλεια» και «σωτηριώδη» εορτή μας αξίωσες να δέχεσαι «ιλασμούς ικεσίους» γι’ αυτούς που βρίσκονται στον Αδη, δίνοντας μας μεγάλες ελπίδες, άκουσε τη φωνή μας που αξιοσυμπάθητα Σου απευθύνουμε: «Ανάπαυσον τας ψυχάς των δούλων Σου των προκεκοιμημένων», εκεί που υπάρχει, το φως κ’ η δροσιά κ’ η αναψυχή, εκεί που δεν υπάρχει πόνος, λύπη ή στεναγμός. Ανάπαυσε τα πνεύματά τους με τους δικαίους, γιατί αυτοί που βρίσκονται στον Άδη δεν μπορούν να Σου ζητήσουν συγγνώμη, αλλά μονάχα εμείς που ζούμε Σε ευλογούμε και Σε ικετεύουμε και τις εξιλαστήριες ευχές και ιερουργίες Σου προσφέρουμε για τις ψυχές τους!
Κι επισυνάπτεται σ’ αυτή και δεύτερη Ευχή υπέρ των τεθνεώτων, των νεκρών, απευθυνόμενη σ’ Αυτόν που είναι «της αναστάσεως ημών Αρχηγός και των βεβιωμένων(όσων πράξαμε) αδέκαστος και φιλάνθρωπος Κριτής και της μισθαποδοσίας Δεσπότης και Κύριος», ικετεύοντας Τον: «Ανάπαυσον πάντας, τους πατέρας εκάστου και μητέρας και αδελφούς και αδελφάς και τέκνα, και ει τι άλλον ομογενές και ομόφυλον, και πάσας τας προαναπαυσαμένας ψυχάς επ’ ελπίδι αναστάσεως, ζωής αιωνίου, και κατάταξον τα πνεύματα αυτών και τα ονόματα εν βίβλω ζωής», στην αγκαλιά του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ, στη Χώρα των Ζώντων, στη Βασιλεία των ουρανών, στον Παράδεισο. Και ανάστησε και τα σώματα όλων μας κατά την αγία ήμερα της επαγγελίας Σου. Γιατί είναι αλήθεια πως δεν υπάρχει θάνατος για τους δούλους του Θεού, μα φεύγουν απ’ το σώμα κι έρχονται σε Σένα, τον Κύριο. Φεύγουν από τα λυπηρά κι έρχονται «στα καλύτερα και τα πιο ευχάριστα», σε Σένα, που είσαι η ανάπαυση και η χαρά!
Ζητά γι’ άλλη μια φορά συγχώρηση αμαρτημάτων για όλους, ζώντες και κεκοιμημένους, από τον μόνο Αναμάρτητο: «Δος μας συγγνώμη, άφεση και συγχώρηση για τα παραπτώματά μας, τα θεληματικά και τα αθέλητα, αυτά που κάναμε ξέροντας πως είναι κρίματα, και αυτά που κάναμε έχοντας άγνοια, τα φανερά, τα κρυφά, όσα διαπράξαμε με έργα, με το λογισμό μας και με λόγια, κάθε συναναστροφή και σε κάθε κίνησή μας… » και καταλήγει: «Και στους μεν αποβιώσαντες δώρισε  ελευθερία και άνεση δώρισε, και εμάς που είμαστε εδώ ευλόγησε, χαρίζοντας μας  το τέλος της ζωής μας  καλό και ειρηνικό».
Λέει κάποιος Άγιος πως τίποτε δεν συγκινεί τόσο το Θεό, όσο η προσευχή υπέρ των κεκοιμημένων. Επειδή «εν τω Άδη ουκ έστι μετάνοια», οι προαπελθόντες δεν έχουν πια τη δυνατότητα να βοηθήσουν τον εαυτό τους. Έτσι, μοναδική φωνή γι’ αυτούς είναι η φωνή μας! Μοναδική ικεσία τους η δική μας ικεσία! Μοναδική προσευχή τους η προσευχή μας! Για το λόγο αυτό , αυτή η τρίτη Ευχή της Γονυκλισίας έχει ξεχωριστή βαρύτητα και σημασία! Είναι προσευχή αγάπης και ελεημοσύνης και φιλαδελφίας και ευγνωμοσύνης, για πρόσωπα που βρίσκονται πια στα χέρια του Θεού!
«Έτι και έτι, κλίναντες τα γόνατα…»
Τί να προσθέσει κανείς στην τριπλή αυτή γονυκλινή ευχή της Εκκλησίας; Τί επί πλέον να ζητήσει από το Θεό; Μονάχα έναν ύμνο εκκλησιαστικό που είναι ιερή υπόσχεση με την  ευκαιρία της Πεντηκοστής, ύμνο του Εσπερινού της παραμονής, διαλέγω σαν επίλογο καί επιστέγασμα των ταπεινών τούτων γραμμών:
«Εν ταις αυλαίς Σου υμνήσω Σε τον Σωτήρα του κόσμου, και κλίνας γόνυ προσκυνήσω Σου την αήττητον δύναμιν, έν εσπέρα και πρωί και μεσημβρία, και εν παντί καιρώ ευλογήσω Σε, Κύριε»! Που θέλει να πει: «Στις εκκλησίες Σου μέσα θα Σε υμνήσω, τον Σωτήρα του κόσμου, και θα γονατίσω να προσκυνήσω την αήττητη δύναμή Σου, και βράδυ, και πρωί, και μεσημέρι, και κάθε ώρα και στιγμή θα Σε ευλογήσω, Κύριε».

(Μητροπολίτου Προικοννήσου Ιωσήφ, «Οσμή ζωής», εκδ. Άθως)/πηγή

http://proskynitis.blogspot.gr/2013/06/blog-post_1551.html

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΣΥΧΝΕΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ

Συγγραφέας: kantonopou στις 21 Ιουνίου 2013

Πεντηκοστήν ἑορτάζομεν…”
Δέκα ἡμέρες μετά τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Κυρίου ἡ ᾽Εκκλησία μας ἑορτάζει τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, τότε πού τό Πνεῦμα τό ῞Αγιον κατῆλθε καί ἐπιφοίτησε στίς κεφαλές ὅλων τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ, στά ᾽Ιεροσόλυμα. Μέ τήν ἐπιφοίτηση αὐτή ἀρχίζει ἡ ἱστορία τῆς ᾽Εκκλησίας, γι᾽ αὐτό καί ἡ Πεντηκοστή θεωρεῖται ἡ γενέθλια ἡμέρα της. Ἡ κάθοδος τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἀποτελεῖ τήν ἐκπλήρωση τῆς ὑποσχέσεως τοῦ Κυρίου ὅτι θά ἔλθει ἄλλος Παράκλητος μετά τή δική Του ᾽Ανάληψη, ὁ ῾Οποῖος θά μείνει μαζί μέ τούς μαθητές Του καί θά τούς διδάξει καί ὁδηγήσει ῾εἰς πᾶσαν τήν ἀλήθειαν᾽ (᾽Ιωάν. 16, 13).
῎Ετσι τό ῞Αγιον  Πνεῦμα ἐρχόμενο στόν κόσμο ῾ὅλον συγκροτεῖ τόν θεσμόν τῆς ᾽Εκκλησίας᾽ καί παραμένει σ᾽ αὐτήν ὡς ἡ ψυχή τῆς ᾽Εκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ ᾽Εκκλησία μέ τή διηνεκή παρουσία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ζεῖ μία διαρκή Πεντηκοστή. Ζωή λοιπόν στήν ᾽Εκκλησία σημαίνει ζωή ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι, κάτι πού διαπιστώνεται κ α ί στή διδασκαλία τῆς ᾽Εκκλησίας κ α ί στή λατρεία της κ α ί στήν ἀσκητική της ζωή καί πού δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τό νομικό-τυπικό πνεῦμα τοῦ ᾽Ιουδαϊσμοῦ ἤ μέ τήν καπηλεία τοῦ Πνεύματος ἀπό τίς διάφορες προτεσταντικές ὁμάδες, ἀλλά εἶναι ἐλευθερία καί ἀγάπη καί παράκληση.
῎Ετσι ἡ ἐμπειρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί ἡ μετοχή στίς δωρεές Του (πρέπει νά) ἀποτελοῦν στοιχεῖα ζωῆς ὅλων τῶν μελῶν τῆς ᾽Εκκλησίας, δηλαδή στήν πραγματικότητα τό κάθε μέλος της, ἄν ὀρθά εἶναι μέλος, πρέπει νά βρίσκεται σέ μία συνεχή κατάσταση ἐκπλήξεως, σέ μία πορεία πνευματικῆς αὐξήσεως, ῾ἀπό δόξης εἰς δόξαν᾽. Διότι ἀκριβῶς εἶναι μέτοχος τοῦ ἀπείρου Θεοῦ – ῾Αγίου Πνεύματος. Μέ τόν τρόπο αὐτό, ὁ πιστός γίνεται ὡς μέλος τῆς ᾽Εκκλησίας πνευματικός. Πνευματικός δέν εἶναι αὐτός πού θεωρεῖται ἔτσι ἀπό τόν πολύ κόσμο: ὁ ἄνθρωπος τῶν γραμμάτων καί τῶν τεχνῶν, ὁ ἐπιστήμονας, ὁ ποιητής, ὁ ἠθοποιός. Μᾶλλον μπορεῖ νά θεωρηθεῖ κι αὐτός πνευματικός, ἀλλά ὄχι μέ τή χριστιανική κατανόηση τοῦ ὅρου: ἀσχολεῖται μέ τό ἀνθρώπινο πνεῦμα καί ὄχι μέ τό ῞Αγιον Πνεῦμα. Γιά τούς χριστιανούς  πνευματικός εἶναι αὐτός πού ἔχει ἐμπειρία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, πού τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ κατοικεῖ σέ αὐτόν. ῾Ὑμεῖς δέ οὐκ ἐστέ ἐν σαρκί, ἀλλ᾽ ἐν Πνεύματι, εἴπερ Πνεῦμα Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν᾽ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, γιά νά συνεχίσει: ῾Εἰ δέ τις Πνεῦμα Χριστοῦ οὐκ ἔχει, οὗτος οὔκ ἐστιν αὐτοῦ᾽ (Ρωμ. 8,9). Κι ὁ ἅγιος Χρυσόστομος παρατηρεῖ ἐπ᾽ αὐτοῦ ὅτι ὁ ἄνθρωπος λέγεται πνευματικός ῾ἀπό τῆς τοῦ Πνεύματος ἐνεργείας᾽.
Μιλώντας ὅμως γιά μετοχή στό ῞Αγιον Πνεῦμα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, μιλᾶμε γιά ἕνα γεγονός πού παραπέμπει κατ᾽ εὐθεῖαν στόν ἴδιο τόν Χριστό. Ἡ ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι ζωή εἶναι ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Αὐτό συμβαίνει διότι τόν Χριστό Τόν γνωρίζουμε στόν βαθμό πού τό ῞Αγιον Πνεῦμα μέσα στήν ᾽Εκκλησία Τόν φανερώνει στίς καρδιές μας. ῎Αν τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν ἐνεργοῦσε μέσα μας, ἄν ᾽Εκεῖνο δέν μᾶς φώτιζε, ὁ Χριστός μπορεῖ νά εἶχε ἐπιτελέσει τό ἀπολυτρωτικό Του ἔργο γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, ἀλλά θά παρέμενε ἕνας ξένος γιά ἐμᾶς. ᾽Εκεῖνο πού τό γενικό ἔργο σωτηρίας τοῦ Χριστοῦ τό ἔκανε καί τό κάνει οἰκεῖο, δικό μας, εἶναι τό τρίτο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό Παράκλητον Πνεῦμα, τό ῾Οποῖο ὁ Κύριος ἔστειλε στόν κόσμο μετά τήν ἄνοδό Του στούς Οὐρανούς, ἐνεργοποιώντας ἔτσι τήν ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας ἀπό ᾽Εκεῖνον ὡς ζωντανοῦ σώματός Του. Ὅπως τό εἶπε, ἄλλωστε, παρηγορώντας τούς μαθητές Του: ῾᾽Εάν ἐγώ μή ἀπέλθω, ὁ Παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς᾽ (᾽Ιωάν. 16, 7).
῎Ετσι ὁ ἄνθρωπος εἰσέρχεται στήν ᾽Εκκλησία, καλούμενος οὐσιαστικά ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν Θεό – ῾οὐδείς δύναται ἐλθεῖν πρός με, ἐάν μή ὁ πατήρ μου ὁ πέμψας με ἑλκύσῃ αὐτόν᾽ (᾽Ιωάν. 6, 44) – καί εἰσερχόμενος διά τοῦ ἁγίου βαπτίσματος καί τοῦ ἁγίου χρίσματος μετέχει τῶν ἀκτίστων ἐνεργειῶν τοῦ Θεοῦ, οἱ ὁποῖες διακονούμενες ἀπό τό Παράκλητον Πνεῦμα μετά πιά τήν ᾽Ανάληψη τοῦ Χριστοῦ, Τοῦ ἀποκαλύπτουν Αὐτόν στήν καρδιά του, μέ τήν ἔννοια ὅτι τόν ἐνσωματώνουν μέσα στόν ῎Ιδιο κάνοντάς τον μέλος Χριστοῦ. Καί γενόμενος ὁ ἄνθρωπος μέλος Χριστοῦ, μετά τήν προσωπική αὐτή Πεντηκοστή του, ὁδηγεῖται κατά φυσικό τρόπο ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος σημειώνει ὅτι ῾οὐδείς δύναται εἰπεῖν Κύριον ᾽Ιησοῦν, εἰ μή ἐν Πνεύματι ῾Αγίῳ᾽ (Α´Κορ. 12,3), ὅπως καί ὁ Κύριος ἀποκάλυψε ὅτι ῾οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰ μή δι᾽ ἐμοῦ᾽ (᾽Ιωάν. 14,6). ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή κατανοοῦμε ὅτι ὁ Θεός μας εἶναι Θεός τάξεως καί ὄχι ἀκαταστασίας, ὅπως κι ὅτι ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου ἔχει χαρακτήρα Τριαδικό κι αὐτό σημαίνει ὅτι Θεολογία, Χριστολογία, Πνευματολογία, ᾽Εκκλησιολογία, Σωτηριολογία πᾶνε μαζί στήν ὀρθόδοξη πίστη καί ὁποιαδήποτε διάσπασή τους ἀποκαλύπτει τήν αἵρεση ἤ ὁδηγεῖ σ᾽ αὐτήν, ἄρα στήν ἔκπτωση ἀπό τή ζωή καί τή σωτηρία. Καταλαβαίνει λοιπόν κανείς εὔκολα τώρα, γιατί ὁ ἅγιος Σεραφείμ τοῦ Σάρωφ τόνιζε ὅτι ῾σκοπός τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ἀπόκτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος᾽. Γιατί ὅποιος ἔχει τό ῞Αγιον Πνεῦμα ἔχει τόν ῎Ιδιο τόν Τριαδικό Θεό.
 Τό ἐρώτημα λοιπόν τό ὁποῖο τίθεται εἶναι: πῶς κανείς ἀποκτᾶ τό ῞Αγιον Πνεῦμα;Βεβαίως ἀμέσως ἡ σκέψη μας, ὅπως ὑπονοήθηκε παραπάνω, πηγαίνει στά μυστήρια. Γιατί αὐτά ἀποτελοῦν τούς κρουνούς ἀπό τούς ὁποίους προχέεται ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ στούς πιστούς. ᾽Αλλά τά μυστήρια δέν ἐπενεργοῦν θετικά κατά τρόπο μαγικό στούς ἀνθρώπους. ᾽Απαιτεῖται ἡ προσωπική τους συμμετοχή καί προσπάθεια. Κι ἐδῶ εἰσέρχεται κανείς σ᾽ αὐτό πού ὀνομάζουμε ἀσκητική καθαρή πνευματική ζωή. Ἡ ἀσκητική ζωή, ὡς προσωπικός ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου, ἀποτελεῖ τήν προϋπόθεση γιά νά ἐνεργοποιοῦνται τά μυστήρια πρός σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου καί νά μήν καταντοῦν ῾εἰς κρίμα ἤ εἰς κατάκριμα᾽. Μέ τήν παρατήρηση βεβαίως ὅτι καί ὁ ἀγώνας αὐτός δέν γίνεται ἐρήμην τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἡ χάρη Αὐτοῦ δίνει τή δυνατότητα καί τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς. ῾Οὐ τοῦ θέλοντος οὐδέ τοῦ τρέχοντος, ἀλλά τοῦ ἐλεοῦντος Θεοῦ᾽ (Ρωμ. 9, 16).
Τί μᾶς διδάσκει λοιπόν ἡ βιβλικο-πατερική παράδοση τῆς ᾽Εκκλησίας μας, πάνω στό θέμα τῆς ἀποκτήσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος καί τῶν μυστικῶν τῆς ἀσκητικῆς ζωῆς; Ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά ἀποκτήσει τή χάρη αὐτή τῆς παρουσίας Του, νά ἔχει συνεπῶς κανείς τόν Θεό μέσα του, ἄν δέν ἀγωνιστεῖ νομίμως. Καί νομίμως σημαίνει – μέ τή βοήθεια βεβαίως τοῦ Θεοῦ – νά ἀρχίσει τόν ἀγώνα καθάρσεως τοῦ ἑαυτοῦ του ἀπό τά ψεκτά λεγόμενα πάθη, ἰδίως κατά τοῦ κεντρικοῦ πάθους τοῦ ἀνθρώπου, τῆς φιλαυτίας (ἤ ἐγωϊσμοῦ), μέ τά παρακλάδια της, τῆς φιληδονίας, τῆς φιλαργυρίας καί τῆς φιλοδοξίας. ῎Ετσι ὁ πνευματικός ἀσκητικός ἀγώνας εἶναι στοχευμένος: ὁ πιστός καλεῖται νά μεταστρέψει τή φιλαυτία σέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία, σέ ἀγάπη ἀληθινή δηλαδή, γι᾽ αὐτό καί στή θέση τῶν τέκνων τῆς φιλαυτίας θέτει τήν ἐγκράτεια, τήν ἐλεημοσύνη καί προσφορά, τήν ταπείνωση. Στό βαθμό πού ὁ ἐκκλησιαστικός πνευματικός αὐτός ἀγώνας γίνεται μέ σωστό τρόπο, μέ τήν καθοδήγηση δηλαδή τῶν ἁγίων μας καί τῶν ἐμπειροτέρων ἀπό ἐμᾶς χριστιανῶν, κυρίως δέ τοῦ πνευματικοῦ μας πατέρα, ἡ φιλαυτία ἐξαλείφεται, καθαρίζεται ἡ καρδιά μας καί τή θέση της παίρνει, εἴπαμε, ἡ χάρη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ὅπου ἀγάπη ὅμως, ἐκεῖ καί ὁ Θεός, ὁ ἄνθρωπος δηλαδή φτάνει στό σημεῖο νά εἶναι κατοικητήριον ᾽Εκείνου.
Τήν κατάσταση αὐτή πού ἀκολουθεῖ τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς τοῦ ἀνθρώπου, ὅπου ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἀρχίζει καί κυριαρχεῖ μέσα του, οἱ ἅγιοί μας ἔχουν ὀνοματίσει φωτισμό καί στή συνέχεια θέωση. Γι᾽ αὐτό καί συχνά ἀκοῦμε γιά τά στάδια τῆς πνευματικῆς ζωῆς: τήν κάθαρση, τό φωτισμό, τή θέωση. Εἶναι φανερό ὅτι ἀπό τά τρία αὐτά στάδια μόνο τό πρῶτο σχετίζεται ἰδιαιτέρως μέ τήν ἀσκητική προσωπική προσπάθεια, ἐκεῖ πού ὁ πιστός φανερώνει τήν ἀγαθή του προαίρεση γιά προαγωγή τῆς σχέσης του μέ τόν Θεό. Μολονότι καί τό στάδιο αὐτό πραγματοποιεῖται μέ τήν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο καί τό τρίτο θεωροῦνται καθαρά δῶρα τοῦ Θεοῦ, γιά τά ὁποῖα ὁ πιστός δέν πρέπει νά ἀνησυχεῖ καθόλου οὔτε καί νά τά θέτει ὡς ὅραμα καί προορισμό του. Ὁ πιστός ὡς ὅραμά του ἔχει τή σχέση μέ τόν Θεό, ἀγωνίζεται στή βασική ἐντολή τοῦ Χριστοῦ, τήν ἀγάπη, μέ τήν ὁποία καθαρίζει τήν καρδιά του, καί ἀφήνει τόν Θεό ῾ἐλεύθερο᾽ νά προσφέρει, ὅσο θέλει καί ὅποτε θέλει, τά δῶρα τῆς παρουσίας Του, τό φωτισμό καί τή θέωση.
Γι᾽ αὐτό καί τό οὐσιαστικότερο στοιχεῖο τελικῶς τῆς πνευματικῆς ζωῆς εἶναι ἡ ὑπομονή. ῎Ανθρωπος πού ξεκινᾶ τήν πνευματική ζωή καί ἀπαιτεῖ γρήγορα τήν ἀπόκτηση τῶν χαρισμάτων τοῦ Θεοῦ, ἤδη ἔχει βάλει ῾νάρκη᾽ στήν προσπάθειά του. Ὁ Θεός δέν εἶναι παιχνίδι ὥστε ἐμεῖς νά Τόν ῾κανονίζουμε᾽ στίς ἐνέργειές Του, ἀλλά ὁ παντοδύναμος καί πανάγαθος Θεός πού ἔχει τόν ἀπόλυτο ἔλεγχο τῶν πάντων, γνωρίζοντας τά πάντα καί στό ἔσχατο βάθος τους. ῎Ετσι ἡ ἀνυπομονησία ἀποτελεῖ σημάδι τελικῶς ταραγμένης ψυχῆς, ἄρα στήν πραγματικότητα φανερώνει τήν ἀπιστία τοῦ ἀνθρώπου καί τήν παρουσία τοῦ πονηροῦ. Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ μέγας ᾽Ισαάκ ὁ Σύρος, στά ἀσκητικά του ἔργα, μνημονεύει ἕνα σπουδαῖο Γέροντα, ὁ ὁποῖος καθοδηγώντας ἕναν ἄπειρο νεαρό μοναχό, πού ῾βιαζόταν᾽ ν᾽ ἀποκτήσει τά χαρίσματα τοῦ Θεοῦ, τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ ἴδιος ἄρχισε νά νιώθει τά χαρίσματα αὐτά μετά τά τριάντα πρῶτα χρόνια τῆς ἔντονης ἀσκητικῆς του ζωῆς.
Ἡ ἑορτή λοιπόν τῆς Πεντηκοστῆς μᾶς ἀποκαλύπτει γιά μία ἀκόμη φορά τό μεγαλεῖο τῆς πίστεώς μας, ἀφοῦ εἴμαστε κλημένοι σέ ἄπειρη αὔξηση μετοχῆς στό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἀλλά καί συγχρόνως μᾶς δείχνει τίς δυσκολίες πού ὑπάρχουν λόγω τῶν δικῶν μας ἁμαρτιῶν καί ἀδυναμιῶν. Εἶναι στή δική μας ὅμως τήν εὐθύνη νά ἀνταποκριθοῦμε στήν κλήση αὐτή, πού συνιστᾶ καί τήν ὑψηλότερη κλήση πού ὑπάρχει στόν κόσμο: νά εἴμαστε καί νά γίνουμε ῾συγκληρονόμοι Χριστοῦ᾽ (Ρωμ. 8, 17).
παπα Γιώργης Δορμπαράκης 

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Θεολογική ερμηνεία της εικόνας της Αναλήψεως.

Συγγραφέας: kantonopou στις 13 Ιουνίου 2013

Στην εικόνα της Αναλήψεως ο Κύριος με φωτεινά ενδύματα και κυριαρχική στάση, εικονίζεται μέσα σε «δόξα», που είναι άλλοτε στρογγυλή, όπως στην εικόνα μας και άλλοτε ελλειψοειδής. Κάθεται σε ουράνιο τόξο ευλογώντας με το ένα του το χέρι και κρατώντας όρθιο ειλητάριο με το άλλο. Το ειλητάριο είναι σύμβολο του διδασκάλου.
Τη «δόξα», μέσα στην οποία βρίσκεται ο Κύριος υποβαστάζουν δύο άγγελοι. Συμβολίζουν και εκφράζουν τη θεία μεγαλειότητα και εξουσία. «Ο Κύριος ως παντοδύναμος δεν είχε ανάγκη τους αγγέλους για να αναληφθεί στους ουρανούς). Σε μερικές εικόνες της Αναλήψεως οι άγγελοι δεν ανακρατούν το δίσκο της δόξας, αλλά ατενίζουν τον Κύριο σε στάση προσευχής. Όπως λένε τα τροπάρια της εορτής, απορούν και θαυμάζουν, γιατί ο Χριστός αναλήφθηκε όχι μόνον ως Θεός, αλλά και ως άνθρωπος, δηλαδή με το άφθαρτο και δοξασμένο σώμα του.
Άλλοτε οι άγγελοι εικονίζονται να σαλπίζουν σύμφωνα με το ψαλμικό στίχο «ἀνέβη ὁ Θεός ἐν ἀλαλαγμῷ, Κύριος ἐν φωνῇ σάλπιγγος» (Ψαλμ. 46, 6). Ο στίχος αυτός αναφέρεται αυτούσιος στην υμνολογία της Αναλήψεως, γιατί «ἡ εἰς οὐρανούς ἄνοδος διά τούτων (των λέξεων) τοῦ Κυρίου σημαίνεται» (Μ. Αθανάσιος, ΒΕΠ 32, 116).
β) Οι απόστολοι. Χωρισμένοι κάτω σε δύο ομίλους έχοντας την Παναγία στη μέση «θεωρούν τον αναλαμβανόμενο Κύριο με χειρονομίες και στάσεις που δηλώνουν έκπληξη, αμηχανία, θάμβος και ταραχή». Πίσω της βρίσκονται δύο λευκοφορεμένοι άγγελοι, που δείχνουν με υψωμένο το χέρι τον αναλαμβανόμενο Κύριο. Ως αγγελιοφόροι του Θεού διαβεβαιώνουν και παρηγορούν τους παριστάμενους πως ο Κύριος θα επανέλθει κατά τη Δευτέρα παρουσία του.
Στο κείμενο της Αγίας Γραφής (Λουκ. 24, 50-52. Πραξ. 1, 9-11) που αναφέρεται στην Ανάληψη, η Θεοτόκος δεν είναι ανάμεσα στα πρόσωπα που παραβρίσκονται στο γεγονός. Για την παρουσία της μας πληροφορεί η ιερά παράδοση, όπως τη βλέπουμε άλλωστε στα τροπάρια του εσπερινού της εορτής και το συναξάριο της ημέρας∙ «τήν γάρ ἐν τῷ πάθει σου μητρικῶς πάντων ὑπεραλγήσασαν (=που πόνεσε πιο πολύ), ἔδει καί τῇ δόξῃ τῆς σαρκός σου ὑπερβαλλούσης ἀπολαῦσαι χαρᾶς (Δοξαστικό της λιτής). Άξια προσοχής είναι η θέση και η στάση της Θεοτόκου στην εικόνα. Βρίσκεται ακριβώς κάτω από τον υιό της και είναι άξονας της όλης σύνθεσης. «Η κάθετη γραμμή που ενώνει το κεφάλι του Σωτήρος με εκείνο της Θεοτόκου μοιράζει το σύνολο ακριβώς σε δύο όμοια μέρη, διασταυρώνεται με την οριζόντια γραμμή και σχηματίζει ένα τέλειο σταυρό» (Π. Ευδοκίμωφ). Οι απόστολοι με τις χειρονομίες τους και έχοντας τα κεφάλια τους στραμμένα προς τον Κύριο έρχονται σε αντίθεση με την ατάραχη κα ήρεμη μορφή της Παναγίας. Η ηρεμία της, όπως ειπώθηκε, εκφράζει την αναλλοίωτη αλήθεια της Εκκλησίας. Ο αγιογράφος της εικόνας μας θέλησε με τους αποστόλους που κυκλώνουν την Παναγία να παρουσιάσει την Εκκλησία, στην οποία ο Κύριος θα έστελνε την Πεντηκοστή το Άγιο Πνεύμα για να την ζωοποιήσει και κινητοποιήσει. Για την αποστολή του Αγίου Πνεύματος στους μαθητές και της επιδημίας του στον κόσμο μιλούν και τα τροπάρια της Αναλήψεως.«Ἀνελήφθης ἐν δόξῃ, ὁ τῶν Ἀγγέλων βασιλεύς, τόν Παράκλητον ἡμῖν ἐκ τοῦ Πατρός ἀποστεῖλαι» (α΄τροπάριον, ωδή δ΄). Έτσι τα δύο κοσμοσωτήρια και κοσμοϊστορικά γεγονότα, της Αναλήψεως και της Πεντηκοστής, συνδέονται άρρηκτα μεταξύ τους.
Δεξιά από τη Θεοτόκο, το πρώτο πρόσωπο που βλέπει στον ουρανό με το χέρι μπροστά στα μάτια του, είναι ο απόστολος Παύλος. Φυσιολογικά δεν έχει θέση μεταξύ των αποστόλων, γιατί η μεταστροφή του έγινε μετά την Ανάληψη. Στην εικόνα τοποθετείται συμβολικά. Θα γίνει κι αυτός μέλος της Εκκλησίας και μάλιστα εκλεκτό. Ο ορθόδοξος αγιογράφος αποσπά τον Παύλο από την εποχή του και τον συγκαταριθμεί μεταξύ των αποστόλων. Έτσι και η θέση του Ιούδα αναπληρώθηκε και η παράσταση της Εκκλησίας έγινε δυναμική, εκφραστική και συμβολική.
Τα υψωμένα σε δέση χέρια της Παναγίας θυμίζουν τον ρόλο της κοντά στον Υιό της. Είναι αυτή που παρακαλεί και μεσιτεύει. Όπως ψάλλει η Εκκλησία μας, «ἄλλην γάρ οὐκ ἔχομεν, ἁμαρτωλοί πρός Θεόν, ἐν κινδύνοις καί θλίψεσιν, ἁεί μεσιτείαν». Παρακαλούμε τον Χριστό να μας σώσει και ελεήσει «ταῖς πρεσβίαις τῆς Παναχράντου Δεσποίνης ἡμῶν Θεοτόκου καί ἁειπαρθένου Μαρίας».
Στην εικόνα η Θεοτόκος εικονίζεται ορθοστημένη, αλύγιστη. Με την ακινησία της φαίνεται να εκφράζει τα αμετακίνητα δόγματα της Εκκλησίας. Από το άλλο μέρος οι απόστολοι με τις διάφορες χειρονομίες τους συμβολίζουν τις διάφορες γλώσσες και τα ποικίλα μέσα, με τα οποία σπέρνεται ο λόγος του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων.
Ωραία παρατηρήθηκε: «Ένα αίσθημα ειρήνης, προσευχής και αίνου καλύπτει το παν, γιατί εκεί οπού βρίσκεται το κεφάλι τοποθετείται η χαρμόσυνη ελπίδα του σώματος», δηλαδή της Εκκλησίας, που είναι το Σώμα του Χριστού. Όπως το είπε ο άγιος πάπας Λέων Α΄ (440-461): «Η Ανάληψη του Χριστού είναι δική μας ανύψωση και όπου η δόξα της Κεφαλής προπορεύτηκε, εκεί καλείται η ελπίδα του Σώματος».
Πηγή: apostoliki-diakonia.gr

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η Ανάληψη του Χριστού.

Συγγραφέας: kantonopou στις 12 Ιουνίου 2013

 
Ένα γεγονός δόξας και χαράς που ολοκληρώνει την Πασχαλινή περίοδο είναι η Ανάληψη του Χριστού μας στους ουρανούς. Έρχεται η στιγμή που ο Νικητής του θανάτου δείχνει τον τελικό προορισμό του ανθρώπου. Μέσα σε μία υπερκόσμια δόξα ο Κύριος αποχαιρετά την ανθρωπότητα και επιστρέφει στον ουρανό. Τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος σπαργανώνεται ως βρέφος στη Βηθλεέμ.
 Ως Θεάνθρωπος ζει τα τριάντα τρία χρόνια Του πάνω στη γη, διδάσκει, θαυματουργεί, ευεργετεί, αποκαλύπτεται, αποκρύπτεται, διαλέγεται, σιωπά, χαίρεται, δακρύζει, πονάει, προδίδεται, ματώνει, σκανδαλίζει, συγχωρεί, πεθαίνει, ανασταίνεται και αναστημένος δεν εξαφανίζεται, αλλά ζει και φανερώνεται άλλοτε καθαρά και άλλοτε «εν ετέρα μορφή», για να καταλήξει που; Γιατί όλ’ αυτά; Γιατί φοράει τη σάρκα μας ο Θεός; Γιατί ντύνει την υπέρφορτη λαμπρότητα της Θεότητός Του με την παχυλότητα του ανθρωπίνου σώματος; Γιατί κάνει φίλους Του εμάς, που είμαστε έτοιμοι με κάθε ευκαιρία να Τον προδώσουμε; Όλ’ αυτά τα κάνει ο Χριστός για να καταλήξει στο μεγάλο γεγονός της Αναλήψεως.
Έρχεται ο Θεός στη γη, ξεγελάει τον διάβολο, αρπάζει τον άνθρωπο από το θάνατο και τη φθορά και τον ανεβάζει τόσο ψηλά, ώστε να τον κάνει συγκάτοικο στο θρόνο της Αγίας Τριάδος. Ο Χριστός, χωρίς να πάψει να είναι τέλειος Θεός, γίνεται και τέλειος άνθρωπος και έτσι, ως τέλειος άνθρωπος ανεβαίνει στους ουρανούς με την Ανάληψή Του, για να πραγματοποιήσει τη μεγαλύτερη νίκη όλων των εποχών, τη νίκη κατά της λάσπης. Ακόμη και η νίκη κατά του θανάτου, δηλ. η Ανάσταση του Χριστού, δεν θα είχε ολοκληρώσει το σκοπό της, αν ο Κύριος έμενε κάτω στη γη, έστω και αναστημένος. Με την Ανάληψή Του ο Χριστός μας δίνει το μήνυμα πως η αληθινή μας ελπίδα δεν βρίσκεται μόνο στο ότι κάποτε όλοι θα αναστηθούμε. Η αληθινή μας ελπίδα δεν πηγάζει μόνον από το ότι δεν φοβόμαστε τη μεγαλύτερη συμφορά που μπορεί να μας βρει, δηλ. το θάνατο. Η πραγματική μας ελπίδα δεν βρίσκεται στο ότι μας περιμένει μία αιώνια ζωή, αλλά στο ότι μας περιμένει μία αιώνια ζωή κοντά στο θρόνο της Αγίας Τριάδος. Είμαστε ξεπεσμένοι πρίγκιπες που δεν χαιρόμαστε, επειδή απλώς μας βρήκε ο Βασιλιάς μας, αλλά επειδή μας βρήκε και μας οδηγεί στο παλάτι Του, για να χαρούμε κι εμείς συμβασιλεύοντας μαζί Του στην αιώνια Βασιλεία Του.
Η εορτή της Αναλήψεως λοιπόν δεν είναι μία εορτή του Θεού μόνον. Περισσότερο είναι ένα πανηγύρι του ανθρώπου. Είναι ένας θρίαμβος για τον ταπεινό και ξεπεσμένο άνθρωπο, ο οποίος, στο πρόσωπο του Χριστού, ανεβαίνει τόσο ψηλά, ώστε ξεπερνάει ακόμη και αυτά τα τάγματα των αγγέλων και γίνεται συγκάτοικος του Θεού. Ο Χριστός παίρνει τον άνθρωπο από την εξορία και τον οδηγεί στην πατρίδα. Αρπάζει το πλάσμα του από τη λάσπη αυτής της πεπερασμένης πραγματικότητος και το ανεβάζει στη δόξα και στο φως της Αγίας Τριάδος. Μόνον η αγάπη του Θεού μπορούσε να σκεφτεί μία τέτοια τύχη για το δημιούργημά Του. Ούτε οι άνθρωποι ούτε ακόμη και οι άγγελοι ήταν δυνατόν να σκεφτούν πως ο Θεός αγαπάει τόσο πολύ τον άνθρωπο, ώστε  να τον πλάσει με σκοπό να τον κάνει κι’ εκείνον θεό κατά χάριν. Αυτό ήταν το πρώτο σχέδιο του Θεού για το πλάσμα Του και κανείς και κανένα εμπόδιο δεν θα ήταν δυνατόν να εμποδίσουν αυτό το αρχικό θεϊκό σχέδιο. Αυτό λοιπόν συμβαίνει την ημέρα της Αναλήψεως. Ο Νικητής του θανάτου και Λυτρωτής του κόσμου πραγματοποιεί το αρχέγονο σχέδιό Του, θεώνει την ανθρώπινη φύση και στο πρόσωπο του Χριστού την ανεβάζει στο ύψος της Τρισηλίου Θεότητος.
Είναι δύσκολο αυτή η μεγαλοσύνη να εκφρασθεί με λόγια. Ο καθένας εισπράττει από τούτη την ενέργεια της αγάπης του Θεού ο,τι του επιτρέπει η διάθεσή του. Άλλος σκιρτά από χαρά και ελπίδα για τη δόξα που μας περιμένει όλους και άλλος μένει ψυχρός και αδιάφορος. Σε μία εποχή που η λάσπη μπούκωσε τόσο τα λαρύγγια των ανθρώπων, ώστε πλέον δεν έχουν τη δύναμη ούτε να φωνάξουν ούτε να αντισταθούν, σε μία τέτοια εποχή η Ανάληψη του Χριστού έρχεται σαν μία τελευταία και μοναδική ελπίδα να μας δώσει παρηγοριά, δύναμη και χαρά.
 Η Ανάληψη του Χριστού μας διδάσκει πως τίποτε από την ψεύτικη πραγματικότητα που ζούμε δεν πρέπει να μας στεναχωρεί «ου γαρ έχομεν ώδε μένουσαν πόλιν, αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν». Ο, τι ζούμε, θα τελειώσει. και αυτό που μας περιμένει, αυτό για το οποίο πλασθήκαμε είναι τόσο καλύτερο από την ψεύτικη πραγματικότητά μας, ώστε δεν μπορεί να το χωρέσει το μυαλό μας!
Καθώς ο Κύριος ανεβαίνει στον ουρανό, ανεβάζει και την πεσμένη φύση μας μαζί Του. Μας δίνει την υπέροχη ελπίδα πως Του ανήκουμε, μας περιμένει να ενωθούμε μαζί Του, αφού πρώτα Εκείνος ενώθηκε μαζί μας. Ο Αναλαμβανόμενος εις τους ουρανούς Χριστός μας δείχνει τον τελικό σκοπό της ζωής μας. Ζούμε όχι για να περάσουμε εδώ καλά, ούτε για να στεναχωριόμαστε, όταν περνάμε άσχημα. Ζούμε για να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας για τον ουρανό. Εκείνον στοχεύουμε, διότι εκείνος μας ανήκει για πάντα. 
Όσο πιο πολύ προετοιμαζόμαστε για τον ουρανό, τόσο γίνεται πιο ευχάριστη, πιο χαρούμενη και πιο ήρεμη η ζωή μας εδώ κάτω στη γη. Ας μη δίνουμε αξία και σημασία σε ό,τι γίνεται γύρω μας. Όλα είναι ψεύτικα και μάταια. 
Πολύτιμα και παντοτινά είναι αυτά στα οποία μας οδηγεί ο Αναλαμβανόμενος Χριστός. είναι όλα αυτά που σχεδίασε να μας χαρίσει με την υπέροχη και υπέρλογη ανάβασή Του.
http://imverias.blogspot.gr/2013/06/blog-post_2533.html#more

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η Ανάληψη του Κυρίου

Συγγραφέας: kantonopou στις 12 Ιουνίου 2013

1. ῾Ολοκλήρωση τοῦ σωτηριώδους ἔργου Του. 
 Μέ τήν ᾽Ανάληψή Του ὁ Κύριος ὁλοκλήρωσε τό ἀπολυτρωτικό καί σωτηριῶδες ἔργο Του στή γῆ. Ἡ εἰς Οὐρανούς ἄνοδός Του ἦταν ἡ συνέχεια τῆς Γεννήσεώς Του, τῆς Βαπτίσεώς Του, τοῦ διδασκαλικοῦ ἔργου Του, τῆς Σταυρώσεως καί τῆς ᾽Αναστάσεώς Του. Ὅ,τι ξεκίνησε ὁ Κύριος ἐρχόμενος στόν κόσμο ἔφτασε στό πέρας του μέ τήν Θεία Του ᾽Ανάληψη: ἕνωσε τούς ἀνθρώπους μέ τόν Τριαδικό Θεό. Σύμφωνα μέ τό κοντάκιο τῆς ἑορτῆς, πού συμπυκνώνει τήν οὐσία της, ὁ Κύριος ἀνελήφθη ἐν δόξῃ ῾τήν ὑπέρ ἡμῶν πληρώσας οἰκονομίαν καί τά ἐπί γῆς ἑνώσας τοῖς οὐρανίοις᾽.
Ἡ ἐν δόξῃ αὐτή ᾽Ανάληψη δέν ἀποτελεῖ ἀπόρριψη ἀπό τόν Κύριο τοῦ φυσικοῦ σκηνώματός Του καί ἐπάνοδό Του ὡς Θεοῦ μόνου στά δεξιά τοῦ Πατέρα. Ὁ Κύριος ἀναλαμβάνεται στούς Οὐρανούς, ῾ὅπου ἦν τό πρότερον᾽, μέ τό ἅγιο σῶμα Του, γεγονός πού σημαίνει ὅτι ἡ ἐνσάρκωση τοῦ Θεοῦ δέν ἦταν μία παρένθεση στήν ὅλη ζωή Του. Τέτοιες παρενθέσεις βλέπουμε στίς ῾θεότητες᾽ τῶν ᾽Αρχαίων ῾Ελλήνων ἤ καί ἄλλων λαῶν, ὅταν κάποιος ῾Θεός᾽ φανερώνεται ὡς ἄνθρωπος στόν κόσμο, γιά νά ἐπιτελέσει κάποια συγκεκριμένη ἀποστολή, προκειμένου στή συνέχεια νά ἐπανέλθει στήν κανονική του τάξη. Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, τό δεύτερο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, σαρκώνεται ὡς ἄνθρωπος, προσλαμβάνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν κρατάει διαπαντός. ῎Αν ἡ ἀνθρωπότητα θεραπεύτηκε ἀπό τό τραῦμα τῆς ἁμαρτίας ἦταν γιατί ὁ Θεός μας ἀπό ἄπειρη ἀγάπη κινούμενος ἕνωσε τή ζωή Του μέ ἐμᾶς. Γιά πάντα στή Θεότητα ὑπάρχει πιά καί ἡ ἀνθρώπινη φύση. Κι αὐτό θά πεῖ ὅτι ἐν Χριστῷ ὁ ἄνθρωπος ῾κατέκτησε᾽ τούς οὐρανούς. ῎Ηδη βρισκόμαστε μέσα στή Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐν προσώπῳ ᾽Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Πορεύομαι ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν᾽ εἶπε ὁ Κύριος (᾽Ιωάν. 14,2).
Ἡ μεγάλη αὐτή ἀλήθεια ἀποκαλύπτει πέρα ἀπό τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀξία πού ἔχει ὁ ἄνθρωπος. Ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἕνα ὄν τυχαῖα ριγμένο στόν κόσμο. Δέν εἶναι ἀκόμη ἕνα ἀπό τά πολλά ὄντα τοῦ κόσμου. Μέ τήν πρόσληψή του ἀπό τόν Θεό καί τή διαπαντός διακράτησή του ἀπό ᾽Εκεῖνον μέσα Του φανέρωσε τήν ἄπειρη ἀξία πού ἔχει καί ὁ ἴδιος. ᾽Αξία ὅμως πού δέν ἀποκτᾶ ἀπό μόνος του, ἀλλά ἀπό τή σύνδεση καί τή σχέση του μέ τό Δημιουργό Του.῾Ο Θεός εἶναι ᾽Εκεῖνος πού δίνει ἀξία στόν ἄνθρωπο καί ὄχι κάτι πού κατέχει αὐτός. Εἶναι στήν πραγματικότητα τό ῾κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ’ στόν ἄνθρωπο, τό ὁποῖο καθάρισε ὁ Χριστός ἐρχόμενος στόν κόσμο καί τό ἔφτασε στό ἀπώγειό του ὡς ῾καθ᾽ ὁμοίωσιν᾽ μέ τήν ἔνδοξη ᾽Ανάληψή Του. Διαφορετικά, ἀπό μόνοι μας, χωρίς τόν Θεό, εἴμαστε ὅ,τι ἐπισημαίνουν ὅλοι οἱ ἅγιοι ὅλων τῶν ἐποχῶν: ῾γῆ καί σποδός᾽, ῾σκωλήκων βρῶμα καί δυσωδία᾽, κυριολεκτικά ἕνα τίποτα: ῾χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν᾽, πού εἶπε καί ὁ Κύριος ( ᾽Ιωάν. 15,5). Κατά συνέπεια ἡ ἀξία πού δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο ὁδηγεῖ στήν καταδίκη κάθε ρατσιστικῆς ἀντίληψης καί στήν ὑπέρβαση κάθε ἀριστοκρατικῆς θεώρησης ὁμάδων ἀνθρώπων. Κανείς δέν εἶναι ἀνώτερος ἀπό κάποιον ἄλλον. Εἴτε λευκός εἴτε μαῦρος, εἴτε φτωχός εἴτε πλούσιος, εἴτε μορφωμένος εἴτε ἀμόρφωτος, εἴτε νέος εἴτε γέρος, ὅλοι ἔχουμε τήν ἴδια ἀξία πού μᾶς δίνει ὁ Θεός μας. ῾Οὐκ ἔνι ᾽Ιουδαῖος οὐδέ ῞Ελλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καί θῆλυ. Πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ᾽Ιησοῦ᾽ (Γαλ. 3, 28). Ἡ ᾽Ανάληψη λοιπόν τοῦ Κυρίου, πέρα ἀπό τήν ὁλοκλήρωση τοῦ σχεδίου τοῦ Θεοῦ γιά τή σωτηρία τοῦ κόσμου, σημαίνει καί τή μεγάλη ἀξία τοῦ ἀνθρώπου.
2. ᾽Ανάληψη καί Πεντηκοστή: ἡ ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας. 
 Ναί μέν ὁ Κύριος μέ τήν ᾽Ανάληψή Του ὁλοκλήρωσε τό ἔργο Του ἐπί τῆς γῆς, ἀλλά καί δέν σώθηκε ὁ κόσμος ἀκόμη. Αὐτό πού ἔφερε ἔπρεπε νά γίνει προσωπικό κτῆμα τοῦ καθενός. Τό γενικό καί ἀντικειμενικό νά γίνει ἀτομικό. Καί τό ἔργο αὐτό τῆς προσωπικῆς οἰκείωσης τῆς σωτηρίας ἔγινε μέ τήν κάθοδο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Κατά τήν Πεντηκοστή, τό τρίτο πρόσωπο τῆς ῾Αγίας Τριάδος, τό ῞Αγιον Πνεῦμα, ἀναλαμβάνει τή διακονία τῆς κοινῆς ἐνέργειας τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ: νά φανερώνει τόν Χριστό στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων, νά πραγματοποιεῖ τόν ἁγιασμό τους. Ὅπως ὁ Θεός Πατέρας διακόνησε τίς κοινές ἐνέργειες τῆς Θεότητος τήν ἐποχή τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, προκειμένου νά προετοιμάσει τούς ἀνθρώπους γιά τόν ἐρχομό τοῦ Υἱοῦ Του, ὅπως ὁ Θεός Υιός διακόνησε τίς κοινές ἐνέργειες τῆς Θεότητος τήν ἐποχή τῆς Καινῆς Διαθήκης μέ τό ὅλο ἀπολυτρωτικό ἔργο Του, ἔτσι καί ὁ Θεός ῞Αγιον Πνεῦμα διακονεῖ ἀπό τήν Πεντηκοστή καί ἐφεξῆς τίς ἐνέργειες αὐτές: φανερώνει τήν ᾽Εκκλησία ὡς σῶμα Χριστοῦ καί κάνει τόν ἄνθρωπο μέλος ᾽Εκείνου (Πρβλ. ᾽Ιωάν. 16, 13-15). ᾽Από τήν ἄποψη αὐτή ἡ ᾽Ανάληψη τοῦ Κυρίου παραπέμπει στό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς. Χωρίς τήν Πεντηκοστή – τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος – ἡ ᾽Ανάληψη, ὅπως καί ὅλη ἡ ἐπί γῆς ζωή τοῦ Κυρίου, θά παρέμενε παντελῶς ἀνενέργητη. Χωρίς τήν παρουσία τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ὁ Χριστός μας θά παρέμενε ἕνας ξένος γιά μᾶς. ῎Ισως σάν τήν ἠλεκτρική ἐγκατάσταση ἑνός σπιτιοῦ πού δέν ἔχει διακόπτες παροχῆς τοῦ ρεύματος. Χωρίς τούς διακόπτες ἡ ὕπαρξη τοῦ ρεύματος δέν χρησιμεύει πουθενά. Ἡ ὑμνολογία τῆς ᾽Εκκλησίας μας τονίζει ἐπαρκῶς τή διάσταση αὐτή τῆς ᾽Αναλήψεως: ῾ὁ Κύριος ἀνελήφθη εἰς τούς οὐρανούς, ἵνα πέμψῃ τόν Παράκλητον τῷ κόσμῳ᾽. Ἡ πέμψη τοῦ Παρακλήτου ῾Αγίου Πνεύματος κατανοεῖται ὡς ὁ σκοπός τῆς ᾽Αναλήψεως, γιά τό λόγο πού εἴπαμε: νά ἱκανωθεῖ ὁ ἄνθρωπος γιά νά γνωρίσει τόν Χριστό, γιά νά γίνει μέτοχος τῶν δωρεῶν πού ἔφερε ᾽Εκεῖνος στόν κόσμο, γιά νά νιώσει τήν εὐλογία καί τή μεγαλωσύνη νά εἶναι μέλος Του. Μ᾽ ἕνα λόγο ἡ Πεντηκοστή ὡς συνέχεια τῆς ᾽Αναλήψεως μᾶς ἔδωσε τή δυνατότητα νά εἴμαστε ἡ προέκταση τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο, ᾽Εκεῖνος μέσω ἡμῶν. ῾Ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δέ ἐν ἐμοί Χριστός᾽ (Γαλ. 2,20).
῎Ετσι ὁ Κύριος φεύγει ἀπό τόν κόσμο γιά νά ξανάρθει μέ ἄλλη μορφή: μέσω τοῦ Πνεύματός Του. Ἡ ἐν ἀγίῳ Πνεύματι ζωή τῆς ᾽Εκκλησίας εἶναι μία διαρκής παρουσία τοῦ Κυρίου μέ ἄλλον τρόπο ἀπό ὅ,τι ἦταν ἐδῶ στή γῆ. Ἡ ἵδρυση τῆς ᾽Εκκλησίας ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι καί βεβαίως ἡ διακυβέρνησή της ἀπό Αὐτόν ἀοράτως εἶναι ἡ συνέχεια τῆς ᾽Αναλήψεως τοῦ Χριστοῦ. Σύμφωνα μέ ὅ,τι βεβαίωσε ὁ ῎Ιδιος: ῾Συμφέρει ὑμῖν ἵνα ἐγώ ἀπέλθω. ᾽Εάν γάρ ἐγώ μή ἀπέλθω, ὁ παράκλητος οὐκ ἐλεύσεται πρός ὑμᾶς. ᾽Εάν δέ πορευθῶ, πέμψω αὐτόν πρός ὑμᾶς᾽ (᾽Ιωάν. 16,7).
 3. ᾽Ανάληψη καί Δευτέρα Παρουσία.
Ἡ ᾽Ανάληψη δέν παραπέμπει μόνο στήν Πεντηκοστή. Παραπέμπει καί στή Δευτέρα Παρουσία τοῦ Κυρίου. Τά λόγια τῶν ᾽Αγγέλων στούς ἔκπληκτους μαθητές τή στιγμή τῆς ᾽Αναλήψεως εἶναι ἐνδεικτικά: ῾῎Ανδρες Γαλιλαῖοι, τί ἑστήκατε ἐμβλέποντες εἰς τόν οὐρανόν; Οὗτος ὁ ᾽Ιησοῦς ὁ ἀναληφθείς ἀφ᾽ ὑμῶν εἰς τόν οὐρανόν, οὕτως ἐλεύσεται, ὅν τρόπον ἐθεάσασθε αὐτόν πορευόμενον εἰς τόν οὐρανόν᾽ (Πρ. ᾽Απ. 1,11). Ὁ ἐν δόξῃ ἐρχομός τοῦ Κυρίου γιά δεύτερη φορά ἀποτελεῖ συνέχεια τῆς πρώτης παρουσίας Του, τέλος τῆς ὁποίας ἦταν ἡ ᾽Ανάληψη, ἀλλά καί τῆς μυστηριώδους παρουσίας Του ἐν ῾Αγίῳ Πνεύματι στήν ᾽Εκκλησία. Ἡ Δευτέρα Παρουσία ἀποτελεῖ τήν προοπτική καί τήν προσμονή τῶν Χριστιανῶν. Οἱ Χριστιανοί τρεφόμαστε και ἀπό τό μέλλον. Τό ῾ἔρχου, Κύριε ᾽Ιησοῦ᾽ (᾽Απ. ᾽Ιωάν. 22,20) εἶναι ἡ κραυγή τοῦ πιστοῦ πού νιώθει τήν καρδιά του νά φλέγεται ἀπό τόν ῾᾽Ηγαπημένον᾽ (Πρβλ. ᾽Εφ. 1,6), τόν ᾽Ι. Χριστό.
 Ἡ Δευτέρα Παρουσία ὅμως θά φέρει καί τήν τελική κρίση τῶν ἀνθρώπων. Στήν κρίση αὐτή καί στή συνέχειά της, τήν αἰώνια Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, κατά τήν ὁποία θά κυριαρχεῖ πλήρως ὁ Κύριος, βλέπουμε τήν ὁριστική καί τελική ἔκφραση τοῦ βασιλικοῦ ἀξιώματος τοῦ Κυρίου, στοιχεῖο τοῦ ὁποίου εἶναι καί ἡ ᾽Ανάληψή Του. Ὁ Χριστός βασιλέας εἶναι ὁ νικητής Χριστός: κατά τῆς ἁμαρτίας, κατά τοῦ διαβόλου, κατά τῶν παθῶν τοῦ ἀνθρώπου. ῾Δεῖ γάρ αὐτόν βασιλεύειν ἄχρις οὗ ἄν θῇ πάντας τούς ἐχθρούς ὑπό τούς πόδας αὐτοῦ…῞Οταν δέ ὑποταγῇ αὐτῷ τά πάντα, τότε καί αὐτός ὁ υἱός ὑποταγήσεται τῷ ὑποτάξαντι αὐτῷ τά πάντα, ἵνα ᾖ ὁ Θεός τά πάντα ἐν πᾶσιν᾽ (Α´Κορ. 15, 25.28).
παπα Γιώργης Δορμπαράκης 

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

«Τί μητρός συμπαθέστερον;»(Γρηγόριος Θεολόγος)

Συγγραφέας: kantonopou στις 3 Φεβρουαρίου 2013

«Τί μητρός συμπαθέστερον;» (Γρηγόριος Θεολόγος)

Τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πατρῶν κ.κ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

Ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς προσφέρει λαμπρές εὐκαιρίες νά κάνωμε γόνιμες σκέψεις πάνω σέ πολλά θέματα. Ἔτσι λοιπόν, καθώς πλησιάζομε στήν ἱερά Εἰκόνα ἡ ὁποία  παρουσιάζει τήν σκηνή πού ἡ Παναγία μας προσφέρει στόν Ναό τόν Ἰησοῦ, βρέφος τεσσαρακονθήμερο, ὁ νοῦς μας, ἡ καρδιά μας, ἡ ὕπαρξή μας ὁλόκληρη συγκλονίζεται μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς μάνας, ἀφ’ ἑνός μέν τῆς Θεοτόκου ἡ ὁποία ἔφερε στόν κόσμο τήν Ζωή, ἀφ’ ἑτέρου δέ τῆς κάθε μάνας ἡ ὁποία κρατάει στά χέρια της τό παιδί της καί τό μεγαλώνει μέ κόπους καί μόχθους πολλούς.

Εὐλογήθηκε πολύ ἡ γυναῖκα ἀπό τόν Θεό. Δημιουργήθηκε ἰσότιμη μέ τόν ἄνδρα καί τοποθετήθηκε σέ βάθρο ὑψηλό, γιά νά τιμηθῇ ὡς σύζυγος, ὡς μητέρα, ὡς μοναχή καί συνελόντ’ εἰπεῖν, ὡς παράγων καί μοχλός ἀπαραίτητος τῆς κοινωνικῆς ζωῆς. Ἐκεῖνος ὅμως ὁ ρόλος, ὁ ὁποῖος ἰδιαίτερα συγκινεῖ καί συγκλονίζει, εἶναι ὁ ρόλος της ὡς μάνας.

Ἔχει εὔστοχα εἰπωθῇ γι’ αὐτό τό θέμα: «Εἶσαι ἡ μάνα, τῆς ζωῆς ὑφάντρα, τεχνήτρα,  φρουρός».

Στά σπλάχνα τῆς μάνας ὑφαίνεται ἡ ζωή, μέ τήν χάρη καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ.  Ἐκεῖ συλλαμβάνεται ὁ ἂνθρωπος, ἐκεῖ κυοφορεῖται τρεφόμενος ἀπό τό αἷμα της. Ἐκεῖ προσλαμβάνει τίς πρῶτες παραστάσεις, ἐκεῖ «ἀκούει» τόν κόσμο, ὅπως μεταφέρεται ὁ ἦχος του ἀπό τήν ζωή ἐκείνης, πού κυοφορεῖ στά σπλάχνα της μιά καινούρια ζωή.

Εἶναι ἐπιστημονικῶς ἀποδεδειγμένο, ὅτι οἱ ἐξωτερικές παραστάσεις, ἡ ψυχολογία, καί ἡ ἐν γένει πνευματική κατάσταση στήν ὁποία εὑρίσκεται ἡ μητέρα, ἐπηρεάζουν ἄμεσα τό ἔμβρυο. Εὐλογημένοι τῆς κοιλίας καρποί ἐξῆλθαν ἐξ εὐσεβῶν καί ἁγίων μητέρων, οἱ ὁποῖες ζοῦσαν μέ προσευχή, ἐκκλησιασμό καί Μυστηριακή ζωή. Ἔτσι δικαιολογεῖται κατά ἕνα τρόπο τό, «ἡγιασμένος ἐκ κοιλίας μητρός», καί εὐκόλως γι’ αὐτές τίς γαστέρες θά ἠδυνάμεθα νά χρησιμοποιήσωμε τά λόγια τῆς Ἁγίας Γραφῆς, παρ’ ὅτι ἐλέχθησαν γιά τό μοναδικό πρόσωπο τῆς Παναγίας μας: «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας» (Λουκ. κα’, 27).

Στήν αγκαλιά τῆς μάνας τεχνουργεῖται ἡ ζωή. Ἃγια κρατάει στά χέρια της. Ἐνθυμοῦμαι ὅταν ὑπηρετοῦσα ὡς Ἱεροκήρυξ στήν Ἀρκαδία, μετά τήν Θεία Λειτουργία σέ κάποιο χωριό, ἦλθε νά μέ χαιρετήσῃ μιά εὐσεβής μητέρα, κρατῶντας τό παιδί της στά χέρια της. Ἦταν-δέν ἦταν ἐκεῖνο τριῶν ἐτῶν. Δείχνοντας στόν μικρό τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας, τόν ρώτησα: «Γιά πές μου, ποιά εἶναι Αὐτή;». Καί τό μικρό παιδί, μέ τήν ψυχή τήν καθάρια, μοῦ ἀπήντησε: «Ἡ μαμά μου καί ἐγώ». Συγκλονίστηκα στήν κυριολεξία. Τέτοια ἀπάντηση ἀπό βρέφος; Εἶναι δυνατόν; Ναί, εἶναι! Στά μάτια τῆς Παναγίας πού βλέπει σπλαχνικά τά παιδιά της, τό βρέφος εἶδε τήν γλυκύτητα τῶν ματιῶν τῆς δικῆς του μάνας. Στό φωτεινό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου, εἶδε τό ἱλαρό πρόσωπο ἐκείνης πού τόν ἒφερε στόν κόσμο. Τά ἄχραντα χέρια τῆς Παναγίας, τά ταύτισε μέ τά χέρια τῆς δικῆς του μητέρας, πού προστατευτικά τόν ἀγκάλιαζαν καί τοῦ προσέφεραν τήν θαλπωρή τῆς μητρικῆς ἀγάπης καί στοργῆς. Ἀλλά καί στοῦ Χριστοῦ τήν θέση εἶδε τόν ἑαυτό του. Μικρός ὁ Κύριος, νηπιάσας γιά τόν ἄνθρωπο, κρατημένος στά πανάγια χέρια τῆς Θεοτόκου, καλεῖ τόν ἄνθρωπο νά νηπιάσῃ ὡς πρός τά πάθη, νά καθαρθῇ: «Ἐάν μή γένησθε ὡς τά παιδία, οὐ μή εἰσέλθητε εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν» (Ματθ. ιη’, 3).

Ποτέ μου δέν λησμόνησα αὐτή τήν σκηνή καί αὐτή τήν συνομιλία  μέ τό ἄδολο ἐκεῖνο βρέφος. Ἐκήρυξε στόν Ἱεροκήρυκα μέ τό δικό του βαθύ, ἀγγελικό, οὐράνιο τρόπο.

Στά χέρια τῆς Παναγίας ἑνώνεται ὁ οὐρανός μέ τήν γῆ. Ἐκεῖ ἀσπάζεται ὁ ἄνθρωπος τόν Θεό, καί γλυκοφιλεῖ ὁ Θεός τόν ἄνθρωπο.

Στά χέρια κάθε μάνας λικνίζεται καί γαλουχεῖται ἡ κοινωνία ὁλόκληρη. Ἡ μάνα κρατάει τίς τύχες τῆς κοινωνίας. Αὐτή σφραγίζει μέ τήν δική της ἰδιότυπη καί πρωτότυπη σφραγῖδα, τοῦ παιδιοῦ της τήν ψυχή. Αὐτή γράφει πάνω στήν ὁλόλευκη, χαριτωμένη, φωτεινή, ἄγραφη πλάκα τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου τοῦ παιδιοῦ της, γράμματα ἀγάπης καί θεοδίδακτες, θεοστάλακτες γραφές. Αὐτή τυπώνει ἀγγέλους…

Ἔτσι θέλομε τήν μάνα, καί αὐτό πιστεύομε ὅτι ἔκανε καί κάνει ὑπακούοντας στοῦ Θεοῦ τά κελεύσματα, στό μητρικό της ἔνστικτο γιά τό καλό τῶν παιδιῶν της, στήν κραυγή τῆς κοινωνίας, πού εἶναι κρεμασμένη στά δικά της μητρικά χέρια.

Συγκινούμεθα ὅταν βλέπωμε τίς μανάδες νά φέρνουν στόν Ἱερό Ναό τά παιδιά τους, γιά νά «σαραντίσουν». Ποιός δέν αἰσθάνεται ἐκείνη τήν ὥρα τό μεγαλεῖο τῆς δωρεᾶς καί τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ; Ὁ ἄνθρωπος ἔγινε -γίνεται – θά γίνεται πάντα, ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος συνδημιουργός τοῦ Θεοῦ. Τό παιδί ἀφήνεται στοῦ Ἱερέως τά χέρια. «Ἐκκλησιάζεται ὁ δολος τοῦ Θεοῦ…. ἡ δούλη τοῦ Θεοῦ…. εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος…». Κλαῖνε οἱ γονεῖς ἀπό χαρά. Συναντιοῦνται τῆς μάνας τά μάτια, μέ τῆς Παναγίας μας τούς γλυκυτάτους ὀφθαλμούς. Ποιός ξέρει πόσα θά ποῦν οἱ δυό τους, στήν συνέχεια! Πόσους καημούς, πόσους στεναγμούς καί πόνους θά πῇ ἡ μάνα γονατιστή μπροστά στῆς Παναγιᾶς τήν μορφή τήν ἁγιασμένη! Ἔχουν τήν δική τους μυστική γλῶσσα οἱ μανάδες μας, μέ τοῦ Θεοῦ τήν πανακήρατη Μάνα. Ὁ δίκαιος Συμεών ὁ Θεοδόχος, εἶπε στήν Θεομήτορα: «Καί Σοῦ δέ αὐτῆς τήν ψυχήν διελεύσεται ρομφαία…(Λουκ. β,35)». Πόσες φορές ρομφαία διέρχεται τῆς κάθε μάνας τήν καρδιά!

Κάθε ἡμέρα ἡ μάνα μας ὀδυνᾶται, ἀγωνιζόμενη ὄχι μόνο γιά μᾶς, ἀλλά γιά τόν κόσμο ὅλο, ἀφοῦ τό παιδί της  εἶναι γι’ αὐτή ὁ κόσμος ὁλόκληρος.

Γι’ αὐτό εἴπαμε στήν ἀρχή γιά τήν κάθε μάνα, ὅτι εἶναι «τῆς ζωῆς ὑφάντρα-τεχνήτρα-φρουρός».

Σήμερα, παρά ποτέ, ἔχομε ἀνάγκη ἀπό ΜΑΝΑΔΕΣ. Γυναῖκες πού νά μυρίζουν Χριστό καί λιβάνι. Προσωπικότητες ὑπεύθυνες, πού μέσα ἀπό τόν οὐράνιο θεόσδοτο ρόλο τους, θά δώσουν νόημα στήν ζωή τοῦ κόσμου, ἐλπίδα καί στήριγμα στήν κοινωνία.

Κάθε φορά πού βλέπω τίς μητέρες στήν Ἐκκλησία μέ τά παιδιά τους, δοξολογῶ τόν Θεό καί μυστικά παρακαλῶ γι’ αὐτές καί τά βλαστάρια τους. Οὐράνια εἰκόνα, νά βλέπῃς μπροστά στήν Ὡραία Πύλη νά προσάγουν τά βρέφη νά κοινωνήσουν τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος τοῦ Χριστοῦ.

Σ’ αὐτά τά πρόσωπα τῶν γυναικῶν τά τόσο γλυκά, τά εὐεργετικά τοῦ κόσμου, βλέπομε τίς μανάδες, πού στό παρελθόν ἀγωνίστηκαν μέ φτώχεια, ἀνέχεια, δυσκολίες νά χτίσουν σπιτικά καί οἰκογένειες ἁγιασμένες. Ἀναγνωρίζομε τόν ἀγῶνα τῶν μητέρων πού πύργωσαν στίς ψυχές τῶν παιδιῶν τους τήν ἀλήθεια γιά τόν Θεό καί τόν ἄνθρωπο, πού ἔλεγαν πρῶτα ἀπ’ ὅλα στά παιδιά τους: «θέλω νά γίνῃς ἄνθρωπος!…». Δῶστε ἐσεῖς  τήν ἑρμηνεία σ΄ αὐτό τόν λόγο καί εἶμαι βέβαιος ὅτι θά κατανοήσετε τί εἶχαν οἱ μανάδες αὐτές στόν νοῦ τους, λέγοντας αὐτή τήν φράση.

Σ΄ αὐτά τά πρόσωπα βλέπομε τίς μητέρες, τίς γυναίκες πού σώσανε καί θά σώσουν τήν Ἑλλάδα, μέσα ἀπό τόν ἀγῶνα τους τόν ἁγιασμένο.

Ὑποκλινόμεθα μπροστά στίς ἡρωίδες αὐτές τῆς ζωῆς, στίς πονεμένες καί βασανισμένες γιά νά ἀναστήσουν τόν κόσμο, καί ταπεινά φιλῶντας τους τό χέρι τίς εὐχαριστοῦμε γιά τήν προσφορά τους.

Ἡ γιορτή τῆς Ὑπαπαντῆς εἶναι ἡ δική τους ἡμέρα. Τίς προβάλλομε ὡς παραδείγματα στίς σύγχρονες ἤ καί τίς μέλλουσες μητέρες, οἱ ὁποῖες ἔχουν τόν δικό τους δρόμο καί κάνουν τόν δικό τους ἀγῶνα. Θαυμάζομε καί ἐπαινοῦμε τίς σημερινές μητέρες καί τίς στηρίζομε μέ τίς προσευχές μας καί τήν ἀγάπη μας τήν ἐκδηλουμένη καθ’ οἱονδήποτε τρόπο. Στίς σύγχονες μητέρες, ἀλλά καί τίς μέλλουσες, ἀπευθυνόμεθα μέ στοργή, μέ ἀγάπη πατρική καί τούς λέμε:

«Μήν πτοεῖσθε! Ἀφήσατε τήν ζωή σας καί τά παιδιά σας στοῦ Θεοῦ τά χέρια. Μήν κάνετε τό λάθος νά παρασυρθῆτε ἀπό τά σύγχρονα ἀπατηλά ρεύματα, πού θέλουν τήν μάνα ἐξωστρεφῆ, μακρυά ἀπό τόν ἄνδρα της, τό σπίτι της, τά παιδιά της. Ἅγια κρατᾶτε στά χέρια σας. Θησαυρό στήν ἀγκαλιά σας βαστάζετε. Δῶρο Θεοῦ κατέχετε. Δῶστε τόν ἑαυτό σας γιά νά τεχνουργήσετε, ὅ,τι καλύτερο σᾶς ἔχει ἐμπιστευθῇ ὁ Θεός. Τόν παράδεισο ἐπί τῆς γῆς. Μήν παρασύρεσθε ἀπό τίς σύγχρονες σειρῆνες, πού θέλουν μιά κοινωνία διαλελυμένη, σάπια, γεμάτη στό τέλος μέ πόνο καί δάκρυα. Ἡ ὀμορφιά τῆς ζωῆς βρίσκεται στόν ἀγῶνα…»

Μανάδες εὐλογημένες, ἄν κάποιες ἀπό σᾶς νοιώσατε πίκρα ἀπό τά παιδιά σας τά ἴδια, γιατί κάπου παραπάτησαν, λησμόνησαν… μή λυπῆσθε.  Θά ἔλθῃ ἡ ὥρα πού θά ἀπολαύσετε τήν μεγάλη στιγμή. Μοναδική… Χάρισμα δικό σας… Ἀπό τό παιδί σας… Κυρίως ὅμως ἀπό τόν Θεό.

Ἡ παρακάτω ἱστορία ἀπό τό βίο τῶν Νεομαρτύρων, πολύ θά σᾶς ἐνισχύσῃ.

-Ξεκίνησε ὁ ἐξωμότης Παναγιώτης Πανουτσόπουλος, ἀπό τήν Τριπολιτσά μέ τά πόδια, ὅταν ἔμαθε ὅτι ἡ μάνα του πέθανε ἀπό τήν στενοχώρια της γιά τά «κατορθώματά» του, καί πῆγε στό χωριό του, στό Σοπωτό (σημερινή Ἀροανία) τῶν Καλαβρύτων, ὅπου γονατιστός καί βρέχοντας τό νιοσκαμμένο μνῆμα της μέ δάκρυα τῆς ἔλεγε: «Μανούλα μου, συγχώρα με. Σοῦ ὑπόσχομαι ὅτι μέ τό αἷμα μου θά ξεπλύνω τήν μεγάλη ντροπή». Προσπαθεῖστε, νά συλλάβετε, μέ τό μυαλό σας, τήν συγκλονιστική σκηνή.

Αὐτό τό παιδί γύρισε μετά ἀπό λίγα χρόνια, ὡς μοναχός Παῦλος, στήν Τρίπολη καί μαρτύρησε γιά τοῦ Χριστοῦ τήν ἀγάπη, τιμώμενος ἀπό τήν Ἐκκλησία πλέον ὡς Ἅγιος καί Νεομάρτυς στίς 22 Μαΐου κάθε χρόνο. Πόσο χαίρεται τώρα ἡ φτωχή Ἀντώνα, ἡ μάνα του, στόν Οὐρανό!

Μάνα… νά εἶσαι σίγουρη ὅτι κι ἄν ἔτσι ἔλθουν τά πράγματα, κάποια στιγμή, ἔστω καί ἄν ἔχῃς κλειστά τά μάτια σου, ναί κάποια στιγμή, πάνω στό χῶμα πού θά καλύπτῃ τό ἁγιασμένο ἀπό τούς ἀγῶνες σκήνωμά σου, ἄν δέν προφτάσῃς νά τό ἀκούσῃς σ’ αὐτό τόν κόσμο, θά ἔρθῃ  παιδί γονατιστό, μέ σεβασμό, μέ δάκρυα, μέ ἀγάπη… Κερί θ’ ἀνάψῃ εὐγνωμοσύνης καί θά πῇ σέ σένα πού τό ἀνάστησες:«Μανούλα μου σ’ εὐχαριστῶ!»

Τί ἄλλο θά ἤθελες νά ἀκούσῃς μάνα γλυκειά, «τῆς ζωῆς ὑφάντρα, τεχνήτρα, φρουρέ»;

Σέ σένα ἐλπίζομε. Σέ σένα προσβλέπομε. Ἀπό τά χέρια σου ἡ κοινωνία κρέμεται! Μήν ἀργεῖς… Κάνε τώρα πού σ’ ἔχομε ἀνάγκη τό θαῦμα σου… μέ τήν ἀγάπη σου. Δῶσε αἷμα καί πνεῦμα.

Μάνα σέ εὐχαριστοῦμε καί μαζί μέ τόν θεῖο τῆς Ἐκκλησίας διδάσκαλο  Ἁγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγοἐπαναλαμβάνομε μέ δέος: «Τί μητρός συμπαθέστερον;» καί ἀπό τά τρίσβαθα τῆς ψυχῆς μαςἀναφωνοῦμε: «Οὐδέν μητρός θαυμασιώτερον».

http://www.i-m-patron.gr/

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

ΛΟΓΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΗΜΩΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Φεβρουαρίου 2013

Ρήματα ζωής αιωνίου καλούμαστε να ακούσουμε σε κάθε ευαγγελική περικοπή που αναγιγνώσκονται στους ιερούς ναούς. Ρήματα σωτηρίας, πνευματικής καθάρσεως και χαράς. Κάθε μια λέξη είναι και μια πρόσκληση για τη μίμηση των λόγων του Κυρίου μας, μέσω του παραδείγματός Του. Δεν μας εγκατέλειψε ούτε λεπτό, αλλά αντιθέτως με το παράδειγμά Του στάθηκε φωτεινός οδοδείκτης. Έτσι, λοιπόν, και στο σημερινό ευαγγέλιο της Υπαπαντής του Κυρίου μας, μας έδωσε το παράδειγμα πηγαίνοντας να καθαριστεί ο άσπιλος και τέλειος Θεός.
Μετά τη γέννηση του Ιησού και την συμπλήρωση των προκαθορισμένων ημερών οδήγησαν οι γονείς Του τον Κύριο στο ναό για την τήρηση του νόμου. Ο νόμος αυτός έλεγε ότι κάθε πρωτότοκο παιδί έπρεπε να αφιερωθεί στο Θεό. Προσέφεραν θυσία ένα ζευγάρι τρυγόνια ή δύο μικρά περιστέρια. Στα Ιεροσόλυμα υπήρχε και ένας άνθρωπος ονόματι Συμεών, που ήταν πλήρης Πνεύματος Αγίου και περίμενε καρτερικά να δει τον Μεσσία πριν πεθάνει σύμφωνα με την υπόσχεση που του έδωσε ο Θεός. Μόλις οδήγησαν τον Ιησού οι γονείς Του στο ναό, τον παίρνει στα χέρια του ο Συμεών και αναφωνεί το γνωστό σε όλους μας «Νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλόν σου, δέσποτα, κατὰ τὸ ῤῆμά σου ἐν εἰρήνῃ…» (Λουκ. β’, 29–32). Ακούγοντας όλα αυτά ο Ιωσήφ με τη Μαρία θαύμασαν για τα λόγια που ειπώθηκαν από το Άγιον Πνεύμα δια μέσου του Συμεών. Τότε ευλόγησε τους γονείς και τους λέει ότι ο Υιός τους θα γίνει αιτία να σωθούν ή να καταστραφούν πολλοί άνθρωποι, αλλά είπε και στην Θεοτόκο ότι θα περάσει την ψυχή της ρομφαία. Στα Ιεροσόλυμα υπήρχε και μια γυναίκα που την έλεγαν Άννα και ήταν πολύ προχωρημένης ηλικίας. Είχε παντρευτεί αλλά μετά από επτά έτη έμεινε χήρα και την υπόλοιπη ζωή της την αφιέρωσε στην προσευχή και τη δοξολογία στο Θεό, χωρίς να φεύγει καθόλου από το ναό. Αντικρίζοντας και αυτή τον Ιησού δόξαζε το Θεό και έλεγε για το παιδί, ότι έφτασε η λύτρωση. Εκπληρώνοντας τις προσταγές του νόμου επέστρεψαν ο Ιησούς με τους γονείς Του στη Ναζαρέτ, όπου μεγάλωνε και δυνάμωνε πνευματικά με τη χάρη του Θεού.
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός σαρκώθηκε και ήρθε στη γη κάνοντας το θέλημα του Πατρός Του, για να ανακαινίσει τη φθαρείσα φύση. Είναι για μας το παράδειγμα υπακοής και ταπεινώσεως. Έκανε υπακοή στον Πατέρα και ταπεινώθηκε από τα ίδια τα δημιουργήματά Του. Φόρεσε την χωμάτινη σαρκική στολή και υπέμεινε τους εμπτυσμούς και τα ραπίσματα. Θέλοντας και μη πέφτουμε σε σύγκριση. Μας έδωσε τα πάντα. Εμείς τί κάναμε; Δεν θα πρέπει να μας χαρακτηρίζει η αγνωμοσύνη προς τις δωρεές του Κυρίου μας, γιατί δε μας ζητά τίποτε άσκοπα, ότι γίνεται είναι για τη σωτηρίας μας.
Μας έδειξε το δρόμο λέγοντάς μας «ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός…»(Ιω. ιδ, 6). Υποτάχθηκε στον Πατέρα και μας άνοιξε το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσουμε για να πετύχουμε τη θέωση. Αυτό γίνεται με την τήρηση των ευαγγελικών νόμων, όπως μας το επιβεβαίωσε ο ίδιος ο Σωτήρας μας κάνοντας πράξη τους νόμους τους οποίους ο ίδιος έθεσε. Οι νόμοι είναι απλοί και ξεκινούν από την Παλαιά Διαθήκη με τις δέκα εντολές, για να καταλήξουν στην τελειοποίησή τους στην Καινή Διαθήκη. Η σωτηρία μας δεν είναι κάτι δύσκολο και άφθαστο, το μόνο που χρειάζεται είναι να είμαστε καλοί άνθρωποι και να τελούμε τα θρησκευτικά μας καθήκοντα, όπως είχε πει και ο μακαριστός γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός. Μόνο που υπάρχει μια προϋπόθεση για να είναι εύκολη η σωτηρία μας και ονομάζεται αγάπη, που ξεκινάει από μια λέξη και καταλήγει σε έναν τρόπο ζωής, όπως μας το δήλωσε και ο Ιησούς λέγοντας «ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθὼς ἠγάπησα ὑμᾶς ἵνα καὶ ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (Ιωάννη ιγ’, 34). Η αγάπη είναι η κορυφή και η τελείωση κάθε ανθρώπου. Χωρίς αγάπη κανένας δε μπορεί να φτάσει στο τέρμα της πνευματικής του πορείας, όπως είπε και ο Απόστολος Παύλος στον περίφημο «Ύμνο της Αγάπης», «Εὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρὠπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκός ἠχῶν ἤ κύμβαλον ἀλαλάζον. Καὶ ἐὰν ἔχω προφητείαν καὶ εἰδῶ τὰ μυστήρια πάντα καὶ πᾶσαν τὴν γνῶσιν, καὶ ἐὰν ἔχω πᾶσαν τὴν πίστιν, ὥστε ὄρη μεθιστάνειν, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, οὐδέν εἰμί» (Α΄ Κορ. ιγ’).
Προσπαθώντας αγαπητοί μου αδελφοί να φέρουμε εις πέρας τις ευαγγελικές εντολές αγάπης του Κυρίου μας βρίσκουμε πολλούς πειρασμούς και εμπόδια. Να μην πτοηθούμε, διότι «ἐν παντὶ θλιβόμενοι ἀλλ̉ οὐ στενοχωρούμενοι, ἀπορούμενοι ἀλλ̉ οὐκ ἐξαπορούμενοι, διωκόμενοι ἀλλ̉ οὐκ ἐγκαταλειπόμενοι, καταβαλλόμενοι ἀλλ̉ οὐκ ἀπολλύμενοι» (Β΄ Κορ. δ’, 8-9), «ὅτι ἰσχυροί ἐστε καὶ ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ ἐν ὑμῖν μένει καὶ νενικήκατε τὸν πονηρόν» (Α’ Ιω. β’, 14).

http://www.agiameteora.net/index.php/ypapantis/539-logos-eis-tin-ypapanti-tou-kyriou-imon-iisou-xristou

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ – Μικρό σχόλιο στη βυζαντινή εικόνα

Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Φεβρουαρίου 2013

02 Φεβρουαρίου, η εν τω ναώ Υπαπαντή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού – Μικρό σχόλιο στη βυζαντινή εικόνα της εορτής, Υμνολογική εκλογή.

«Λέγε Συμεών, τίνα φέρων εν αγκάλαις, εν τω ναώ αγάλλη;», ερωτά υμνογραφώντας ο άγιος Γερμανός, πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στο πρώτο Στιχηρό ιδιόμελο του Εσπερινού της Υπαπαντής, ήχου α. Η βυζαντινή εικόνα της Υπαπαντής του Κυρίου, αποτολμά ν’ απαντήσει στο υμνολογικό αυτό ερώτημα μ’ ένα άλλο είδος τέχνης, περισσότερο προσιτό στο ευρύτερο σώμα των πιστών.

Η σκηνή εικονίζει την εκπλήρωση του εβραϊκού έθους. Του έθους που καθόρισε η απαίτηση του ίδιου του Θεού, «παν άρσεν το την μήτραν διανοίγον», να αφιερώνεται σ’ Αυτόν. ( Εξοδ. ιγ´ 2), όπως εμφατικά σημειώνεται και στον Ειρμό της εννάτης ωδής της Υπαπαντής. Αυτή την πραγματοποίηση του «ειθισμένου, κατά το ειρημένον του νόμου» (Λουκ. Β. 24, 27), ιστορεί η εικόνα της Υπαπαντής. Πέντε πρόσωπα απαρτίζουν την σύνθεση. Η Υπεραγία Θεοτόκος με τον Ιωσήφ φέρνουν στον ναό τον τεσσαρακονθήμερο Ιησού Χριστό. Τα δύο άλλα πρόσωπα είναι πρόσωπα του ναού, και συναντούν τους προσερχομένους εντός του ιερού χώρου. Ο Συμεών ο πρεσβύτης, άνθρωπος χαριτωμένος απ’ το Πνεύμα του Θεού, «δίκαιος και ευλαβής, προσδεχόμενος παράκλησιν του Ισραήλ» (Λουκ. β´ 25), και η αγία Άννα η προφήτιδα, θυγατέρα Φανουήλ, σε προχωρημένη ηλικία και αυτή. Λαμπάδα λιωμένη στην υπηρεσία του ναού από τη νεότητά της, από τότε που χήρευσε. Στα χέρια της, που τόσα χρόνια διακόνησαν τις ανάγκες του ναού, κρατεί ειλητάριο με λόγους προφητικούς, που αναφέρονται στο πρόσωπο του προσφερομένου βρέφους Ιησού. «Τούτο το βρέφος, ουρανόν και γην εστερέωσεν».

Ο εικονογράφος δεν επιλέγει να ισορροπήσει τη σύνθεση σ’ ένα από τα εικονιζόμενα πρόσωπα, παρόλο που κεντρική θέση έχουν κατά βάση δύο. της Υπεραγίας Θεοτόκου, και του βρέφους Ιησού. Το κέντρο της εικόνας κατέχει το ιερό, στηριζόμενο σε τέσσερις κολώνες, στεφανωμένες από μια σινδόνη. Το ιερό με τη σινδόνη μοιάζουν να διαιρούν την εικόνα στα δύο. Άλλωστε το όλο συμβάν της Υπαπαντής του Κυρίου ενώνει δύο σαφέστατα διαφορετικούς χώρους. Το χώρο της Παλαιάς με την Καινή Διαθήκη. Της προσδοκίας των αιώνων, με Τον Προσδοκώμενο. Της φθοράς του γήρατος και του θανάτου, με την αφθαρσία και τη ζωή του βρέφους Ιησού.

Δεν σημαίνονται όμως μόνο συνθετικά οι δύο κόσμοι που ενοποιούνται από το γεγονός που περιγράφει η εικόνα, αλλά και υφολογικά υποδηλώνεται το διττό μήνυμα της εορτής. Η χαρά και η λύπη. Η χαρά εκπεφρασμένη από τον πρεσβύτη Συμεών. Τον γέροντα που με τρεμάμενα από το βαθύ γήρας χέρια, προσδέχεται Αυτόν που ανέμενε αιώνες η παλαιοδιαθηκική ευσέβεια, και διψούσε ο ιουδαϊκός λαός: τον λυτρωτή του κόσμου. Τον Συμεών, που αξιώνεται να γίνει θεοδόχος! Τα πόδια του λυγίζουν από ευλάβεια. Τα μάτια του κοιτούν με δέος «το σωτήριον φως» (Λουκ. Β. 30, 32) του θεανθρωπίνου Βρέφους. Τα χέρια του, σκεπασμένα από συστολή και σεβασμό με μια άκρη του ενδύματός του, γίνονται θρόνος. Θρόνος όχι για να υποδεχθούν ένα κοινό βρέφος, αλλά για να κρατήσουν Αυτόν που κρατεί ολόκληρη την οικουμένη. Τα χέρια του πρεσβύτου Συμεών, που με τόση ευλάβεια κρατούν το θείο Βρέφος πάνω από το θυσιαστήριο του ναού, θυμίζουν τόσο πολύ την εικόνα των λειτουργών ιερέων που προβάλλουν ενώπιόν μας το θυσιασμένο και αναστημένο Σώμα και Αίμα του Κυρίου Ιησού. Όλες οι γραμμές του σώματος του αγίου Συμεών, μαζί με τις πτυχώσεις των ενδυμάτων του τείνουν προς τον Κύριο. Λυγίζουν, και με μια καμπυλόγραμμη κίνηση υποτυπώνουν το δοχείο που πληρούται από το περιεχόμενό του, που δεν είναι τίποτε άλλο εν προκειμένω από τη θεία Χάρη.

Αλλά αν η χαρά και η ανέκφραστη αγαλλίαση αφορούν και αποτυπώνονται στον πρεσβύτη Συμεών, η Υπεραγία Θεοτόκος ενσαρκώνει τον πόνο και την θλίψη. Πόνο γιατί προσφέρει και αποχωρίζεται τον Υιό της. Τα χέρια της διατηρούν μια κίνηση σαν να κρατούν ακόμη τον Ιησού Χριστό, σαν να μην θέλουν να Τον αποχωρισθούν. Και ο Υιός της, φαίνεται να ανταποκρίνεται στα μητρικά της αισθήματα. Απλώνει κι αυτός το χέρι του σε μια προσπάθεια να μην αποχωρισθεί την Παναγία μητέρα Του. Μια έκφραση των αισθημάτων της τελείας ανθρωπίνης φύσεώς Του.

Ανάμεσα στην Υπεραγία Θεοτόκο και τον θεοδόχο Συμεών, υψώνεται το ιερό, το οποίο βρίσκεται στο κέντρο της εικόνας, σχηματίζοντας ένα φράγμα απαγορευτικό. Η Θεομήτωρ στερείται τον Υιό της, και η θλίψη της επιτείνεται από τα προφητικά λόγια του αγίου Συμεών «και σου την καρδίαν διελεύσεται ρομφαία» (Λουκ. Β. 35). Η Παναγία πλέον αρχίζει να στρατεύεται στον δρόμο του σταυρού, που είναι το δώρο του Υιού της σ’ ολόκληρο τον κόσμο. Το δώρο αυτό που χαρίζεται και στην ίδια, με μια διπλή επίπτωση. Της χαράς, της σωτηρίας και της λυτρώσεως από τη μια, και από την άλλη, της θλίψεως της μητρικής καρδιάς της μπροστά στην άρνηση αποδοχής από τον κόσμο του υιού και Θεού της. Άρνηση που θα φθάσει μέχρι τον σταυρικό θάνατο.

« Ανοιγέσθω η πύλη του ουρανού σήμερον), όπως ψάλλεται και στο Δοξαστικό των εκεκραγαρίων του Εσπερινού της Υπαπαντής, σε ήχο πλ. Του β. γι’ αυτό και ο εικονογράφος ιστορεί τα κτήρια και τις στέγες τους να συγκλίνουν σ’ Αυτόν που αγιάζει ολόκληρη την κτίση. Αυτόν που είναι «φως διασκεδάζον των απίστων εθνών την σκοτόμαιναν, και δόξαν του νεολέκτου Ισραήλ», όπως τονίζεται και στο ιδιόμελο της Λιτής της Υπαπαντής, που ψάλλεται σε ήχο α. Λυτρωτής τόσο του εθνικού ειδωλολατρικού κόσμου, όσο και του ισραηλιτικού λαού. Και το λυτρωτικό αυτό μήνυμα που αφορά όλο τον κόσμο, υποδηλώνεται από τα δύο περιστέρια, τα οποία προσφέρει ο Ιωσήφ στον ναό. Δεν ανταποκρίνονται μόνο στην καθορισμένη προσφορά, αλλά συμβολίζουν και τους δύο κόσμους, για τους οποίους προσφέρεται η θυσία του Κυρίου μας. Τον κόσμο των εθνικών και της ειδωλολατρίας, και τον κόσμο του ευεργετηθέντος Ισραήλ.

Υπαπαντή! Σημαίνει συνάντηση του Κυρίου με την προσδοκία του κόσμου.
Υπαπαντή! Καθ’ ην «Χορός αγγελικός,
εκπληττέσθω το θαύμα!
βροτοί δε ταις φωναίς,
ανακράξωμεν ύμνον,
ορώντες την άφατον
του Θεού συγκατάβασιν», όπως θαυμάσια προτρέπει το Κάθισμα της πρώτης στιχολογίας του Όρθρου της εορτής, ήχου α., και μέσα από την περιγραφική, συμβολική, αγία και ιεροπρεπή τέχνη της βυζαντινής εικονογραφίας. Ας προσκυνήσουμε λοιπόν το ιστορούμενο γεγονός. Ας προσκυνήσουμε τον νηπιάσαντα και βρεφοκρατούμενο Σωτήρα και Λυτρωτή μας.

http://www.agiameteora.net/index.php/ypapantis/542-i-ypapanti-mikro-sxolio-sti-vyzantini-eikona

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ, ΘΕΟΤΟΚΟΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

O αγιάζων και οι αγιαζόμενοι (Ομιλία εις τα άγια Θεοφάνεια)

Συγγραφέας: kantonopou στις 6 Ιανουαρίου 2013

(†) Μητροπολίτης Πατρών Νικόδημος Βαλληνδράς

Όταν γίνεται λόγος περί αγιασμού, είναι φανερόν ότι προϋποτίθεται αγιάζων και αγιαζόμενοι. Η πράξις του αγιασμού προϋποθέτει εκείνον ο οποίος ενεργεί και εκείνους διά τους οποίους ενεργείται. Δεν πρόκειται διά τον αγιασμόν των υδάτων, αλλά περί της ουσίας του αγιασμού, δηλαδή περί της αγιοποιήσεως των ανθρώπων. (Άλλωστε, υπέρ του αγιασμού ημών τελείται ο αγιασμός των υδάτων) Ο απόστολος Παύλος εξηγεί σχετικώς ποίος είναι ο αγιάζων και ποίοι οι αγιαζόμενοι. Και είναι επίκαιρον σήμερον, ομολογουμένως, να ομιλήσωμεν περί του αγιάζοντος και τωναγιαζομένων.

1.  «Ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι εξ ενός πάντες». Ο αγιάζων, φυσικά, είναι ο Χριστός και αγιαζόμενοι, προφανώς, είναι οι πιστοί εις Αυτόν, οι χριστιανοί. Όμως ο Χριστός είναι υιός του Θεού, τέκνα δε Θεού, κατά χάριν, είναι και οι διά του Χριστού «την υιοθεσίαν απολαύοντες». Και διά τούτο ο Παύλος λέγει, ότι είναι «εξ ενός (Πατρός) πάντες».

Ο αγιάζων: Εκεί εις τον Ιορδάνην ποταμόν παρουσιάσθη ο αγιάζων Κύριός μας. Και το Πνεύμα το άγιον, εμφανισθέν εν είδει περιστεράς, και η φωνή του Πατρός συγχρόνως τον παρουσίασαν εις τους ανθρώπους: «ούτος εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ώ ηυδόκησα». Πρέπει δε να γνωρίζωμεν ότι ο αγιάζων Χριστός έχει τρεις ιδιότητας: είναι προφήτης, βασιλεύς και αρχιερεύς.

Παρουσιάσθη τω όντι ο Κύριος με το προφητικόν του αξίωμα, εν πρώτοις. Ως διδάσκαλος δηλαδή, διδάσκων τας υψίστας αληθείας και διαφωτίζων τα μεγάλα εκείνα ζητήματα, τα οποία όσον και αν ανιχνεύη ο άνθρωπος, τα ψηλαφά μόνον, χωρίς να δύναται να τα γνωρίση πληρέστερον. Ο Κύριος είναι, διά την γνώσιν των ζητημάτων αυτών, «η οδός και η αλήθεια». Κατήλθεν εκ του ουρανού, διά να φέρη εις ημάς την γνώσιν της αληθείας· της αληθείας εκείνης η οποία δεν είναι ξηρά γνώσις, αλλά κατευθύνει και καθοδηγεί εις ζωήν ανάλογον και αγίαν, διά να γίνη πραγματικότης εκείνο το οποίον είπε εν τη προσευχή του προς τον ουράνιον Πατέρα ο Κύριος: «αγίασον αυτούς τη αληθεία σου· ο λόγος ο σός αλήθεια εστιν». Αγίασέ τους διά της αποκαλυφθείσης αληθείας σου, ώστε να έχουν την αλήθειαν αυτήν ως γνώμονα και οδηγόν της ζωής των.

Αλλά παρουσιάσθη ο Κύριος και ως Βασιλεύς: «και της βασιλείας αυτού ουκ έσται τέλος». Αυτός είναι «ο βασιλεύς των βασιλευόντων και Κύριος των κυριευόντων». Αυτός είναι ο βασιλεύς, ο Άρχων της «βασιλείας των ουρανών», της οποίας οι χριστιανοί εκλήθησαν να είναι πολίται. Είναι ο ηγεμών, ο οποίος κελεύει και ημείς ως υπήκοοί του οφείλομεν να εκτελώμεν πιστώς τον νόμον και τας εντολάς του.

Ενεφανίσθη ακόμη ο Σωτήρ και ως Αρχιερεύς. Είναι ο «αρχιερεύς ο μέγας ο διεληλυθώς τους ουρανούς». Όλοι οι ιερείς της Παλαιάς Διαθήκης κυριώτερον έργον είχον να προσφέρουν εις τον Θεόν θυσίας. Αλλά ο Κύριος προσέφερεν την ανεκτίμητον θυσία του Εαυτού του· και δι’ αυτό είναι ο μέγιστος Αρχιερεύς.

Αυτός λοιπόν είναι ο αγιάζων, ο Ιησούς Χριστός, Όστις διά τον άνθρωπον είναι ο κατεξοχήν Προφήτης (δηλαδή διδάσκαλος), Βασιλεύς και Αρχιερεύς.

2.  Και οι αγιαζόμενοι ημείς, πρέπει να ανταποκριθώμεν εις τας τρεις αυτάς ιδιότητας του Κυρίου.

Εάν Εκείνος είναι ο κατ’ εξοχήν διδάσκαλος, ημείς οφείλομεν να είμεθα οι μαθηταί του, οι δεχόμενοι τους λόγους του με υπακοήν και διάθεσιν συμμορφώσεως προς αυτούς. Τότε είμεθα όντως αγιαζόμενοι. Εάν όμως ο Κύριος διδάσκη και ημείς δεν θέλομεν να τον υπακούσωμεν, τότε δεν έχομεν μετ’ Αυτού σχέσιν ως αγιαζόμενοι. Ο αγιάζων και οι αγιαζόμενοι συναντώνται εις το αυτό σημείον: ο αγιάζων διδάσκει την αλήθειαν και οι αγιαζόμενοι την ακολουθούν.

Και ως βασιλεύς ο Χριστός θα διατάσση και οι αγιαζόμενοι θα δέχωνται τας εντολάς του και θα τας εφαρμόζουν. Εκείνος με το βασιλικόν αξίωμα θα διευθύνη τους πάντας· και τα πάντα θα ανήκουν εις την δικαιοδοσίαν του. Υπό τας προϋποθέσεις δε αυτάς και ο χριστιανός καθίσταται μέτοχος του βασιλικού αξιώματος του Κυρίου. Δεν θα παρουσιάζη δηλαδή αδυναμίαν να χαλιναγωγήση τον εαυτόν του. Χριστιανός ο οποίος οικειοποιείται τας θείας αληθείας της διδασκαλίας του Κυρίου και θέλει να έχη τον Χριστόν άρχοντα εις την ζωήν του, γίνεται ικανός να κυριαρχή επί της προσωπικότητός του και να ηγεμονεύη επ’ αυτής, με την χάριν του Αγιάζοντος, αξιοποιούσαν τας ατομικάς του προσπαθείας.

Διότι, μη λησμονώμεν, τέλος, ότι ο Χριστός, παρουσιαζόμενος και ως Αρχιερεύς ημών, προσέθεσεν εις την προσευχήν Του: «υπέρ αυτών εγώ αγιάζω εμαυτόν, ίνα και αυτοί ώσιν ηγιασμένοι εν αληθεία». Εγώ θυσιάζω, λέγει, τον εαυτόν μου, και η πράξις αυτή πρέπει να έχη συνέπειαν και συνέχειαν, τ.έ.,  πρέπει και οι αγιαζόμενοι, ενισχυόμενοι από την αγιαστικήν χάριν και δύναμιν που πηγάζει εκ της θυσίας ταύτης, να θυσιάζουν κάθε τι το κακόν και αμαρτωλόν επί του βωμού της προσπαθείας, ώστε και αυτοί να είναι «ηγιασμένοι εν αληθεία». Κατ’ αυτόν τον τρόπον πράγματι ο πιστός επωφελείται της θυσίας του Κυρίου και μετέχει ως «βασίλειον ιεράτευμα» της αρχιερατικής ιδιότητος του Χριστού.

Αγαπητοί! Αυτό είναι το νόημα του αγιασμού, τον οποίον εν συνεχεία θα τελέσωμεν. Εθεωρήσαμεν σκόπιμον να εκτεθούν επικαίρως σήμερον αι απόψεις αύται, διά να καταλάβωμεν, ότι εάν ποθώμεν τον αγιασμόν ημών, απαιτείται να παρακολουθήσωμεν, όπως ανεπτύχθη, τας τρεις ιδιότητας του Κυρίου, ο Οποίος ενεφανίσθη εις ημάς ως Προφήτης, ως Βασιλεύς και ως Αρχιερεύς.

Είθε να τον ακολουθήσωμεν πράγματι, ώστε και οι αγιαζόμενοι να ευρεθώμεν μαζύ με τον αγιάζοντα εις την βασιλείαν των ουρανών, και να Του αναπέμπωμεν δόξαν, συν τω Πατρί και τω αγίω Πνεύματι.

[Απόσπασμα από το βιβλίο «Εόρτια Μηνύματα», εκδ. Αποστολικής Διακονίας, Αθήναι, 4η έκδ., σ. 292-295]

pemptousia

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

“Σήμερον των υδάτων αγιάζεται η φύσις….”Σχετικές διδακτικές διηγήσεις του Γέροντος Δανιήλ του Κατουνακιώτη

Συγγραφέας: kantonopou στις 6 Ιανουαρίου 2013

ce93ceadcf81cebfcebdcf84cebfcf82ce94ceb1cebdceb9ceaecebb

Έλεγε ό Γέρο – Δανιήλ ότι, στην Ιερά Σκήτη του Ξενοφώντος, ό Γέροντας της Καλύβας «Εισοδια της Θεοτόκου» Γρηγόριος Ιερομόναχος, είχε υποτακτικό πολύ απλό, αγαθό και άκακο, Θεοφύλακτο ονομαζόμενο.

Ό Μοναχός Θεοφύλακτος, κατά την εορτή των Θεοφανίων, πού γίνεται ό μεγάλος Αγιασμός, όταν άκουσε τα τροπάρια και τίς ευχές πού ψάλλει ή Εκκλησία μας και τα όποια λένε: «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων…», του φάνηκε κάπως περίεργο και όταν τελείωσε ή τελετή, ρώτησε το Γέροντα του Παπα – Γρηγόρη : «Γέροντα, άκουσα στα τροπάρια και στις ευχές να λέτε πώς «Σήμερον αγιάζεται ή φύσις των υδάτων…», πώς γίνεται αυτό το πράγμα και όλα τα νερά αγιάζονται; Αγιάζονται και τα νερά της θαλάσσης;»

Ό Γέροντας του Παπα – Γρηγόρης σ’ αυτά απάντησε:

— Αδελφέ Θεοφύλακτε, ό Πανάγαθος θεός, με τίς προσευχές των ανθρώπων, πού γίνονται με ταπείνωση, από αδιάκριτη και ακλόνητη πίστη, με την επιφοίτηση της χάριτος του Παναγίου Πνεύματος, επενεργεί επί των εμψύχων και αψύχων ακόμη μεταβάλλει αυτά και τα αγιάζει, για να καθαρίσει και αγιάσει μ’ αυτά τους πιστούς δούλους Του.

Όπως, επί παραδείγματι, αγιάζει το νερό και το λάδι στο Βάπτισμα, και απαλλάσσει τον άνθρωπο, και καθαρίζει αυτόν από το προπατορικό αμάρτημα και από κάθε είδους άλλης αμαρτίας και έτσι βγαίνει από την άγια Κολυμβήθρα αγνός, καθαρός και τέλειος χριστιανός.

Όπως μεταβάλλει το ψωμί και το κρασί, πού προσφέρει θυσία των χριστιανών ό Ιερεύς και με την επιφοίτηση του Παναγίου Πνεύματος, τα κάνει από ψωμί – Σώμα κι από κρασί – Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτηρος ημών Ιησού Χριστού και γίνονται τα Τίμια Δώρα, που μεταλαμβάνουν οι πιστοί, και μ’ αυτά όταν άξιοι και καθαροί, με τη μετάνοια και εξομολόγηση τα παίρνουν, αγιάζονται και θεοποιούνται.

Όπως μεταβάλλει το λάδι του ευχελαίου και γίνεται θεραπευτικό μέσο στους μετά πίστεως χριωμένους. Έτσι, αγαπητέ Θεοφύλακτε, μεταβάλλεται με τη χάρι του Αγίου Πνεύματος και ή φύση των υδάτων.

Ό Μοναχός Θεοφύλακτος για δεύτερη φορά ρώτησε το Γέροντα του και είπε:

Πάτερ και το νερό της θαλάσσης αγιάζεται κι αυτό;

Ναι αδελφέ, άκουσε και γι’ αυτό: Όταν ό πρωτάγγελος Εωσφόρος, από την υπερηφάνεια του, ξέπεσε από τους ουρανούς και σαν αστραπή βρέθηκε στα κατώτερα μέρη, στα κατάβαθα της γης, εκεί πού είναι τα τάρταρα του Αδη, τότε πέφτοντας αυτός, παρέσυρε με την πτώση του το ένα τρίτο (1/3) από τους Αγγέλους, πού κι αυτοί έγιναν όπως κι ό αρχηγός τους Δαίμονες.

Πέφτοντας αυτοί, οι πρώην άγγελοι, από τους ουρανούς προς τη γη και επειδή εξακολουθούσαν να πέφτουν συνέχεια κι άλλοι άγγελοι, τότε στάθηκε στην πύλη του ουρανού ό μέγας Αρχάγγελος Μιχαήλ με την πύρινη ρομφαία, φώναξε προς όλους τους Αγγέλους και είπε: «Στώμεν καλώς, Στώμεν μετά φόβου Θεού» και με τη φωνή αύτη συνήλθαν οι Άγγελοι και σταμάτησαν να πέφτουν.

Εκείνοι όμως πού είχαν πέσει, με το πρόσταγμα αυτό του Αρχιστρατήγου Μιχαήλ, σταμάτησαν εκεί πού βρέθηκαν, άλλοι στον αέρα κι έγιναν τα εναέρια Τελώνια, άλλοι στη γη, κι έγιναν οι πειρασμοί και εξουσιαστές της γης, κι άλλοι στα ύδατα των ποταμών τής Γης και• της θαλάσσης, οπού πειράζουν, δοκιμάζουν και πνίγουν τους διερχόμενους επειδή, κατά το λόγο του Κυρίου «Άπ’ αρχής, ό διάβολος ανθρωποκτόνος εστί» (Ίωάν. Η’ 44).

Όταν όμως ήλθε το πλήρωμα του χρόνου, όπως λέγουν οι άγιοι Απόστολοι και το ιερό Ευαγγέλιο, και ό Υιός και Λόγος του Θεού έγινε άνθρωπος, με το μέγα και ανερμήνευτο μυστήριο της θείας ενσάρκου αυτού οικονομίας, με την κάθοδο Του από τους ουρανούς αγίασε τον αέρα, τη γη, τη θάλασσα, τα ύδατα και πάντα «τα εν αυτοίς», και με τον αγιασμό και τη χάρι του Αγίου Πνεύματος κατήργησε την δύναμη και την εξουσία του Σατανά πού είχε, πριν να σαρκωθή ό Δεσπότης Χριστός επάνω στους ανθρώπους, στα ζώα και στα στοιχεία της φύσεως, και έτσι ό αέρας, ή γη και το νερό αγιάστηκαν, από την παρουσία του Δεσπότη Χριστού του Θεού ημών.

Ή ήμερα αυτή των Θεοφανίων, πάτερ Θεοφύλακτε, όπου γίνεται ό Μεγάλος Αγιασμός, γίνεται ή ανάμνησης της του Χριστού παρουσίας και της Θεοφανείας του τρισυπόστατου και τρισηλίου Θεού των χριστιανών, του Ποιητού και Δημιουργού των όλων, πού σαν σήμερα στη βάπτιση του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό, παρουσιάστηκε ό ουράνιος Πατέρας με τη φωνή και ό οποίος με την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, πού το έστειλε σαν ένα περιστέρι επάνω στο κεφάλι του Χριστού, μ’ αυτό δείχνοντας μας το Χριστό, είπε: «Ούτος εστίν ό υιός μου ό αγαπητός ενώ ηυδόκησα…» δηλαδή αυτό είναι το αγαπημένο μου παιδί, ό μονογενής, με τον όποιον, όπως δημιουργήσαμε μαζί μ’ αυτόν και το Αγιον Πνεύμα τον κόσμο όλον, έτσι και τώρα ευδόκησα, μέσον Αυτού να σωθεί ό κόσμος και να αναγεννηθεί ανακαινιζόμενος με το άγιο Βάπτισμα.

Γλυκύτερο το νερό της θάλασσας.

Εάν λοιπόν θέλεις να δοκιμάσεις την αλήθεια όλων αυτών πού σου είπα, πήγαινε πάτερ Θεοφύλακτε, κάτω στη θάλασσα σήμερα, να ιδείς πώς το νερό είναι γλυκό και πίνεται.
Ό απλός κι αγαθός Μοναχός Θεοφύλακτος, παρ όλο τον κόπο της αγρυπνίας, μόλις άκουσε αυτά τα πράγματα για να βεβαιωθεί, πήρε ένα μικρό δοχείο και πήγε αμέσως στη θάλασσα, ή οποία από τη Σκήτη αυτή απέχει περισσότερο από μια ώρα πεζοπορία, έσκυψε με ταπείνωση και τυφλή υπακοή, πήρε νερό από τη θάλασσα, ήπιε και μετά θαυμασμού είδε πώς το νερό ήταν γλυκό και πίνονταν με ευχαριστήσει. Γέμισε το δοχείο του και γύρισε στο Γέροντα του, τον όποιον αφού ευχαρίστησε του έδωκε να πιει κι αυτός από το νερό της θάλασσας, ήπιε κι εκείνος και δόξασαν «τον θαυμαστόν Θεόν εν τοις έργοις και τοις αγίοις αυτού» (Ψαλμ. ΞΖ’ 36).
Πέρασαν περισσότερα από τριάντα χρόνια, ό Γέροντας Παπα-Γρηγόρης, πλήρης ήμερων, αρρώστησε λίγο και κοιμήθηκε τον αιώνιο ύπνο. Ό υποτακτικός του Θεοφύλακτος συνέχιζε να παίρνει κάθε χρόνο την ήμερα των Θεοφανίων, νερό από τη θάλασσα και συνεχίζονταν το ίδιο θαύμα, το νερό να είναι γλυκό και πόσιμο.
Τρία χρόνια μετά το θάνατο του γέροντα του, ό Πάτερ θεοφύλακτος, μετά την αγρυπνία των Θεοφανίων, όταν βγήκαν οι Πατέρες από το «Κυριάκο» βλέπουν τον αδελφό θεοφύλακτο να πηγαίνει περισσότερο κάτω από την Καλύβα πού έμενε. Οι άλλοι Πατέρες της Σκήτης τότε τον ρώτησαν: — Για που πηγαίνεις πάτερ Θεοφύλακτε; Δε θα πας να ξεκουραστείς στο σπίτι σου;
Ό πάτερ Θεοφύλακτος για απάντηση, τους φανέρωσε το μέχρι τότε άγνωστο στους άλλους Πατέρες της Σκήτης θαύμα, πώς δηλαδή την ήμερα του μεγάλου Αγιασμού το νερό της θαλάσσης γίνεται γλυκό και πίνεται.
Οι Πατέρες, επειδή γνώριζαν πώς ό αδελφός αυτός ήταν απλός και άκακος, δεν πίστεψαν στα λόγια του και τον ειρωνεύτηκαν. — Άιντε καημένε να ξεκουραστείς και πας μετά να μας φέρεις κι εμάς να πιούμε… θάλασσα! Ό πάτερ Θεοφύλακτος δεν έδωκε καμιά σημασία στα λόγια τους, πήγε στη θάλασσα ήπιε, όπως έκανε μέχρι τότε, νερό πού ήταν γλυκό, γέμισε και το δοχείο του και το πήγε να πιουν και οι άλλοι Πατέρες.
Εκείνοι με ειρωνεία και δυσπιστία πήραν το νερό αυτό να πιουν, αλλά το μέχρι κείνη τη στιγμή γλυκό νερό, για την απιστία τους έγινε αλμυρότερο και πολύ πικρότερο από το νερό της θάλασσας.
Τότε ό αδελφός Θεοφύλακτος τους φανέρωσε πώς επί τριάντα και πλέον χρόνια πίνανε με το Γέροντα του το γλυκύτατο και νοστιμότατο, για την ήμερα εκείνη νερό της θάλασσας. Και έτσι από την ήμερα εκείνη για την απιστία των Πατέρων σταμάτησε να γίνεται το θαύμα αυτό!

Πηγές: anavaseis.blogspot.com fdathanasiou.wordpress.com

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Η ΠΛΗΡΩΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ ΤΟΥ ΘΕΟΥ

Συγγραφέας: kantonopou στις 5 Ιανουαρίου 2013

Ο ευαγγελιστής Ματθαίος καταγράφει έναν διάλογο μεταξύ του Χριστού και του Προδρόμου λίγο πριν την βάπτιση του Κυρίου μας στον Ιορδάνη ποταμό. Ο διάλογος αυτός ερμηνεύει γιατί ο Χριστός θέλησε να βαπτιστεί στον Ιορδάνη, ακολουθώντας την οδό των ανθρώπων που ήταν αμαρτωλοί και εξομολογούνταν τις αμαρτίες τους στον προφήτη της Βασιλείας του Θεού άγιο Ιωάννη και λαμβάνοντας με συμβολικό τρόπο την κάθαρση από τον Θεό δια του βαπτίσματος. Ο Χριστός δεν είχε αμαρτίες. Δεν είχε ανάγκη να καθαριστεί από κάποιον ρύπο. Ο Υιός του Θεού ήταν ο Ίδιος που συγχωρούσε τους ανθρώπους για τις αμαρτίες τους. Πώς λοιπόν καταδέχεται το φως να φωτιστεί από το λυχνάρι και αυτός που δημιούργησε τον άνθρωπο να αγγίζεται και να ευλογείται από το δημιούργημά Του; «Άφες άρτι . ούτω γαρ πρέπον εστίν ημίν πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3, 15). «Άφησε κάθε προβληματισμό στην άκρη», λέει ο Χριστός στον Πρόδρομο. «Πρέπει και οι δύο μας να εκπληρώσουμε ό,τι προβλέπει η δικαιοσύνη του Θεού». Και πείθει τον Πρόδρομο να Τον βαπτίσει.
Τι σημαίνει άραγε αυτός ο λόγος του Χριστού;
Όταν οι άνθρωποι ακούμε την έννοια «δικαιοσύνη», η σκέψη μας πηγαίνει στην απονομή του δικαίου. Στην εκπλήρωση του νόμου, κοσμικού και ηθικού, αλλά και πνευματικού. Δίκαιο είναι ότι ταιριάζει σ’ αυτόν που νομοθετεί. Και στο Θεό το μόνο αληθινά δίκαιο που ταιριάζει είναι η τελειότητα. Επομένως, η έννοια της δικαιοσύνης για το Θεό έχει να κάνει με την απόλυτη υπακοή στο θέλημά Του. Την απόλυτη αρετή. Την μίμηση του τρόπου της ύπαρξής Του. Την παράδοση του ανθρώπου στη σχέση μ’ Εκείνον χωρίς περισπασμούς. Την φανέρωση ενός ανθρώπου θεοποιημένου μέσα από τη σχέση με το Χριστό και τον πλησίον, στον παρόντα χρόνο. Κάθε τι λιγότερο από αυτό, δεν εκπληρώνει την δικαιοσύνη του Θεού και τους νόμους Του. Το ερώτημα είναι εύλογο. Αν αυτός είναι ο ορισμός της δικαιοσύνης του Θεού υπάρχει άνθρωπος που μπορεί να την εκπληρώσει;
Η απάντηση φαίνεται αυτονόητα αρνητική. Υπάρχει όμως ένα σημείο, το οποίο δίνει μία άλλη διάσταση στην έννοια της δικαιοσύνης. Είναι η αγάπη.

Δικαιοσύνη για το Θεό είναι η αγάπη. Είναι απόλυτη αυτή η αγάπη. Χωρίς μέτρο και όριο. Αποτυπώνεται στη δημιουργία του κόσμου. Αποτυπώνεται στην ενανθρώπηση του Υιού και Λόγου του Θεού. Αποτυπώνεται στην φανέρωση της Βασιλεία των Ουρανών μέσα από τη ζωή της Εκκλησίας. Αποτυπώνεται στην πορεία του Χριστού προς το Σταυρό, την Ταφή και την Ανάσταση. Αποτυπώνεται στον ανακαινισμένο τρόπο ύπαρξης του ανθρώπου, ο οποίος αποφασίζει να σχετιστεί με τον Θεό στο πρόσωπο του Χριστού και στη ζωή της Εκκλησίας. Αποτυπώνεται με τον αγιασμό του κόσμου, της ύλης και της κτίσης που προσφέρει ο Θεός εν Χριστώ. Αποτυπώνεται στην κάθαρση από κάθε εμπαθή ρύπο και κάθε αμαρτία που προσφέρει ο Θεός στον άνθρωπο που μετανοεί. Και αυτή η αγάπη αποτελεί τον τρόπο εκείνον που δίδει μία άλλη απάντηση στο ερώτημα της δικαιοσύνης. Είναι δίκαιος ο Θεός επειδή αγαπά.

Και η αγάπη είναι το μέγιστο θαύμα, η   συνεχής προσφορά ανακαίνισης στον άνθρωπο και στον καθέναν μας.
Σημείο της δικαιοσύνης που είναι η αγάπη αποτελεί το γεγονός της Βάπτισης του Χριστού.
Ο Χριστός γίνεται ο οδοποιός για κάθε ανθρώπινη σάρκα (Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου) της αρχής της καινούριας ζωής.

Στον Ιορδάνη βαπτίζει ολόκληρη την ανθρώπινη φύση όχι απλώς στο φυσικό νερό αλλά «εν ύδατι και Πνεύματι». Το Άγιο Πνεύμα λούζει και καθαρίζει όλον τον άνθρωπο στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Ίδιος δεν το έχει ανάγκη, γιατί έχει γεννηθεί και υπάρχει «δίχα αμαρτίας». Η ανθρώπινη φύση όμως το έχει ανάγκη, γιατί βρίσκεται συνεχώς σε έναν διάλογο με την αμαρτία και υπόκειται σε πτώση εξ αιτίας της και διαπράττοντάς την. Κι έτσι ο Χριστός δείχνει στον άνθρωπο και στον κόσμο ότι έχει ανάγκη την κάθαρση της ύπαρξης «εν ύδατι και Πνεύματι Αγίω». Το Άγιο Πνεύμα μας καθαρίζει και σημείο της κάθαρσης είναι το δικό μας βάπτισμα στην κολυμβήθρα κατά την είσοδό μας στην Εκκλησία με το μυστήριο του Βαπτίσματος. Και το Άγιο Πνεύμα επαναβεβαιώνει την κάθαρσή μας δια του λουτρού της μετανοίας, όταν εξομολογούμαστε τις αμαρτίες μας και λαμβάνουμε την άφεση.
Το Βάπτισμα δεν είναι μία κίνηση που έχει αρχή και τέλος. Δεν περιορίζεται κατά τη στιγμή του μυστηρίου. Είναι μία κίνηση που ξεπερνά το πεπερασμένο του χρόνου όταν ο άνθρωπος προσλαμβάνει τον τρόπο με τον οποίο ενεργεί ο Θεός και τον εφαρμόζει στη ζωή του. Και αυτός ο τρόπος είναι η αγάπη. Κάθε φορά που αγαπούμε, που αφηνόμαστε στην αγάπη και το έλεος του Θεού από την μία και δείχνουμε αγάπη με τον τρόπο του Αγίου Πνεύματος, την συγχωρητικότητα, την ταπείνωση, την θυσία, στην προσφορά υλικά και πνευματική, την προσευχή, την ελπίδα και την πίστη στο Θεό και την δυναμική ένταξή μας στο σώμα του Χριστού που είναι η Εκκλησία, επαναβεβαιώνουμε το βάπτισμά μας. Το καθιστούμε ενεργό και την ίδια στιγμή εκπληρώνεται και στη ζωή μας η δικαιοσύνη του Θεού, η αγάπη Του προς τον καθέναν μας, η οποία εκφράζεται δια της σωτηρίας που μας δόθηκε εν Χριστώ.
Η Βάπτιση του Χριστού προσφέρει σε όλη την κτίση τον αγιασμό. Από εκεί που η κτίση συστέναζε και συνώδινε με τον άνθρωπο, τώρα συγχαίρει και συναγιάζεται με την παρουσία του Χριστού. Και είναι στο χέρι του ανθρώπου να συνεχίζει να μεταδίδει αυτόν τον αγιασμό δια της αγάπης και προς τον κόσμο. Εκπληρώνεται έτσι η δικαιοσύνη του Θεού, ο Οποίος δίδει στον κόσμο το αρχικό περιεχόμενο της αποστολής του, που ήταν να λειτουργεί ευχαριστιακά και δοξολογικά προς τον Δημιουργό του, αλλά και να υπηρετεί την ανθρώπινη επιβίωση με καταδεκτικότητα και ταπείνωση. Την ίδια στιγμή όμως, ο αγιαζόμενος άνθρωπος προσφέρει την αγάπη που λαμβάνει από τον Θεό και στον συνάνθρωπο και στην κτίση ολόκληρη, χρησιμοποιώντας την ευχαριστιακά και δοξολογικά προς τον Δημιουργό του, αλλά και αξιοποιώντας την για την επιβίωσή του, χωρίς να την καταστρέφει και να την ταλαιπωρεί.
Ο δρόμος της Εκκλησίας δεν εφαρμόζεται από την πλειονοψηφία του κόσμου και των ανθρώπων. Το Βάπτισμά μας καθίσταται ανενεργό από την μία εξαιτίας της αδιαφορίας για την αγάπη τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον πλησίον, αλλά και της επιλογής μας να δικαιολογούμε τους εαυτούς μας για την αμαρτωλότητά μας, μη επιδιώκοντας και μη αγωνιζόμενοι για την κάθαρσή μας από τα πάθη και την κακία, και από την άλλη με την εκμετάλλευση της κτίσης και την παντελή απουσία σεβασμού προς αυτήν. Ενίοτε προστίθεται στην κατάσταση αυτή και η υποκρισία, αποτέλεσμα της απουσίας του Αγίου Πνεύματος από τη ζωή μας, καθώς νομίζουμε ότι η όποια πρόοδός μας στην εκκλησιαστική μας πορεία είναι καρπός των δικών μας χαρισμάτων και ικανοτήτων, χωρίς την βοήθεια και παρουσία του Χριστού.
Αν θέλουμε να εκπληρωθεί και στη δική μας ζωή η δικαιοσύνη του Θεού, η αγάπη Του δηλαδή προς τον καθέναν μας προσωπικά, είναι ανάγκη να ξαναδούμε τον χρόνο και την πορεία μας στην προοπτική του αγιασμού μας εν Πνεύματι Αγίω και στην κάθαρσή μας δια του λουτρού του ύδατος της μετανοίας. Και να ξαναβρούμε αυτή την αγαπητική, ευχαριστιακή και δοξολογική διάσταση στη σχέση μας με τον συνάνθρωπο και τον κόσμο. Ο Χριστός  μας άνοιξε το δρόμο με την Βάπτισή Του υπό των του Προδρόμου χειρών στον Ιορδάνη. Ας συνεχίσουμε αυτή την πορεία του αγιασμού μας στην Εκκλησία Του.
Κέρκυρα, 6 Ιανουαρίου 2013
π.Θεμιστοκλής Μουρτζανός

http://themistoklismourtzanos.blogspot.gr/2013/01/blog-post.html

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

15 πίνακες ζωγραφικής που απεικονίζουν την Βάπτιση του Σωτήρος Χριστού.

Συγγραφέας: kantonopou στις 4 Ιανουαρίου 2013

Δείτε παρακάτω διάφορους πίνακες ζωγραφικής που απεικονίζουν την Βάπτιση του Σωτήρος Χριστού.

Με Παρρησία

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η Περιτομή του Κυρίου (1 Ιανουαρίου)

Συγγραφέας: kantonopou στις 1 Ιανουαρίου 2013

peritomitomi-tou-christou

Την όγδοη ημέρα από την εορτή της Γεννήσεως, η οποία συμβαίνει επίσης να είναι και η πρώτη του νέου έτους, η Εκκλησία εορτάζει την Περιτομή του Κυρίου κατά την οποία έλαβε το όνομα Ιησούς, το οποίο σημαίνει σωτήρας, πράγμα που επίσης εορτάζει η Εκκλησία.

Την ημέρα αυτή είναι επίσης η επέτειος του θανάτου του Αγίου Βασιλείου του Μεγάλου, του οποίου η μνήμη αποτελεί μέρος της ακολουθίας της εορτής.

«Ο Κύριος των όλων υπομένει περιτομή και τα αμαρτήματα των θνητών περιτέμνει ως αγαθός. Παρέχει τη σωτηρία σήμερα στον κόσμο, χαίρεται δε στα ουράνια και του Κτίστου ο ιεράρχης, το φεγγοβόλο αστέρι και θείος Μύστης του Χριστού, ο Βασίλειος.»

Σύμφωνα με την ακολουθία της Εκκλησίας, ο Κύριος υπέστη περιτομή με το σκοπό να εκπληρώσει το νόμο του Μωυσή, τον οποίο κανείς δεν ήταν ικανός να εκπληρώσει πριν. Εκτελώντας «άπαντα κατά τον νόμον» (Λουκ. 2:39), ο Μεσσίας θεωρεί πρέπον «πληρώσαι πάσαν δικαιοσύνην» (Ματθ. 3:15). Υπ’ αυτή την έννοια Αυτός είναι η εκπλήρωση του Νόμου και των προφητών, όχι μόνο εκτελώντας ό,τι είναι γραμμένο περί Αυτού, αλλά ακόμη πράττοντας όλα εκείνα τα πράγματα που θα έπρεπε να κάνουν όλοι αν αληθινά εκπλήρωναν το λόγο του Θεού.

«Δεν ντράπηκε ο Πανάγαθος Θεός να περιτμηθεί σαρκικά, αλλά πρόσφερε τον εαυτό Του ως τύπο και παράδειγμα σε όλους μας να σωθούμε. Διότι ο δημιουργός του Νόμου εκπληρώνει τα προστάγματα του Νόμου και αυτά που κηρύχθηκαν από τους προφήτες γι’ αυτόν. Εσύ που τα πάντα περιέχεις μέσα στη χούφτα Σου και που τυλίχθηκες με σπάργανα, Κύριε δόξα σε Σένα.»

Εκτελώντας ο Κύριος τα πάντα ακριβώς σύμφωνα με το Νόμο, δείχνει ότι έχει έλθει για να υπηρετήσει και να ταυτίσει τον εαυτό Του απόλυτα με τα αμαρτωλά δημιουργήματά Του. Αυτή είναι η θεία ταπείνωση του Θεού, η υπερβολικά μεγάλη Του στοργή και συμπάθεια, η άρρητη και ανείπωτη ταπείνωση και συγκατάβασή Του σ’ εμάς που είμαστε χαμένοι. Γιατί όχι μόνο βρέθηκε «εν σχήματι ως άνθρωπος» αλλά και εκένωσε Εαυτόν από τη θεϊκή Του δόξα, παίρνοντας «μορφή δούλου» (Φιλ. 2:7-8), παραδίδεται στο μαχαίρι του αρχιερέα, υπομένοντας το σημείο αυτό της απόλυτης υποταγής στο Θεό, την πράξη η οποία εκφράζει την ολοκληρωτική αδυναμία των ανόσιων δημιουργημάτων ενώπιον του Αγίου τους Δημιουργού. Οι λέξεις δεν μπορούν να αποδώσουν την συγκατάβαση του Κυρίου και την προθυμία Του να περιτμηθεί. Είναι μια πράξη κενωτικής ταπεινώσεως, η οποία είναι τελείως άρρητη.

Επιτρέποντας να περιτμηθεί ο ίδιος, λυτρώνει το λαό Του ο Κύριος από την κατάρα του Νόμου και τον απελευθερώνει από τα τελετουργικά σύμβολα της βασισμένης στο Νόμο διαθήκης. Ο Νόμος του Θεού δεν είναι αφ’ εαυτού κατάρα, παρόλο που κάποιες Χριστιανικές θεολογίες εμφανίζονται να διδάσκουν κάτι τέτοιο. Ο Απόστολος Παύλος λέει ότι «ο μεν νόμος άγιος, και η εντολή αγία και δικαία και αγαθή» (Ρωμ. 7:12). Το πρόβλημα είναι ότι κανείς δεν μπορεί να τηρήσει το Νόμο. Αν έμελλε να κριθούμε από τα έργα του Νόμου, θα χανόμασταν όλοι. Για τον λόγο αυτό έρχεται ο Μεσσίας, να κάνει μέσα από τη θνητή σάρκα εκείνα τα οποία κανένας άλλος δε θα μπορούσε να κάνει έτσι, ώστε διά της πίστεως σε Αυτόν όλοι εκείνοι που πιστεύουν να μπορούν να δικαιωθούν ενώπιον του Θεού.

Η ίδια η περιτομή δόθηκε ως απάντηση της πίστεως. Ήταν η ένδειξη ότι ανήκεις πιστά στον Κύριο. Ακόμα και στο αρχικό νόημα και μορφή της, δεν ήταν κάτι απλά σωματικό, αλλά κάτι πνευματικό· ένα θέμα όχι μόνο της σάρκας, αλλά και της καρδιάς.

Εξαιτίας της ολικής του δικαιοσύνης, τελετουργικής και ηθικής, σωματικής και πνευματικής, νομικής και ηθικής, ο Ιησούς ο Μεσσίας ελευθερώνει το λαό Του από οτιδήποτε ανήκει σ’ αυτόν τον κόσμο και φανερώνει σ’ αυτούς τη ζωή του μέλλοντος αιώνος της Βασιλείας του Θεού. «Εν γαρ Χριστώ Ιησού ούτε περιτομή τι ισχύει ούτε ακροβυστία, αλλά πίστις δι’ αγάπης ενεργούμενη» (Γαλ. 5:6).

Εορτάζοντας το Πάσχα του χειμώνα, οι πιστοί φτάνουν από μόνοι τους να γνωρίσουν ότι στ’ αλήθεια «ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις τα αρχαία παρήλθεν, ιδού γέγονε καινά τα πάντα» (Β’ Κορ. 5:17).

«Το να περιτεμνόμαστε έληξε αφ’ ότου ο Χριστός θεληματικά περιτμήθηκε, σώζοντας τα πλήθη των εθνών διά της χάριτος.»

«Η όγδοη ημέρα, εικονίζουσα την αιώνια ζωή, από τη δική Σου Χριστέ λαμπρύνεται και αγιάζεται με θεληματική φτώχεια. Διότι κατ’ αυτήν περιτμήθηκες κατά το Νόμο σαρκικά.»

«Περιτέμνεται σαρκικά Αυτός που από τον Πατέρα χωρίς διαχωρισμό και απώλεια ύλης γεννήθηκε κατά τρόπο θαυμαστό ως Λόγος Του. Και που έμεινε χωρίς αλλοίωση της Θεότητάς Του ως Θεός από το Θεό. Αυτός που είναι πάνω από το Νόμο, νομίμως ελευθερώνει όλους από την κατάρα του Νόμου και δωρίζει την άνωθεν ευλογία. Έτσι λοιπόν την υπεράγαθή Του συγκατάβαση εγκωμιάζοντας υμνούμε και γεμάτοι ευχαρίστηση δοξάζουμε ικετεύοντας Αυτόν να δώσει στις ψυχές μας το μέγα έλεος.»

(π. Thomas Hopko, «Χειμωνιάτικη Πασχαλιά», εκδ. Ακρίτας, σ. 206-213)- vatopaidi

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

Η εορτή των Χριστουγέννων – Θεοφανείων

Συγγραφέας: kantonopou στις 27 Δεκεμβρίου 2012

Από την ιστορικοθεολογική μελέτη μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι εορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων μέχρι τον Δ΄ αιώνα εορτάζονταν από κοινού. Το 330 για πρώτη φορά στη Ρώμη άρχισε να εορτάζεται στις 25 Δεκεμβρίου η Γέννηση του Κυρίου ξεχωριστά από την εορτή των Θεοφανείων, η οποία συνέχισε να εορτάζεται στις 6 Ιανουαρίου και έλαβε έκτοτε χαρακτήρα χαρισματικό. Σταδιακά μέχρι τα μέσα του ΣΤ΄ αιώνα όλες οιοι τοπικές υιοθέτησαν οριστικά αυτή τη διάκριση του εορτασμού.

Η ανάλυση των πατερικών ομιλιών γι’ αυτές τις δύο εορτές δείχνει ότι το κέντρο της λατρείας της Εκκλησίας, κατά τον Δ΄ τουλάχιστον αιώνα, ήταν το γεγονός της ενανθρωπήσεως του Ιησού Χριστού, το οποίο συνοψιζόταν στην ομολογία ότι ο Θεός Λόγος «ενηνθρώπησεν ίνα ημείς θεοποιιηθώμεν». Οι ιεροί Πατέρες εκστασιασμένοι μπροστά στο μυστήριο της θείας ενανθρωπήσεως διδάσκουν τους πιστούς τη θεολογία του μυστηρίου.

Το ιδεολογικό πλαίσιο της εποχής απαιτούσε αντιμετώπιση των αιρετικών και ειδωλολατρών. Ο πανηγυρισμός των δύο μεγάλων αυτών εορτών αποτέλεσε την κατάλληλη ευκαιρία να εκθέσουν εμμέσως πλην σαφώς την πίστη της Εκκλησίας στη Σύνοδο της Νικαίας, απαντώντας έτσι στους διάφορους αιρετικούς. Τους ειδωλολάτρες αντιμετώπισαν με αυστηρότητα αλλά και με οικοδομητική διάθεση, αφού ο Θεός Λόγος σαρκώθηκε για τη σωτηρία ολόκληρης της ανθρωπότητας. Πάνω απ’ όλα όμως οι Πατέρες απαιτούσαν καθαρότητα ζωής, απαραίτητη για την οικείωση όσων πρόσφερε ο ενανθρωπήσας Χριστός.

Οι εορτές των Χριστουγέννων και των Θεοφανείων δεν προσφέρονται για σκέψεις ευσεβείς και αναλύσεις συναισθηματικές, αλλά για να συνειδητοποιήσουμε τη ζωτική σημασία τους και να μετάσχουμε στα εορταζόμενα γεγονότα· να βιώσουμε ότι ο Θεός έγινε άνθρωποςγια τη δική μας σωτηρία, ότι μας έδωσε μια νέα ζωή, που είναι οι δυνατότητα να γίνουμε θεοί κατά χάριν.

Κάθε εκκλησιαστή εορτή είναι ανάμνηση ενός θείου γεγονότος, ανάμνηση όμως που ενώ έγινε στο παρελθόν εφάπαξ, φανερώνεται, βιώνεται και εορτάζεται μυστηριακώς στο παρόν και μας δίνει τη δυνατότητα να μετέχουμε βιωματικά σ’ αυτό, δηλαδή ως αυτόπτες μάρτυρες. Και εν προκειμένω μπορούμε να γίνουμε μάρτυρες της θείας Επιφανείας, να γίνουμε οι ίδιοι «θεοφανικό γεγονός», πράγμα άλλωστε που αποτελεί και το σκοπό της θείας ενανθρωπήσεως.

Γι’ αυτό, ας κλείσουμε με τα λόγια του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου. Αδελφοί και πατέρες «τοίνυν εορτάζωμεν, μη πανηγυρικώς, αλλά θεϊκώς· μη κοσμικώς αλλ’ υπερκοσμικώς· μη τα ημέτερα, αλλά τα του ημετέρου, μάλλον δε τα του δεσπότου· μη τα της ασθενείας, αλλά τα της ιατρείας· μη τα της πλάσεως, αλλά τα της αναπλάσεως».

Επίλογος από την εισήγηση “Η εορτή των Χριστουγέννων – Θεοφανείων”, στο Η’ Πανελλήνιο Λειτουργικό Συμπόσιο Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων, “Το Χριστιανικόν Εορτολόγιον”, Βόλος 18-20 Σεπτεμβρίου 2006, έκδ. Πρακτικών Ειδικής Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, σ. 168-9.

Αρχιμ. Νικόλαος Ιωαννίδης

pemptousia.gr

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΚΑ | Δε βρέθηκαν σχόλια »

π. Αλέξανδρος Σμέμαν, Το θείο Βρέφος

Συγγραφέας: kantonopou στις 25 Δεκεμβρίου 2012

«Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίο νέον ο προ αιώνων Θεός». Ένας από τους κυριότερους ύμνους των Χριστουγέννων καταλήγει σ’ αυτά τα λόγια, ταυτίζοντας το Βρέφος που γεννήθηκε στο σπήλαιο της Βηθλεέμ με τον «προ αιώνων Θεό». Ο ύμνος αυτός συνετέθη τον 6ο αιώνα από τον περίφημο Βυζαντινό υμνογράφο Ρωμανό το Μελωδό:

Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει· άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι· μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι· δι’ ημάς γαρ εγεννήθη παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός. (Κοντάκιον Χριστουγέννων)

Το παιδί ως Θεός, ο Θεός ως παιδί… Γιατί δημιουργείται αυτή η ζωηρή συγκίνηση την περίοδο των Χριστουγέννων όταν οι άνθρωποι, ακόμη και αυτοί με χλιαρή πίστη ή ακόμη και οι άθεοι, παρατηρούν αυτό το μοναδικό, ασύγκριτο θέαμα της νεαρής μητέρας να κρατά το παιδί στην αγκαλιά της, και γύρω τους οι «Μάγοι οι από Ανατολών», οι ποιμένες, δροσεροί από τη νυχτερινή τους σκοπιά στους αγρούς, τα ζώα, ο ανοιχτός ουρανός, ο αστέρας; Γιατί είμαστε τόσο βέβαιοι, αλλά και συνεχώς ανακαλύπτουμε, πως σ’ αυτόν το θλιβερό πλανήτη μας δεν υπάρχει τίποτε ομορφότερο και πιο χαρμόσυνο απ’ αυτό το θέαμα, που το πέρασμα των αιώνων αποδείχτηκε ανίκανο να ξεριζώσει από τη μνήμη μας; Επιστρέφουμε σ’ αυτό το θέαμα οποτεδήποτε δεν έχουμε άλλο καταφύγιο, οποτεδήποτε έχουμε βάσανα στη ζωή, και αναζητούμε αυτό που θα μας ελευθερώσει.

Όμως στην ευαγγελική διήγηση για τη γέννηση του Ιησού Χριστού, η μητέρα και το παιδί δε λένε ούτε μία λέξη, ωσάν οι λέξεις να είναι περιττές, επειδή καμιά λέξη δεν μπορεί να ερμηνεύσει, να ορίσει ή να εκφράσει το νόημα όσων έλαβαν μέρος και εκπληρώθηκαν εκείνη τη νύχτα. Και παρ’ όλα αυτά χρησιμοποιούμε λέξεις εδώ, όχι για να εξηγήσουμε ή να ερμηνεύσουμε, αλλά επειδή, όπως η Γραφή λέει, «εκ γάρ του περισσεύματος της καρδίας το στόμα λαλεί» (Ματθ. 12, 34). Είναι αδύνατο κάποιος, που ξεχειλίζει η καρδιά του, να μη μοιραστεί με άλλους τα βιώματά του.

Οι λέξεις «παιδίον» και «Θεός» είναι οι πλέον αποκαλυπτικές για το μυστήριο των Χριστουγέννων. Κατά κάποιο τρόπο, είναι ένα μυστήριο που απευθύνεται στο παιδί που συνεχίζει να ζει μυστικά μέσα σε κάθε ενήλικα, στο παιδί που συνεχίζει να ακούει ό,τι ο ενήλικας έχει πάψει να ακούει, και που ανταποκρίνεται με μια χαρά, που ο ενήλικας, μέσα στον γήινο, υπερώριμο, κουρασμένο και κυνικό κόσμο που ζει, αδυνατεί να νιώσει. Μάλιστα, τα Χριστούγεννα είναι μια γιορτή για τα παιδιά, όχι μόνο εξαιτίας του χριστουγεννιάτικου δένδρου που διακοσμούμε και φωτίζουμε, αλλά μ’ έναν πολύ βαθύτερο τρόπο, και μόνο τα παιδιά δεν ξαφνιάζονται για το ότι, όταν ο Θεός κατέρχεται στη γη, έρχεται ως παιδί.

Αυτή η εικόνα του Θεού ως παιδιού συνεχίζει να λάμπει μέσα από τις εικόνες και τα αναρίθμητα έργα τέχνης, φανερώνοντας πως ό,τι είναι ουσιαστικότερο και πλέον χαρμόσυνο στο Χριστιανισμό βρίσκεται ακριβώς εδώ, σ’ αυτήν την αιώνια παιδικότητα του Θεού. Οι ενήλικες, ακόμη και αυτοί που «συμπαθούν περισσότερο τα θρησκευτικά θέματα», περιμένουν και προσδοκούν από τη θρησκεία να δώσει εξηγήσεις και αναλύσεις· τη θέλουν έξυπνη και σοβαρή. Οι αντίπαλοί της είναι εξίσου σοβαροί, και, τελικά, τόσο βαρετοί, καθώς αντιμετωπίζουν τη θρησκεία μ’ ένα χαλάζι από «ορθολογικές» σφαίρες. Στην κοινωνία μας δεν υπάρχει καμιά φράση που να μεταφέρει καλύτερα την περιφρόνησή μας από το να χαρακτηρίσουμε κάτι λέγοντας πως «είναι παιδιάστικο». Μ’ άλλα λόγια, δεν είναι για τους ενήλικες, τους έξυπνους και σοβαρούς. Έτσι τα παιδιά μεγαλώνουν και γίνονται εξίσου σοβαρά και βαρετά. Ο Χριστός όμως είπε, «γένησθε ως τα παιδία» (Ματθ. 18,3). Τι σημαίνει αυτό; Τι λείπει από τους ενήλικες, ή καλύτερα, τι έχει στραγγαλισθεί, καταπνιγεί, εκμηδενισθεί από ένα παχύ στρώμα ενηλικιότητας; Δεν είναι πάνω απ’ όλα αυτή η ικανότητα, η τόσο χαρακτηριστική των παιδιών, να θαυμάζουν, να αγαλλιούν και το πιο σπουδαίο να είναι γνήσια στη χαρά και στη λύπη; Η ενηλικίωση στραγγαλίζει επίσης την ικανότητα να εμπιστεύεσαι, να αυτοεγκαταλείπεσαι, να αφήνεσαι τελείως στην αγάπη και να πιστεύεις με όλη σου την ύπαρξη. Τελικά τα παιδιά παίρνουν στα σοβαρά ό,τι οι ενήλικες δεν μπορούν πλέον να αποδεχθούν: τα όνειρα, αυτά που διασπούν την καθημερινή μας εμπειρία και την κυνική μας καχυποψία, αυτό το βαθύ μυστήριο του κόσμου και κάθετι που αποκαλύπτεται στους αγίους, στα παιδιά και στους ποιητές.

Έτσι μόνο όταν εισχωρήσουμε στο παιδί που ζει κρυμμένο μέσα μας, μπορούμε να κάνουμε δικό μας το χαρμόσυνο μυστήριο του Θεού που έρχεται προς εμάς «ως παιδίον». Το παιδί δε διαθέτει ούτε κύρος ούτε εξουσία· όμως η απουσία ακριβώς κύρους το αναδεικνύει σε βασιλιά· πηγή της βαθιάς του δύναμης είναι η ανικανότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του και η τρωτότητά του. Το παιδί σ’ αυτή τη μακρινή σπηλιά της Βηθλεέμ δεν έχει επιθυμία ώστε να το φοβόμαστε· εισέρχεται στις καρδιές μας χωρίς να μας εκφοβίζει, χωρίς να επιδεικνύει το κύρος και τη δύναμή του, αλλά μόνο με την αγάπη. Μας δίνεται ως παιδί, και μόνο ως παιδιά μπορούμε με τη σειρά μας να το αγαπήσουμε και να δοθούμε σ’ αυτό. Ο κόσμος κυβερνάται από τη δύναμη και την εξουσία, από το φόβο και την κυριαρχία. Το «παιδίον Θεός» μάς απελευθερώνει απ’ όλα αυτά. Το μόνο που επιθυμεί από μας είναι η αγάπη μας, που προσφέρεται με ελευθερία και χαρά· το μόνο που επιθυμεί από μας είναι να του δώσουμε την καρδιά μας. Και τη δίνουμε σ’ ένα ανυπεράσπιστο παιδί, που εμπνέει όμως τεράστια εμπιστοσύνη.

Με τη γιορτή των Χριστουγέννων η Εκκλησία μάς αποκαλύπτει ένα μυστήριο χαράς: το μυστήριο μιας ελεύθερα προσφερόμενης αγάπης που δεν επιβάλλεται σε κανέναν. Μιας αγάπης ικανής να δει, να αναγνωρίσει και να αγαπήσει το Θεό στο πρόσωπο του θείου Παιδιού, και να γίνει έτσι δώρο μιας νέας ζωής.

Από το: Εορτολόγιο. Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος, τόμ. Β΄, εκδόσεις Ακρίτας, Αθήνα 1997, σ. 61-64.

pemptousia

Κατηγορία ΔΕΣΠΟΤΙΚΕΣ ΓΙΟΡΤΕΣ | Δε βρέθηκαν σχόλια »